Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

"Το δημοψήφισμα του 2015 και αναμνημονεύσεις του" γράφει ο Δημήτρης Γιατζόγλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 18.8.2022)

...............................................................


Το δημοψήφισμα του 2015 και οι αναμνημονεύσεις του






γράφει ο Δημήτρης Γιατζόγλου* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 18.8.2022)




Η Ν.Δ. επαναφέρει στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης «το 2015». Δεν πρόκειται για κίνηση αποπροσανατολισμού της κριτικής που δέχεται για τις αποτυχίες της στο σήμερα. Η Δεξιά θέλει να αποικίσει ιδεολογικά όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης και να την ανασυστήσει «δημιουργικά». Το παρελθόν πρέπει να ενσωματωθεί στο πολιτικό της αφήγημα, διαβασμένο όμως «αλλιώς». Ξέρει ότι, για να πετύχει τον στόχο της, το στοιχείο που πρέπει πρωτίστως να υποστεί τη «δημιουργικότητά» της, να δυσφημιστεί και να ξεριζωθεί από τη μνήμη είναι η κοινωνική ενεργοποίηση που μπορεί να προκαλεί πολιτικές ανατροπές. Οπως συνέβη το 1973. Οπως στην περίοδο 2012-2015. Η μόνη αποδεκτή «κανονικότητα» είναι αυτή της θεσμοποιημένης μετα-δημοκρατίας των υποταγμένων ανθρώπων.

Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο άσκησε σφοδρή πολεμική στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015. Οι μάχες εναντίον του θεωρήθηκαν μάχες εναντίον του λαϊκισμού, ενταγμένες στο δίλημμα «Δημοκρατία/Λαϊκισμός», ως δεσπόζουσας αντίθεσης στις σύγχρονες κοινωνίες. Μανδαρίνοι, εκ της Αριστεράς προερχόμενοι, ανέλαβαν να προσδώσουν «θεωρητικό βάθος» στην ιδεολογία του μετώπου, συνηγορώντας υπέρ της «ηθικής της ευθύνης» και καταγγέλλοντας τον ΣΥΡΙΖΑ για πολιτικό τυχοδιωκτισμό.

Βέμπερ εναντίον Μαρξ, ιστορική «ορθολογικότητα» έναντι δημοκρατικών ουτοπιών, η «ευθύνη» απέναντι στην «πεποίθηση» – μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά σύνολα πεποιθήσεων. Διότι, πίσω από την περί ευθύνης ρητορική οι πεποιθήσεις ήταν ορατές, διαφορετικές απλώς από αυτές των πληβείων και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς: υπεράσπιση του μονόδρομου της λιτότητας, συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή «κανονικότητα».


Η πολιτική ηθική του μετώπου δεν αποδοκίμασε ποτέ συνθήματα τύπου «Βάστα Σόιμπλε» και «Γερούν γερά», που δεν έχουν καταγραφεί μόνο ως διαχρονικά στοιχεία ιλαρότητας, αλλά σηματοδότησαν μια «ευρωπαϊστική» δουλικότητα που απαξίωνε το πρόταγμα της λαϊκής κυριαρχίας.

Η αδιάλλακτη εχθροπάθεια απέναντι στο δημοψήφισμα δεν έχει αναθεωρηθεί. Κάποιοι αριστεροί, συμμέτοχοι τότε στο μέτωπο, έχουν προβεί απλώς σε προσαρμογές «ύφους» – το δημοψήφισμα ανήκει στην προϊστορία ενός «ανώριμου βολονταρισμού», στην περίοδο της «αθωότητας των αυταπατών». Αυτού του είδους η κριτική είναι σήμερα αποδεκτή και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.

Να απορρίψουμε την «αντιδραστική ρητορική» εναντίον του δημοψηφίσματος, έγραψε ο Γιάννης Δραγασάκης σε άρθρο του στην «Εφ.Συν.» (2 και 9 Ιουλίου 2022). Σωστά. Και θα υπερθεματίζαμε: να απορριφθεί όχι απλώς η ρητορική, αλλά η ιδεολογία που τη διαπερνά. Το να συμπεριλαμβάνεται όμως σ’ αυτή τη ρητορική η κριτική που ασκήθηκε από έναν κόσμο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ατόπημα. Αυτός ο κόσμος υπερασπίστηκε το πρωτογενές μήνυμα του δημοψηφίσματος απερίφραστα. Διαφώνησε με την ερμηνευτική έκπτωσή του σε τακτικό ελιγμό που προορισμός του ήταν η αποτροπή του Grexit. Διότι αυτό συνιστούσε την αναδρομική δικαίωση του ΝΑΙ. Το 62% του ΟΧΙ δεν αποτελούσε επίσης εντολή για ένα καλύτερο μνημόνιο. Αυτή είναι μια εκ των υστέρων ανακατασκευή της ιστορίας. Το επίδικο ήταν οι μάχες που έπρεπε να δοθούν ακόμα κι αν ο αγώνας ήταν άνισος.

Συνεπώς το take it or leave it που μας απευθύνει η ηγεσία για τη «μοναδική αλήθεια» της δικής της ερμηνείας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Η συζήτηση που δεν έγινε για όλα αυτά εκκρεμεί ως οφειλή προς τους αριστερούς που αποστρατεύτηκαν από το εγχείρημα εν σιωπή.

Το δημοψήφισμα δεν ήταν η επινόηση ενός τακτικισμού. Ηταν ο τρόπος για να εκφραστεί η δημοκρατική εξέγερση μιας κοινωνίας εναντίον της τιμωρητικής της εξαθλίωσης. Το αποτέλεσμα δεν ήρθε από το πουθενά. Σηματοδότησε την επιστροφή της ριζοσπαστικής ουτοπίας ως δύναμης κοινωνικής αφύπνισης. Υπήρξε ένα ορόσημο μιας σκληρής ταξικής αντιπαράθεσης που προηγήθηκε. Αυτά δεν μπορεί να εξαιρεθούν από την αναμνημόνευση. Ούτε βεβαίως και η ματαίωση της ελπίδας ότι το 62% έδινε τη δυνατότητα μεγαλύτερων αντιστάσεων κατά την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου.

Ακόμα κι αν υιοθετήσουμε το επίσημο αφήγημά της, δεν γίνεται να αγνοήσουμε ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ήττα στη διαπραγμάτευση, αντιμετωπίζει το δημοψήφισμα ως αρχειοθετημένο, «στιγμιαίο συμβάν» που εκπλήρωσε την αποστολή του. Το απωθεί εκτός του πεδίου της πολιτικής πρακτικής και αδυνατεί να αξιοποιήσει τη δυναμική του. Διαβάζει την εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου ως «συναίνεση» και όχι ως την αμφιθυμία μιας κοινωνίας που προτιμάει εκείνη τη στιγμή την προοπτική μειωμένων έστω προσδοκιών από το τίποτα που υπάρχει. Και δεν επιχειρεί να αποτρέψει την απόσυρση των λαϊκών δυνάμεων σε ρόλο θεατή των εξελίξεων. Επρόκειτο για ανεπάρκεια ή για σύγχυση; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αλλά το αποτέλεσμα είναι δεδομένο: ο ΣΥΡΙΖΑ αφομοιώνεται στην πολιτική και στη ρητορική που απέρριπτε, αλλά κλήθηκε να την εφαρμόσει «με το πιστόλι στον κρόταφο», σύμφωνα με τη δραματική διαβεβαίωση (που αργότερα εγκαταλείφθηκε).

Να θυμηθούμε πραγματικά στοιχεία: Την επιλογή για τα υπερπλεονάσματα (πολύ πέραν των στόχων που επέβαλλε το Μνημόνιο). Τη διατήρηση του κατώτατου και, κυρίως, του υποκατώτατου μισθού. Την κατάργηση του ΕΚΑΣ. Τον πολλαπλασιασμό των αποκρατικοποιήσεων σε σχέση με την αρχική συμφωνία. Τους πανηγυρισμούς για την έξοδο από τα μνημόνια (όταν και σήμερα οι συνέπειές τους ως αρθρωμένο σύνολο νόμων και ρυθμίσεων είναι πανταχού παρούσες). Την ακατανόητη υποχώρηση σε αξιώσεις του βαθέος κράτους (που δεν συνιστούσαν μνημονιακές απαιτήσεις) να ακυρωθούν μεταρρυθμιστικές τομές μεγάλης κλίμακας – όπως ο χωρισμός Κράτους - Εκκλησίας. Τον διαβόητο πανηγυρισμό «πετύχαμε εκεί που άλλοι απέτυχαν», που de facto μετέτρεπε τον ΣΥΡΙΖΑ σε συνιδιοκτήτη του Μνημονίου. Επιμέρους επιτυχίες δείχνουν ότι οι δυνατότητες που υπήρχαν δεν εξαντλήθηκαν.

Δεν είναι το 62% του ΟΧΙ αυτό που σηματοδοτεί για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα ενός «πολέμου θέσεων» για μια αποφασιστική ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που υποχρεώθηκε να εφαρμόσει. Αντίθετα, η εσωτερίκευση της ήττας του 2015 γίνεται το κίνητρο για να κινήσει τον ταυτοτικό μετασχηματισμό του κόμματος σε μια κεντροαριστερή κατεύθυνση, σε αντιστοιχία με την κυβερνητική του θητεία. Και έτσι δεν διεκδικεί τη δικαίωση της δικής του ανάγνωσης για την κρίση του 2008, όταν πέντε μόλις χρόνια μετά το 2015, επιστρατεύεται ο «επάρατος κρατισμός» για να στηριχθεί στην Ευρώπη και στον κόσμο μια περιορισμένη έστω αντι-υφεσιακή πολιτική. Το κύρος του αριστερού ριζοσπαστισμού έχει απαξιωθεί από την εγκατάλειψή του.

Το 2015 είναι η αφετηρία της κατάρρευσης της ριζοσπαστικής ουτοπίας. Και ταυτόχρονα της κατάρρευσης στο φαντασιακό των υποτελών τάξεων της αναπαράστασης της περιόδου 2010-2015 ως νέας ιστορικής δυνατότητας χειραφέτησης. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της διαρκούς εκλογικής και πολιτικής πτώχευσης της Αριστεράς.

Στη συλλογική μνήμη ενός κόσμου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, το δημοψήφισμα και οι συνεπαγωγές του μένουν σαν ορφανό πολιτικό μετέωρο και σαν κρυφό εσωτερικό τραύμα. Δεν έχουν νόημα ούτε οι επετειακές δοξολογίες, ούτε οι αυτοδικαιώσεις ή τα ισοπεδωτικά αναθέματα.

Χρειάζεται να τα αναμνημονεύσουμε όλα σαν μια πολιτική ήττα –που άφησε όμως πολύτιμα σπέρματα– και να οικοδομήσουμε πάνω στην επίγνωσή της εκ νέου το στρατηγικό παράδειγμα των μετασχηματισμών της χειραφέτησης. Διότι στον νέο ιστορικό κύκλο, μαζί με την αγριότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, γίνονται όλο και πιο ορατά τα αδιέξοδά του και οι δυνατότητες αμφισβήτησής του.

Αν η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν αναμετρηθεί με αυτή την πρόκληση, αν εξακολουθήσει να αναλώνεται σε άγονες αναζητήσεις και στην αναπαλαίωση εξαντλημένων «πολιτικών παραδειγμάτων», ο Δημοκρατικός Δρόμος προς τον Σοσιαλισμό θα εξακολουθήσει να παραμένει απελπιστικά άδειος, μια διανοητική υπεκφυγή.



*Σημείωση:  Πρώην πανεπιστημιακός, πρώην στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Εσωτερικού

Δεν υπάρχουν σχόλια: