Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Σαν χθες 11/1 το 1910 γεννήθηκε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (πέθανε το 1975), ενώ σαν σήμερα (12/1) το 1628 ο γάλλος παραμυθάς Σαρλ Περό (πέθανε το 1703)...

...Και ο μεν Σαρλ Περό έγραψε παραμύθια (τα πιο γνωστά και αγαπημένα των παιδιών - ίσως γιατί ενέπνευσαν και καλλιτέχνες άλλων τεχνών, η "Σταχτοπούτα", "Η ωραία κοιμωμένη", "Ο Καρυοθραύστης"), ο δε Νίκος Καββαδίας έγραψε τα γνωστά ποιήματα που απαρτίζουν τις συλλογές "Μαραμπού", "Πούσι","Τραβέρσο" που μελοποίησαν πολλοί Έλληνες συνθέτες. Και πρώτα ένα παραμύθι, όχι τόσο γνωστό, του Σαρλ Περό...


                                                           
                                                                      ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ


   ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια χήρα που είχε δυο κόρες: η μεγάλη της έμοιαζε τόσο πολύ και στο χαρακτήρα και στο πρόσωπο, που όποιος την έβλεπε νόμιζε πως έβλεπε τη μητέρα. Μάνα και κόρη ήταν τόσο κακότροπες και τόσο ψηλομύτες, που ήταν ανυπόφορες. Η μικρή, που ήταν φτυστή ο πατέρας της στη γλύκα και στους τρόπους, ήταν από πάνω και μια από τις πιο όμορφες κοπέλες που μπορούσε κανείς να δει. Όπως είναι φυσικό, ο καθένας ν' αγαπάει τον όμοιό του, η μητέρα είχε μια τρελή αγάπη για τη μεγάλη κόρη της, και μαζί μια φοβερή αποστροφή για τη μικρή. Την έβαζε να τρώει στην κουζίνα και να δουλεύει συνέχεια. 
   Μέσα σ' όλα τ' άλλα, το καημένο το κορίτσι ήταν υποχρεωμένο να πηγαίνει δυο φορές τη μέρα μισή λεύγα μακριά να βγάζει νερό και να φέρνει στο σπίτι μια μεγάλη στάμνα γεμάτη. Μια μέρα που είχε πάει στην πηγή, τη ζύγωσε μια φτωχιά γυναικούλα και την παρακάλεσε να της δώσει να πιει λίγο νερό.
   - Και βέβαια, κυρούλα μου, αποκρίθηκε η όμορφη κοπέλα.
   Έπλυνε αμέσως καλά-καλά τη στάμνα της, έβγαλε νερό απ' την καλή μεριά της πηγής, και της έδωσε να πιει, κρατώντας της από κάτω τη στάμνα για να πιει πιο εύκολα. Η γυναίκα, αφού ήπιε, της είπε:
   - Είσαι τόσο καλή, τόσο όμορφη και τόσο ευγενικιά, που δεν μπορώ να μη σου κάμω ένα δώρο (γιατί ήτανε νεράιδα και είχε παρουσιαστεί σα φτωχιά χωριάτισσα για να δει ως πού θα έφτανε η ευγένεια αυτής της κοπέλας). Σου κάνω δώρο, εξακολούθησε η νεράιδα, με κάθε λέξη που θα λες να πέφτει από το στόμα σου ή ένα λουλούδι ή ένα πολύτιμο πετράδι.
   Όταν η όμορφη κοπέλα γύρισε σπίτι, η μητέρα της τη μάλωσε που άργησε τόσο πολύ.
   - Συγγνώμη, μητέρα, που άργησα τόσο, αποκρίθηκε το καημένο το κορίτσι.
   Και καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, έπεσαν από το στόμα της δυο τριαντάφυλλα, δυο μαργαριτάρια και δυο μεγάλα διαμάντια. 
   - Τι ειν' αυτά; αναρωτήθηκε ξαφνιασμένη η μητέρα της. Σα να μου φαίνεται πως βγαίνουν απ' το στόμα της μαργαριτάρια και διαμάντια. Πώς έγινε αυτό κόρη μου; (Ήταν η πρώτη φορά που την έλεγε κόρη της).
   Η καημένη η κοπέλα της διηγήθηκε αθώα τι είχε συμβεί, κι αυτό όχι χωρίς να της πέσουν από το στόμα αμέτρητα διαμάντια.
   Για σκέψου!, είπε η μητέρα. Πρέπει να στείλω εκεί την κόρη μου. Για κοίταξε, Φανσόν, όταν μιλάει η αδελφή σου τι βγαίνει από το στόμα της! Δε θα 'θελες να 'χες κι εσύ αυτό το χάρισμα; Δεν έχεις παρά να πας στην πηγή να βγάλεις νερό, κι όταν φανεί μια φτωχιά γυναίκα και σου ζητήσει να πιει, να της μιλήσεις με καλόν τρόπο και να της δώσεις.
   - Αυτό μας έλειπε, αποκρίθηκε η κακότροπη. Να πάω εγώ για νερό.
   - Επιμένω να πας, είπε η μητέρα. Κι αμέσως μάλιστα.
   Η κόρη  της πήγε, μουρμουρίζοντας όμως συνέχεια. Πήρε το ωραιότερο ασημένιο κανάτι που είχανε στο σπίτι. Δεν πρόφτασε να φτάσει στην πηγή, και να σου μια κυρία θαυμάσια ντυμένη που βγαίνει από το δάσος κι έρχεται να της ζητήσει να πιει νερό.
   Ήταν η ίδια νεράιδα που είχε παρουσιαστεί και στην αδελφή της. Είχε όμως ντυθεί σα βασιλοπούλα, για να δει ως πού θα έφτανε το κακό φέρσιμο αυτού του κοριτσιού.
   - Γι' αυτό ήρθα εδώ; αποκρίθηκε η κακότροπη η ψηλομύτα. Για να σου δώσω να πιεις νερό; Έφερα το ασημένιο κανάτι μου για να πιει ακριβώς η κυρία! Καλέ τι λες! Αν θες να πιεις, σκύψε και πιες.
   - Δεν είσαι καθόλου ευγενικιά, είπε η νεράιδα χωρίς να θυμώσει. Λοιπόν! Αφού είσαι τόσο απρόθυμη να βοηθήσεις τον άλλον, θα σου κάμω ένα δώρο: κάθε λέξη που θα λες, θα βγαίνει από το στόμα σου ένα φίδι κι ένα βατράχι.
   Μόλις η μητέρα της την είδε, της φώναξε:
   - Λοιπόν, κόρη μου;
   - Λοιπόν, μάνα μου; αποκρίθηκε η κακότροπη  πετώντας δυο οχιές και δυο βατράχια.
   - Ω, Θεέ μου!, φώναξε η μητέρα. Τι ειν' αυτά που βλέπω; Η αδελφή της φταίει, θα μου το πληρώσει.
   Κι έτρεξε αμέσως να τη δείρει. Η καημένη η κοπέλα όπου φύγει φύγει. Για να γλυτώσει πήγε να κρυφτεί στο κοντινότερο δάσος. Το βασιλόπουλο, που γύριζε από το κυνήγι, τη συνάντησε και, βλέποντάς την τόσο όμορφη, τη ρώτησε τι έκανε εκεί πέρα ολομόναχη, και τι είχε και έκλαιγε.
   - Αχ! Κύριε, του αποκρίθηκε. Η μητέρα μου μ' έδιωξε από το σπίτι.
  Το βασιλόπουλο, βλέποντας να πέφτουν από το στόμα της πέντ' έξι μαργαριτάρια κι άλλα τόσα διαμάντια, την παρακάλεσε να του πει πώς είχε αυτό το χάρισμα. Η κοπέλα του διηγήθηκε τι της έτυχε. Το βασιλόπουλο την ερωτεύθηκε και, κάνοντας τη σκέψη πως ένα τέτοιο χάρισμα άξιζε περισσότερο απ' ό,τι θα ήταν δυνατόν να πάρει προίκα μια άλλη, την πήρε μαζί στο παλάτι του πατέρα του και την παντρεύτηκε.
   Όσο για την αδελφή της, έγινε τόσο μισητή που η ίδια η μάνα της την έδιωξε από το σπίτι. Κι η κακομοίρα, αφού γύρισε από δω κι από κει χωρίς να βρει άνθρωπο να θελήσει να την πάρει σπίτι του, χώθηκε σ' ένα δάσος και πέθανε.
     

...Ιδού τώρα ένα νανούρισμα του ποιητή Νίκου Καββαδία μελοποιημένο από δύο διαφορετικούς συνθέτες, την Μαρίζα Κωχ και τον Μιχάλη Τρανουδάκη. Η προτίμησή σας;


 


ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΜΩΡΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΓΕΡΟΥΣ


Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μιά χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Όξω απ τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ αχαμνά του.

Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει.
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.

Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.
Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το σκασε νύχτα με μουσώνα
μ όλο το βιός σε μιά κασώνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.
Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πιά το βασιλιά!
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.







Δεν υπάρχουν σχόλια: