Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011



Τελικά είναι άδικη χώρα η Ελλάδα;

Του Θανάση Θ. Νιάρχου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ" 21 Ιανουαρίου 2011


Μου έλεγε ένας Σύρος, εργατικός άνθρωπος, που ζει είκοσι πέντε χρόνια στην Ελλάδα: «Μα πώς είναι δυνατόν να έχετε καλύτερη συµπεριφορά προς τους µετανάστες και τους πρόσφυγες όταν έχετε µεταξύ σας τις σχέσεις που έχετε;». «Τρελάθηκα» όπως λένε πολλοί γνωστοί και φίλοι ολονών µας µόλις ακούσουν κάτι εξόχως αποκαλυπτικό. Επειδή όµως χρειάζεται να ισορροπούµε όταν κάτι παρηγορητικό δεν µας περιλαµβάνει µέσα του, θυµήθηκα τον ισπανό φιλόσοφο Ορτέγα Ι Γκασέτ που έχει πει: «Μοιράζεται κανείς το δίκαιο ή το άδικο που έχει η πατρίδα του όσο κι αν ο ίδιος δεν ευθύνεται ούτε για το ένα ούτε για το άλλο». Αρα αφού µοιραζόµαστε τόσο την ευγένεια και το κοινωνικό ήθος (όταν αυτά υπάρχουν) όσο και την προσβολή και το όνειδος της πατρίδας µας, έχεις την ευχέρεια να κρίνεις και να κατηγορείς, µια και δεν εξαιρείς τον εαυτό σου. Οι πολιτικές και κατ’ επέκταση ηθικές ανακολουθίες που µαστίζουν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα έχουν εξελιχθεί σ’ ένα είδος «θεσµού», που δεν έχει καµιά απολύτως σχέση µε την περιλάλητη κρίση. Το δηµοκρατικότατο δικαίωµα της πολυµέρειας, προκειµένου να ενηµερωθεί κανείς, έχει καταντήσει ένα είδος «µπούργκας», που καλύπτει ασύλληπτης εµβέλειας κοινωνικές αντιφάσεις. Θα διαβάσανε πάρα πολλοί την περαµένη Τετάρτη, 12 Ιανουαρίου, στην πρώτη σελίδα των «ΝΕΩΝ» την πρόταση πολλών υπουργών στον Πρωθυπουργό «να λογοδοτήσουν στη ∆ικαιοσύνη και, αν κριθούν ένοχοι, να πάνε στη φυλακή, όσοι πολιτικοί, πολίτες ή επιχειρηµατίες έβλαψαν το δηµόσιο συµφέρον». Ενώ σε µιαν άλλη εφηµερίδα, τρεις µέρες αργότερα, διαβάζουµε ότι «σε τροχιά παραγραφής κινείται η υπόθεση του Βατοπεδίου όσον αφορά στις ποινικές ευθύνες σε βάρος τριών πρώην υπουργών της Νέας ∆ηµοκρατίας». 

Αν δεν πρόκειται για εµπαιγµό το εύρος της πολιτικής ζωής να είναι τόσο ασύλληπτα ευρύ ώστε η «φυλακή» να συζητιέται ως προοπτική την ίδια ακριβώς στιγµή µε τη «διαγραφή» της, αναρωτιέται κανείς τι θα ζηµιώναµε αν δεν µαθαίναµε τίποτα απολύτως για τις καταχρήσεις και για τα σκάνδαλα. Αν, δηλαδή, παρέµεναν αυτά µια εντελώς προσωπική υπόθεση των ανθρώπων που τα «διαχειρίζονται». Για να γνωστοποιείται κάτι σηµαίνει πως αναγνωρίζεται ως υπόθεση όλων, πως γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, προσωπική υπόθεση του καθενός αν και ο ίδιος δεν έχει καµιά ουσιαστική ή αµυδρή σχέση µε το γνωστοποιούµενο. 

Επειδή, αν όχι όλοι µας, οι περισσότεροι τουλάχιστον ταυτίζουµε την κοινωνική και πολιτική ζωή µε την εντελώς προσωπική µας (αλλιώς δεν θα θυµούµαστε και δεν θα συνδυάζαµε τον γάµο µας, τη γέννηση του παιδιού µας ή τον θάνατο του πατέρα µας µε τους πολέµους, τις εκλογές, τα µεγάλα πολιτικά συµβάντα), οι ανακολουθίες και οι αντιφάσεις της δηµόσιας ζωής δηµιουργούν στην αντίστοιχη προσωπική µια καταστροφική ηθική εκκρεµότητα. 

Φοβάται να πεθάνει κανείς όχι µόνο γιατί ο φόβος του θανάτου είναι ενστικτώδης, αλλά γιατί τον κοροϊδέψανε ότι η ζωή έχει σχέση µε την ηθική και ότι κάποια στιγµή ενδέχεται αυτή να κυριαρχήσει. ∆εν γίνεται να δίνουµε τόση έµφαση στην έννοια της ηθικής αποκατάστασης, όταν πρόκειται για τους Γερµανούς σε σχέση µε το ∆ίστοµο και την ίδια αυτή έννοια να την κατεξευτιλίζουµε όταν πρόκειται για κάτι που µας αφορά και έχει συµβεί πέντε χρόνια πριν. 

Με λίγα λόγια ο άνθρωπος που τρώει τη σφαίρα στον πόλεµο συνειδητοποιεί ακαριαία τον παραλογισµό της ζωής χωρίς όµως να έχει την ευχέρεια να τον αναπαράγει. Ο υποχείριος όµως της κοινωνικής ατασθαλίας, µε το να τον συνειδητοποιεί σταδιακά, έχει κάθε ευχέρεια να τον µεταφέρει στις διαπροσωπικές του σχέσεις όσο και στις «σχέσεις» του µε ανθρώπους που δεν θα συναντηθεί ποτέ µαζί τους. 

Μια κοινωνία κατηφορίζει προς το έσχατο σκαλοπάτι της αυτοκατάργησής της όταν στο αξεδιάλυτο κουβάρι που αισθάνεται ο καθένας την προσωπική του µοίρα, προσθέτει το αξεδιάλυτο σκοτάδι της κοινωνικής εξαθλίωσης. 
    

Δεν υπάρχουν σχόλια: