...............................................................
Δέκα χρόνια μετά
Βρισκόμαστε λίγο πριν από τη δέκατη επέτειο της ημέρας που η «ελπίδα ήρθε». Εφυγε γρήγορα, βέβαια, αλλά έστω και γι’ αυτό, για το γεγονός δηλαδή ότι ένας πρωτοφανής κύκλος αγώνων, κοινωνικών πειραματισμών, συλλογικών αλληλέγγυων πρακτικών έκλεισε τόσο «εύκολα» και τόσο «άδοξα», η επέτειος έχει ιστορική σημασία.
Θέλω να πω, η τελική περίσσεια του αρνητικού από τη συγκεκριμένη εμπειρία δεν θα πρέπει να μας κάνει ευεπίφορους στο να την ξεχάσουμε. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ πολλές φορές επεσήμαινε πως οι ήττες μάς μαθαίνουν, πάντοτε, περισσότερα από όσα οι νίκες.
Στα δέκα αυτά χρόνια, οι άνθρωποι που θεώρησαν καλό να «κυβερνήσουν» ενάντια στα συμφέροντα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων δεν έχουν εκθέσει με σοβαρό τρόπο την αποτίμησή τους. Στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί, στη χειρότερη, προσπάθησαν να μας πείσουν πόσο σημαντική ήταν η επιλογή τους, στο μέτρο που η τόλμη τους αυτή τους έδωσε τη μοναδική δυνατότητα να μάθουν τι θα πει να είσαι κυβερνώσα – έστω κυβερνήσασα πια. Οι πιο πεπεισμένοι, μάλιστα, επιτέθηκαν στην Αριστερά που δεν συνέργησε, μια και αποσύρθηκε (sic) στα δύσκολα, υιοθετώντας την εύκολη ηθική της πεποίθησης αντί της γενναίας ηθικής της ευθύνης.
Εχω πολλές φορές αναφερθεί, από αυτήν τη στήλη, σχετικά αναλυτικά σε αυτά τα ζητήματα. Εχω υποστηρίξει, επίσης, αρκετές φορές πόσο όλα αυτά τα βεμπεριανά περί «ευθύνης» και «πεποίθησης-ιδεολογικούρας», δηλαδή «ανευθυνότητας», δεν είναι παρά η λόγια εκδοχή του δεξιού επιχειρήματος πως η Αριστερά έχει πολλά να πει, αλλά ελάχιστα να κάνει, αγνοώντας τις απαιτήσεις της πραγματικότητας και μην αναλαμβάνοντας την ευθύνη να «λερώσει τα χέρια της».
Να χέσω τον Μαξ Βέμπερ, που λένε. Που δεν του αξίζει κιόλας, βάσει του σπουδαίου κοινωνιολογικού έργου του. Η κατάληξη εκείνης της ελπίδας ήταν η ολοκληρωτική κατίσχυση της Δεξιάς και των ακροκεντρώων αποφύσεών της, απ’ άκρου εις άκρον και για ένα μέλλον που διαρκεί ήδη και, δυστυχώς, μάλλον θα διαρκέσει πάρα πολύ ακόμα.
Η βάση αυτής της συντριπτικής κυριαρχίας ήταν η προσχώρηση στον υστερικό μνημονιακό νεοφιλελευθερισμό των «υπευθύνων», οι οποίοι, μάλιστα, μας έσωσαν, κόντρα στους επικίνδυνους αριστεριστές, από την καταστροφή!
Νομίζω ότι είναι τόσο, προφανώς, δικαιωμένη από τα πράγματα –τον βίο, την πολιτεία, αλλά και τα μακροχρόνια αποτελέσματα– αυτή η εκτίμηση, που απορώ, πραγματικά, πώς δεν έχει επικρατήσει η ντροπή, αλλά έχουμε και επιθετικές συμπεριφορές από τους κυβερνήσαντες.
Διαβάζω αυτές τις μέρες το τελευταίο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη. Αν αφαιρέσεις το εντυπωσιακό «ψώνισμα» του συγγραφέα, ο οποίος κάθε λίγο και λιγάκι μας ενημερώνει πόσο παίζει στα δάχτυλα τη θεωρία παιγνίων, τις μαρκοβιανές αλυσίδες, τις μηχανές φον Νόιμαν, τα riskeconomics, τα κβαντικά παράδοξα, τη σχετικιστική αστροφυσική των μαύρων τρυπών, μεταξύ πολλών άλλων, και πόσο, επομένως, έπιανε πουλιά στον αέρα σε όλη τη διάρκεια των δραματικών χρόνων της κρίσης, το βιβλίο έχει ενδιαφέρον. Αν τον άκουγαν τότε, θα είχε σωθεί το πράγμα με ελάχιστο κόστος. Δεν τον άκουσαν. Τον άκουσαν, όμως, τελικά, οι τότε κυβερνήσαντες, οι αφοσιωμένοι στην ευθύνη, και, πιστέψτε με, δεν έχουν να διαφωνήσουν σε τίποτε με την αποτίμησή του.
Θα πει κάποιος: κακό είναι; Ναι, κακό είναι κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Θα μου πείτε, επιπλέον: τότε γιατί διαβάζεις τέτοια;
Ο λόγος είναι η –αδικαιολόγητη, ίσως– έκπληξη που ένιωσα όταν διαπίστωσα πως τα πρόσφατα εγκώμια της Μάνταμ Μέρκελ για τον Τσίπρα και τους υπουργούς του προκάλεσαν ένα είδος περηφάνιας ανάμεσά τους. Αποφάσισα, λοιπόν, να διαβάσω σχετικά βιβλία, που προέρχονται, όμως, από συγγραφείς «εκτός Αριστεράς».
Η διαπίστωσή μου, λοιπόν, είναι ότι οι αποτιμήσεις που γίνονται από μέρους δεξιών, π.χ., ερευνητών (;) και επιστημόνων (;) δεν μπορεί παρά να θεωρούνται αντικειμενικά δικαιωμένες με βάση τον τρόπο που πολιτεύτηκαν και αιτιολόγησαν τις πρακτικές τους οι κυβερνήσεις Τσίπρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το εξαιρετικά ευπώλητο «Η τελευταία μπλόφα», από την Ελένη Βαρβιτσιώτη και τη Βικτωρία Δενδρινού, μεταδίδει μια εικόνα τού, annus mirabilis - annus horribilis, 2015, η οποία είναι καθόλα πειστική για το ευρύ κοινό και δύσκολα αναιρέσιμη με όσα μεσολάβησαν.
Ομως θα έπρεπε να ήταν εύκολο. Το βιβλίο βασίζεται είτε σε πασίγνωστα, αλλά άσχετα με την ουσία, περιστατικά και σε τεκμηρίωση ελάχιστη, αν εξαιρέσει κανείς 95 βαθιά λαρύγγια (sic), που «τα είπαν».
Η σοβαρότητα των συγγραφέων, από την άλλη, είναι αμφιλεγόμενη. Χαρακτηριστικό της προχειρότητάς τους είναι το γεγονός πως νομίζουν ότι οι μισθοί στην Ελλάδα αυξήθηκαν, τη δεκαετία πριν από την κρίση, κατά 80% στον ιδιωτικό τομέα και κατά 180% στον δημόσιο! Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι η Ελληνίδα εκπαιδευτικός είδε τον μισθό της να εκτινάσσεται από, ας πούμε, τα 1.000 στα 2.800 ευρώ! Μια ματιά να έριχναν, αυτές οι Ευρωπαίες, στη Γιούροστατ έφτανε, για να είναι μικρότερη η αρλούμπα: η αύξηση ήταν μόλις 34% για τους δύο τομείς.
Κι όμως, αυτά κυριαρχούν. Αυτή είναι η πιο μεγάλη και διαρκής ήττα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου