............................................................
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στον αστερισμό του λυρισμού και του μοντερνισμού
γράφει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου* ("Εφημερίδα των Συντακτών"- ΝΗΣΙΔΕΣ 02.03.25)
Χαμηλόφωνος, συνομιλητικός, καχύποπτος απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να δείξει φανταχτερό και μεγαλόσχημο, ο ποιητής πενθεί σιωπηρά, κάποτε ακόμα και κρυπτικά (κι εδώ θα βρούμε τους οργανικούς δεσμούς του με τον μοντερνισμό) τους φίλους που αφανίστηκαν στα δύσκολα χρόνια, την επαναστατική ιδεολογία που μεταμορφώθηκε σε σύστημα κλειστού πολιτικού ελέγχου, αλλά και τις ευκαιρίες της ζωής που πέταξαν εν μιά νυκτί μακριά ή τους ατέλειωτους συμβιβασμούς της καθημερινότητας. Και η γλώσσα του μεταπηδά σιγά σιγά από τον θρήνο στην οργή, από την οργή στον σαρκασμό και την ειρωνεία και από την ειρωνεία στην αφαιρετική και αποστασιοποιημένη διατύπωση, όπου όλα πια δείχνουν μάταια και οριστικά τελειωμένα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) σημάδεψε τη νεανική αλλά και την επαγγελματική μου ζωή στο ξεκίνημά της. Τον γνώρισα ως νεαρός συντάκτης στην Αυγή της δεκαετίας του 1980 και το ενδιαφέρον του για την κριτική, που δεν τον εγκατέλειψε ούτε στην ωριμότητά του, είχε τις ευεργετικές του επιδράσεις και επάνω μου: ύστερα από δική του πρωτοβουλία ανέλαβα στην εφημερίδα τη στήλη κριτικής της λογοτεχνίας.
Γράφοντας στο πλαίσιο του επετειακού έτους για τον Αναγνωστάκη, είναι αδύνατο να μην ανακαλέσω το επίμονο αίσθημα συλλογικότητας που διακατείχε τη μεταπολιτευτική του παρουσία. Και μιλώ επίτηδες για «επιμονή» και όχι για «πολιτική ένταξη» ή για «αγωνιστικό φρόνημα». Γιατί ο Αναγνωστάκης δεν είχε τίποτε το κανονιστικό και το από καθέδρας - κι αυτό για τους νέους του είδους μου αποτελούσε σωστή αποκάλυψη. Ακόμα κι όταν έκανε μαθήματα στο κομματικό Κέντρο Μαρξιστικών Σπουδών, σε μια αίθουσα με θέα την είσοδο του Πολυτεχνείου, όπου συχνά τον συνόδευα για λογαριασμό της "Αυγής", ο λόγος του δεν ήταν λόγος διδαχής και άνωθεν διδασκαλίας, αλλά μια ζωντανή και ανοιχτή συνομιλία, που κινητοποιούσε αμέσως τον ακροατή. Κι ο ακροατής γινόταν έτσι ισότιμος συνομιλητής κι όχι ένα πρόσωπο καθισμένο άβολα στην καρέκλα του, ανυπόμονο να τρέξει προς την έξοδο μόλις θα τελείωνε η προκαθορισμένη ώρα.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο γι’ αυτό. Θυμάμαι τον Αναγνωστάκη όταν έμπαινε στα γραφεία της "Αυγής" και άλλαζε πάραυτα τη διάθεση όλων μας με το ευφρόσυνο χιούμορ του. Ενα χιούμορ ασεβές, άθεο να το πω, που δεν υποκλινόταν σε καμία ιεραρχία, πολιτική ή λογοτεχνική - πώς να ξεχάσουμε τον "Μανούσο Φάσση"; Αναλογίζομαι, πάντως, τον Αναγνωστάκη και σε άλλες στιγμές, όταν το χιούμορ όφειλε να παραχωρήσει τη θέση του στην καίρια, άμεση παρέμβαση, όπως ένα βράδυ σε μια δημόσια συζήτηση την οποία είχε διοργανώσει το ΚΚΕ Εσωτερικού στο Πολυτεχνείο. Αντιδρώντας εκεί σε μια ομολογουμένως περίεργη διατύπωση του Δ. Ν. Μαρωνίτη ότι η Αριστερά όφειλε να ορίσει αξίες για τη λογοτεχνία, ο Αναγνωστάκης έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως η Αριστερά είχε προδικτατορικά πληρώσει πανάκριβα ανάλογες αντιλήψεις και πως τέτοια ζητήματα ανήκαν οριστικά στο παρελθόν.
Το ποιητικό έργο και ο λυρικός ανθολόγος
Το ποιητικό έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη καλύπτει μια πλήρη τριακονταετία. Ξεκινάει με τις "Εποχές" (1941-1944, 1946-1948 και 1949-1950), ανδρώνεται με τις "Συνέχειες" (1953-1954, 1955 και 1963) και ολοκληρώνεται με τον "Στόχο" (1971). Μια τελευταία νότα δίνει ο ποιητής με το "Περιθώριο ΄68 - ΄69" (1979) και με το "ΥΓ." (1983). Στη δουλειά του θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τα κριτικά του κείμενα (συγκεντρωμένα σήμερα σε δύο τόμους), καθώς και το σατιρικό δοκίμιο (το ανέφερα ήδη) "Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του". Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης (1987). Μαζί ο μονόλογος "Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά" (με πρόλογο του Παντελή Μπουκάλα και επίμετρο-επιμέλεια Μισέλ Φάις, 2012).
Στοχαστικός, με έντονο σκεπτικισμό, όπως και βυθισμένος στις σκληρές μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, ο Αναγνωστάκης δεν ξεκόβει ποτέ από τον λυρισμό. Από τα ποιήματά του απουσιάζει, ωστόσο, εξ αρχής οποιοδήποτε στοιχείο έξαρσης ή διαστολής. Χαμηλόφωνος, συνομιλητικός, καχύποπτος απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να δείξει φανταχτερό και μεγαλόσχημο, ο ποιητής πενθεί σιωπηρά, κάποτε ακόμα και κρυπτικά (κι εδώ θα βρούμε τους οργανικούς δεσμούς του με τον μοντερνισμό) τους φίλους που αφανίστηκαν στα δύσκολα χρόνια, την επαναστατική ιδεολογία που μεταμορφώθηκε σε σύστημα κλειστού πολιτικού ελέγχου, αλλά και τις ευκαιρίες της ζωής που πέταξαν εν μιά νυκτί μακριά ή τους ατέλειωτους συμβιβασμούς της καθημερινότητας. Και η γλώσσα του μεταπηδά σιγά σιγά από τον θρήνο στην οργή, από την οργή στον σαρκασμό και την ειρωνεία και από την ειρωνεία στην αφαιρετική και αποστασιοποιημένη διατύπωση, όπου όλα πια δείχνουν μάταια και οριστικά τελειωμένα.
Μια από τις σημαντικότερες φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, ο Αναγνωστάκης κερδίζει αμέσως με τον αφαιμαγμένο λυρικό του λόγο τον αναγνώστη: η απουσία οποιασδήποτε προσποίησης στον στίχο του, η σχεδόν φυσική εκφορά του και η εκ πεποιθήσεως εκφραστική του λιτότητα συστήνουν ένα έργο μονίμως ανοιχτό και εν προόδω – πολιτικό και υπαρξιακό.
Τόσο ο λυρισμός όσο και ο μοντερνισμός μάς έχουν προετοιμάσει για να πάμε από τον ποιητή στον ανθολόγο. Το 1987 ο Αναγνωστάκης διάβασε στον ραδιοσταθμό του Ηρακλείου Κρήτης ποιήματα ελασσόνων ποιητών της προπολεμικής περιόδου, ποιήματα, όπως τα έλεγε ο ίδιος, «λυρικά μιας εποχής στους παλιούς ρυθμούς». Η επιλογή αυτή κυκλοφόρησε το 1990 με τίτλο "Η χαμηλή φωνή", περιλαμβάνοντας ποιητές πριν από τη γενιά του 1930 με ελάσσονα ποιήματα (όχι κατ’ ανάγκην και από ελάσσονες ποιητές) και λυρικούς τόνους από τον Λορέντζο Μαβίλη, τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Λάμπρο Πορφύρα, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τον Ρώμο Φιλύρα μέχρι τον Ρήγα Γκόλφη, τον Απόστολο Μελαχρινό, τον Κώστα Ουράνη, τον Κώστα Καρυωτάκη και τον Νίκο Καββαδία. Το ανθολογικό έργο του Αναγνωστάκη συμπληρώθηκε το 2019 με την έκδοση Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί. Ενα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης, ξεδιπλώνοντας πανοραμικά μπροστά μας έναν χάρτη του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού: από τον Τάκη Παπατσώνη, τον Θεόδωρο Ντόρρο, τον Αναστάσιο Δρίβα, τον Γιώργο Θέμελη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τη Ζωή Καρέλλη, τον Γ. Θ. Βαφόπουλο, τον Δ. Ι. Αντωνίου και τον Αλέξανδρο Μπάρα μέχρι τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Νικήτα Ράντο, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον Ζήση Οικονόμου, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νίκο Γκάτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Αλέξανδρο Μάτσα, τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Μηνά Δημάκη, τον Τάκη Βαρβιτσιώτη και τον Αρη Δικταίο.
Και αυτό το υλικό έχει τις ρίζες του στον ραδιοφωνικό σταθμό Ηρακλείου. Για λογαριασμό του ηχογράφησε ο Αναγνωστάκης, το καλοκαίρι του 1988, με τη συνεργασία του Γιώργου Ζεβελάκη, τα ποιήματα των νεωτερικών ποιητών. Σε συνέντευξη που έδωσε τότε ο ποιητής στον Ζεβελάκη, που δημοσιεύεται ως εισαγωγή στην ανθολογία των νεωτερικών, σημειώνει πως οι επιλογές του είναι λιγότερο υποκειμενικές από όσο ήταν με την παραδοσιακή ποίηση - και τούτο γιατί ήθελε να δείξει σε ένα πιο αντιπροσωπευτικό φάσμα ένα τόσο ευρύ και περίπλοκο καλλιτεχνικό κίνημα όπως ο ποιητικός μοντερνισμός.
Τι είναι ο ελεύθερος στίχος και πώς οδηγεί στη μορφική αποδέσμευση; Πώς η γλώσσα της καθημερινότητας και του κοινού, αδιακόσμητου λόγου μετατρέπεται σε πεδίο της σύγχρονης ποιητικής έκφρασης; Κι ακόμα, μέσα από ποιους δρόμους καταργούνται τα όρια ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση, δημιουργώντας παράδοξες και ταυτοχρόνως ανατρεπτικές αναμίξεις; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει ο Αναγνωστάκης με την ανθολογία του, επιμένοντας ότι προκειμένου να παρουσιαστούν με κάποια επάρκεια οι νεωτερικοί ποιητές θα έπρεπε να υιοθετηθεί ένα πιο αντικειμενικό κριτήριο. Η υποκειμενικότητα, ωστόσο, του ανθολόγου-ποιητή ευτυχώς δεν κρύβεται. Ας μην ξεχάσουμε πως ο Αναγνωστάκης σταμάτησε νωρίς να γράφει ποίηση, ενώ το 1987 ανθολόγησε τον εαυτό του σε ένα βιβλίο των εκδόσεων του θεσσαλονικιώτικου περιοδικού Παρατηρητής που είχε τίτλο Μανόλης Αναγνωστάκης αυτοανθολογούμενος (με ένα σημείωμα του Ξ. Α. Κοκόλη). Εκεί έκλεινε μια πορεία που ήταν ολοκληρωμένη ήδη από τη δεκαετία του 1970, μια και ο ίδιος ήταν πεπεισμένος πως η ποιητική πράξη αποτελεί έργο της νεανικής ηλικίας. Σε αυτή τη βάση είναι επιλεγμένα και τα ποιήματα των νεωτερικών ποιητών, που αποτυπώνουν τα φανερώματα της νιότης τους χωρίς να καλύπτουν (και ακόμα λιγότερο να εξαντλούν) το υστερότερα έργο τους.
Παρ' όλα αυτά, τα 197 ποιήματα των 22 ανθολογούμενων ποιητών (η επιμέλεια είναι του Ζεβελάκη) δίνουν μια στιβαρή εικόνα του ελληνικού μοντερνισμού δίχως να εγκλωβίζονται στα στενά όρια της λογοτεχνικής γενιάς και των χρονολογιών πρώτης εμφάνισης ή πρώτης δημοσίευσης (τα συνήθη μέτρα και σταθμά για τις ποιητικές ανθολογίες). Κι έτσι οι νεωτερικοί ποιητές του Αναγνωστάκη συνιστούν όντως ένα αντιπροσωπευτικό δειγματολόγιο των τάσεων, των διαθέσεων και των κατευθύνσεων του καιρού τους: μια στιγμή σε πολλαπλές εκδοχές ή μάλλον πολλαπλές εκδοχές ενός όχι ενιαίου αλλά ακανόνιστου φαινομένου με ποικίλες και ασύμμετρες απολήξεις.
Πώς να διαβάσουμε τη βιβλιογραφία του ποιητή;
Στη Βιβλιογραφία Μανόλη Αναγνωστάκη (1941-2023), Ομιλος Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη σε συνεργασία με τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2024, ο ακάματος Δημήτρης Δασκαλόπουλος καταγράφει όχι μόνο τη μακρά εκδοτική πορεία του ποιητικού, δοκιμιακού και ανθολογικού του έργου μέσα στον χρόνο μα και την αχαρτογράφητη πληθώρα, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, των μεμονωμένων δημοσιευμάτων του. Εξίσου σημαντικό είναι το ότι ο Δασκαλόπουλος καταγράφει επίσης τα δημοσιεύματα για τον ποιητή, φτάνοντας μέχρι τις ημέρες μας.
Διαβάζεται, ωστόσο, μια βιβλιογραφία κι αν ναι, τότε πώς ακριβώς; Κάθε βιβλιογραφία έχει πρωτίστως χρηστικό σκοπό: θέλει να βοηθήσει τους παντός είδους ερευνητές τόσο ως προς τον εντοπισμό των πρωτογενών και των δευτερογενών πηγών τους όσο και ως προς τις κατευθύνσεις τις οποίες επιδιώκει να ψάξει η έρευνά τους. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο γι’ αυτό, αλλά και για τους τόπους (ποιητικούς, κριτικούς και φιλολογικούς) τους οποίους είναι σε θέση να υποδείξει για τον γενικότερο αναγνώστη ο βιβλιογράφος - ακόμα και για τα ερωτήματα τα οποία είναι δυνατόν να εγερθούν στην αναγνωστική συνείδηση όσο προσπαθεί να ικανοποιήσει τις περιέργειές της. Ενα πιθανό ερευνητικό ζητούμενο και παράδειγμα είναι (τι άλλο;) η χρόνια συναναστροφή του Αναγνωστάκη με τον λυρισμό. Και αυτό θα μας κάνει να επιστρέψουμε στις ανθολογίες του και να τις συσχετίσουμε εκ των πραγμάτων με την ποίησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου