...............................................................
Σημειώσεις για μια κηδεία
γράφει ο ΚΙΜΠΙ ("Εφημερίδα των Συντακτών", 12.01.25)
Πέμπτη μεσημέρι, κατεβαίνω για την εφημερίδα με τη διαρκώς αποσυντιθέμενη γκρανκάσα μου που επιμένω να αποκαλώ αυτοκίνητο, το σύνηθες δρομολόγιο, Καρέας, Ηλιούπολη, Υμηττός, Βουλιαγμένης, Νεκροταφείο, Στύλοι, Σύνταγμα. Αλλά στα μισά της διαδρομής, πριν το Νεκροταφείο, ο δρόμος κλειστός, εκτροπή αυτοκινήτων αριστερά ή δεξιά, τι έγινε, ντροπή και που αναρωτήθηκα, τι σκατά δημοσιογράφος είμαι να έχω ξεχάσει ότι είναι η μέρα της κηδείας με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού του Κώστα Σημίτη, η νεκρώσιμος στη Μητρόπολη, η ταφή στο Α’ νεκροταφείο, διακοπή κυκλοφορίας για τη μετακίνηση της πομπής. Αγνωστο πόσο θα κρατούσε η διακοπή, μπήκα στον παράδρομο της Υμηττού και αισθάνθηκα ευλογημένος που βρήκα γρήγορα χώρο να παρκάρω, άφησα το αυτοκίνητο, ζαλώθηκα την τσάντα φορτωμένη και με λάπτοπ, πλην της λοιπής σαβούρας, και περπάτησα σχεδόν μισή ώρα μέχρι το Σύνταγμα.
Η νεκρώσιμη πομπή διέσχισε τη διαδρομή από τη Μητρόπολη μέχρι το νεκροταφείο, στην αντίθετη φορά από τη δική μου. Σεμνή, μικρή, σιωπηλή πομπή, δεν θύμιζε αποχαιρετισμό πρώην πρωθυπουργού, οι απολύτως απαραίτητοι βάσει πρωτοκόλλου, πολιτικών δεσμών, φιλιών και συγγενειών ακολούθησαν τον νεκρό πεζή. Οι περαστικοί τουρίστες ή ντόπιοι κοιτούσαν μάλλον απορημένοι, κάποιοι κι ενοχλημένοι για τη διακοπή της κυκλοφορίας και γιατί υποβλήθηκαν στη δοκιμασία να περπατήσουν τόση διαδρομή, ας έπαιρναν μετρό, ποιος τους έφταιξε; Γενικώς, η όλη τελετουργία στον φυσικό χώρο του ιστορικού αθηναϊκού κέντρου ή στις τηλεοπτικές αποτυπώσεις της με τίποτε δεν δικαιολογούσε το δημοσιογραφικό κλισέ περί «πάνδημου» αποχαιρετισμού του κεκοιμημένου δούλου Του.
Το ειδικό πολιτικό βάρος του Κώστα Σημίτη μπορεί να μη συγκρίνεται με αυτό του Α. Παπανδρέου ή του Κων. Καραμανλή, αλλά με μια υπερπλήρη οκταετία αδιάκοπης πρωθυπουργίας, με δύο καθαρές εκλογικές νίκες του ΠΑΣΟΚ στο ενεργητικό του και με δεδομένη την ταύτισή του με μια (θεωρητικά) καλή οικονομικά περίοδο για τη χώρα αναρωτιέται κανείς πού οφείλεται η χαμηλή δημοφιλία του.
Εντάξει, παρά την ακαδημαϊκή στόφα του και το στρατηγικό βάθος της πολιτικής κουλτούρας του, δεν ήταν κάποιος χαρισματικός πολιτικός με όρους λάιφ στάιλ και εικόνας. Τα σαρδάμ του έδιναν τροφή στις σατιρικές εκπομπές, η Μαλβίνα η σχωρεμένη απογείωσε την τηλεοπτική της καριέρα σχολιάζοντας τις φυσιογνωμικές και ρητορικές ατέλειές του, στις αναμετρήσεις του με τον τότε αρχηγό της Ν.Δ. (νυν συνεταιριστή) Κώστα Καραμανλή συνήθως έχανε καθαρά, το καραμανλικής έμπνευσης στίγμα του «αρχιερέα της διαπλοκής» τον συνόδευσε μέχρι τέλους… Αλλά από την άλλη πλευρά, παρ’ όλο αυτό το μείγμα αδεξιότητας και υπαλληλικού ζήλου που απέπνεε ο Σημίτης, ο χλευαστικά αποκαλούμενος «λογιστής» της διακυβέρνησης, σπάνια έχανε την αυτοκυριαρχία του. Ακόμη και οι δημόσιοι εκνευρισμοί του Κώστα Σημίτη μπροστά στο τηλεοπτικό πανελλήνιο, οι περίφημες ατάκες τύπου «είναι αυτό μακέτο;», με τις φωτοτυπίες στα χέρια ως ακλόνητα τεκμήρια μιας κατασκευαστικής κοσμογονίας, είχαν μια σιγουριά κι έναν αξιοσημείωτο αυτοέλεγχο.
Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο πιο συνεπής και πιο αποτελεσματικός εκφραστής του αστικού χώρου στην πεντηκονταετία της Μεταπολίτευσης. Συμπύκνωσε και κατέστησε κυρίαρχη πολιτική, με δι(α)κομματική υποστήριξη, όλες τις στρατηγικές επιλογές και βαθύτερες επιθυμίες της εγχώριας επιχειρηματικής ολιγαρχίας -με τα νέα και παλιά τζάκια της- και μιας επιστημονικής, τεχνοκρατικής και πανεπιστημιακής ελίτ που ήταν πρόθυμη να υπηρετήσει αυτές τις επιλογές διανοητικά αλλά και πολιτικά, από θέσεις κρατικών αξιωματούχων. Από πολλές απόψεις ξεπέρασε σε αποτελεσματικότητα και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η «ισχυρή Ελλάδα» και ο «εκσυγχρονισμός», που ήταν τα προτάγματα που επέβαλε, προκάλεσαν μια πρωτοφανή συσπείρωση στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας γύρω από μια κυβέρνηση που υποσχόταν αύξηση του πλούτου, ευκαιρίες κερδοφορίας, άφθονη πρόσβαση στο δανεικό χρήμα, μεγάλες δουλειές με το Δημόσιο, λαϊκό καπιταλισμό για το πόπολο, «δημοκρατία των μετόχων» μέσω χρηματιστηρίου, ηγεμονία του «κόμματος των κωδικών» πριν από την κατάρρευσή του, παράθυρα μικρο-ιμπεριαλισμού προς τα Βαλκάνια, την Τουρκία ή τη Μέση Ανατολή για τους ελληνικούς επιχειρηματικούς ομίλους, σταθερή θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε., ένταξη στον σκληρό πυρήνα της μέσω του ευρώ, καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ήρεμα νερά με την Τουρκία, ελληνικές επενδύσεις στη νεόκοπη στον καπιταλισμό Ρωσία…
Το παράδοξο, λοιπόν, με τον «αντι-δημοφιλή» Σημίτη είναι ότι εξασφάλισε μια πρωτοφανή στα μεταπολιτευτικά δεδομένα ταξική συσπείρωση στα πάνω και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Και ταυτόχρονα εξουδετέρωσε τη δυσφορία των κατώτερων στρωμάτων από τις πρώτες ισχυρές δόσεις λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με ευκαιρίες πλουτισμού και παιδαγωγική της απληστίας. Εφτιαξε ένα μοναδικό μείγμα συλλογικού εκμαυλισμού της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο κορυφώθηκε το 2004, με επίκεντρο τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε εθνική φενάκη. Το ευρώ, η χρηματιστηριακή τρέλα του 1999 και το ολυμπιακό έπος -το οποίο, αν και δεν πίστεψε, χρηματοδότησε γενναιόδωρα- είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους ο Κώστας Σημίτης πέτυχε να περιδινούνται όλο το χρήμα και όλοι οι άνθρωποι της χώρας όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα.
Το πώς ο ίδιος διένυσε τη διαδρομή από τις αντιδικτατορικές βόμβες μέχρι την κραυγαλέα «δημιουργική λογιστική» για να μπούμε πάση θυσία στο ευρώ είναι θέμα διανοητικό, ψυχολογικό, ιδεολογικό. Αλλά το πώς η ελληνική ολιγαρχία και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας γοητεύτηκε από έναν ηγέτη που κατά βάθος τον αντιπαθούσε είναι θέμα καθαρά οικονομικό. Ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν υπέρ της «αναδιανομής πλούτου» από τους πάνω προς τους κάτω, άγνωστο πού και πότε χάθηκαν τα σοσιαλδημοκρατικά του θεμέλια. Αλλά ήταν υπέρ της διάχυσης του πλούτου σε όποιον και ό,τι προλάβαινε. Παραδόξως, το μοντέλο δούλεψε για τουλάχιστον 15 χρόνια, η ελληνική κοινωνία, το πολιτικό σύστημά της και μια μακρά πορεία τροφίμων του Πρυτανείου (των pay roll και της διαπλοκής κρατικών προμηθειών και ιδιωτικών προμηθευτών) επέπλευσαν πάνω στα κύματα απάτης και αυταπάτης. Μέχρι που βυθίστηκαν το 2010, με την κρίση χρέους. Τα θεμέλια της ελληνικής χρεοκοπίας μπήκαν στη χρυσή οκταετία Σημίτη.
Ως εκ τούτου, μαζί με τον τεθνεώτα θάψαμε μιαν ολόκληρη εποχή αστικού κυνισμού και λαϊκών ψευδαισθήσεων. Αλλά δεν φταίει μόνο ο μακαρίτης γι’ αυτό.
«Δεν ισχύει ότι όλα τα πλοία είναι παλιά. Από το 1996 μέχρι το 2001 θα έχουν δρομολογηθεί συνολικά 76 πλοία κάτω των 10 ετών, σε αντίθεση με το διάστημα 1990-1996 που είχαν αντίστοιχα δρομολογηθεί μόνον οκτώ. Βεβαίως, ακόμη υπάρχουν παλιά πλοία. Μην κάνουμε τους έκπληκτους λες και ανακαλύπτουμε ξαφνικά ποια είναι η Ελλάδα. Αυτή είναι η Ελλάδα. Στα πλοία συμβαίνει κάτι ανάλογο με τα αυτοκίνητα. Ενα όχημα με αερόσακο είναι πιο ασφαλές από ένα αυτοκίνητο που δεν φέρει αερόσακο. Ετσι και τα πιο καινούργια είναι περισσότερα ασφαλή από τα παλιά».
Ομιλία Κώστα Σημίτη στη Βουλή με αφορμή την τραγωδία με το ναυάγιο του Σαμίνα, στις 4 Οκτωβρίου 2000.
kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου