Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

«Η τσιγκούνα πεθερά» από τα «Λαϊκά Παραμύθια της Μικράς Ασίας» (από τις εκδ. «Εν Πλω» & Ν. Παραρά-Ευτυχίδου, 2008)

 ..............................................................


·       «Η τσιγκούνα πεθερά» από τα «Λαϊκά Παραμύθια της Μικράς Ασίας» (από τις εκδ. «Εν Πλω» & Ν. Παραρά-Ευτυχίδου, 2008)

 

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γυναίκα χήρα που είχε τρεις γιους. Τους μεγάλωσε, τους πρόσεξε, τους δίδαξε και τους είχε βοηθούς στην καλλιέργεια των κτημάτων της, που θα τα μοίραζε μετά σ’ αυτούς, τα παιδιά της.

   Είχε ελαιώνες, αμπέλια, μποστάνι κι οπωροφόρα δέντρα. Της έδιναν αρκετή σοδειά στον καιρό τους, αρκετό πλούτο. Εκείνη είχε την επιτήρηση των κτημάτων και έκανε μεγάλες οικονομίες, με σκοπό να χτίσει τρία σπίτια για τα παιδιά της, για να τα καλοπαντρέψει.

   Τότε στη Μικρά Ασία τ’ αγόρια παίρνανε από τους γονείς τους για προίκα ένα σπίτι κι όταν παντρεύονταν, παίρνανε τη νύφη στο δικό τους σπίτι, με ξεχωριστό νοικοκυριό.

   Η καλή νύφη έπρεπε να έχει μεγάλη προίκα σε ρουχικά, αλλαξιές, τακίμια (σύνολο ομοειδών πραγμάτων, σετ) από εργόχειρα, κουβέρτες, τέλος πάντων ό,τι χρειάζεται ένα νοικοκυριό. Ακόμα, έπαιρνε χτήματα, χωράφια με σιτάρι, σουσάμι, αμπέλια, ελαιόδεντρα και μετρητά σε λίρες. Όσο μεγαλύτερη προίκα έπαιρνε η κόρη, τόσο διάλεγαν οι γονείς το γαμπρό που θα της δώσουν.

   Συνηθιζόταν να κρατάνε σειρά ηλικίας οι γονείς, δηλαδή να παντρεύουν τα κορίτσια, αρχίζοντας από την φαντίνα (κορίτσι της παντρειάς, η πρώτη κόρη στη σειρά των αδελφών), και τα αγόρια επίσης να τα παντρεύουν με τη σειρά.

   Έτσι έκανε κι αυτή η μητέρα. Το σπίτι που μένανε ήτανε στα περίχωρα των Βουρλών, κάπως κοντά στα χτήματα.

   Ήτανε μεγάλο, όπως τα περισσότερα σπίτια των Βουρλών, δίπατο και με κατώι, όπου βάζανε τις σοδειές και τις κουμπάνιες (προμήθειες τροφίμων για το χειμώνα) για το χειμώνα. Στο ισόγειο ήταν η κουζίνα και ο οντάς (κάμαρη, καθιστικό, σάλα) με το τζάκι, όπου μαζευότανε η οικογένεια, και στον πάνω όροφο, όπου οδηγούσε η ξύλινη σκάλα, ήταν οι κρεβατοκάμαρες.

   Ήρθε ο καιρός να παντρέψει η χήρα τον πρώτο της γιο. Παρ’ όλες τις οικονομίες, σπίτι δεν μπόρεσε να χτίσει.

   Βρήκε μια καλή κοπέλα, νοικοκυρά, Χριστιανή. Έγιναν οι γάμοι, χαρές, χοροί, ξεφαντώματα! Όμως οι νιόπαντροι συγκατοίκησαν στο πατρικό του γαμπρού, μαζί με την οικογένειά του. Έτρωγαν όλοι μαζί.

   Το πρωί έφευγαν η μητέρα με τους τρεις γιους, έπαιρναν ό,τι προσφάγι υπήρχε, ψωμί, ελιές. Η νύφη έμενε στο σπίτι, να συμμαζέψει, να πλύνει τις αυλές, να μαγειρέψει το βραδινό φαγητό.

   Η μητέρα ήταν πολύ τσιγκούνα, σπαγκοραμμένη. Άφηνε μια κούπα λόπια (ξερά λευκά φασόλια) και τσίμα-τσίμα τα υπόλοιπα υλικά για το μαγείρεμα. Το φαΐ λίγο, πώς να χορτάσει η αργατιά; Δεν έφτανε.

   Το κατώι κλειδωμένο και το κλειδί στην τσέπη της μάνας που έκανε κουμάντο. Το πρόσωπο της νέας νύφης ήφεξε, αδυνάτισε πολύ, όμως δε μίλαγε, υπομόνευε. Η ευλογημένη η πεθερά δεν έλεγε να φέρουν κανένα φρούτο από την εξοχή. Όλα πήγαιναν στη συσκευασία για τους εμπόρους, για να μαζέψει λεφτά.

   Ήρθε ο καιρός να παντρευτεί κι ο δεύτερος γιος. Πήρε μια καλή κοπέλα, νοικοκυρά. Στον καιρό της συγκομιδής, τα ίδια έκανε πάλι η μάνα. Οικονομία σε όλα! Λίγα όσπρια, λίγο λάδι, λίγο το φαΐ. Πώς να φτάσει η μαγειριά, να χορτάσουν τόσοι νοματαίοι, έξι τον αριθμό;

   Προσαρμόστηκε σ’ αυτήν την κατάσταση και η δεύτερη νύφη. Οικονομία, οικονομία, αλλά σπίτι δεν χτιζόταν. Πέρασε ο καιρός έτσι.

   Ήρθε η ώρα να παντρέψει και τον τρίτο γιο. Μια καλή κοπέλα τον ήθελε και παντρεύτηκαν. Χορός, πανηγύρι, όλα τα γαμήλια έθιμα τηρήθηκαν κατά γράμμα.

   Κατά τη συνήθειά της, η πεθερά έπαιρνε τους γιους στα χτήματα να επιτηρούν τους εργάτες. Οι νύφες μένανε στο σπίτι για τις δουλειές. Η ταχτική της πεθεράς ήταν η ίδια, οικονομία και λίγο φαγητό χωρίς επιδόρπιο.

   «Τι να κάνουμε, συννυφάδα; Αλλιώς θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση».

   Πέρασε καιρός έτσι. Υπομόνευε και η Τρίτη νύφη, αλλά φυσούσε, ξεφυσούσε και σκεφτόταν πώς ν’ αλλάξουνε τη συνήθεια της πεθεράς να κάνει κουμάντο σε όλα. 

   «Πρέπει να κάνουμε υπομονή. Φρούτα εμπορεύονται, αλλά φρούτα στο σπίτι δε φέρνουνε. Ακόμα και τα φρούτα τσιγκουνεύεται. Δε θα μπορούσε τάχα φέρει ένα πεπόνι, ένα καρπούζι, κάνα σύκο; Στο αμπέλι υπάρχουν τόσα σταφύλια. Τίποτσι!»

   Το είπανε με τρόπο στην πεθερά.

   «Θα τα εμπορευτούμε», ήταν η απάντηση, «και να λέτε “Δόξα σοι, ο Θεός!”»

   Η μικρή νύφη, τετραπέρατη, «εγώ θα σε κανονίσω…» σκεφτόταν.

   Και βρήκε τη λύση. Πάει στο σπίτι του παπά. Βρήκε την παπαδιά μόνη στο σπίτι.

   «Μπας κι έχεις κάνα παλιό ράσο, κάνα καλυμμαύκι;»

   «Τι το θες; Τι θα το κάνεις;»

   «Θέλω να ράψω ένα καινούργιο για έναν φτωχό παπά, να του το κάνω δώρο».

   «Μπράβο, κυρά γειτόνισσα, αφού είσαι και χρυσοχέρα και πονόψυχη, θα σου δώσω!» Και της δίνει ένα ράσο κι ένα καλυμμάκι.

   Τρέχοντας η μικρή νύφη, φτάνει στο σπίτι. Σκεφτόταν στο δρόμο:

   «Με τα γένια πώς θα τα καταφέρω;»

   Πάει στο σπίτι και λέει στις συννυφάδες της:

   «Θα πάω στα χτήματα και θα σας φέρω φρούτα να φάτε».

   «Είσαι με τα καλά σου; Θα πας να τσακωθείς; Πού ξανακούστηκε να κάνεις τον παπά;»

   «Μην σας νοιάζει. Εγώ θα πάω και θα τα καταφέρω!»

   Φτιάχνει μια γενειάδα και μουστάκι με μαλλιά από κουρεμένα κατσίκια, τα στερεώνει με λάστιχο στο μούτρο της και πίσω στο κεφάλι της. Βάνει το ράσο, μουστάκι και γένια, βάνει και το καλυμμαύκι, σωστός παπάς! Ακόμα, παίρνει ένα μπαρκάτζι (χάλκινο δοχείο νερού) κι ένα κλαδάκι βασιλικό.

   Τι τρέλα και τούτη! Οι συννυφάδες της τη σταυρώσανε τρομαγμένες!

   Ανεβαίνει στο γαϊδουράκι και μια και δυο ξεκινάει για τα χτήματα. Τους βρίσκει όλους εκεί. Χοντραίνει τη φωνή της.

   «Ώρα καλή, Χριστιανοί! Καλώς τα πολεμάτε!»

   «Πώς από ‘δω, παπά;»

   «Ήρθα να σας αγιάσω, να ‘χετε καλή σοδειά. Να μου δώκετε κάνα φρούτο που έχω μεγάλη φαμίλια να θρέψω και δεν τα βγάνω πέρα».

   «Πάρε δυο τρία αχλάδια και δυο ποπόνια».

   «Δώσε, Χριστιανή μου, κάνα παραπάνω! Μ’ αυτά που μου δίνεις ποιος θα πρωτοφάει;»

   «Τα έχουμε για εμπόριο».

   «Πάμε ν’ αγιάσω και τα παραπέρα χτήματα».

   Πάνε πιο κάτω, την ξεμοναχιάζει την πεθερά μακριά από τους γιους και τους εργάτες. Όταν είδε η νύφη πως κανείς δεν τους βλέπει, την αρχινάει την πεθερά στο ξύλο, μ’ ένα κούτσουρο που βρήκε εκεί κοντά.

   Την αφήνει κάτω πλαγιασμένη! Αρπά τα φρούτα και το γαϊδουράκι και παίρνει άλλο δρόμο να γυρίσει σπίτι της. Φτάνει στο σπίτι, βγάζει τα ράσα και τα κρύβει. Πάει τα φρούτα στις συννυφάδες.

   «Να, καλέ, φάτε φρούτα, που έχετε να φάτε φρούτα τόσον καιρό».

   Σκάψανε ένα λάκκο σε μιαν άκρια στο χαρούμι (ανοιχτός υπαίθριος χώρος στην πίσω μεριά του σπιτιού, αυλή) και θάψανε τα τσόφλια, για να μην φανεί τίποτα το ύποπτο.

   Όταν συνήλθε απ’ το ξύλο η πεθερά κι έβαλε τις φωνές, ο «παπάς» είχε εξαφανιστεί!

   Η πεθερά δεν άλλαξε τακτική ούτε τρόπο ζωής. Πάλι στην οικονομία και στη στέρηση τους είχε. Πέρασε λίγος καιρός κι η μικρή νύφη θέλησε να τιμωρήσει την πεθερά, να φέρει και πάλι λίγα φρούτα στις συννυφάδες της. Μεταμορφώνεται ξανά σε παπά, όπως την πρώτη φορά, και φεύγει για τα χτήματα. Πάει, τους βρίσκει. Χοντραίνει τη φωνή της.

   «Ώρα καλή σας, Χριστιανοί!»

   «Τι θέλεις, δέσποτα;»

   «Ήρθα να σας ευλογήσω. Να ‘χετε καλή σοδειά, να μου δώκετε κάνα φρούτο».

   «Μας βάνεις σε δύσκολη θέση. Εμείς τα φρούτα τα ‘χομε για το εμπόριο, όχι να τα μοιράζουμε. Μη μας παραβαρέσεις (γίνεσαι βάρος, ενοχλείς) άλλο. Έχουμε να ετοιμάσουμε την παραγγελία για τους εμπόρους».

   Την ξεμοναχιάζει την καλή σου την πεθερά, της δίνει ένα μπερντάκι ξύλο, την αφήνει μισολιπόθυμη και φεύγει. Ώσπου να βάλει τις φωνές η γυναίκα, ήταν αργά. Ο «παπάς» είχε εξαφανιστεί!

   Τα παλικάρια της ψάχνανε να βρούνε τη μάνα τους. Από ‘δω η μαμά, από ‘κει η μαμά, στο τέλος την ανακαλύψανε. Τη συνεφέρανε, της δώσανε νεράκι να πιει, της βρέξανε το μέτωπο. Μετά τη γυρίσανε σπίτι τους με το άλλο γαϊδουράκι που είχανε μαζί τους. Στο δρόμο κουβεντιάζανε, λέγοντας τη γνώμη τους:

   «Μα αυτός ο ιερέας δεν είναι γνωστός ούτε από κοντινό χωριό. Αλλιώς θα τον ξέραμε. Κι η συμπεριφορά του δεν είναι καλού κληρικού. Παπάς επιθετικός πώς γίνεται; Επειδή είναι φτωχός κι εμείς πλούσιοι; Τι καμώματα είναι αυτά!»

   Δεν το χώραγε ο νους τους. Στενοχωρημένοι γύρισαν σπίτι τους.

  Κάθε βραδάκι που η μητέρα με τα παλικάρια της γυρίζανε σπίτι, πλένονταν, αλλάζανε ρούχα καθαρά, τρώγανε, κάθονταν λιγάκι στον οντά και κουβεντιάζανε. Είπανε οι γιοι πως την άλλη μέρα θα πάνε στο παζάρι, στην πολιτεία, να βρούνε εμπόρους για τα σταφύλια.

   Τ’ άκουσε η μικρή νύφη κι αμέσως σκέφτηκε:

   «Η κατάλληλη μέρα ήρθε, να λείπουν οι άντρες από τα χτήματα, να είναι η πεθερά μόνη με τους εργάτες, να την κανονίσω εγώ! Να βάλει μυαλό, να μας φέρνεται πιο ανθρώπινα, πιο πονετικά, με καλό φαΐ, με φρούτα, να μας υπολογίζει…»

   Ξημερώνει ο Θεός τη μέρα, φύγανε τα παλικάρια για την πολιτεία και η πεθερά για τα κτήματα. Δόθηκε μια ακόμη ευκαιρία, για να μάθει η πεθερά τι εστί πείνα! Η νύφη ντύνεται πάλι παπάς και μια και δυο ξεκινά και πάει.

   «Να ‘τος ο τουρλόπαπας», λέει χαμηλόφωνα η πεθερά. Η νύφη τ’ άκουσε.

   «Ώρα καλή σας, Χριστιανοί! Ήρθα να σας ευλογήσω, να ‘χετε καλά κέρδη, αλλά μην ξεχνάτε και τον εφημέριο που από σας περιμένει μπαξίσι σε είδος. Να ‘χετε καλή παραγωγή και στα σταφύλια».

   Έκανε τα ίδια ο παπάς στην ιδιοκτήτρια. ‘Έλεγε από μέσα της η μικρή νύφη:

   «Ήθελές τα, ηπαθές τα, τσιγκούνα, σπαγκοραμμένη!»

   Γύρισαν τα παλικάρια από την πόλη.

   «Πού είναι η μάνα;»

   «Προς τα κει πήγαινε με τον παπά».

   Τους συνόμπε (υποψίασε) ο λόγος των εργατών. Ψάχνουνε και βρίσκουνε τη μάνα τους κακοποιημένη από το ξύλο, κουλουριασμένη, με πόνους παντού στο σώμα της. Άμα τη συνεφέρανε, τη φορτώσανε στο γαϊδουράκι, την πήγανε στο σπίτι της και καλέσανε το γιατρό.

   Ήρθε ο ντοτόρος να δέσει τις πληγές, να δώσει και φάρμακα. Δεν πήγε σε κακό ο νους των παιδιών.

   «Τι έγινε;» ρωτούσαν, τάχα ανίδεες, οι νύφες.

   Τέλος, λένε στο γιατρό τα παιδιά της να έρθει και την άλλη μέρα, να τήνε γιατροπορέψει.

   Η μικρή νύφη, αποβγάζοντας τον γιατρό στην ξώθυρα, του γνέφει και του ψιθυρίζει κρυφά:

   «Θα σου δώσω ένα κουτί λίρες να την ξεκάνεις».

   Ο γιατρός ήταν του χεριού της. Έδωσε φάρμακα αντίθετα από τη θεραπεία.

   Η γριά πεθερά πέθανε. Έγινε η κηδεία, μαζεύτηκε κόσμος, συγγενείς, γείτονες. Την έκλαψαν οι τρεις γιοι και οι τρεις νύφες.

   Πήρανε οι νυφάδες τα κλειδιά της αποθήκης στο κατώι. Μαγειρεύανε κανονικά, καλές μερίδες φαγητού, τρώγανε και χορταίνανε. Αδέλφια και συννυφάδες ζούσανε καλά κι αγαπημένα. Έκαναν τα μνημόσυνα της πεθεράς σωστά. Για να προκληθούν δάκρυα, βάνανε κομμένα κρομμύδια στις τσέπες τους και τρίβανε τα μάτια τους. Κάνανε και το τραπέζι της παρηγοριάς, όλα τέλεια. Μα δεν ξεχνούσαν τα περιστατικά με τον τουρλόπαπα.

   Τα βράδια, μόνα τους τ’ αγόρια, οι άντρες του σπιτιού, δεν μπορούσαν να βρουν μια εξήγηση. Ο μικρός γιος, ο πιο πεισματάρης, θέλησε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Πώς τόσο εύκολα πέθανε η μάνα τους; Ο μικρός γιος τους είπε:

   «Ο παπάς μας είναι πολύ καλός παπάς. Αυτός θα είναι από άλλο χωριό. Μας ήταν άγνωστος. Άραγε θα έμαθε για τον θάνατο της μάνας μας; Γιατί δεν ήρθε να μας συμπαρασταθεί; Πρέπει να ανακαλύψουμε ποια ήταν η αιτία. Ποιος ήτανε αυτός που τη χτύπαγε και την οδήγησε στο θάνατο. Υποπτεύομαι πως ίσως είναι κάποια από τις γυναίκες μας!»

   «Όχι, πώς είναι δυνατόν;» είπανε οι άλλοι.

   «Εγώ», λέει ο μικρότερος, «υποπτεύομαι πως κάποια από τις τρεις γυναίκες μας ντυνότανε παπάς κι έκανε αυτά που έκανε».

   «Όχι, πώς είναι δυνατόν!» λέει ο ένας και συμπληρώνει ο δεύτερος:

   «Η φαντασία σου τρέχει πολύ! Δεν υποψιαζόμαστε τις γυναίκες μας, είναι πολύ καλές».

   Λέει ο μικρότερος:

   «Εγώ τις υποψιάζομαι. Να δούμε τι θα κάνουμε. Θα φέρω παστά το βράδυ, ρέγκες παστές και σαρδέλες, να φάμε και να διψάσουμε τη νύχτα. Θ’ αδειάσω τα σταμνιά στο παραθύρι και θα αναγκαστούνε οι γυναίκες μας, μόλις φωνάξουμε ένας-ένας «διψώ, λίγο νερό!», να πάνε στο πηγάδι να φέρουν νερό. Θα δείτε τι θα κάνω…»

   «Στο πηγάδι μας θα είναι ένας «άγγελος». Θα ντυθώ εγώ», λέει ο μικρότερος, «και θα τις ρωτήσω μία-μία με την σειρά, όταν έρθουν στο πηγάδι, πώς πέθανε η πεθερά τους. Μόνο μη σας ξεφύγει λόγος γι’ αυτό!»

   Ο μικρότερος παίρνει ένα σεντόνι άσπρο, κάνει φτερούγες από χαρτί και πάει και κρύβεται στους θάμνους, κοντά στο πηγάδι.

   Ξυπνά τη νύχτα ο πρώτος αδελφός και λέει της γυναίκας του:

   «Γυναίκα, θα σκάσω, διψώ πολύ, φέρε μου να πιω νερό».

   Η γυναίκα πάει στο παράθυρο, στο σταμνί, δε βρίσκει νερό.

   «Θα πάω στο πηγάδι να σου φέρω!»

   Πάει στο πηγάδι. Ήταν νύχτα χωρίς φεγγάρι, όλα σκοτεινά! Μόλις πλησίασε στο πηγάδι, ξεπετιέται ο μικρός αδελφός κι αλλάζοντας τη φωνή του της λέει:

   «Άγγελος Κυρίου! Έλα να μου πεις τις αμαρτίες σου!»

   «Εγώ ποτέ δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν, δεν πείραξα κανέναν! Πηγαίνω στην εκκλησία, προσκυνώ, μεταλαβαίνω».

   «Πήγαινε στην ευχή του Θεού!»

   Γύρισε τρομαγμένη η σύζυγος του μεγάλου γιου και διηγήθηκε τι της συνέβη. Ο άντρας της δεν μαρτύρησε τίποτα, πως κάτι ήξερε. Περνά καμιά ώρα, ξυπνά ο δεύτερος γιος και ζητά νερό από τη γυναίκα του.

   «Στο σταμνί δεν υπάρχει σταγόνα νερό. Πήγαινε στο πηγάδι να φέρεις».

   Πάει κι εκείνη στο πηγάδι, χρατς-χρουτς, μέσα από τους θάμνους ξεπρόβαλε ο «άγγελος» και της λέει τα ίδια:

   «Άγγελος Κυρίου! Πε μου τις αμαρτίες σου, να σε συγχωρέσω!»

   «Ποιες αμαρτίες; Δεν έχω. Είμαι τίμια Χριστιανή, κάνω πάντα το θέλημα του Θεού και του άντρα μου. Δεν έχω τίποτα να κρύψω».

   «Συχωρεμένη να ‘σαι. Έχε την ευχή του Θεού!»

   Παίρνει νερό από το πηγάδι με τρομάρα, πάει στο σπίτι και λέει τα καθέκαστα στον άντρα της.

   Η γυναίκα του μικρού γιου, του «αγγέλου», κοιμόταν μακαρίως. Δεν κατάλαβε την απουσία του άντρα της.

   Συνεννοημένα τα δύο αδέλφια, ο μικρός με τον μεγάλο, συναντήθηκαν στο πηγάδι, άλλαξαν τη στολή του «αγγέλου». Την φόρεσε ο μεγάλος αδελφός, ενώ ο μικρός έφυγε σιγά-σιγά, πήγε στο σπίτι ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του που κοιμόταν. Την ξυπνά και της λέει:

   «Διψώ. Το σταμνί δεν έχει νερό. Δεν το γέμισες αποβραδίς. Πήγαινε στο πηγάδι να μου φέρεις νερό να πιω. Θα σκάσω απ’ τη δίψα με τα παστά που φάγαμε!».

   «Να πάω, άντρα μου».

   Πάει στο πηγάδι με το σταμνί. Μόλις πιάνει τον κουβά, ακούει το θρόισμα που έκαναν τα φτερά του «αγγέλου», χρατς-χρουτς, αλλά δεν τρόμαξε.

   «Ποιος είναι;»

   Ξεπρόβαλε ο «άγγελος».

   «Άγγελος Κυρίου!»

   «Ποιος είσαι;»

   «Άγγελος Κυρίου! Πε μου τις αμαρτίες σου, μη σε ρίξω στην κόλαση!»

   «Ποιος είσαι;»

   «Αυτό που άκουσες, άγγελος Κυρίου! Λέγε τις αμαρτίες σου, να σε συγχωρέσει ο Πανάγαθος».

   Παρά τα σκοτάδια, αυτή δε χάνει το θάρρος της.

   «Δεν είσαι άγγελος. Μπας κι είσαι ο σατανάς και ήρθες να με κολάσεις;»

   Η νέα γυναίκα παρατά τον κουβά, σηκώνει το σταμνί και το σαβουρντίζει (εκσφενδονίζει) στο κεφάλι του «αγγέλου»! Αυτός, κατάλαβε την κίνησή της, έσκυψε και το σταμνί τον πήρε ξυστά στο κεφάλι. Το σταμνί έσπασε και του προκάλεσε μικρή πληγή με αίματα. Αλλιώς, αν δεν έσκυβε, θα τον είχε αφήσει στον τόπο, θα τον είχε σκοτώσει!

   Γύρισε στο σπίτι η μικρή νύφη χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της. Είχε καταλάβει το τέχνασμα, καθώς ήταν τετραπέρατη.

   Την άλλη μέρα συναντήθηκαν στα χωράφια οι τρεις αδερφοί.

   Συζήτησαν τα χθεσινοβραδυνά, για να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα. Αυτή η μικρή νύφη ήταν η αιτία να πεθάνει η μάνα τους. Όμως τα κουκούλωσαν, γιατί το σημάδι από το χτύπημα πλάι στο φρύδι του μεγάλου γιου φανέρωνε το παιχνίδι που, με τη σειρά τους, έπαιζαν τα αδέλφια στις νύφες.

   Πήρανε τις νύφες πια την πρωτοβουλία του νοικοκυριού και του καθημερινού φαγητού κι ήρθε η γαλήνη στα τρία ζευγάρια. Ζούσαν τώρα πια αγαπημένα, με σύνεση.

   Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

                                                Αφήγηση: Κοκόνα Ζαφειρώ από τα Βουρλά

                                Θύμηση του εγγονού της Αρχιμ. Φιλαρέτου Αντύπα


Δεν υπάρχουν σχόλια: