...............................................................
Τα Τέμπη ανάμεσα στον Νόμο και τη Δικαιοσύνη
από τον φίλο στο fb Dimitris Tsirkas (facebook, 26.2.2025)
Στο διήγημά του «Ενώπιον του Νόμου», ο Φραντς Κάφκα αφηγείται την ιστορία ενός χωρικού που επιδιώκει να εισέλθει στον Νόμο. Φτάνοντας μπροστά σε μια πύλη, φυλασσόμενη από έναν φύλακα, ζητά άδεια να περάσει.
Ο φύλακας τον ενημερώνει ότι δεν μπορεί να του επιτρέψει την είσοδο εκείνη τη στιγμή. Εκείνος όμως αποφασίζει να περιμένει, ελπίζοντας ότι σύντομα θα περάσει.
Αλλά τα χρόνια περνούν και ο χωρικός παραμένει μπροστά στην πύλη, προσπαθώντας να πείσει τον φύλακα να τον αφήσει να εισέλθει.
Στο τέλος της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει, ρωτά τον φύλακα γιατί κανείς άλλος δεν ζήτησε να μπει. Ο φύλακας του αποκαλύπτει ότι η πύλη ήταν προορισμένη μόνο για εκείνον και τώρα θα την κλείσει.
Ο Ντεριντά, στο ομώνυμο δοκίμιο, αποδομεί την έννοια του νόμου, ως κάτι που βρίσκεται διαρκώς ενώπιον μας αλλά είναι πάντοτε απροσπέλαστο.
Ως ένα σύστημα συμπερίληψης και συνάμα, αποκλεισμού, με τους ανθρώπους ακινητοποιημένους στο κατώφλι του να αναμένουν εσαεί την αλήθεια του.
Οι λειτουργοί του νόμου ενεργούν ως θεματοφύλακες, αλλά και εκείνοι που μπορούν να αποτρέπουν την πρόσβαση.
Εδώ έγκειται η εγγενής βία του νόμου, η εξουσία του επιβάλλεται από την ιεραρχία και την απαγόρευση (η άρνηση του φύλακα).
Τα υποκείμενα (του νόμου) καλούνται να υπομείνουν παθητικά αυτή τη βία, παγιδευμένα σε μια κατάσταση διαρκούς αναμονής και υποταγής.
Ο Ντεριντά διακρίνει τον νόμο από τη δικαιοσύνη. Ο νόμος είναι μια θεσμική δομή που κωδικοποιείται, ερμηνεύεται και επιβάλλεται μέσω κανόνων και εξουσίας. Η δικαιοσύνη, είναι άπειρη, ανεκτίμητη, αλλά ποτέ πλήρως εφικτή.
Η ιστορία του Κάφκα ενσαρκώνει αυτή την ένταση: Ο άνθρωπος επιθυμεί τη δικαιοσύνη, αλλά αυτό που συναντά είναι ο νόμος ως θεσμός, που διαμεσολαβείται από την αυθαίρετη εξουσία (τον φύλακα της πύλης).
Ο νόμος δεν μπορεί να εγγυηθεί τη δικαιοσύνη - μπορεί ακόμη και να την εμποδίσει.
Κάθε απόπειρα εφαρμογής του εμπεριέχει μια μορφή βίας, καθώς ο νόμος στηρίζεται στον αποκλεισμό, την ερμηνεία και την ιεραρχία.
Η ίδια η πράξη της ερμηνείας δεν είναι ποτέ ουδέτερη, εμπεριέχει πάντοτε σχέσεις εξουσίας και έναν βαθμό αυθαιρεσίας.
Ο νόμος είναι ταυτόχρονα μια δύναμη παραγωγική, όσο και καταστροφική. Οι άνθρωποι μπορούν να περιμένουν ακόμα και μια ζωή μπροστά στον νόμο, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα ανοίξει η πόρτα και θα εισέλθουν.
Η αναμονή δημιουργεί την προσδοκία που συντηρεί την εξουσία του νόμου, ο οποίος υπόσχεται πρόσβαση χωρίς ποτέ να την παρέχει.
Η δικαιοσύνη μετατρέπεται σε μια υπόσχεση, μονίμως ελευσόμενη, αλλά ουδέποτε εκπληρούμενη.
Ο Ντεριντά μας καλεί να αναλάβουμε αυτή την εγγενή αντίφαση μέσα από μια ηθική της ευθύνης:
αναγνωρίζοντας ότι ο νόμος δεν μπορεί ποτέ να αποδώσει πλήρως δικαιοσύνη και για αυτό οφείλουμε να μη σταματήσουμε να αμφισβητούμε τις δομές εξουσίας που επιβάλλουν τον αποκλεισμό.
Στην παραβολή του Κάφκα, ο φύλακας, που κλείνει την πύλη τη στιγμή του θανάτου του χωρικού, συμβολίζει την αυθαιρεσία του νόμου: η είσοδος ήταν θεωρητικά ανοιχτή, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ προσβάσιμη.
Η τραγωδία του ανθρώπου έγκειται στην παθητική αποδοχή της εξουσίας του νόμου.
Αλλά η αληθινή δικαιοσύνη απαιτεί τη διαρκή υπέρβαση του νόμου, τη συνεχή αμφισβήτηση των θεσμικών ορίων και την ηθική επαγρύπνηση που δεν επιτρέπει την παθητική αναμονή.
Αυτή την ηθική ενσαρκώνουν οι συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών και μαζί τους, όσοι και όσες θα κατέβουν στα συλλαλητήρια της Παρασκευής.
Την ηθική και το σθένος να σταθούν ενώπιον του Νόμου, όχι παθητικά, όπως απαιτούν η κυβέρνηση και η ηγεσία του δικαστικού σώματος, αλλά απείθαρχα και μαχητικά.
Την Παρασκευή, η ηθική αυτή δεν θα βρίσκεται στους σκοτεινούς διαδρόμους των δικαστηρίων και του Μαξίμου, αλλά στους παλλόμενους από χιλιάδες πολίτες, δρόμους όλης της χώρας.
Και δεν θα βρίσκονται εκεί απλώς για να «τιμήσουν τη μνήμη των θυμάτων», όπως ξεδιάντροπα είπε ο Μητσοτάκης σήμερα, αλλά για να απαιτήσουν δικαιοσύνη.
Όσο και αν το επιθυμούν ο Νόμος και η Κυβέρνηση, αυτή τη φορά δεν θα καταφέρουν να τους κλείσουν την πύλη.
Γιατί μπορούν να μπαζώσουν 57, αλλά δεν μπορούν να μπαζώσουν εκατομμύρια.
Εδώ το διήγημα του Κάφκα:
"ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ"
Μπρος στην πύλη του νόμου στέκεται ένας φρουρός. Σε αυτόν το φρουρό πάει ένας χωρικός και ζητά άδεια εισόδου στο νόμο. «Τώρα», του λέει ο φρουρός, «δεν μπορώ να σε αφήσω να εισέλθεις». Ο άνδρας σκέφτεται και μετά ρωτά το φρουρό εάν θα του επιτραπεί αργότερα η είσοδος. «Είναι πιθανόν», του απαντάει ο φρουρός, «τώρα όμως όχι». Μιας και η πύλη του νόμου είναι ανοιχτή και ο φρουρός παραμερίζει, ο άνδρας σκύβει για να δει μέσα από την πύλη στο εσωτερικό του νόμου. Μόλις ο φρουρός τον βλέπει, γελάει και του λέει: «Αφού σε ενδιαφέρει τόσο πολύ, γιατί δεν δοκιμάζεις να μπεις παρά την απαγόρευσή μου; Αναλογίσου μόνο το εξής: πόσο δυνατός είμαι εγώ, που είμαι ο κατώτατος φρουρός, και ότι από αίθουσα σε αίθουσα στέκονται άλλοι φρουροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλον. Να φανταστείς, τον τρίτο φρουρό δεν τολμώ ούτε εγώ να τον αντικρίσω».
Ο χωρικός δεν φανταζόταν πως θα συναντούσε τόσες δυσκολίες. Σκέφτεται ότι ο νόμος θα πρέπει να είναι ελεύθερος για όλους. Καθώς όμως παρατηρεί το φρουρό μέσα στο γούνινο παλτό του, τη μεγάλη σουβλερή μύτη του και τη μακριά, αραιή μαύρη τατάρικη γενειάδα του, αποφασίζει να περιμένει μέχρι να του δώσει εκείνος την άδεια να εισέλθει στο νόμο. Μάλιστα ο φρουρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει δίπλα στην πύλη. Εκεί κάθεται ο χωρικός και περιμένει για μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτραπεί η είσοδος και κουράζει με τα παρακάλια του το φρουρό. Εκείνος όμως ξεκινά κάθε τόσο να τον ανακρίνει, ρωτώντας τον για το χωριό του και για μύρια άλλα αδιάφορα πράγματα, που ρωτάει κανείς έναν υποτακτικό του, για να καταλήξει κάθε φορά στο ότι δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να εισέλθει στο νόμο.
Ο χωρικός που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, χρησιμοποιεί ό,τι έχει και δεν έχει, όσο πολύτιμο και να είναι, για να δωροδοκήσει το φρουρό. Εκείνος, ενώ παίρνει κάθε φορά ό,τι του δίνει ο χωρικός, συγχρόνως του λέει: «Το δέχομαι για να μη νομίζεις ότι δεν προσπάθησες αρκετά».
Καθώς περνούν τα χρόνια ο άνδρας παρατηρεί το φρουρό αδιάκοπα. Ξεχνάει τους υπόλοιπους φρουρούς που στέκονται πιο πέρα και θεωρεί ότι αυτός, ο πρώτος φρουρός είναι το πραγματικό εμπόδιο για να εισέλθει στο νόμο. Αναθεματίζει την κακή του τύχη, ξεδιάντροπα και δυνατά τα πρώτα χρόνια, αργότερα, καθώς γερνάει, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του και μεμψιμοιρώντας την ατυχία του. Κάνει σαν μικρό παιδί και, έχοντας κυριολεκτικά σπουδάσει με την πάροδο του χρόνου το φρουρό παρατηρώντας τον, όντας σε θέση να αναγνωρίζει και τους ψύλλους στο γούνινο γιακά του, παρακαλεί και αυτούς ακόμα τους ψύλλους να τον βοηθήσουν στην προσπάθειά του να μεταπείσει το φρουρό. Τελικά με τα χρόνια εξασθενεί το φως του χωρικού, δεν ξέρει αν πραγματικά σκοτεινιάζει γύρω του ή αν τον προδίδουν τα μάτια του. Παρόλα αυτά διακρίνει μέσα στο σκοτάδι μια αδιάλειπτη φωτεινή λάμψη που ξεπηδά από την πύλη του νόμου. Καταλαβαίνει πως δεν του μένει πολύς χρόνος να ζήσει. Και λίγο πριν από το θάνατό του, όλες οι εμπειρίες και απορίες μέσα στο μυαλό του γίνονται μια και μοναδική ερώτηση που μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να θέσει στο φρουρό. Του γνέφει να πάει κοντά αδυνατώντας πλέον να ορθώσει το καμπουριασμένο του κορμί, έτσι ο φρουρός αναγκάζεται να σκύψει πάνω του αλλάζοντας στάση για χάρη του χωρικού. «Λοιπόν, τι άλλο θέλεις τώρα να μάθεις;» ρωτάει ο φρουρός το γέρο άντρα, «μου φαίνεται πως εσένα τίποτα δεν σε ικανοποιεί». Ο χωρικός του λέει: «Αφού όλοι λαχταρούν το νόμο, γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει έλθει κανείς άλλος, εκτός από μένα, να σου ζητήσει είσοδο;» Ο φρουρός καταλαβαίνει ότι ο άντρας βρίσκεται στα τελευταία του, για αυτό τον πλησιάζει και του φωνάζει δυνατά στα γέρικα αυτιά του για να τον ακούσει: «Εδώ δεν μπορούσε να λάβει κανείς άλλος άδεια εισόδου, γιατί αυτή εδώ η είσοδος ήταν μόνο για σένα προορισμένη. Φεύγω τώρα και την κλείνω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου