............................................................
·
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η αντίζηλος» του Εμάνουελ Σμιτ (γ. 1960) (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. «Opera», 2024)
«….Ήταν
στη Ρώμη όταν αναγγέλθηκε ότι η Κάλλας θα εμφανιζόταν προσεχώς στην Όπερα, θα
τραγουδούσε Νόρμα. Το ρεπορτάζ της
εφημερίδας υμνούσε εκ προοιμίου αυτή την παράσταση, καθώς τη φανταζόταν σύμφωνη
με αυτό που είχε στο νου του ο Μπελίνι, ο συνθέτης, ο οποίος είχε γράψει, το
1834: «Μια όπερα πρέπει να προκαλεί δάκρυα, να προξενεί φρίκη, να φέρνει το θάνατο
μέσα απ’ το τραγούδι». Αυτή η φράση κατέκλυσε το μυαλό της Καρλότας. Να φέρνει
το θάνατο μέσα απ’ το τραγούδι; Να κάτι που δε θα την πείραζε καθόλου! Θα
πήγαινε να δει τι επρόκειτο να συμβεί. Τι, όμως; Δεν ήξερε, αλλά το
προαισθανόταν.
Εβδομάδες ολόκληρες,
στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Τραβέστερε, αφοσιώθηκε σε μαγικές τελετουργίες
της κακιάς ώρας που της είχε μάθει η γιαγιά της· και πρώτη απ’ όλες, την
παγετοποίηση: έγραψε με σινική μελάνη το όνομα Μαρία Κάλλας σ’ ένα λευκό χαρτί
κι άφησε το χαρτί στον πάτο ενός ταψιού γεμάτου νερό που το ‘βαλε στον
καταψύκτη· έτσι θα κατάφερνε να ψυχράνει την παρουσία της Κάλλας και να παγώσει
τη δύναμή της να κάνει κακό. Μετά χρησιμοποίησε την κλασική αχυρένια κούκλα:
αφού χάραξε τα αρχικά της τραγουδίστριας με κάρβουνο, της κέντησε ένα παχύ
στόμα, της έβαλε έναν κότσο από χοντρό μαλλί, της έμπηξε μια καρφίτσα στο
κέντρο του λαιμού, την έκλεισε στο μπουκάλι με τις κατάρες και την έκρυψε στην
πιο σκοτεινή γωνιά του σπιτιού, ένα ντουλάπι για τις σκούπες, πίσω από τ’ απορρυπαντικά
και άλλα υλικά καθαριότητας.
Το λανσάρισμα της Νόρμας ξεκίνησε με μια
εντυπωσιακή σουαρέ η οποία αναμεταδόθηκε από το ραδιόφωνο και στην οποία
παρέστησαν διασημότητες, βεντέτες, προσωπικότητες της πολιτικής. Με τη βοήθεια
της Ζαζάς, η Καρλότα βρήκε την υπηρεσία της Όπερας που ήταν αρμόδια για τις
προσκλήσεις της πρεμιέρας – εισιτήρια διατίθεντο μόνο για τους εξώστες -,
γλίστρησε σχετικά εύκολα στο κρεβάτι του υπευθύνου και κέρδισε ένα σκαμπό στην
πρώτη σειρά, δεξιά, μπροστά στα κρουστά, μια θέση που σιχαίνονταν οι
εμένα-με-είδες, αλλά εκείνης της έκανε θαυμάσια: θα παρατηρούσε την Κάλλας από
πολύ κοντά.
Στις 2 Ιανουαρίου 1958, ό,τι πιο κομψό και
κοσμικό είχε η Ιταλία συγκεντρώθηκε στην Όπερα της Ρώμης. Ο πρόεδρος της
Ιταλικής Δημοκρατίας, οι πριγκιπικοί οίκοι του Gotha, οι εκατομμυριούχοι, οι
μεγαλοβιομήχανοι, οι καλλιτέχνες, οι σταρ του σινεμά όπως η Άννα Μανιάνι ή
Τζίνα Λολομπρίτζιντα τραβούσαν τα φλας πριν σηκωθεί η αυλαία πάνω στο υπέρτατο
άστρο, την Divina,
τη Μαρία Κάλλας.
Και άρχισε η Νόρμα. Μέσα σ’ ένα ξέφωτο στη
μέση ενός δρυϊδικού δάσους, ο Φράνκο Κορέλι, αθλητικός και επιβλητικά
αρρενωπός, ένας τενόρος που απείχε πάρα πολύ από τα παραδοσιακά κοντά
βαρελάκια, επέδειξε, στην άρια του Πολιόνε, μια φωνή τόσο δυνατή και αρσενική
όσο και το κορμί του, για να εισπράξει θύελλα χειροκροτημάτων. Αυτό, όμως δεν
ήταν παρά το ορεκτικό: το κοινό περίμενε πώς και πώς την εμφάνιση της Κάλλας. Η
οποία μπήκε, ντυμένη ιέρεια, σβέλτα, κομψή, αστραφτερή, κρατώντας ένα κλωνάρι
γκι. Ο χρόνος σταμάτησε. Ακόμα και η σιωπή άλλαξε πυκνότητα.
Και μίλησε με μουσική. Τα λόγια ήταν
βιωμένα, χωνεμένα, απότοκα μιας συγκίνησης που δεν ήταν της τραγουδίστριας,
αλλά του χαρακτήρα που ενσάρκωνε, μιας γυναίκας όλο αξιοπρέπεια και
μεγαλοπρέπεια, που θα στενοχωρούσε τους θεατές όταν θα μάθαιναν ότι αυτή τη
Νόρμα δεν την αγαπούσε ο άντρας της, ο Πολιόνε, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με
μιαν άλλη. Η κατάσταση αφόπλισε την Καρλότα: ενώ ήταν έτοιμη να σνομπάρει την
ανταγωνίστριά της, τώρα βρισκόταν μπροστά σε μια γαλατική ιέρεια που προκαλούσε
τη συμπόνια της. Μετά η ιέρεια άρχισε την προσευχή στη σελήνη, “Casta Diva”, που ξεδίπλωνε τους ελιγμούς
της μελωδίας της, την αργή και ευλαβική άρια που τόσο φοβούνται οι σοπράνο,
αλλά η Κάλλας φαινόταν σαν να την ψιθύριζε απλώς, ρεμβαστική, ενώνοντας τις
νότες με πρωτάκουστη άνεση και αρμονικότητα. Καίτοι αυστηρότατα ακριβής, έδινε
την εντύπωση ότι αυτοσχεδίαζε.
Η Καρλότα αισθανόταν όλο και πιο άβολα. Το
τραγούδι της Κάλλας ήταν ωραίο. Αφόρητα ωραίο. Εύπλαστο, ευκίνητο, ευλύγιστο,
απέλπιζε και παρηγορούσε ταυτόχρονα. Τόνωνε, αλλά και γαλήνευε, γιατί ενσάρκωνε
την ίδια τη ζωή με όλη της την ένταση και την ευαλωτότητα. Η φωνή της Κάλλας,
ταυτόχρονα ακμαία και πληγωμένη, συνδύαζε τη δύναμη και την ευθραυστότητα του
ανθρώπου. Τι αντίφαση ανάμεσα στη μαυρίλα του λόγου και τη διαύγεια της
μελωδικής γραμμής! Όλη αυτή η ένταση δημιουργούσε ένα σαγηνευτικό θαύμα.
Η Καρλότα καταλάβαινε πως το ίδιο που την
απωθούσε στην Κάλλας μπορούσε να την συνεπάρει: ήταν μια φωνή ατελής, που ονειρευόταν
άλλες φωνές. Πότε έπρεπε να ‘ναι υγρή, πότε αισθησιακή, πότε χλιαρή, πότε
απαλή, πότε αιθέρια, πότε τραχιά, πότε γλυκιά, πότε επική. Αυτή η βραχνή φωνή
έφερνε από μέσα της χίλιες άλλες που δεν τις μιμούνταν, δεν τις παραχάρασσε,
αλλά τις υποδήλωνε με ανεπαίσθητες χρωματικές αλλαγές. Ο πλούτος αυτού του
μελαγχολικού τίμπρου γεννιόταν απ’ τη λύπη του που δεν ήταν απλό, κρυστάλλινο,
απαλό. Μια διάφανη νοσταλγία το κοσμούσε με κεχριμπάρι, χιλιάδες όνειρα
στροβιλίζονταν γύρω του.
Η Καρλότα είχε υποκύψει στη σαγήνη της
Κάλλας, όταν συνέβη κάτι που την έβγαλε από την έκστασή της. Σφυρίγματα
ακούστηκαν απ’ τις γαλαρίες. Για μια γελοία λεπτομέρεια, άνδρες και γυναίκες
γιουχάιζαν χυδαία την τραγουδίστρια.
Σοκαρισμένη απ’ αυτή την αντίδραση, η
Καρλότα στριφογύρισε στο σκαμπό της, αγανακτισμένη. Η δε Κάλλας δέχτηκε αυτά τα
ξεφωνητά σαν να ‘ταν γροθιά, κι έριξε ένα οργισμένο βλέμμα στα ουράνια. Αυτή η
αντίδραση, όμως, αντί να εξουδετερώσει τους ταραξίες, τους ενθάρρυνε: όποτε
τους δινόταν η δυνατότητα, εκτόξευαν τις κραυγές τους. Οι περισσότεροι θεατές
επιχείρησαν να τους κάνουν να σωπάσουν, και δεν έχασαν ευκαιρία να
χειροκροτήσουν, να επευφημήσουν με όλη τους τη δύναμη.
Η Καρλότα αμφιταλαντεύτηκε. Ένα
αντανακλαστικό την είχε φέρει στο πλευρό της συναδέλφου της. Όμως η επιμονή των
ταραχοποιών τη συνέφερε: θυμήθηκε ότι απεχθανόταν αυτήν που της είχε σαπίσει τη
ζωή και, ηλεκτρισμένη από τις φωνασκίες, χάρηκε το μαρτύριο της αντιζήλου της.
Στη σκηνή, η Ελληνίδα είχε πάψει να είναι η
Νόρμα· είχε ξαναγίνει η Μαρία Κάλλας, η πιο διάσημη και πιο αμφιλεγόμενη ντίβα
στον κόσμο. Τώρα πια τραγουδούσε η Κάλλας· όχι η ιέρεια.
Και ξαφνικά η Καρλότα ξανάγινε Καρλότα.
Η Κάλλας έδινε ωραία τη μάχη της. Ορμητική,
τελείωσε την πρώτη πράξη με ηρεμία. Στο τελευταίο ακόρντο, ο ενθουσιασμός του
κοινού κορυφώθηκε: η Κάλλας είχε κερδίσει την παρτίδα.
Σύμφωνα με το έθιμο, οι σολίστες έβγαιναν να
χαιρετήσουν το κοινό μέσα από το άνοιγμα της κλειστής αυλαίας. Η Μαρία Κάλλας
εμφανίστηκε στο πλευρό του Φράνκο Κορέλι. “Viva! Hourra! Brava!” Οι ενθουσιώδεις κραυγές
κονιορτοποιούσαν τα γιουχαΐσματα και τα σφυρίγματα. Η Divina υποκλινόταν,
στέλνοντας ένα ολόλαμπρο χαμόγελο στους όρθιους θεατές.
Ξαφνικά όμως, το πρόσωπό της πάγωσε και τα
μάτια της γούρλωσαν: στην πρώτη σειρά, δεξιά, είχε δει την Καρλότα, την Καρλότα
που δεν είχε σηκωθεί, τον μοναδικό άνθρωπο στην πλατεία που συνέχιζε να κάθεται
με τα χέρια σταυρωμένα, που την κοίταζε από πάνω ως κάτω αγριωπή, καυστική, με
μίσος.
Η Κάλλας αναρίγησε, έχασε τον κόσμο, έκανε
μια στροφή πάνω στους κοθόρνους της και χώθηκε πίσω απ’ την αυλαία. Παρότι το
κοινό την καλούσε επίμονα γιατί ήθελε να
συνεχίσει να την αποθεώνει, εκείνη δεν έλεγε να επανεμφανιστεί.
Η Καρλότα ψιθύρισε στους διπλανούς της που
φώναζαν και ποδοβολούσαν:
«Μη κουράζεστε. Δε θα ξαναβγεί».
«Συγγνώμη…;»
Η Καρλότα σηκώθηκε. Φτάνοντας στο φουαγιέ,
πήρε ένα ποτήρι σαμπάνια και είδε την αφρόκρεμα της ελίτ να ‘ρχεται σιγά σιγά για
να πιει κάτι, να τσιμπήσει κάτι, να συζητήσει την παράσταση. Κανείς δεν της
απηύθυνε το λόγο, κανείς δεν τη θυμόταν. Πολύ που την ένοιαζε! Είχε ξεπεράσει
την ταπείνωση, γιατί ήξερε αυτό που αγνοούσαν οι άλλοι: η Κάλλας δε θα
ξανατραγουδούσε εκείνο το βράδυ.
Το διάλειμμα δεν έλεγε να τελειώσει.
Ο κόσμος απορούσε που δε χτυπούσε το
κουδούνι. Γκρίνιες. Σιγά σιγά, έχοντας εξαντλήσει τα θέματα συζήτησης, οι
θεατές έμεναν σιωπηλοί στη θέση τους. Η βραδιά τραβούσε πολύ. Ο κόσμος
αδημονούσε.
Ένας άνδρας με πρόσωπο πελιδνό βγήκε στο
προσκήνιο, πάνω από την τάφρο, και ανακοίνωσε ότι, για λόγους ανωτέρας βίας, η
παράσταση δε θα συνεχιζόταν.
Οι διαμαρτυρίες φούντωσαν. Τον έκραξαν.
Εκείνος έγινε καπνός. Ήδη είχε αρχίσει να διαδίδεται η φήμη ότι η Κάλλας, κρυμμένη
στο καμαρίνι της, ισχυριζόταν ότι είχε κλείσει η φωνή της και αρνιόταν να
επιστρέψει στη σκηνή. Ιδού η ένοχη!
Φυγάδευσαν στα γρήγορα τον πρόεδρο της
Δημοκρατίας, ενώ οι προσκεκλημένοι αποσύρονταν γκρινιάζοντας, κι αυτοί που ‘χαν
αγοράσει εισιτήριο έβριζαν την ώρα και τη στιγμή, συνωστισμένοι στην έξοδο των
καλλιτεχνών και αποφασισμένοι να περιμένουν την Ελληνίδα για να τη βρίσουν.
Στον κρύο αέρα πλανιόταν μια ατμόσφαιρα λυντσαρίσματος.
Πανευτυχής, η Καρλότα γύρισε σπίτι της (η
διαπόμπευση δεν έγινε ποτέ, γιατί η Κάλλας πρέπει να πήγε στο Ξενοδοχείο Quinirale από
ένα υπόγειο πέρασμα, κρυφό, γνωστό μόνο στους τραγουδιστές, που οδηγούσε
απευθείας εκεί). Ξάπλωσε, μεθυσμένη από παραδείσιες αναμνήσεις, τα σφυρίγματα,
τις κραυγές μίσους, τις απειλές για βιαιοπραγίες και, πάνω απ’ όλα, εκείνο το
βλέμμα, το βλέμμα που είχαν ανταλλάξει, το βλέμμα που ανέτρεπε τις ισορροπίες,
εκείνο το χλευαστικό βλέμμα που η Καρλότα είχε εξαπολύσει στην αντίζηλό της:
«Ευχήθηκες το θάνατό μου; Τώρα είναι η σειρά σου: ιδού ο δικός σου!» Μέσα της,
ευχαρίστησε για πολλοστή φορά τη γιαγιά της για την αποτελεσματικότητα που ‘χαν
τα μάγια της.
Εκείνη τη νύχτα, κοιμήθηκε τον ύπνο του
δικαίου, ο οποίος, εν προκειμένω, ήταν μάλλον της χορτάτης εκδικήτριας.
Αστραπιαία, το επεισόδιο πήρε εθνικές
διαστάσεις – η Μαρία Κάλλας είχε τολμήσει να στείλει σπίτι του τον πρόεδρο της
Δημοκρατίας που της είχε απονείμει το παράσημο του Τάγματος της Ιταλικής
Δημοκρατίας, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα! – και μετά, παγκόσμιες. Ακόμα και
στην Αμερική, οι εφημερίδες, τα περιοδικά και οι τηλεοράσεις διέδωσαν το
σκάνδαλο, γιατί μπορεί κανείς να μη θυμόταν του προέδρου (Τζοβάνι Γκρόντσι),
αλλά όλοι αυτό της Μαρίας Κάλλας…
(…) Μετά από μία
εβδομάδα, είδαν τη Μαρία Κάλλας και τον Μενεγκίνι της να βγαίνουν από το
Ξενοδοχείο Quirinale.
Περιτριγυρισμένοι από φουσκωτούς, έφυγαν αεροπορικώς από την Μπότα.
Η Καρλότα είχε χαρεί κάθε στιγμή αυτού του
φιάσκου. Τώρα, όμως, διαπίστωνε πως, παρά τη φυγή της Κάλλας, η καθημερινότητά
της δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Επί μήνες ολόκληρους, η καριέρα της
ακολούθησε τον ίδιο ράθυμο ρυθμό, δεν τραγούδησε ποτέ σε μεγάλα θέατρα και, παρά
τα χειροκροτήματα, ακόμα και τα μπιζ καμιά φορά, δε γινόταν λόγος γι’ αυτήν.
Εκπλήρωνε το καθήκον της όσο ανώνυμα κάνει τη δουλειά της μια φουρνάρισσα. Η
Κάλλας, σαν τον Αττίλα που ‘χε κάψει όλα στο πέρασμά του, την είχε ρίξει στην
ανυποληψία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου