...........................................................
Αχ, είναι τόσο παλαιοί, που πια μονάχα η βούληση τούς ανασύρει στο παρόν, όχι η μνήμη. Πρόφτασαν κόσμο πια ανύπαρκτο. Σε παραλίμνιους οικισμούς γύρω απ’ την Κάρλα, μία βάβω έτριβε το κινίνο με τη ζαχαρίτσα, έτσι όπως, δωδεκάχρονοι, φλέγονταν απ’ την ελονοσία· λάσπες καθάριζαν προσφυγοπούλες στην Καισαριανή· στη Λακωνία ακόμα ούτε μια πορτοκαλιά. Αχ, τόσο, τόσο παλαιοί, τόσο ακυρωμένοι.
Όμως εγώ τους πρόλαβα ακόμα εν ζωή – παροπλισμένους ασφαλώς, μακριά απ’ τα διάσελα. Ένας τους, μάλιστα, με σήκωσε ψηλά, για να τον δω ταπεινωμένο κάτω μου. Με είπε “γιε μου”.
Να, τρία πράγματα γαλάζια που είδα πάνω τους, τρία σουσούμια ακαταχώρητα στους παραφουσκωμένους τους φακέλους:
Στο καφενείο, Κυριακή, φορούν πουκάμισο γαλαζωπό. Το πάνω-πάνω του κουμπάκι μάλλον λείπει. Σαν νυχτερίδα κλείνει η μαύρη τους ομπρέλα. (Στην τζαμαρία η βροχή, τσαλακωμένες κολιτσίνες στα τραπέζια. Είναι οι πιο σεμνοί και λιγομίλητοι απ’ όλους τους θαμώνες, είναι οι ηττημένοι).
Γαλάζια, ασφαλώς, και η ματιά που σέρνουνε στο πάτωμα με το αμμοχάλικο – λέει ψέματα η ταυτότητα, λέει ψέματα το κράτος. Μόνο σηκώνοντας το φλιτζανάκι με τον σκέτο κοιτάζουν γύρω τους αληθινά. (Βλέπουνε ερμηνείες γύρω τους, όχι τα πράγματα και τους ανθρώπους. Συχνά πετούν έναν δυσνόητο χρησμό κι ευθύς αλλάζουνε κουβέντα).
Μα πιο πολύ γαλάζιο συνωθείται στα μάγουλά τους. Τα βαθουλωμένα. Με το σκληρό πετσί από τον ήλιο – πιο σκούρο το γαλάζιο εδώ, αν κι όλοι πάντα φρεσκοξυρισμένοι. (Σπάνια αφήνουνε μουστάκι. Στη Γυάρο, όσοι το τόλμησαν, τους έπιαναν από εκεί, τους το ξερίζωναν).
Λίγο πριν βγουν από το καφενείο, πετάγονται μέχρι την τουαλέτα. Ουρούν εκεί, σταγόνα τη σταγόνα, όλα τα υπόλοιπα χρώματα. Με περιφρόνηση, αν και υποφέρουν. Κουμπώνουνε μετά το παντελόνι τους, όρθιοι μπρος στη λεκανίτσα του νιπτήρα. Κοιτάζονται στον ψωραλέο καθρέφτη και ξεροβήχουν.
Μπορεί και να μην πλύνουνε τα χέρια τους, αλλά απαραιτήτως βγάζουνε από τη μέσα τσέπη μια τσατσάρα. Της λείπουν τόσα δόντια όσα κι από τους ίδιους. Χτενίζουν με επιμέλεια τα λιγοστά μαλλιά τους.
Τέλος, πετάνε ένα “γεια” και, με τη νυχτερίδα πάνω απ’ το κεφάλι τους, χάνονται μέσα στη βροχή που δυναμώνει. Χάνονται από τα μάτια μου.
***
Είναι βαθιά μετανιωμένοι και υπερήφανοι. Ακόμα και οι δηλωσίες. Αυτοί οι τελευταίοι περισσότερο. Όμως γνωρίζουνε καλά ότι δεν λείπουν πλέον σε κανέναν. Κι ας έχουνε πεθάνει προ πολλού. Ούτε σ’ αυτούς λείπει κανείς – είναι ασυσχέτιστοι με τις κραυγές, την έπαρση και τα στυλιάρια. Σωπαίνουνε δογματικά. Δογματικά χαμογελάνε στα κωλόπαιδα της σήμερον.
________________
Ακροναυπλία, 1946 ή 1947. Ανάμεσα στους κρατούμενους βρίσκεται και ο πατέρας μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου