..............................................................
"...Εκεί, πέρα απ' τις παρυφές του δάσους, τους κορμούς και τις σκιερές φυλλωσιές, τ' απέραντα κίτρινα χωράφια λούζονταν στον ήλιο, κι έφτανε μέχρι εδώ η ζέστη, το φως, η ευτυχία των τελευταίων ημερών του καλοκαιριού. Στα δεξιά μου, πάνω απ' τα δέντρα πρόβαλλε ένα μεγάλο άσπρο σύννεφο, που ποιος ξέρει από πού ήρθε, αφύσικα στρογγυλό, υπέροχο, έπλεε αργά στον γαλανό ουρανό αλλάζοντας σιγά σιγά σχήμα. Έκανα ακόμα μερικά βήματα και μετά ξάπλωσα κι εγώ χάμω, στο χορτάρι, ανάμεσα στα σκόρπια δέντρα που 'ταν λες και περπατούσαν ολόγυρά μου, κρύβοντάς μου τον ήλιο, στην απαλή σκιά που έριχναν δυο σημύδες οι οποίες φύτρωναν απ' την ίδια ρίζα - δυο αδελφές με λευκούς κορμούς, αραιή γκριζωπή φυλλωσιά και λουλούδια που κρέμονταν σαν τσαμπιά ' ακούμπησα κι εγώ το κεφάλι μου στο χέρι μου και κοίταζα πότε τα χωράφια, που έλαμπαν ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων μ' ένα ζωηρό κίτρινο χρώμα, πότε εκείνο το σύννεφο. Ένας ξηρός καυτός αέρας φυσούσε απ' τους αγρούς κι απλωνόταν σ' όλο το δάσος, που αργοσάλευε, σαν να 'θελε κάπου να πάει, τα φύλλα έτρεμαν κάτω απ' τον ήλιο κι ακουγόταν το θρόισμά τους που σε νανούριζε. Κάπου κάπου αυτό το θρόισμα δυνάμωνε και τότε η σκιά, που έπεφτε σαν δίχτυ, κουνιόταν, οι ηλιαχτίδες γλιστρούσαν μέσα και φωτεινές κηλίδες παιχνίδιζαν στη γη και πάνω στα δέντρα, τα κλαδιά λύγιζαν, παραμέριζαν να φανεί το φως κι ο ουρανός...
Τι σκεφτόμουν - αν βέβαια ήταν μόνο σκέψεις όλα όσα περνούσαν εκείνη την ώρα απ' το μυαλό μου; Σκεφτόμουν το γυμνάσιο, τους περίεργους ανθρώπους που είχα δει εκεί, τους καθηγητές, οι οποίοι σου έδιναν την εντύπωση πως ανήκαν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ατόμων που αποστολή τους ήταν να διδάσκουν και να εμπνέουν το φόβο στους μαθητές ' και μ' έπιασε τρόμος, αναρωτιόμουν για ποιο λόγο με πήγαιναν εκεί, σαν σκλάβο, μ' έστελναν να ζήσω μακριά απ' το πατρικό μου, το Κάμενκα, μακριά απ' αυτό το δάσος... Θυμήθηκα το πουλάρι που 'χα δει πριν λίγο να σέρνει τη σβάρνα κι έλεγα μέσα μου: Να που όλα στον κόσμο είναι απατηλά, νόμιζα πως αυτό τ' άλογο είναι δικό μου και τώρα κάποιος άλλος του δίνει προσταγές, σαν να 'ναι ιδιοκτησία του, χωρίς εμένα να μου πέφτει λόγος... Κάποτε ήταν ένα γκρίζο πουλάρι με λεπτά ποδαράκια, άτολμο, φοβισμένο, σαν όλα τα πουλάρια, πρόσχαρο όμως, με τα μαύρα αμυγδαλωτά του μάτια να κοιτούν μ' ένα βλέμμα ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη' προσκολλημένο στη μητέρα του, που πάντα όταν το 'βλεπε χλιμίντριζε με συγκρατημένη χαρά, με στοργή, έμοιαζε για πάντα ελεύθερο, ξένοιαστο... Αυτό το πουλάρι μού το χάρισαν μιαν όμορφη μέρα, μου το έδωσαν για να το έχω αποκλειστικά στη διάθεσή μου και στην αρχή ενθουσιάστηκα, έκανα όνειρα, σκεφτόμουν το χρόνο που θα περνούσαμε μαζί, τη φιλία που είχε ήδη αρχίσει ν' αναπτύσσεται ανάμεσά μας' μετά όμως σιγά σιγά έπαψα να το σκέφτομαι - διόλου περίεργο λοιπόν που κανείς δε θυμόταν πώς ήταν δικό μου. Στο κάτω κάτω, το είχα ξεχάσει τελείως - αλήθεια έτσι θα ξεχάσω και τον Μπασκάκοφ και την Όλια, ακόμα ίσως και τον πατέρα, που τώρα τον λάτρευα, που ένιωθα τέτοια ευτυχία όταν πηγαίναμε μαζί για κυνήγι, θα ξεχάσω και το Κάμενκα που τόσο αγαπούσα κι ήξερα και την πιο μικρή γωνιά του... Πέρασαν δυο χρόνια από τότε - σαν να μη μεσολάβησε χρόνος! - και τι απέγινε τ' αγαθιάρικο, ανέμελο πουλάρι; Τριών ετών πια, νεαρό ακόμα, και πού είναι η ελευθερία του; Να το τώρα, με τη λαιμαριά να το βαραίνει, σέρνει τη σβάρνα στ' οργωμένο χωράφι... Μήπως και με μένα το ίδιο δε συνέβαινε;
Σε τι θα μου χρησίμευε να μάθω για τους Αμαληκίτες*; Με βασάνιζε διαρκώς η απορία, ένιωθα μέσα μου φόβο - τι να 'κανα όμως; Τ' άσπρο σύννεφο πάνω απ' τις σημύδες έλαμπε στον ουρανό κι άλλαζε συνεχώς σχήμα... Μπορούσε να κάνει αλλιώς; Το δάσος, κάτω απ' τον ήλιο αργοσάλευε, σιγότρεμε, γλιστρούσε όλο και πιο μακριά, βγάζοντας έναν ψίθυρο, αυτό το θρόισμα που σε νανούριζε... Πού πήγαινε και γιατί; Μπορούσες να το σταματήσεις; Έκλεισα τα μάτια και είχα την αόριστη αίσθηση πως όλα ήταν ένα όνειρο, ένα παράξενο όνειρο! Η πόλη που βρισκόταν πέρα κι απ' τα πιο μακρινά χωράφια κι όπου τελικά θα πήγαινα, το μέλλον μου εκεί, το παρελθόν μου στο Κάμενκα, αυτή η ηλιόλουστη μέρα λίγο πριν μπει το φθινόπωρο, η οποία σιγά σιγά έγερνε, ακόμα κι εγώ ο ίδιος, οι σκέψεις, οι επιθυμίες, τα συναισθήματά μου - όλα ένα όνειρο! Θλιμμένο άραγε, ανήσυχο; Όχι, τ' αντίθετο, ευτυχισμένο, ανάλαφρο...
Και πριν καλά καλά τελειώσω αυτή τη σκέψη, ξάφνου ένας πυροβολισμός έσκισε τον αέρα, ο αντίλαλός του απλώθηκε σ' όλο το δάσος, σαν ένας κύκλος που ολοένα μεγάλωνε, και μετά ακούστηκαν δυνατά, άγρια σκουξίματα, μάλλον ενός σμήνους από τσίχλες που πετούσαν μακριά, και το έξαλλο, χαρούμενο γάβγισμα της Τζάλμα: ο πατέρας είχε στο μεταξύ ξυπνήσει και πυροβόλησε. Κι αμέσως ξέχασα όλες μου τις σκέψεις, έτρεξα σαν βολίδα προς τα κει, να μαζέψω τις σκοτωμένες, ματωμένες τσίχλες που ανέδιναν μια γλυκιά μυρωδιά ζεστής ακόμα σάρκας και μπαρουτιού...
*Σημείωση: Αμαληκίτες, αρχαίος νομαδικός λαός σημιτικής καταγωγής. Κατοικούσαν στη χερσόνησο του Σινά και μάλιστα στην έρημο που βρισκόταν μεταξύ των νοτιότερων υψωμάτων της Παλαιστίνης και των συνόρων της Αιγύπτου. Στο βιβλίο των Ψαλμών οι Αμαληκίτες αναφέρονται ως εχθροί των Ισραηλιτών (Ψαλμοί 82,8)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου