Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

"Νεκρές σημαίες" έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", ["ΝΗΣΙΔΕΣ"-"ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ"] 22.03.25)

 ..............................................................



                      Νεκρές σημαίες







έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", ["ΝΗΣΙΔΕΣ"-"ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ"]  22.03.25)



Γύρω τα αμάξια καίγονται. Οι οδηγοί τους έχουν τρέξει μακριά εδώ και ώρες. Ενας αέρας σπρώχνει τις στάχτες. Κανείς δεν μιλά. Μόνο κάποιο ξεχασμένο ραδιόφωνο ψελλίζει κάτι ακατανόητο μέσα από τις φλόγες. Κάθε τόσο ένα ντεπόζιτο εκρήγνυται. Κανείς δεν τρομάζει. Κανείς δεν δίνει σημασία. Είναι ο τρόπος μας εδώ και ο ουρανός απλώνει μουντός ανάμεσα στα σκόρπια συγκροτήματα των κατοικιών. Ο χρόνος μας πια μοιράζεται τυχαία. Ενώ περπατούμε στο χαλίκι δίπλα από στοίβες σκουπιδιών.


Στις μεγάλες αλάνες οικογένειες θάβουν τα κατοικίδιά τους. Δεν μιλούμε πολύ. Μιλούμε όλο και λιγότερο. Το μόνο που ακούς είναι τα βήματα που σέρνουμε στο βρόμικο χαλίκι. Οι υπόνομοι έχουν πλημμυρίσει. Οι διαφημισ τικές ρεκλάμες ξεφλουδίζουν. Οι τοίχοι πέφτουν ο ένας δίπλα στον άλλο. Πάντοτε κάτι καίγεται. Καμένο λάστιχο, σήψη, υγρασία. Δεν υπάρχουν εδώ σημαίες. Τις πήραν για να δέσουν τις πληγές τους. Η κυβέρνηση κατέρρευσε με πάταγο. Κανείς δεν έδωσε σημασία.

Ο καθένας είναι μόνος του. Οπως και πριν. Πολλοί έφυγαν. Οι πόλεις άδειασαν. Δεν ξέρω πού πήγαν. Εχει περισσότερη ησυχία τώρα. Πολλές φορές δεν βλέπεις ψυχή όλη μέρα. Μόνο ένας καπνός κάπου μακριά. Αυτό μαρτυρά πως υπάρχει ζωή. Πως εξαντλείται. Οι διακοπές του ρεύματος είναι συχνές. Και είναι καλύτερο να μην περπατάς έξω στο σκοτάδι. Η νύχτα επέστρεψε στον πρώτο της ιδιοκτήτη. Και έξω παντού είναι νύχια, γροθιές και καρφιά. Οι πόρτες δεν κλείνουν καλά.

Αν είναι να γίνει κάτι, θα γίνει. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζουμε τις μέρες μας. Και δεχόμαστε αυτό που έρχεται. Οπως κάναμε και πριν. Ο στρατός πια έγινε ένα με την αστυνομία. Ιδιο σώμα, ίδιοι εχθροί. Ο εξωτερικός και ο εσωτερικός εχθρός είναι το ίδιο. Αντιμετωπίζεται το ίδιο. Ερχονται χωρίς προειδοποιήσεις. Εφοδοι στα σπίτια. Οι φωνές. Το σκληρό περπάτημα. Μέσα στα σπίτια. Χωρίς στόχο. Μόνο για να υπενθυμίζουν τον τρόπο των πραγμάτων. Αναποδογυρίζουν έπιπλα, αδειάζουν δωμάτια, τους πετάνε κάτω. Κανείς δεν ξέρει πώς θα τελειώσει. Είμαστε όλοι κλεισμένοι στο αμπάρι μιας μηχανής που σκουριάζει. Βλέπουμε το φως μόνο από τυχαία ανοίγματα και το νερό πηγαίνει και έρχεται στα πατώματα. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε πότε ξεκίνησε. Πώς έγινε και γιατί. Δεν συζητάμε εδώ γι’ αυτά. Γι’ αυτό ξεχνάμε. Συστηματικά. Με μέθοδο. Το να ξεχνάς είναι μια τέχνη. Και μαζί ο μόνος τρόπος να συνεχίζεις. Ισως βέβαια κάποιοι να θυμούνται. Αλλά ακόμη και έτσι θυμούνται μόνο για τον εαυτό τους. Και μάλλον καλά κάνουν.

Ολοι οι υπόλοιποι ξεχνούμε. Ολοι οι υπόλοιποι έχουνε ξεχάσει. Ηταν όμορφη τη μέρα εκείνη. Οι φωτιές μακριά έμπλεκαν με τα ξανθά μαλλιά της. Σαν το τοπίο να ήταν δικό της. Μέρος της. Κατέβηκε πιο χαμηλά και εγώ την ακολούθησα. Ηταν σιωπηλή. Πιο σιωπηλή από τα χείλη ενός αγάλματος. Μόνο έβλεπες ένα χαμόγελο να ξεφεύγει κάθε τόσο. Και ύστερα να χάνεται σαν να είναι κάτι απαγορευμένο. Και ύστερα κατεβήκαμε πιο κάτω. Τη θυμάμαι καθαρά μέσα σε αυτή την ημέρα. Τα μάτια της, το σώμα της, την ψευδαίσθηση ελευθερίας στους τόπους έξω από τις πόλεις. Και ύστερα πιο κάτω. Τα μαλλιά της, οι φωτιές. Και αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι.


*soundtrack: Godspeed you black Emperor, The Dead Flag Blues

Δεν υπάρχουν σχόλια: