..............................................................
"Ξαναβλέποντας το «Δαμάζοντας τα κύματα»..." ταινία του Λαρς Φον Τρίερ (1996)
από τον κριτικό κινηματογράφου και φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook 27.11.2024)
Ξαναβλέποντας το «Δαμάζοντας τα κύματα» μετά από 12 χρόνια, και για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, βίωσα και πάλι αυτό το μοναδικό συναίσθημα που μόνο τα πολύ μεγάλα έργα τέχνης μπορούν να προκαλούν ξανά και ξανά : μια μορφή ενστικτώδους βεβαιότητας ότι κάτι το ιδιαίτερα κρίσιμο, το μεταφυσικά επείγον, κοινωνείται με αισθητικά μέσα, μια βαθύτερη υπαρξιακή ενόραση, ένας τρόπος να μετρηθείς και να βρεις το ύψος σου σε σχέση με τα θεμελιακά της ζωής. Εν ολίγοις, το «Δαμάζοντας τα κύματα», με τη βίαιη αμεσότητα της αυθεντικής εμπειρίας (δεν θα πω απλώς «αισθητικής εμπειρίας», γιατί αισθάνομαι ότι πρόκειται για κάτι παραπάνω απ’ αυτό), σε φέρνει αντιμέτωπο με την άβυσσο ενός ερωτήματος, το οποίο αν δοκιμάσεις να απαντήσεις (αν έχεις το θάρρος να το σκεφτείς βαθιά και το σθένος να το απαντήσεις), έχεις ήδη βρεθεί πιο κοντά στην αλήθεια σου∙ τι παραπάνω μπορεί να καταφέρει η μεγάλη τέχνη;
Τι επιδιώκει ο Τρίερ εδώ, είτε το συνειδητοποιεί, είτε όχι (θεωρώ δεδομένο ότι ως σπουδαίος καλλιτέχνης που είναι, κινήθηκε περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με τη συνείδηση) ; Να ορίσει την αληθινή αγάπη, να κοιτάξει στα μάτια το Μέγα Μυστήριο και να του δώσει μια περιγραφή; Να μπει, δηλαδή, στα χωράφια της θρησκείας και της φιλοσοφίας; Και ναι και όχι. Αν η αγάπη γίνεται βαθύτερα κατανοητή - και εντελέστερα βιώνεται - ως θυσία του Εγώ, ως πλήρης άρση του ατομικισμού, τότε ναι -το «Δαμάζοντας τα κύματα» είναι μια ταινία για τη θυσία του εαυτού προς χάριν και δόξα και μέχρις εσχάτων (έως το μαρτύριο και τον θάνατο δηλαδή) υπεράσπιση του Άλλου. Όμως δεν πρόκειται περί αυτού και μόνο.
Η Μπες ΜακΝιλ, είτε τη δει κανείς ως θηλυκή εκδοχή του Χριστού, είτε ως ενσάρκωση μιας υπεράνθρωπης (άγιας ίσως; ) ικανότητας για καλοσύνη, βρίσκεται εκτός Νόμου. Είναι πολλά τα πρόσωπα του Νόμου στην ταινία: η τοπική κοινωνία, το οικογενειακό περιβάλλον, οι παπάδες, οι επιστήμονες, οι δικαστές∙ όλοι τους συνθέτουν τον Νόμο μιλώντας τη γλώσσα της απαγόρευσης, της λογικής, της τάξης, των κανόνων, της εξουσίας. Η Μπες είναι πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή μπορεί να αγαπάει. Συνεπώς η αληθινή αγάπη και η αληθινή καλοσύνη, είναι στοιχεία που θέτουν υπό ερώτηση τον Νόμο, του αντιτάσσονται και τον αρνούνται, τον ξεπερνούν, τον αμφισβητούν στην πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μπες στέκεται μόνη της (διότι ο άγιος, ο επαναστάτης κι ο ήρωας, είναι πάντα μόνοι) απέναντι στους μυστικιστές και στους ρασιοναλιστές, στην Εκκλησία και την Επιστήμη, στους εκπροσώπους του Θεού και στους εκπροσώπους του Λόγου, σ’ όλους τους πνευματικούς δερβέναγες δηλαδή, ανεξάρτητα απ’ το αν φορούν συντηρητικό ή προοδευτικό μανδύα: δεν περιέχεται, δεν αφομοιώνεται, δεν μπορεί να γίνει μέρος του μηχανισμού της σύνεσης, της υποταγής και της συναίνεσης που είναι μια κοινωνία, κάθε κοινωνία από καταβολής κόσμου. Συνεπώς είναι απόκοσμη, υπερβατική και πέρα από τον έλεγχο τους - άγγελος και δαίμονας ταυτόχρονα (κυρίως για τους δειλούς και τους υποκριτές που, αφού δεν μπορούν να την καθυποτάξουν, δεν ξέρουν και τι να την κάνουν). Κι όπως η Επιθυμία, που δεν περιορίζεται, δεν τιθασεύεται, δεν υπακούει σε διαταγές, και βρίσκει πάντα τρόπους να ανατινάζει τα δεσμά με τα οποία προσπαθεί να τη συγκρατήσει ο πολιτισμός και η εξουσία, έτσι κι η Αγάπη, όπως την ενσαρκώνει η Μπες, είναι μια δύναμη εκτός Νόμου, μια αμιγώς επαναστατική δύναμη. Το βασικό ερώτημα που θέτει, λοιπόν, αυτό το άλλης τάξης κινηματογραφικό αριστούργημα είναι το ακόλουθο: πόσο επαναστάτης είσαι, πόσο μπορείς να αγαπήσεις;
Θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περισσότερο τα παραπάνω, όμως νομίζω πως όλη η αλήθεια σχετικά με το ζήτημα έχει ειπωθεί από τον Μισέλ Ουελμπέκ : σ' ένα απόσπασμα απ’ το πιο αγαπημένο μου μυθιστόρημά του, τη «Δυνατότητα ενός νησιού», και σε μια απάντηση από μια συνέντευξη που είχε δώσει το 1990 στο περιοδικό Art Press. Τα παραθέτω :
"Δεν υπάρχει έρωτας με ατομική ελευθερία, με ανεξαρτησία, είναι απλούστατα ψέμα, και μάλιστα ένα από τα πιο χοντροειδή που επινοήθηκαν ποτέ. Έρωτας υπάρχει μόνο όταν υπάρχει επιθυμία εκμηδένισης, συγχώνευσης, ατομικού αφανισμού, ένα είδος ωκεάνιου αισθήματος, όπως λέγαμε παλαιότερα, κάτι πάντως που είναι, στο προσεχές μέλλον τουλάχιστον, καταδικασμένο."
"Είναι πολύ απλό. Οι ζωικές και ανθρώπινες κοινωνίες εφαρμόζουν ποικίλα συστήματα ιεραρχικής διαφοροποίησης, που μπορεί να βασίζονται στην καταγωγή (αριστοκρατικό σύστημα), στην περιουσία, στην ομορφιά, στη φυσική ρώμη, στην ευφυΐα, στο ταλέντο... Όλα αυτά τα συστήματα μου φαίνονται περίπου το ίδιο απεχθή: τα αρνούμαι. Η μόνη ανωτερότητα που αναγνωρίζω είναι η καλοσύνη."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου