Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

«Για τον Έρωτα» διήγημα του Άντον Τσέχωφ (1860-1904) (μτφ. Λουκάς Καστανάκης (1890-1956), εκδ. «Κραναός»)

 ...............................................................





           Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)


·        «Για τον Έρωτα» διήγημα του Άντον Τσέχωφ (1860-1904) (μτφ. Λουκάς Καστανάκης (1890-1956), εκδ. «Κραναός»)

 

   ΣΤΟ ΠΡΟΓΕΥΜΑ έφεραν νοστιμότατες κρεατοπιτίτσες, καραβίδες και αρνίσιες κοτολέτες και ενώ έτρωγαν ακόμη ανέβηκε ο μάγειρας Νικανόρ να τους ρωτήσει τι διατάζουνε για το δείπνο. Είχε μέτριο ανάστημα, με φουσκωμένο πρόσωπο και μικρά μάτια, ξυρισμένος, αλλά τα μουστάκια του μοιάζανε μάλλον σα μαδημένα, παρά ξυρισμένα.

   Ο Αλιόχιν διηγιόταν πως η ωραία Πελαγία ήταν ερωτευμένη μ’ αυτόν τον μάγειρα. Επειδή όμως ήταν μεθύστακας και οξύθυμος, δεν ήθελε να τον παντρευτεί αλλά δεχότανε να ζήσει έτσι. Εκείνος πάλι απαιτούσε να την παντρευτεί επίσημα γιατί ήταν θεοσεβούμενος και οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις δεν του επέτρεπαν να ζει έτσι. Διαφορετικά δεν ήθελε, όταν ήταν μεθυσμένος την έβριζε και την έδερνε. Γι’ αυτό άμα τον έβλεπε μεθυσμένο, η Πελαγία κρυβόταν επάνω και θρηνούσε, και τότε ο Αλιόχιν και οι υπηρέτες δεν έφευγαν από το σπίτι για να την υπερασπιστούν σε ώρα ανάγκης.

   Άρχισαν να κουβεντιάζουνε για τον έρωτα.

   -Πώς γεννιέται ο έρωτας; - είπε ο Αλιόχιν – γιατί η Πελαγία να μην ερωτευτεί κάποιον άλλον πιο ταιριαστό όσον αφορά τις ψυχικές και τις εξωτερικές του χάρες, αλλά αγάπησε ίσα – ίσα τον Νικανόρ, αυτό το μούτρο – όλοι εκεί σε μας τον φωνάζουνε «μούτρο» - πόσο παίζουν στον έρωτα τα ζητήματα της προσωπικής ευτυχίας – όλα αυτά είναι άγνωστα ζητήματα και ο καθένας μπορεί να τα εξηγεί κατά βούληση. Έως τώρα για τον έρωτα είπανε μόνο μιαν αναμφισβήτητη αλήθεια, πως «μέγα και βαθύ είναι το μυστήριόν του», όλα δε τα άλλα που έχουν πει για τον έρωτα δεν αποτελούν λύση, αλλά απλή τοποθέτηση των ζητημάτων, τα οποία έτσι εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα. Μια εξήγηση, που θα την έβρισκε κανείς κατάλληλη για μια περίπτωση, δεν ταιριάζει σε δέκα άλλες και, κατά τη γνώμη μου, το καλύτερο είναι να εξηγεί κανείς κάθε μια περίπτωση χωριστά χωρίς να προσπαθεί να γενικεύει τα συμπεράσματα. Πρέπει, όπως λένε οι γιατροί, να εξετάζει ανάλογα με το άτομο κάθε χωριστή περίπτωση.

   - Αυτό είναι εντελώς σωστό – είπε ο Μπούρκιν.

   - Εμείς οι Ρώσοι, οι καθώς πρέπει, ενδιαφερόμαστε πολύ γι’ αυτά τα άλυτα ζητήματα. Συχνά τον έρωτα τον εξιδανικεύουν, τον στολίζουνε με ρόδα και αηδόνια, έτσι κι εμείς οι Ρώσοι στολίζουμε τον έρωτά μας με αυτά τα μοιραία ζητήματα, και μάλιστα μεταξύ αυτών εκλέγουμε εκείνα τα οποία παρουσιάζουν το λιγότερο ενδιαφέρον. Στη Μόσχα, όταν ήμουν ακόμη φοιτητής, είχα μια φιλενάδα, χαριτωμένη κυρία, που όταν την κρατούσα στην αγκαλιά μου, αυτή συλλογιζόταν πόσο θα της δίνω το μήνα και πόσο πουλάνε το βοδινό… Το ίδιο κι εμείς: όταν είμαστε ερωτευμένοι δεν παύουμε να αναρωτιόμαστε αν είναι τίμιο αυτό ή όχι, έξυπνο ή ανόητο, πού θα βγάλει αυτός ο έρωτας και τα παρόμοια. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή όχι, ξέρω όμως πως αυτό μας εμποδίζει, δεν μας ευχαριστεί και μας εξερεθίζει.

   Σαν να ήθελε να πει κάτι. Οι άνθρωποι που ζουν απομονωμένοι πάντα έχουν μέσα στην ψυχή τους κάτι που ευχαρίστως θα το διηγούνταν. Στην πόλη οι εργένηδες επίτηδες πηγαίνουν στο λουτρό και στα εστιατόρια, μόνο και μόνο για να διηγηθούνε πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, και στο χωριό πάλι ανοίγουν τις καρδιές τους στους επισκέπτες.

   Τώρα από τα παράθυρα φαινόταν ο σκούρος ουρανός και τα δέντρα μουσκεμένα από τη βροχή. Μ’ έναν τέτοιο καιρό δεν ήξερε κανείς πού να πάει και δεν έμενε άλλο παρά να διηγιέται και να ακούει.

   -Ζω στο Σοφινιό και καταγίνομαι με το χτήμα από καιρό – άρχισε να διηγιέται ο Αλιόχιν – από τον καιρό που τέλειωσα το πανεπιστήμιο. Με ανάθρεψαν μακριά από χειρωνακτικές εργασίες, και η κλίση μου είναι να είμαι άνθρωπος του γραφείου, αλλά το χτήμα ήταν επιβαρυμένο με μεγάλο χρέος όταν ήρθα εδώ, και επειδή ο πατέρας μου αναγκάστηκε να δανειστεί κι είχε ξοδέψει πολλά λεφτά για τη μόρφωσή μου, αποφάσισα να μη φύγω από το χτήμα και να δουλέψω μέχρι να πληρώσω το χρέος. Έτσι αποφάσισα, και το ομολογώ, άρχισα να δουλεύω με κάποια απέχθεια. Η γης εδώ δε δίνει μεγάλα πράγματα, και για να μην έχουμε ζημιά, πρέπει να εκμεταλλευόμαστε τον κόπο των κολλήγων, ή μερικών ημερομίσθιων εργατών, πράγμα που δεν έχει μεγάλη διαφορά, ή να δουλεύει κανείς το χτήμα όπως κάνουν οι περισσότεροι στο χωριό, δηλαδή να δουλεύει κανείς μαζί με την οικογένειά του. Εδώ, μέσος όρος δεν υπάρχει. Τότε όμως δεν τις πολυεξέταζα κάτι τέτοιες λεπτότητες. Δεν άφηνα πιθαμή γης, κινητοποιούσα όλους τους χωριάτες με τις γυναίκες τους από τα γειτονικά χωριά, η δουλειά έβραζε ακατάπαυστα. Και ο ίδιος όργωνα, έσπερνα, θέριζα και όμως παρ’ όλα αυτά βαριόμουνα και στράβωνα τα μούτρα μου, σαν τη γάτα του χωριού που την πείνα της τρώει και τ’ αγγουράκια του αγρού. Το σώμα μου πονούσε απ’ τη δουλειά, κοιμόμουν όρθιος. Στην αρχή νόμιζα πως σ’ αυτές τις συνθήκες θα μπορούσα να προσαρμόσω τις πολιτισμένες μου συνήθειες και νόμιζα πως ήταν αρκετό ν’ ακολουθήσω ορισμένο εξωτερικό τρόπος ζωής. Εγκαταστάθηκα επάνω σε μεγαλοπρεπή δωμάτια και κανόνισα τα πράγματα έτσι, ώστε ύστερα από το πρόγευμα και το γεύμα μου έφερναν πάντα καφέ με λικέρ, και όταν έπεφτα να κοιμηθώ διάβαζα στο κρεβάτι τον «Αγγελιοφόρο της Ευρώπης». Μια φορά όμως ήρθε ο αιδεσιμότατος, ο πατήρ Ιβάν, και ήπιε στην καθισιά του όλα τα λικέρ, τον ίδιο δρόμο πήρε και ο «Αγγελιοφόρος της Ευρώπης», γιατί το καλοκαίρι, και μάλιστα τον καιρό του θερισμού, δεν τα κατάφερνα να φτάσω στο κρεβάτι μου, και με έπαιρνε ο ύπνος μέσα στην αποθήκη πάνω στα χόρτα ή στο καλύβι του φύλακα – είχα καιρό για διάβασμα εφημερίδων; Σιγά – σιγά πέρασα στο κάτω πάτωμα, άρχισα να τρώω στην κουζίνα της υπηρεσίας και από τα παλιά μεγαλεία μού έμειναν μόνο οι υπηρέτες, που δούλευαν στον πατέρα μου και που δεν μου πήγαινε να τους απολύσω.    

   Από τα πρώτα χρόνια με εξέλεξαν επίτιμο ειρηνοδίκη. Κάπου-κάπου πήγαινα στην πόλη κι έπαιρνα μέρος στις συνεδριάσεις του ειρηνοδικείου, του περιφερειακού δικαστηρίου, και αυτό με διασκέδαζε. Όταν ζήσεις εδώ δυο-τρεις μήνες χωρίς να ξεμυτίσεις, και μάλιστα το χειμώνα, στο τέλος αρχίζεις να νοσταλγείς το επίσημο ένδυμα. Και στο περιφερειακό δικαστήριο υπήρχαν και ρεντιγκότες και στολές και φράκα, όλοι ήτανε νομομαθείς, με κοινή μόρφωση. Είχες με ποιον να μιλήσεις. Είναι μεγάλο λούσο να κάθεται κανείς με άσπρα εσώρουχα και ελαφριά παπούτσια στην πολυθρόνα φορώντας την επίσημη αλυσίδα, ύστερα από τον ύπνο πάνω στα ξερά χόρτα κι ύστερα από την κουζίνα της υπηρεσίας!

   Στην πόλη με δέχονταν όλοι με χαρά και πρόθυμος έκανα γνωριμίες. Και από όλες τις γνωριμίες μου, η πιο σημαντική, η πιο ευχάριστη για μένα, ήταν η γνωριμία με τον Λουγκάνοβιτς, τον αντιπρόεδρο του περιφερειακού δικαστηρίου. Τον γνωρίζετε κι οι δυο σας: συμπαθέστατος άνθρωπος! Αυτό συνέβη  ακριβώς ύστερα από τη μεγάλη δίκη των εμπρηστών. Η εξέταση της υποθέσεως κράτησε δυο μέρες και ήμασταν κατάκοποι. Ο Λουγκάνοβιτς με κοίταξε και μου είπε:

   -Ξέρετε τι θα ‘λεγα; Να πάμε να φάμε σπίτι.

   Αυτό ήταν απροσδόκητο, γιατί δεν ήταν και πολύ καιρός που είχα γνωριστεί με τον Λουγκάνοβιτς. Οι σχέσεις μας ήταν επίσημες μόνο, και ποτέ δεν είχα πάει σπίτι του. Πετάχτηκα μια στιγμή στο δωμάτιό μου για να ντυθώ και τράβηξα στο γεύμα. Εκεί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τη γυναίκα του Λουγκάνοβιτς, την Άννα Αλεξέγεβνα. Τότε ήταν ακόμη πολύ νέα, μόλις 22 χρονώ, και πριν έξι μήνες είχε αποκτήσει το πρώτο της παιδάκι. Αυτά όλα ανήκουν στο μακρινό παρελθόν, και θα δυσκολευόμουν τώρα να καθορίσω τι ήταν εκείνο το εξαιρετικό, που είχε αυτή η γυναίκα, νεαρά, ωραιοτάτη, αγαθή, μορφωμένη, γοητευτική, μια τέτοια γυναίκα που για πρώτη φορά συναντούσα στη ζωή μου. Και αμέσως ένιωσα μέσα μου πως το πλάσμα αυτό δεν ήτανε ξένο, σαν να το είχα ξαναγνωρίσει, λες κι αυτό το πρόσωπο, αυτά τα πρόσχαρα και έξυπνα μάτια τα είχα ξαναδεί κάποτε, όταν ήμουνα παιδί, στο λεύκωμα που έστεκε πάνω στο κομοδίνο της μητέρας μου.

   Στη δίκη των εμπρηστών κατηγορούμενοι ήτανε τέσσερις εβραίοι, τους κήρυξαν ενόχους, αλλά, κατά τη γνώμη μου, η απόφαση ήταν άδικη. Στο γεύμα ήμουνα πολύ ταραγμένος, υπέφερα για την απόφαση, και δεν καλοθυμάμαι τι έλεγα, έβλεπα όμως την Άννα Αλεξέγεβνα να κουνά το κεφάλι της και να λέει στον άντρα της:

   -Μα πώς έγινε αυτό το πράμα, Δημήτρη;

   Ο Λουγκάνοβιτς, ο καλός αυτός άνθρωπος, ήταν ένας από τους καλοκάγαθους εκείνους ανθρώπους, που έχουν τη μόνιμη ιδέα πως ένας άνθρωπος που έμπλεξε στα δικαστήρια σημαίνει πως είναι ένοχος και πως δεν μπορεί να διατυπωθεί αμφιβολία για την ορθότητα της καταδίκης παρά μόνο με τη μόνιμη οδό, πάνω στο χαρτί, εγγράφως, και όχι πάνω στο γεύμα και με ιδιωτικές κουβέντες.

   -Εμείς οι δυο δεν είμαστε εμπρηστές – έλεγε ευγενικά – και γι’ αυτό και δε μας δικάζουνε, ούτε μας φυλακίζουν.

  Και οι δυο τους, και κείνος και κείνη, προσπαθούσαν να φάω και να πιω όσο το δυνατό περισσότερο. Από μερικές μικρολεπτομέρειες, πως π.χ. παρασκεύαζαν μαζί τον καφέ και πόσο καλά καταλάβαινε ο ένας τον άλλο από μισή λέξη, μπορούσα να συμπεράνω πως ζουν αγαπημένοι, ευτυχισμένοι και με χαρά δέχονται τον επισκέπτη. Μετά το γεύμα παίζανε πιάνο οι δυο τους συγχρόνως, ύστερα σκοτείνιασε και επέστρεψα στο δωμάτιό μου. Αυτό συνέβη στην αρχή της άνοιξης. Ύστερα όλο το καλοκαίρι έμεινα στο Σοφινιό χωρίς να πάω πουθενά. Δεν είχα καιρό να σκεφτώ καν την πόλη, αλλά η ανάμνηση της λυγερής ξανθής γυναίκας έμενε μέσα μου όλο τον καιρό. Δεν την σκεφτόμουν, αλλά ένιωθα τη σκιά της να απλώνεται πάνω στην ψυχή μου.

   Περί τα τέλη του φθινοπώρου είχε γίνει στην πόλη μια φιλανθρωπική παράσταση. Με καλέσανε στο θεωρείο του διοικητή· μπαίνω και βλέπω την Άννα Αλεξέγεβνα να κάθεται δίπλα στη γυναίκα του διοικητή. Κι ένιωσα ξανά την ίδια ακατανίκητη, χτυπητή, εντύπωση της ομορφιάς και των χαδιάρικων ματιών, και πάλι το αίσθημα της εγκαρδιότητας.

   Καθόμασταν δίπλα, και ύστερα πήγαμε στο φουαγιέ.

   -Αδυνατίσατε – μου είπε – ήσασταν άρρωστος;

   - Μάλιστα. Κρύωσα, είχα πλευρίτιδα, και όταν ο καιρός είναι βροχερός υποφέρω τη νύχτα.

   - Έχετε μαραμένη όψη. Θυμάμαι την άνοιξη όταν ήρθατε και φάγαμε σπίτι, ήσασταν πιο νέος, πιο ζωηρός. Είχατε τότε πολύ ενθουσιασμό και μιλούσατε πολύ, σας εύρισκα πολύ ενδιαφέροντα, και το ομολογώ, με γοητεύσατε λίγο. Στο διάστημα του καλοκαιριού δεν ξέρω γιατί σας θυμόμουνα συχνά και σήμερα, όταν ετοιμαζόμουνα για το θέατρο, είχα το προαίσθημα πως θα σας δω.

   Και σ’ αυτό επάνω γέλασε.

   -Σήμερα όμως είστε πολύ μαραμένος – επανέλαβε. – Κι αυτό σας γερνάει.

   Την άλλη μέρα προγευμάτισα στου Λουγκάνοβιτς. Μετά το πρόγευμα πήγανε στην εξοχική τους έπαυλη για να δώσουν οδηγίες για το χειμώνα  και τους ακολούθησα κι εγώ. Μαζί γυρίσαμε κατόπιν στην πόλη, και τα μεσάνυχτα έπινα το τσάι σπίτι τους, στο γαλήνιο οικογενειακό περιβάλλον, όταν έκαιγε το τζάκι και η νεαρή μητέρα πήγαινε κάθε λίγο να δει αν κοιμάται το μικρό της κοριτσάκι… Ύστερα απ’ αυτό, κάθε φορά που κατέβαινα στην πόλη έπρεπε να πάω οπωσδήποτε να τους δω. Με είχανε συνηθίσει όπως τους είχα συνηθίσει κι εγώ. Τις περισσότερες φορές παρουσιαζόμουν χωρίς να με αναγγείλει η υπηρεσία, σαν φίλος πολύ στενός.

   -Ποιος είναι; - ακουγόταν από τα μακρινά δωμάτια μια μακρόσυρτη φωνή, που φάνταζε στην ψυχή μου τόσο ωραία.

   - Ο Πάβελ Κωνσταντίνοβιτς – απαντούσε η υπηρέτρια κι άλλοτε η νταντά.

   Η Άννα Αλεξέγεβνα έβγαινε να μευποδεχθεί με συλλογισμένο πρόσωπο, και κάθε φορά μου έλεγε:

   -Γιατί δεν μας ήρθατε τόσον καιρό; Σας συνέβη κάτι;

   Το βλέμμα της, το ευγενικό και λεπτό χέρι που μου έδινε για να με χαιρετήσει, το καθημερινό της φόρεμα, το χτένισμά της, η φωνή κι η περπατησιά της, κάθε φορά μού προξενούσαν την ίδια εντύπωση, κάτι το νέο κι ασυνήθιστο στη ζωή μου, κάτι το πολύ σπουδαίο. Κουβεντιάζαμε για πολλή ώρα, και για πολλή ώρα μέναμε σιωπηλοί, ο καθένας μας σκεφτόταν τα δικά του, ή μου έπαιζε κάτι στο πιάνο. Αν λείπανε τ’ αφεντικά από το σπίτι, έμενα και τους περίμενα, κουβέντιαζα με τη νταντά, έπαιζα με το παιδί, ή ξάπλωνα στο γραφείο πάνω στο τούρκικο ντιβάνι και διάβαζα την εφημερίδα κι όταν η Άννα Αλεξέγεβνα επέστρεφε, την προϋπαντούσα στον προθάλαμο, έπαιρνα όλα της τα ψώνια και, δεν ξέρω γιατί, κάθε φορά τα έπαιρνα με τόση αγάπη και τόσο θριαμβευτικά, σα να ήμουνα παιδί.

   Υπάρχει μια παροιμία που λέει : «Ο ποντικός στην τρύπα του δε χωρούσε, έσερνε και μια κολοκύθα». Έτσι και με τους Λουγκάνοβιτς, δεν τους φτάνανε τόσοι μπελάδες, βρήκανε και τη δική μου τη φιλία. Αν αργούσα να κατεβαίνω στην πόλη, νομίζανε πως είμαι άρρωστος, ή πως μου συνέβη κάτι και αρχίζανε να ανησυχούν κι οι δυο τους. Ανησυχούσαν γιατί εγώ, μορφωμένος άνθρωπος, με τόσες γλώσσες, αντί να καταγίνομαι με την επιστήμη ή με φιλολογικές μελέτες, κάθομαι και ζω στο χωριό, και στριφογυρίζω όπως ο μικρός σκίουρος στον τροχό, πάντοτε εργάζομαι αλλά ποτέ δεν έχω δεκάρα τσακιστή. Νομίζανε πως υποφέρω, κι αν μιλώ, γελάω ή τρώω, αυτό το κάνω έτσι, μόνο για να κρύψω τα βάσανά μου. Ακόμη κι όταν ήμουν ευχαριστημένος, σε στιγμές ευθυμίας, ένιωθα πάνω μου τα βλέμματά τους που προσπαθούσαν να μαντέψουν τι μου συμβαίνει. Μου προκαλούσαν ιδιαίτερη συγκίνηση όταν πραγματικά περνούσα δυσκολίες, όταν με πίεζε κανένας πιστωτής ή δεν μου φτάνανε τα λεφτά για καμιά επείγουσα υποχρέωση. Σιγομιλούσανε κοντά στο παράθυρο, ο σύζυγος μαζί της, ύστερα εκείνος με πλησίαζε και με σοβαρό ύφος μού έλεγε:

   -Αν, Πάβελ Κωνσταντίνοβιτς, χρειάζεστε λεφτά, εγώ και η γυναίκα μου σας παρακαλούμε να μας το πείτε ελεύθερα και να δεχθείτε τη μικρή μας συμβολή.

   Και κοκκίνιζαν τα αυτιά του από την ταραχή. Άλλοτε πάλι με τον ίδιο τρόπο, αφού τα κουβέντιαζαν ψιθυριστά κοντά στο παράθυρο, με πλησίαζε με κόκκινα αυτιά, και μου έλεγε:

   -Εγώ και η γυναίκα μου σας θερμοπαρακαλούμε να δεχθείτε αυτό το μικρό δώρο.

   Μου έδινε για δώρο μανικετόκουμπα, καμιά τσιγαροθήκη ή μια λάμπα, κι εγώ για να τους το ανταποδώσω τους έστελνα από το χωριό κυνήγι, βούτυρο και λουλούδια. Πρέπει να προσθέσω πως ήταν πλούσιοι άνθρωποι. Στην αρχή, πολύ συχνά δανειζόμουνα χρήματα, και δε με ένοιαζε και πολύ το πρόσωπο, έπαιρνα απ’ όποιον λάχαινε, αλλά καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να με αναγκάσει να πάρω από τους Λουγκάνοβιτς. Ούτε κουβέντα!

   Ήμουνα δυστυχής. Και στο σπίτι και στον αγρό και στην αποθήκη τη σκεφτόμουν και προσπαθούσα να ξεδιαλύνω το μυστήριο της νεαρής, ωραίας και έξυπνης γυναίκας, που παντρεύεται έναν τύπο όχι και τόσο ενδιαφέροντα, σχεδόν γέρο (ο άντρας της ήτανε σαράντα χρονών) κι έκανε παιδιά μαζί του, να καταλάβω το μυστήριο αυτού του πεζού ανθρώπου, του αγαθού και απλοϊκού, που τα πάντα κρίνει με την ανιαρή ορθοφροσύνη, στους χορούς και τις βραδιές παραστέκει κοντά στους σοβαρούς ανθρώπους, μαραμένος και άχρηστος, με πειθήνια και άχρωμη έκφραση, λες και τον πήγαν εκεί μόνο για να πουλάει, που πιστεύει όμως πως έχει το δικαίωμα να ‘ναι ευτυχής και να κάνει παιδιά μαζί της. Κι όλο προσπαθούσα να καταλάβω γιατί τα φέρνει έτσι η τύχη ώστε να συναντήσει αυτόν και όχι εμένα, και για να συμβεί στη ζωή μας αυτό το τρομερό λάθος.

   Και όταν πήγαινα στην πόλη, από τα μάτια της καταλάβαινα πως με περίμενε και η ίδια, άλλωστε μου ομολογούσε πως από το πρωί ακόμη είχε ένα παράξενο αίσθημα, και μάντευε πως θα πήγαινα. Ώρες ολόκληρες μιλούσαμε, σιωπούσαμε, αλλά ποτέ δεν ομολογούσαμε ο ένας στον άλλον τον έρωτά μας, και τον κρύβαμε δειλά, βαθιά στην ψυχή μας. Φοβόμασταν το κάθε τι που θα μπορούσε να αποκαλύψει το μυστικό μας, ακόμα και σε μας τους ίδιους. Ο έρωτάς μου ήταν τρυφερός, βαθύς, αλλά το βασάνιζα με το νου μου και αναρωτιόμουν πού μπορεί να καταλήξει ο έρωτάς μας, αφού δεν έχουμε τη δύναμη να παλέψουμε μαζί του. Μου φαινόταν απίστευτο, πως αυτός ο ήσυχος και μελαγχολικός μου έρωτας, θα διέκοπτε τόσο απότομα το ρεύμα της ζωής του συζύγου της, των παιδιών, όλου αυτού του σπιτιού όπου τόσο με αγαπούσαν και με πίστευαν. Μήπως είναι τίμιο αυτό το πράγμα; Εκείνη θα ‘φευγε μαζί μου, αλλά για πού; Πού μπορούσα να την πάρω μαζί μου; Θα ‘τανε διαφορετικό το πράγμα αν εγώ είχα μια ωραία και ενδιαφέρουσα ζωή, αν παραδείγματος χάριν, εγώ πολεμούσα για την απελευθέρωση της πατρίδας, αν ήμουν διάσημος επιστήμων, ηθοποιός, καλλιτέχνης. Ενώ τώρα από τη μια πεζή και τετριμμένη ζωή, θα την έφερνα σε μιαν άλλη παρόμοια ζωή, ίσως και πιο πεζή ακόμη. Και πόσον καιρό θα κρατούσε η ευτυχία μας; Τι θα γινόταν αν αρρωστούσα, αν πέθαινα; ή, απλούστατα, αν παύαμε ν’ αγαπιόμαστε;

   Ασφαλώς και κείνη θα έκανε τις ίδιες σκέψεις. Συλλογιζόταν τον άντρα της, τη μητέρα της που τον αγαπούσε σα γιο της, τα παιδιά. Αν παραδινόταν στο αίσθημά της, θα έπρεπε να καταφεύγει σε ψευτιές, ή να λέει την αλήθεια, αλλά στη θέση που βρισκότανε και τα δυο αυτά ήταν εξίσου τρομερά και δύσκολα. Και τη βασάνιζε το ερώτημα: θα της φέρει άραγε ευτυχία ο έρωτάς της, δε θα περιπλέξει τη ζωή της, που ήταν οπωσδήποτε δύσκολη, γεμάτη με κάθε είδους ατυχίες; Εκείνη νόμιζε πως δεν ήταν αρκετά νέα για μένα, ούτε αρκετά φιλόπονη και δραστήρια για ν’ αρχίσει μια καινούργια ζωή, και πολύ συχνά μιλούσε με τον άντρα της κι έλεγε πως εγώ πρέπει να πάρω μιαν έξυπνη και άξια γυναίκα, που θα ήταν καλή νοικοκυρά και βοηθός – και αμέσως πρόσθετε πως δε βλέπει σ’ όλη την πολιτεία ένα τέτοιο κατάλληλο κορίτσι.

   Στο μεταξύ τα χρόνια περνούσαν. Η Άννα Αλεξέγεβνα είχε αποχτήσει δυο παιδάκια. Όταν πήγαινα στους Λουγκάνοβιτς, οι υπηρέτες γελούσαν πρόσχαρα, τα μικρά φωνάζανε πως ήρθε ο θείος Πάβελ Κωνσταντίνοβιτς και κρεμόντουσαν στο λαιμό μου. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Δεν καταλάβαιναν τι γινότανε στην ψυχή μου και νόμιζαν πως κι εγώ χαιρόμουνα. Όλοι με βλέπανε σαν καθώς πρέπει άνθρωπο. Μεγάλοι και μικροί, όλοι αισθάνονταν πως μέσα στο σπίτι βρίσκεται ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, και χάρις σ’ αυτό οι σχέσεις τους προς εμένα έπαιρναν μια ιδιαίτερη γοητεία, λες πως όταν βρισκόμουν εκεί γινότανε καθαρότερη και ωραιότερη η ζωή τους. Εγώ και η Άννα Αλεξέγεβνα πηγαίναμε μαζί στο θέατρο, πάντοτε πεζή. Καθόμασταν πλάι-πλάι στην πλατεία του θεάτρου, οι ώμοι μας ακουμπούσανε, σιωπηλός έπαιρνα από τα χέρια της τα κυάλια κι ένιωθα τότε, πως είναι τόσο κοντά στην ψυχή μου, πως είναι δική μου, πως δεν μπορούμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλο, αλλά δεν ξέρω κατά κάποια περίεργη παρεξήγηση, βγαίνοντας από το θέατρο, πάντα αποχαιρετιζόμασταν και χωρίζαμε σαν ξένοι. Στην πόλη ποιος ξέρει τι λέγανε για μας, αλλά όσα κι αν λέγανε, όλα ήτανε ψέματα.

   Τα τελευταία χρόνια η Άννα Αλεξέγεβνα άρχισε να πηγαίνει συχνότερα στη μητέρα της κι άλλοτε στην αδελφή της. Είχε χάσει το κέφι της. Είχε τη συνείδηση μιας ανικανοποίητης, χαμένης ζωής, και τότε είχε στιγμές που δεν ήθελε να βλέπει ούτε τον άντρα της, ούτε τα παιδιά της. Έκανε θεραπεία για τα νεύρα της.

   Μείναμε κι οι δυο μας σιωπηλοί, και μπρος στους ξένους ήτανε πάντα θυμωμένη μαζί μου κατά ένα παράξενο τρόπο. Ό,τι κι αν έλεγα, έφερνε αντιρρήσεις, και αν συζητούσα με κανέναν έπαιρνε το μέρος του άλλου. Αν μου έπεφτε κάτι απ’ τα χέρια μου, έλεγε ψυχρά:

   -Τα συγχαρητήριά μου.

   Όταν πηγαίναμε οι δυο μας στο θέατρο, και ξεχνούσα να πάρω μαζί τα κυάλια, μου έλεγε:

   -Το ήξερα πως θα τα ξεχνούσατε.

   Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτε στη ζωή μας, που να μην τελειώνει αργά ή γρήγορα. Σήμανε η ώρα του χωρισμού, γιατί τον Λουγκάνοβιτς τον διόρισαν πρόεδρο σε μια από τις δυτικές επαρχίες. Έπρεπε να πουλήσουν τα έπιπλα, τα άλογα, την έπαυλη. Όταν πήγαιναν στην εξοχή κι ύστερα επιστρέφανε και καμαρώνανε για τελευταία φορά τον κήπο και την πράσινη στέγη, όλοι ήμασταν μελαγχολικοί κι ένιωθα μέσα στην ψυχή μου πως ήρθε ο καιρός να χάσουμε πολλά ακόμη πράγματα εκτός από την έπαυλη. Αποφασίσαμε να ξεπροβοδίσουμε την Άννα Αλεξέγεβνα, περί τα τέλη Αυγούστου για την Κριμαία, όπου την έστελναν οι γιατροί, και ύστερα από λίγο θα ‘φευγε και ο Λουγκάνοβιτς μαζί με τα παιδιά για τη δυτική επαρχία.

   Μεγάλη παρέα πήγαμε να ξεπροβοδίσουμε την Άννα Αλεξέγεβνα. Όταν είχε πια αποχαιρετήσει τον άντρα της και τα παιδιά της, και ως το τρίτο κουδούνι δεν έμενε παρά μια μόνο στιγμή, έτρεξα στο βαγόνι, μέσα στο διαμέρισμά της, για να βάλω στο πάνω ράφι ένα από τα καλάθια της, που παρά τρίχα να το ξεχνούσε. Κι έπρεπε να την αποχαιρετήσω. Όταν εκεί στο κουπέ αντικρίστηκαν τα βλέμματά μας, οι ψυχικές δυνάμεις εγκατέλειψαν και τους δυο μας, την αγκάλιασα, έσφιξε το πρόσωπό της πάνω στο στήθος μου και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της. Φιλώντας το πρόσωπό της, τους ώμους, τα χέρια, υγρά από τα δάκρυα – ω, πόσο ήμασταν δυστυχισμένοι – της εξομολογήθηκα τον έρωτά μου και μ’ ένα καυτερό πόνο στην καρδιά κατάλαβα πόσο ανώφελο, μικρό και απατηλό ήταν εκείνο που μας εμπόδιζε.  Κατάλαβα πως όταν είσαι ερωτευμένος, τότε οι σκέψεις σου γι’ αυτόν τον έρωτα πρέπει να ξεκινάν από κάτι υψηλότερο και σπουδαιότερο και όχι από τους υπολογισμούς περί ευτυχίας ή δυστυχίας, περί αμαρτίας ή αρετής, ή δεν πρέπει να σκέφτεσαι καθόλου.

   Φίλησα για τελευταία φορά και έσφιξα το χέρι της, και χωρίσαμε για πάντα. Το τρένο είχε ξεκινήσει πια και προχωρούσε. Κάθισα στο γειτονικό διαμέρισμα – ήταν άδειο και ως τον επόμενο σταθμό έμεινα εκεί κι έκλαιγα. Ύστερα πήγα στο χωριό μου, στο Σοφινό, πεζή…

   Μέχρι να τελειώσει την αφήγησή του ο Αλιόχιν, σταμάτησε η βροχή και βγήκε ο ήλιος. Ο Μπούρκιν και ο Ιβάν Ιβάνοβιτς βγήκανε στο μπαλκόνι. Ήτανε περίφημη η θέα προς τον κήπο και προς τη λιμνοθάλασσα που λαμποκοπούσε τώρα στον ήλιο σαν καθρέφτης. Καμάρωναν τη θέα και συγχρόνως λυπόντουσαν, γιατί ο άνθρωπος αυτός με τα αγαθά κι έξυπνα μάτια, που τους διηγιόταν τόσο ανοιχτόκαρδα, πραγματικά έχανε τον καιρό του εδώ πέρα στο απέραντο αυτό χτήμα, όπως ο σκίουρος στον τροχό, αντί να καταγίνεται με την επιστήμη ή με τίποτε άλλο που θα ‘κανε πιο ευχάριστη τη ζωή του. Και  συλλογίζονταν πόσο θλιμμένο πρέπει να ‘τανε το πρόσωπο της νεαρής κυρίας όταν την αποχαιρετούσε μέσα στο διαμέρισμα του βαγονιού και φιλούσε το πρόσωπο και τους ώμους της. Και οι δυο τους τη συναντούσανε στην πόλη, ο Μπούρκιν μάλιστα τη γνώριζε και την εύρισκε πολύ ωραία. 


Σημείωση: Λέξεις και φράσεις σε πλάγια γραμματοσειρά είναι προσαρμοσμένες στο σημερινό μας λεξιλόγιο...


Δεν υπάρχουν σχόλια: