..............................................................
Ο ρεαλισμός, το πιο δύσκολο είδος
Πίσω από τη σχεδόν αποθεωτική υποδοχή του «παράξενου» βρίσκει κανείς ένα γνωστό ελληνικό πρόβλημα: μια ορισμένη περιφρόνηση για τη ρεαλιστική αφήγηση.
γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης (www.lifo.gr, 6.1.2024)
ΠΑΙΡΝΩ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ της χρονιάς από κάτι που διάβασα πολλές φορές και με αφορμή το «Poor Τhings» του Λάνθιμου: ότι αυτό που αξίζει στην τέχνη είναι το παράξενο, το «σουρεάλ» ή αυτό το οποίο, όπως λέχθηκε, αποθεώνει το αναπάντεχο. Ένα κοινό –κυρίως σινεφίλ της μεσαίας τάξης, άνθρωποι που, όπως κι εγώ, έχουν οικειότητα με τα κεκτημένα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας– θεωρεί ακόμα πως το απαύγασμα της καλλιτεχνικότητας είναι το ευφυολόγημα της λοξότητας: ο καλλιτέχνης που τονίζει στα δημιουργήματά του το τερατώδες, το αλλόκοτο και το υπερβολικό. Κάπου στο βάθος επιζεί ακόμα και η εικόνα του ίδιου του καλλιτέχνη ως τρελού, ως αντι-κοινωνικής λόξας. Χωρίς αυτή την τρέλα, βασιλεύουν, ισχυρίζονται πολλοί, το γκρίζο της πραγματικότητας και η σάπια ρουτίνα.
Έχω, όμως, την εντύπωση ότι αυτή η άποψη περπάτησε πολύ στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι κάτι καινούργιο, αν και αισθητικά εξελίσσεται, εκλεπτύνεται και μπορεί να συναντά παγκοσμιοποιημένους προβληματισμούς.
Πίσω, ωστόσο, από αυτήν τη σχεδόν αποθεωτική υποδοχή του «παράξενου» βρίσκει κανείς ένα γνωστό ελληνικό πρόβλημα: μια ορισμένη περιφρόνηση για τη ρεαλιστική αφήγηση. Ο ρεαλισμός, είτε στο γράψιμο είτε στην κινηματογραφία και σε άλλες καλλιτεχνικές πρακτικές, θεωρείται εγγενώς λιγότερο artistic από τα φορμαλιστικά παιχνίδια ή τις υφολογικές εξτραβαγκάντσες. Σαν να είναι καταδικασμένος να είναι η τέχνη του «κυρ-Παντελή», η αισθητική της μονότονης, ανέραστης καθημερινότητας και των συντηρητικών της φίλτρων.
Υπάρχουν, φυσικά, και εξαιρέσεις σε σχέση με τον θαυμασμό για το «παράξενο». Το ίδιο κοινό μπορεί να χειροκροτεί τις ταινίες του Λόουτς γιατί αυτός, ως σοσιαλιστής και αντικαπιταλιστής, συγχωρείται να είναι συγκινητικός στον παλαιάς κοπής ταξικό ανθρωπισμό του και στη λαϊκότητά του. Από εκεί και πέρα, όμως, πολλοί που ισχυρίζονται πως συγκινούνται από το κοινωνικό βλέμμα του Λόουτς θεωρούν ότι η καλλιτεχνική φλόγα βρίσκεται αλλού, στην αλχημεία των συμβολισμών.
Η ταύτιση της καλλιτεχνικής ευφυΐας με την αισθητικοποιημένη «τρέλα» είναι μια μάλλον παλιά αστική σύμβαση. Έρχεται συνήθως να επιβεβαιώσει το στερεότυπο του προκλητικού, δίχως να είναι βέβαιο πως προκαλεί στ’ αλήθεια, δηλαδή πως αλλάζει το βλέμμα μας στα οικεία και στα δεδομένα.
Πιστεύω πως σε αυτήν τη στάση συνεχίζεται μια παρεξήγηση με την ποίηση και το τι συνιστά ποιητικό βλέμμα. Η «συμβολική ποίηση» γίνεται συχνά ένας τρόπος για να κρύψεις την απροθυμία σου να αφηγηθείς κοντινούς και οικείους κόσμους. Σαν πέπλο που κρύβει τη δυσκολία πολλών στη χώρα μας να δεχτούν πως το υλικό της τέχνης μπορεί να είναι αυτοί οι ίδιοι και η κοινωνία μας. Σαν να μη λογαριάζεται αισθητικώς άξια η ίδια η κοινωνική εμπειρία, είτε λαϊκή είτε μεσοαστική. Αντιθέτως, αποθεώνεται μια αγορά εξωτισμού που συχνά στηρίζεται στην αυτο-υποτίμηση ιδίως από ανθρώπους που προέρχονται από τη νέα μεσαία τάξη των μορφωμένων υπερπτυχιούχων.
Ίσως όμως να πρέπει λίγο να ξανα-αγαπήσουμε τον ρεαλισμό, πράγμα που σημαίνει, βέβαια, να προσπαθήσουμε να τον κάνουμε πιο ενδιαφέροντα και ερεθιστικό.
Δεν μιλώ για τον ρεαλισμό της επιτηδευμένης, ακραίας ασχήμιας και της σπλάτερ οικογενειακής τερατωδίας. Αναφέρομαι στην αναμέτρηση με τις πιο πλάγιες και λιγότερο κραυγαλέες αποχρώσεις του βίου, με το πεζό υλικό των ημερών μας, των επαγγελμάτων και των σχέσεων που συγκροτούν τη ζωή μας. Μια αληθινά δημοκρατική αισθητική περνάει ίσως μέσα από την εκμάθηση της τέχνης του να περιγράφει κανείς το σπίτι του γείτονα και όχι κατ’ ανάγκην το Κάστρο του Κυανοπώγωνα.
Όπως χρειαζόμαστε περισσότερη παραστατική ζωγραφική από εννοιολογική τέχνη, έτσι μπορεί να έχουμε ανάγκη από περισσότερη προσοχή στον κοινό μας κόσμο για να εμβαθύνουμε και στα παράδοξα και στη φαντασία του.
Η ταύτιση της καλλιτεχνικής ευφυΐας με την αισθητικοποιημένη «τρέλα» είναι μια μάλλον παλιά αστική σύμβαση. Έρχεται συνήθως να επιβεβαιώσει το στερεότυπο του προκλητικού, δίχως να είναι βέβαιο πως προκαλεί στ’ αλήθεια, δηλαδή πως αλλάζει το βλέμμα μας στα οικεία και στα δεδομένα.
Αυτό που λείπει από την κουλτούρα μας, πάντως, δεν είναι το ονειρικό ούτε οι συμβολισμοί. Είναι η αναμέτρηση με ό,τι είμαστε και η συνάντηση με αυτό που γινόμαστε μέσα στην Ιστορία και στη βιωμένη μας καθημερινότητα.
Και επειδή αυτόν τον χρόνο που μπήκε κλείνουμε μισό αιώνα από τον Ιούλιο του ’74 και την αρχή της δημοκρατικής μας ιστορίας, μπορούμε να ελπίζουμε σε μια τέχνη ικανή να αφηγηθεί τις μεταβολές της ελληνικής εμπειρίας στον διάλογό της με το σοκ του καινούργιου. Ο ρεαλισμός μπορεί να είναι τελικά προϋπόθεση για τις καλές και δυνατές μυθοπλασίες του μέλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου