Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

"Η κρυφή, βασανισμένη προσωπική ζωή του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα" έγραψε η Αργυρώ Μποζώνη (www.lifo.gr.,1.1.2024)*

 ..............................................................



Η κρυφή, βασανισμένη προσωπική ζωή του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα


Ο ποιητής της αισθητικής του ελάχιστου, γνήσια ιδιοφυής, βίωσε την ομοφυλοφιλία του σε μια κοινωνία που ήταν βδελυρό να είσαι ομοφυλόφιλος.





έγραψε η Αργυρώ Μποζώνη (www.lifo.gr.,1.1.2024)*


Ο Φεδερίκο δελ Σαγράδο Κοραθόν δε Χεσούς Γαρθία Λόρκα, ο πιο διάσημος και ο πιο πολυμεταφρασμένος Ισπανός συγγραφέας όλων των εποχών, είναι αυτός που κάθε σεζόν γεμίζει με τα έργα του θέατρα σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και σήμερα η πολύτιμη και μυστηριώδης ποιητική γραφή του μας συνδέει με το κέντρο και τα αισθήματά μας, αλλά και με τη φύση. «Μόνο το μυστήριο μας δίνει τη δυνατότητα να ζούμε, μόνο το μυστήριο», γράφει κάτω από ένα σκίτσο του.

Τα έργα του Λόρκα είναι γήινα, πρωτόγονα μυθικά, έχουν ρίζες στη Μεσόγειo και στη λατρεία της σελήνης, περιβάλλουν τον άνθρωπο, αυτό το στάχυ που φυσάει ο άνεμος, το κομμάτι της φύσης, της άνθησης, την καρποφορίας και του μαρασμού, το ον που ορίζουν η μοίρα και ο χρόνος, οι τσιγγάνοι και οι καβαλάρηδες, τα ακονισμένα μαχαίρια, η σάρκα, η αγάπη, τα άλογα και οι σουγιάδες.

Κάθε λέξη του, σαν φλούδα, προστατεύει το νόημα και αυτό που γνωρίζουμε, τσούζει τα μάτια και μας ταξιδεύει, άλλοτε δοξαστικά και άλλοτε θρηνητικά, στους αγρούς της Ανδαλουσίας ή στα σπίτια με τους χοντρούς τοίχους, τα πάθη και τους έρωτες, στην απόγνωση και στη ζήλια, στη φιλία και στην καταπίεση, στην τραγική μοίρα των γυναικών, στον απολυταρχισμό και στη συντηρητική κοινωνία. Μα τι είναι αυτή η ποίηση; Είναι λυρική, όπως μαθαίναμε στο σχολείο, μια ποίηση με ομορφιά και δύναμη που ύμνησε την αγάπη και τραγούδησε τον θάνατο, στέλνοντας κρίσιμα μηνύματα. Δεν υπάρχει τίποτε ανεξήγητο στη ζωή, στη δολοφονία του, στην ομοφυλοφιλία του, σε όλα όσα συνέτειναν στη μυθοποίηση της προσωπικότητάς του. Είναι απλό, αν δεν υπήρχε αυτή η μεγάλη ποίηση, δεν θα συζητούσαμε για τίποτε από όλα αυτά.


Ο Λόρκα δεν έπαψε ποτέ να στοχάζεται πάνω στον χαρακτήρα της Γρανάδας· κατέληξε να εντοπίσει σε αυτό που ονόμαζε «αισθητική του ελάχιστου» την αγάπη για τα μικρά πράγματα, τη φροντίδα για τη λεπτομέρεια, την ουσία της τέχνης της που εκφράζει τον «διακριτικό, ενδοσκοπικό χαρακτήρα της πόλης». Για τον Λόρκα η φωνή της Γρανάδας έχει τόνο πένθιμο, εκφράζοντας τη «σύγκρουση Ανατολής και Δύσης στα παλάτια της, έρημα τώρα και τα δυο γεμάτα φαντάσματα».



Είμαστε τυχεροί στην Ελλάδα γιατί διαβάσαμε τα έργα και τα ποιήματα του Λόρκα σε συναρπαστικές, μεγάλες μεταφράσεις, ακούσαμε και τραγουδήσαμε τα ποιήματά του σε μελοποιήσεις ανεπανάληπτες. Ο Λόρκα ευτύχησε να μεταφραστεί από τον Νίκο Γκάτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Σίκο Σημηριώτη, τον Κοσμά Πολίτη, τον Ανδρέα Αγγελάκη, τον Άρη Αλεξάνδρου την Αγαθή Δημητρούκα, τον Μήτσο Παπανικολάου, τον Άρη Αλεξάνδρου και τον Ανδρέα Αγγελάκη, αλλά και να μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Νίκο Μαμαγκάκη και τον Χρήστο Λεοντή ανάμεσα σε άλλους.



Ο Λόρκα δολοφονήθηκε στη Γρανάδα στις αρχές του ισπανικού εμφυλίου το 1936, λίγους μήνες αφότου ο Φράνκο κατέλαβε την εξουσία. Ήταν 38 χρονών. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50 το έργο του ήταν απαγορευμένο, κανένας δεν πρόφερε το όνομά του στην ίδια του τη χώρα. Τα έργα του κυκλοφορούσαν λογοκριμένα και μόνο μετά το 1975 και τον θάνατο του Φράνκο μπόρεσαν να συζητηθούν ανοιχτά τα γεγονότα του τραγικού θανάτου του, όπως άρχισαν να συζητιούνται ανοιχτά τα γεγονότα του ισπανικού εμφύλιου. Ο Ίαν Γκίμπσον, που συνέγραψε την πλέον έγκυρη και έγκριτη βιογραφία του, σημειώνει πως μπορεί η γενική εικόνα των συνθηκών του θανάτου του να είναι καθαρή, δεν μπορεί όμως να ειπωθεί το ίδιο και για την προσωπική του ζωή.

Ο Γκίμπσον συνάντησε την απροθυμία των φίλων και της οικογένειας του ποιητή να αναγνωρίσουν την ομοφυλοφιλία του. Από τα γράμματα προς τον Νταλί έχουν έρθει ένα ή δυο στο φως, τίποτα δεν είναι γνωστό για την παράφορη σχέση του με τον γλύπτη Εμίλιο Αλαδρέν, που πέθανε το 1944, ελάχιστα γνωρίζουμε για τη σχέση του με τον Ραφαέλ Ροδρίγεθ Ραπούν που σκοτώθηκε το 1937. Οι φίλοι και οι γνωστοί του εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν την ίδια περίοδο, ενώ, όσους βρήκε εν ζωή ο Γκίμπσον, αρνούνταν πεισματικά να μιλήσουν. Συνεπώς, ενώ πολλά γνωρίζουμε για τον ήδη διάσημο κατά τη διάρκεια της ζωής του ποιητή, ο ίδιος περιφρουρούσε αυστηρά την ερωτική του ζωή· την κάλυπτε η χαρισματική παρουσία του και η έλξη που ασκούσε στους συνομιλητές του, που δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερες συζητήσεις.


Ο Λόρκα ήταν πιανίστας, ποιητής, δραματουργός, ομιλητής, έξοχος συζητητής, ανεκδοτολόγος, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, μίμος, ένας ενθουσιώδης Ανδαλουσιανός που σκορπούσε γύρω του μια αύρα ευτυχίας.

Υπήρξε μια οδυνηρή πλευρά του, η οποία αποκαλύπτεται και στο έργο του· είχε μια παράξενη μελαγχολία, «παρά την ευθυμία της προσωπικότητάς του», γράφει η ποιήτρια Χουάνα ντε Ιμπαρμπούρου, ενώ η συγγραφέας Μαρσέλ Οκλέρ στο βιβλίο της, αναλύοντας την ομοφυλοφιλική πλευρά του ποιητή, σημειώνει ότι αναμφίβολα ο φόβος του ήταν μήπως οι γονείς του ανακαλύψουν ότι δεν ήταν «φυσιολογικός». Ήταν βδελυρό να είσαι ομοφυλόφιλος στην κοινωνία της εποχής του και αναμφίβολα αυτό έπαιξε ρόλο στη θλίψη του.

Ο Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Φουέντε Βακέρος και ήταν το πρώτο παιδί του εύπορου Φεδερίκο Γκαρθία Ροδρίγεθ και της φτωχής δασκάλας Βιθέντα Λόρκα. Λέγεται ότι ήταν λίγων μηνών όταν πέρασε μια σοβαρή ασθένεια, κάτι που επικαλούνταν ο ίδιος για να καλύψει την τρομερή πλατυποδία του και το γεγονός ότι το αριστερό του πόδι ήταν ελάχιστα πιο κοντό από το δεξί. Σε ένα πρώιμο ποίημα γράφει για την «αδέξια περπατησιά» του που μπορεί να τον περιόριζε από τα παιδικά παιχνίδια, ωστόσο ήταν ένα δημοφιλές παιδί που η μητέρα του, μια γυναίκα που μάθαινε γράμματα στους αναλφάβητους χωρικούς της περιοχής, διάβαζε τον «Ερνάνη» του Ουγκό στους εργάτες του αγροκτήματος και τον ενθάρρυνε να αναπτύξει την αγάπη και την κλίση του στη μουσική. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εκείνη διαμόρφωσε την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία.

Ο ίδιος οργάνωνε παιχνίδια στη σοφίτα του σπιτιού του και η δραστήρια παιδική του ηλικία επανέρχεται στην ποίηση και τα θεατρικά του έργα. Μεγαλώνοντας σε μια μεγάλη οικογένεια με περισσότερα από σαράντα ξαδέλφια έκανε πολλά από αυτά τα πρόσωπα ήρωες των έργων του. Αργότερα άρχισε να μιμείται εκκλησιαστικές τελετουργίες με μεγάλο πάθος, αλλά το 1906 συνέβη ένα περιστατικό που σύμφωνα με τον ίδιο συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκάλυψη της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας: ένα καινούργιο αλέτρι έφερε στο φως ένα ρωμαϊκό ψηφιδωτό. Δεν θυμόταν την επιγραφή, αν και για κάποιο λόγο του έρχονταν στο μυαλό τα ονόματα Δάφνις και Χλόη και όταν μίλησε γι' αυτό το 1934 είπε ότι «η πρώτη μου επαφή με το θαύμα της τέχνης συνδέεται με τη γη. Μα και τα ονόματα του Δάφνη και της Χλόης έχουν γεύση από γη και έρωτα». Πολλά χρόνια αργότερα, στο ίδιο μέρος ήρθαν στο φως τα ερείπια μιας ρωμαϊκής αγροικίας.

Εκείνη την εποχή είδε στην πλατεία του χωριού ένα θίασο κουκλοθεάτρου. Μαγεύτηκε άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και η μητέρα του τού αγόρασε ένα αληθινό κουκλοθέατρο – εκεί βρίσκεται η πηγή της αγάπης του για την παράδοση. Το κουκλοθέατρο τον ενθουσίαζε, αργότερα έγραψε πολλά έργα αντλώντας έμπνευση από αυτό. Συνέβη και κάτι άλλο: ο μικρός Λόρκα κατάλαβε ότι ο πατέρας του ήταν από τους πιο πλούσιους και ισχυρούς άνδρες του Φουέντε Βακέρος και εκείνος προνομιούχος. Όμως η περιοχή είχε κατοίκους που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Έφηβος, γράφει το «Χωριό», όπου αναφέρει την ανέχεια, τη σκληρή πραγματικότητα, συμπονά τις γυναίκες που γεννούν ανεπιθύμητα παιδιά σε κακές συνθήκες και αγανακτεί που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη μοίρα τους.«Όλη μου η παιδική ηλικία είχε ως κέντρο το χωριό. Βοσκοί, λιβάδια, ουρανός μοναξιά. Πλήρης απλότητα… Έχω ένα τεράστιο απόθεμα παιδικών αναμνήσεων στις οποίες ακούω ανθρώπους να μιλάνε. Αυτό είναι ποιητική μνήμη και την εμπιστεύομαι ανεπιφύλακτα», έλεγε.

Το 1909 η οικογένειά του μετακομίζει στη Γρανάδα που είχε γίνει μια πόλη πιο ευρωπαϊκή, γνωρίζοντας μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Είχαν αφανιστεί οι Μαυριτανοί, οι σεφαραδίτες Εβραίοι. Αργότερα ο Λόρκα θα παρατηρήσει ότι ένας αξιοθαύμαστος πολιτισμός χάθηκε και έδωσε τη θέση του σε μια απογυμνωμένη και καταπατημένη πόλη, σε ένα παράδεισο φιλάργυρων.

Ο Λόρκα δεν έπαψε ποτέ να στοχάζεται πάνω στον χαρακτήρα της Γρανάδας και κατέληξε να εντοπίσει σε αυτό που ονόμαζε «αισθητική του ελάχιστου» την αγάπη για τα μικρά πράγματα, τη φροντίδα για τη λεπτομέρεια, την ουσία της τέχνης που εκφράζει τον «διακριτικό, ενδοσκοπικό χαρακτήρα της πόλης». Για τον Λόρκα η φωνή της Γρανάδας έχει τόνο πένθιμο, εκφράζοντας τη «σύγκρουση Ανατολής και Δύσης στα παλάτια της, έρημα τώρα, και τα δυο γεμάτα φαντάσματα».

Ένα πρόσωπο που επηρέασε τον Λόρκα ήταν ο Άνχελ Γκανιβέτ που αυτοκτόνησε τη χρονιά γέννησης του ποιητή. Είχε γράψει έναν μικρό τόμο με τίτλο «Γρανάδα η όμορφη», στον οποίο διατύπωνε την ανησυχία του για τις φρικαλεότητες που διέπρατταν οι μεγαλοϊδιοκτήτες ακινήτων, ενώ η πόλη έχανε τον χαρακτήρα της. Χάρη σε αυτόν η γενιά του Λόρκα τον αναγνώρισε ως μέντορα και πνευματικό της καθοδηγητή. Χωρίς αυτόν η στάση του Λόρκα απέναντι την πόλη που έγινε η δεύτερη πατρίδα του θα ήταν πολύ διαφορετική.

Ο πατέρας του Λόρκα είχε φιλελεύθερες αντιλήψεις, τα παιδιά του πήγαν σε σχολεία στα οποία ο κλήρος δεν είχε επιρροή. Ο Λόρκα ήταν κακός μαθητής, γέμιζε τα τετράδιά του με ζωγραφιές. «Παιδί νικημένο στο σχολειό και στο βαλς του πληγωμένου ρόδου έκπληκτο από τις σκούρες τρίχες που χαράζουν τους μηρούς του έκπληκτο από τον ίδιο τον ενήλικο εαυτό του που μασάει καπνό στ' αριστερά του», γράφει.

Τον ενδιέφερε περισσότερο η μουσική και στα 19 του γράφει ένα άρθρο λέγοντας «γνωρίζω ανθρώπους που σταμάτησαν να ακούνε μουσική επειδή κατακλύζονται από τα αισθήματά τους. Μια τέχνη ικανή για τέτοια αποτελέσματα υπερβαίνει τους κανόνες». Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, αφού οι γονείς του του απαγόρευσαν να πάει στο Παρίσι να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές. Στρέφει τη δημιουργική του ορμή στην ποίηση.

Γίνεται μέλος της Μικρής Γωνιάς μαζί με άλλους νεαρούς συγγραφείς καλλιτέχνες και διανοούμενους της Γρανάδας. Η ζωή και το έργο του θα ήταν πολύ διαφορετικά αν δεν είχε την τύχη να βρεθεί σε μια τόσο πνευματώδη και αντισυμβατική ομάδα. Θαυμάζει τον Σοριάνο Λαπρέζα, έναν Όσκαρ Ουάιλντ της Γρανάδας και εκεί συμβαίνει το εξής περιστατικό: ο Λαπρέζα ένιωσε έλξη για την αδελφή του Λόρκα, αλλά όταν οι γονείς του δεν ενέκριναν τις βλέψεις του, τον κατηγόρησε ως ομοφυλόφιλο, κάτι που τάραξε πολύ τον ποιητή.

Αρχίζει να γράφει πυρετωδώς ποίηση, πεζά μεταφυσικού χαρακτήρα, ακόμα και μικρές προσευχές. Σε αντίθεση με την κατοπινή πρακτική του, χρονολογεί τις πρώτες του απόπειρες με ακρίβεια, χαράζοντας μια πορεία με κύρια χαρακτηριστικά το πνεύμα εξέγερσης κατά του καθολικισμού και τη διάχυτη ερωτική απελπισία. Ο νεαρός Λόρκα δεν μπορεί να συγχωρέσει τον Θεό που δημιούργησε έναν κόσμο όπου ο πόνος είναι ο κανόνας, και απεχθάνεται τον μιλιταρισμό. Ο Λόρκα των πρώιμων ποιημάτων ασχολείται επίμονα με τον σωματικό έρωτα και η αναζήτηση αυτή συνοδεύεται από μια πανταχού παρούσα αίσθηση αμαρτίας.

Από τα τέλη του 1917 τα ποιήματα με το διπλό θέμα της χαμένης αγάπης και της απελπισίας για την επίτευξη της ερωτικής ολοκλήρωσης εμφανίζονται όλο και πιο συχνά. «Άσπρο βέλο νυφικό κρύβει τη μνηστή που δεν θα δω ποτέ. Ήταν γλυκιά, θαμπή και ευαίσθητη, μυστηριακό σπίτι της ζωής μου, μα μια νύχτα που όλα ησύχαζαν και κοιμόντουσαν σαν πριγκίπισσα του παραμυθιού έφυγε για πάντα». Ο Λόρκα εκείνης της περιόδου είχε την πεποίθηση ότι δεν ήταν ελκυστικός στις γυναίκες. Ο πατέρας του δείχνει ενοχλημένος από τη λογοτεχνική κλίση του γιου του, αλλά χρηματοδοτεί το βιβλίο του «Εντυπώσεις και Τοπία».

Σε ένα από τα πιο αποκαλυπτικά κείμενά του που έχουν διασωθεί γράφει: «Είμαι ένας μεγάλος ρομαντικός κι είναι καμάρι μου αυτό. Στον αιώνα των Ζέπελιν και των ηλίθιων θανάτων, εγώ θρηνώ στο πιάνο μου και ονειρεύομαι την αχλύ του Χέντελ. Γράφω στίχους πολύ προσωπικούς, υμνώντας εξίσου τον Χριστό και τον Βούδα, τον Μωάμεθ και τον Πάνα. Για λύρα έχω το πιάνο μου, αντί για μελάνι τον ιδρώτα του πόθου, την κίτρινη γύρη του εσώτερου κρίνου μου και τη μεγάλη μου αγάπη. Πρέπει να σκοτώσουμε τους "κομψευόμενους μπουρζουάδες επηρμένους νεαρούς" και να σβήσουμε το γέλιο από το στόμα όσων αγαπούν την Αρμονία».

Ο Λόρκα είχε πλήρη επίγνωση της σεξουαλικής του «διαφορετικότητας» (κόκκινο τριαντάφυλλο απέξω, κρίνος «που δεν βρίσκει να ποτιστεί» μέσα). Δεν κατατάσσεται και φτάνει στη Μαδρίτη το 1919, όπου τον περιμένουν ανυπόμονα τα μέλη της Μικρής Γωνιάς. Μπαίνει στον καλλιτεχνικό όμιλο «Ατενέο», ένα πρωτοποριακό κίνημα του ουλτραϊσμού που περιφρονούσε τον συναισθηματισμό και πίστευε πως η τέχνη πρέπει να εκφράζει το πνεύμα των καιρών.



Γνωρίζει τον Μπουνιουέλ, έναν από τους πιο εκκεντρικούς «ενοίκους» της φοιτητικής εστίας, που στην αυτοβιογραφία του αναπολεί τη φιλία του με τον Λόρκα και αναγνωρίζει ότι χάρη στον ποιητή άρχισε να εκτιμά την ποίηση. Ο Μπουνιουέλ, που σιχαινόταν τους ομοφυλόφιλους –περιγράφει πώς του άρεσε να δέρνει ομοφυλόφιλους έξω από τα δημόσια ουρητήρια–, στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πώς ρώτησε τον Λόρκα αν ήταν ομοφυλόφιλος. «Εσύ κι εγώ τελειώσαμε για πάντα», ήταν η μοναδική απάντηση του ποιητή. «Είχα θίξει το ευαίσθητο σημείο του», γράφει ο Μπουνιουέλ. Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή έκαναν το παν για να αποκρύψουν τα πραγματικά αισθήματα και τις προτιμήσεις τους, αν και η ομοφυλοφιλία του Λόρκα, σύμφωνα με τον Γκίμπσον, γινόταν αμέσως αντιληπτή.

Ο Γρεγόριο Μαρτίνεθ Σιέρα, που είχε δύο εκδοτικές επιχειρήσεις και το πιο νεωτεριστικό θέατρο στη Μαδρίτη, εντυπωσιάζεται από τον Λόρκα και ζητά να κάνει τα ποιήματά του θεατρικό έργο.

Τελικά, τα «Μάγια της πεταλούδας» ανέβηκαν το 1920, αλλά η Μαδρίτη δεν ήταν έτοιμη να υποδεχθεί ένα έμμετρο έργο που πραγματευόταν τις ερωτικές ατυχίες των κατσαρίδων. Η παράσταση του πρώτου δραματικού έργου του Λόρκα κατέληξε σε αποτυχία. Αποτυχία εμπορική συμείωσε και η έκδοση των ποιημάτων του. Επίσης, δεν καταφέρνει να εκδώσει τις «Σουίτες», στις οποίες αφθονούν οι νύξεις για την οριστική διάψευση του έρωτα και την παντοτινά χαμένη παιδική ηλικία. Θα εκδοθούν τελικά το 1983, 47 χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή.

Ενώ δεν ολοκληρώνει ποτέ τις σπουδές Φιλοσοφίας, δεν έχει ξεχάσει το σχέδιό του να ζωντανέψει το ανδαλουσιανό κουκλοθέατρο και αρχίζει να βρίσκει τη φωνή του ως δραματουργός.

Το 1922 γνωρίζει τον Νταλί που θα ασκήσει βαθιά επίδραση στη ζωή του. Άγριος αντίπαλος κάθε μορφής κομφορμισμού, εντυπωσίασε τον Λόρκα με την εμφάνιση και την προσωπικότητά του. Ο Νταλί τον περιγράφει ως «ποιητικό φαινόμενο, ακατέργαστο και στην ολότητά του παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου με σάρκα και οστά, ταραγμένο, κόκκινο σαν αίμα, ρευστό και μεγαλειώδες, σαν καθετί προικισμένο με την αυθεντικότητα της δικής του μορφής».

Νταλί, Μπουνιουέλ και Λόρκα είναι αχώριστοι. Όσον αφορά το σεξουαλικό πάθος του Λόρκα για τον ζωγράφο, είναι περίπου σίγουρο ότι εκδηλώθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Το 1923 ο Λόρκα γράφει «… Θέλω να εισέλθω γαλήνιος, αλλά πανέτοιμος στον κήπο των σπόρων που δεν βλάστησαν και των πομπών των τυφλών, αναζητώντας τον έρωτα που ποτέ δεν έζησα μα ήταν δικός μου».

Είναι η περίοδος που γράφει προσωπικές εκμυστηρεύσεις στα ποιήματά του, ενώ αρχίζει να παίρνει μορφή στο μυαλό του το θεατρικό έργο για τη Μαριάννα Πινέδα και το τραγικό της τέλος. Η Ισπανία ζει στον ρυθμό του πραξικοπήματος του Πρίμο ντε Ριβέρα. Ο Λόρκα γράφει το «Romancero gitano» το 1924 και διευκρινίζει ότι πρόκειται για μπαλάντες με πρωταγωνίστρια τη Γρανάδα, ανδαλουσιανά τραγούδια όπου οι Τσιγγάνοι κρατούν τον ρόλο του ρεφρέν. Η «Θαυμαστή Μπαλωματού», στη συνέχεια, θα γινόταν ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα του όσο ήταν εν ζωή.

Αρχίζει να γράφει τη «Δόνια Ροζίτα» με έμπνευση από ένα τριαντάφυλλο, το «rosa mutabilis», που είναι κόκκινο το πρωί, παίρνει ένα βαθύ χρώμα το μεσημέρι, γίνεται λευκό το απόγευμα και πεθαίνει το βράδυ.

Πηγαίνει στο Καδακές, στο σπίτι του Νταλί, όπου μαθαίνει για τον φόβο του για τον θάνατο και την πολύ παράξενη παρόρμησή του να υποδύεται ο ίδιος τον θάνατο και να αναπαριστά την ταφή του – τον ζωγραφίζει στη δήθεν νεκρική στάση, σε έναν πίνακα με τίτλο «Νεκρή φύση». Το κεφάλι του Λόρκα εμφανίζεται αργότερα και σε πολλά άλλα έργα. Επέστρεψε στη Μαδρίτη και άρχισε να δουλεύει την ωδή στον Σαλβαδόρ Νταλί.

Λατρεύει τον Μπάστερ Κίτον με τα μελαγχολικά μεγάλα μάτια και ονειρεύεται να πάει στην Ευρώπη, εκεί θα είναι ευκολότερο να συμφιλιωθεί με την ομοφυλοφιλία του. Πέφτει σε κατάθλιψη γιατί εξαρτάται οικονομικά από την οικογένειά του, ενώ γράφει ένα από τα αριστουργήματά του, το «Περλιμπίν και Μπελίσα» και ερευνά το πρόβλημα της σεξουαλικής ανικανότητας. Μετά την πρεμιέρα το έργο απαγορεύτηκε, λογοκρίθηκε λόγω του περιεχομένου της. Γράφει μια ωδή που συνιστά ερμηνεία και υπόδειγμα των αρχών του κυβισμού. «Μας πιάνει επιθυμία για φόρμες και όρια. Ο άντρας που μετράει με τον κίτρινο κανόνα έρχεται. Λευκή νεκρή φύση είν' η Αφροδίτη και εκείνοι που μαζεύουν πεταλούδες τρέπονται σε φυγή».

Από τη σχέση με τον Νταλί υπάρχει ένα παράξενο περιστατικό που ανέφερε σε μια συνέντευξη το 1966. Όταν ρωτήθηκε για τη σχέση του με τον Λόρκα είπε: «Ήταν παιδεραστής ως γνωστόν, και τρελά ερωτευμένος μαζί μου. Σε δύο περιπτώσεις προσπάθησε να με… Ταράχτηκα πολύ, αφού δεν ήμουν παιδεραστής και δεν είχα σκοπό να ενδώσω…». Οι υπαινιγμοί του για τις απόπειρες του Λόρκα να τον αποπλανήσει ήταν διαρκείς. Ωστόσο πίστευαν ότι ήταν αδερφές ψυχές, ότι ο ένας καταλάβαινε τον άλλο τέλεια. Στο έργο του Νταλί «Το μέλι πιο γλυκό από το αίμα» εικονίζεται το κεφάλι του Λόρκα, έργο που αγόρασε η Κοκό Σανέλ και κανένας δε γνωρίζει πού βρίσκεται σήμερα. Ο Μπουνιουέλ πυκνώνει τις επιθέσεις κατά του Λόρκα για να υπονομεύσει τον θαυμασμό και την τρυφερότητα που ένιωθε ο Νταλί για τον ποιητή. Ο Λόρκα λέει: «Έκανε μια άθλια ταινιούλα, τον "Ανδαλουσιανό σκύλο", και ο σκύλος είμαι εγώ».

Το 1927 συνάπτει σχέσεις με τον Εμίλιο Αλαδρέν και για πολλά χρόνια έβρισκε σε αυτόν μια «πηγή χαράς» – βέβαια, το 1931 ο Αλαδρέν παντρεύτηκε μια νεαρή Αγγλίδα. Έκανε τα πάντα για να προωθήσει τον γλύπτη φίλο του, αλλά ο Αλδαρέν, που πέθανε το 1944, πήρε στον τάφο τα μυστικά της σχέσης τους. Σύμφωνα με τον Γκαρθία Καρίγιο, ήταν ο μεγάλος έρωτας του Φεδερίκο και ο λόγος για τον οποίο ήθελε να φύγει από την Ισπανία.

Νιώθοντας προδομένος από τον Νταλί και τον Αλαδρέν, ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη. Εντυπωσιάζεται από μια κοινωνία του μέλλοντος. Τον ενδιαφέρει ο Ουόλτ Ουίτμαν, ο οποίος μπορεί να τον ενθάρρυνε να αποδεχθεί τη σεξουαλικότητά του, ενώ παράλληλα προσαρμόζεται στον ιλιγγιώδη ρυθμό της πόλης.

Εξερευνά τον κόσμο των μπαρ, των μαύρων και γνωρίζει τη Νέλα Λάρσεν, συγγραφέα του «Passing». Γνωρίζει τον Φίλιπ Κάμινγκς και πριν φύγει του εμπιστεύεται μια κούτα με χειρόγραφα που ο Κάμινγκς άνοιξε το 1961.

Στα χαρτιά του εξαπέλυε μια πικρόχολη επίθεση εναντίον όσων προσπαθούσαν να τον καταστρέψουν. Ο Κάμινγκς, σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή, τα έκαψε.

Ο Καρθόγκα υ Αραγόν, που ο Λόρκα γνώρισε όταν πήγε στην Κούβα, αναφέρει ότι οι κινήσεις του ποιητή δεν ήταν καθόλου θηλυπρεπείς, αλλά του έκανε εντύπωση ότι το πορνείο που επισκέφθηκαν είχε μόνο κορίτσια. Έναν χρόνο αργότερα επιστρέφει στην Ισπανία, εκδηλώνοντας πιο φανερά την ομοφυλοφιλία του. Ήταν το δώρο της Κούβας.

Το 1931, μετά την πρεμιέρα της «Θαυμαστής Μπαλωματούς», γράφει: «… Το αληθινό μου έργο θα έρθει αργότερα…». Ενώ οι δημοκρατικοί νικούν και πέφτει η μοναρχία διατυπώνει την πίστη του στην αταξική κοινωνία, στην οποία ο πολιτισμός θα έχει μεγάλη αξία. Παίρνει μέρος στην ίδρυση του πανεπιστημιακού θεάτρου, της «Μπαράκα», που σκοπό έχει τη διάδοση της τέχνης στην Ισπανία, ενώ ο δεξιός Τύπος είναι εναντίον τους. Γράφει τον «Ματωμένο Γάμο» με θέμα την ερωτική ματαίωση και τη μοναξιά ενός ατυχούς γάμου. Στη θριαμβευτική πρεμιέρα του 1933 αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή, κοινή σε όλους τους Ισπανούς. Ήταν η πρώτη εισπρακτική του επιτυχία, αρχίζει να αναγνωρίζεται η ιδιοφυΐα του.

Γνωρίζει τον νέο φοιτητή και ένθερμο σοσιαλιστή Ραφαέλ Ραπούν που, αν και δεν ήταν ομοφυλόφιλος, υπέκυψε στη μαγεία της προσωπικότητας του Λόρκα. Δεν επέζησε του ισπανικού εμφύλιου για να διηγηθεί την ιστορία του. «Σε θυμάμαι διαρκώς, το να μην μπορείς να δεις ένα πρόσωπο με το οποίο θα περνούσες κάθε ώρα της μέρας για μήνες είναι κάτι που δεν ξεχνιέται εύκολα. Ειδικά αν για το συγκεκριμένο πρόσωπο νιώθεις την ισχυρή έλξη που νιώθω εγώ για σένα», του γράφει ο Ραπούν. Είναι το μόνο γράμμα της αλληλογραφίας τους που έχει έρθει στο φως, τα άλλα έχουν εξαφανιστεί.

Ολοκληρώνει τη «Γέρμα» και όταν ένας δημοσιογράφος τον ρωτά γιατί προτιμά οι γυναίκες να πρωταγωνιστούν στα έργα του απαντά: «Διότι οι γυναίκες έχουν περισσότερο πάθος, εκλογικεύουν λιγότερο, είναι πιο ανθρώπινες, λιγότερο ζωώδεις…». Οι δεξιές εφημερίδες γράφουν για ένα έργο ανήθικο, αντεθνικό και άθεο. Πρωταγωνίστρια είναι η θρυλική Μαργαρίτα Σίργου. Γράφει τον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» συντετριμμένος από τον θάνατο του διάσημου ταυρομάχου.

Ξεκινά να γράφει τη «Δόνια Ροζίτα», ενώ ο «Ματωμένος Γάμος» παίζεται στη Νέα Υόρκη και το Μπουένος Άιρες. Με τον Ραπούν είναι καθημερινά μαζί, έχει επανασυνδεθεί με τον Νταλί και είναι περιζήτητος σε κάθε λογοτεχνικό κύκλο.

Πολιτική και τέχνη στον κόσμο του Λόρκα αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Είναι προσηλωμένος στην υπόθεση της δημοκρατίας και ενώ οι φασίστες δημιουργούν χάος, ο Λόρκα εμμένει στο θέατρο που έχει καθήκον να ασχοληθεί σε βάθος με τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Τα περιστατικά βίας αυξάνονται στη χώρα και ο Λόρκα, σε αυτό το ταραγμένο περιβάλλον, γράφει «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», ένα δράμα, όπως το αποκαλούσε, ανδαλουσιανού ερωτισμού.

Αναχωρεί για τη Γρανάδα, μη γνωρίζοντας ότι βλέπει τη Μαδρίτη για τελευταία φορά. Είναι Ιούλιος του 1936, η κατάσταση στη Γρανάδα είναι εκρηκτική, ο Λόρκα κινδυνεύει, τον χτυπούν, τον αποκαλούν αδερφή και κρύβεται στο σπίτι της οικογένειας του ποιητή Λουίς Ροζάλες. Τον θεωρούν «κόκκινο», επικίνδυνο, επικοινωνεί ελάχιστα με την οικογένειά του. Τον συλλαμβάνει ο Ραμόν Αλόνθο που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξόντωση των δημοκρατικών της Γρανάδας. Τον αποκαλούν «Ρώσο κατάσκοπο» που «έκανε κακό με τα γραπτά του». Στις 16 Αυγούστου 1936 φυλακίζεται.

Κανένα τεκμηριωμένο στοιχείο δεν υπάρχει για τις τελευταίες μέρες του. Ο Λόρκα εκτελέστηκε μαζί με χιλιάδες άτομα εκείνα τα τρία χρόνια του πολέμου και έγινε μάρτυρας των δημοκρατικών. Στα τέλη του 1939 η οικογένειά του κίνησε τις διαδικασίες της επίσημης καταχώρισης του θανάτου του. Δύο μάρτυρες ορκίστηκαν ότι είχαν δει το σώμα του στο πλάι του δρόμου. Το επίσημο έγγραφο έγραφε πως ο Λόρκα πέθανε «το έτος 1936, μήνα Αύγουστο, από πολεμικά τραύματα». Ο Ραπούν, συντετριμμένος από τον θάνατό του, κατετάγη στο στρατό των Δημοκρατικών και μια μέρα πετάχτηκε έξω από το χαράκωμα, φωνάζοντας ότι ήθελε να πεθάνει. Λίγες στιγμές αργότερα σωριάστηκε στο έδαφος. Πέθανε στις 18 Αυγούστου 1936. Ήταν 25 ετών.

*Σημείωση: 

Δες εδώ https://www.lifo.gr/culture/vivlio/i-kryfi-basanismeni-prosopiki-zoi-toy-federiko-gkarthia-lorka πλούσιο φωτογραφικό υλικό από τη ζωή του Φ.Γκ. Λόρκα 

Δεν υπάρχουν σχόλια: