.............................................................
·
«Οι
δρόμοι της περιπλάνησης: Σοφοκλής και Παπαδιαμάντης» της Αυγής-Άννας Μάγγελ
(περιοδικό «Το Δέντρο», τ.181-182, Ιούνιος 2011)
«Ο
ίδιος χώρος, όπως τότε που έφευγε κάθε μέρα για τους δρόμους. Τους δρόμους της
περιπλάνησης».
Σάμουελ
Μπέκετ, Ψυχής Σκίρτημα
ΣΕ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 13ου
ΑΙΩΝΑ, ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ έναν Ιουδαίο. Εμφανίστηκε σε μια
ομάδα προσκυνητών στο αβαείο της Φερράρα και τους αποκάλυψε ότι ήταν εκείνος ο
Ιουδαίος που είχε αποδιώξει τον Χριστό όταν σταμάτησε για να ξαποστάσει μπροστά
από το σπίτι του κατά την πορεία του μαρτυρίου του. Για να τον τιμωρήσει, ο
Χριστός καταράστηκε τον Ιουδαίο να περιπλανάται στον κόσμο και ποτέ να μην
πεθαίνει. Η ίδια
ιστορία επαναλαμβάνεται σε μια εκκλησία του Αμβούργου το 1542. Ένας ξένος με μακριά μαλλιά και γυμνά πόδια
ισχυριζόταν ότι ήταν εκείνος ο ίδιος Ιουδαίος που έκλεισε στο Χριστό την πόρτα
του σπιτιού του και ο Χριστός τον καταράστηκε να περιπλανάται στον κόσμο χωρίς
να βρίσκει πουθενά ανάπαυση. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1575, ένας ξένος με
παρόμοια χαρακτηριστικά εθεάθη στη Μαδρίτη να διηγείται την ίδια ιστορία,
μιλώντας άπταιστα ισπανικά. Σύμφωνα με την παράδοση του μύθου, ο περιπλανώμενος
Ιουδαίος μπορούσε να εμφανίζεται σε απίθανους τόπους μέσα στον χρόνο και να
διηγείται την ιστορία του σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, πλουτίζοντάς την με
τη σοφία και τη γνώση από τις περιπλανήσεις του. Ενδιαφέρον έχει, ωστόσο, η
παραλλαγή της ιστορίας την οποία δίνει ο βυζαντινός ποιητής Γεώργιος
Ακροπολίτης στον περίφημο ύμνο του «Δος μοι τούτον τον ξένον», όπου ο Ιουδαίος
δείχνει φιλευσπλαχνία και δέχεται τον ξένο (ή και τον αποδέχονται ως τέτοιον).
Το θέμα της
περιπλάνησης του ξένου που συναντάμε σε βιβλικές ιστορίες (όπως στην ιστορία
του Κάιν και του Άβελ) και σε θρησκευτικούς μύθους (όπως στην ιστορία του
Ιουδαίου) επανέρχεται στα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας, όπως για παράδειγμα στο Έπος του Γκιλγκαμές, στην Οδύσσεια του Ομήρου, στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες. Η λογοτεχνική
αναπαράσταση του περιπλανώμενου ξένου που η μοίρα του τον ωθεί εξόριστο σε ένα
διαρκές ταξίδι, υπό το βάρος μιας προαιώνιας κατάρας, καταλήγει σε έναν
συγκεκριμένο τόπο, όπου ο χρόνος κατασιγάζει τα πάθη και εξαγνίζει τα κρίματα.
Το ταξίδι διαρκεί χρόνια, οι αρνητικοί οιωνοί αμβλύνονται, το πάθος
μετατρέπεται σε καθαγίαση της ύπαρξης και η καταδίκης της περιπλάνησης
μετουσιώνεται σε ευλογία αυτογνωσίας. Ίσως αυτή η ανάγνωση θα μπορούσε να
προσφέρει το κλειδί μιας ερμηνείας για τη λογοτεχνική συγγένεια ανάμεσα σε
διαφορετικούς ήρωες που έζησαν σε διαφορετικούς κόσμους και άλλες εποχές. Ο
ένας είναι ο Οιδίπους του Σοφοκλή στον Οιδίποδα
επί Κολωνώ, ο άλλος είναι ο Δερβίσης
του Παπαδιαμάντη, στο διήγημά του «Ο
ξεπεσμένος δερβίσης». Ο πρώτος ήρωας μυθικός, ο δεύτερος ένας ανώνυμος
ξένος μουσουλμάνος, που ο Σοφοκλής και ο Παπαδιαμάντης τους φαντάστηκαν σαν δυο
πρόσωπα που περιπλανήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους για να
καταλήξουν στην ίδια πόλη, την Αθήνα, λίγο πριν εξαφανισθούν για πάντα από τον
κόσμο. Πίσω από τα πρόσωπά τους μπορεί να φανταστεί κανείς τον Σοφοκλή να
συλλογίζεται, γέρος πια, το τέλος της ζωής του στην πόλη που αγάπησε
περισσότερο από κάθε άλλη, και τον Παπαδιαμάντη να αναζητά τη βαθιά σημασία της
πόλης που δέχεται τον ξένο, τον πένητα και τον ανέστιο, όπως ο ίδιος
αντιλαμβανόταν την παρουσία του στην Αθήνα, μακριά από το νησί του, την Σκιάθο.
ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΑ ΤΥΡΑΝΝΟΥ, Ο ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΑΦΗΝΕΙ τον
Οιδίποδα στο παλάτι της Θήβας απαξιωμένο και κρυμμένο από τα βλέμματα των
Θηβαίων, να αναμένει τη δικαίωση των θεών. Η πρώτη σκηνή στον Οιδίποδα επί Κολωνώ ανοίγει με τον τυφλό γέροντα Οιδίποδα, οδοιπορούντα, να φτάνει στον Κολωνό
και να προσεγγίζει το άλσος των Ευμενίδων υποβασταζόμενος από την Αντιγόνη, η
οποία τον συνδράμει στο ταξίδι της εξορίας του από την Θήβα. Ο Οιδίπους σταθμεύει σε μια πέτρα
αλάξευτη, «σεμνόν βάθρον ασκέπαρνον» (101) μπροστά από το άνοιγμα του ιερού
άλσους. Ο λόγος του είναι η φωνή του
ξένου που διερωτάται σε ποιον τόπο κατέληξε η περιπλάνησή του και ανακαλεί τον
μακρύ χρόνο, που τον οδήγησε εκεί που ο χρησμός του Φοίβου προφήτεψε ότι θα
βρει «παύλαν και ξενόστασιν» από τα πάθη του και τις περιπλανήσεις του (84
κ.εξ.) Ο ιερός χώρος του Κολωνού κατοικείται από τις θεές Ευμενίδες, κόρες της
Γης και του αρχαίου Σκότους (40) και ανήκει στον Ποσειδώνα, τον Τιτάνα Προμηθέα
και τον ήρωα Ίππιο Κολωνό. Στον αντίποδα αυτών των θεϊκών μορφών, ο Οιδίπους,
«αλήτης», «άθλιον είδωλον του εαυτού του» (110) εκλιπαρεί τις θεές του ιερού
χώρου να τον δεχτούν για να τελειώσει τον ταλαίπωρο βίου του εκεί και ζητά από
τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να παραμείνει ως ικέτης στην πόλη τους. Το
αντάλλαγμα θα είναι μεγάλο κέρδος για την Αθήνα. Οι Αθηναίοι δυσπιστούν και
αναρωτιούνται ποιος είναι ο ξένος, «ποια είναι η φύτρα του, ποια η πατρίδα
του;» (204-6), αλλά εκείνος αρνείται να απαντήσει: «μη, μη, μη με ρωτάς ποιος
είναι ο άθλιος Οιδίπους», φοβούνται να τον δεχτούν στην πόλη τους. Καλούν τον
βασιλιά Θησέα να αποφασίσει αυτός, και ο Θησέας ως ο φιλεύσπλαχνος Ιουδαίος
στην παράδοση του Ακροπολίτη, δέχεται τον ξένο. Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, ο
Δερβίσης γίνεται δεκτός από τους απλούς ανθρώπους που συναντά στην Αθήνα, τον
σαλεπτσή, τον κλήτορα τον αστυνομικό, τις παρέες των θαμώνων που ξενυχτούσαν
στην ταβέρνα. Κανείς όμως δεν γνωρίζει ποιος είναι και από πού έρχεται. «Ποιος,
πότε, πόθεν;» ερωτά ο Παπαδιαμάντης, δίνοντας μόνο διάσπαρτους χαρακτηρισμούς
για την ανεστιότητα του ανθρώπου: Διωγμένος, εξορισμένος, ανέστιος, άστεγος,
υπερόριος.
Ο Παπαδιαμάντης
παρατηρεί τις κινήσεις του Δερβίση, ο οποίος περνάει τις νύχτες του στο
καφενείο του Θησείου και κάποτε παίζει μουσική με το νάι για να διασκεδάζουν οι
παρέες της νύχτας. Μια βροχερή νύχτα του φθινοπώρου, ο πένητας Δερβίσης
κατεβαίνει στο βάθος της σήραγγας που είναι σκαμμένη στο Θησείο. Εκεί αρχίζει
να παίζει το νάι για να ζεσταθεί και ένας ήχος γλυκός κατακλύζει το «βάραθρον».
Αυτή είναι η «πεπρωμένη νυξ» στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, όταν ο Δερβίσης
αναγκάζεται να καταφύγει στη σήραγγα για να βρει «απάγκειο» διωγμένος από τον
νέο αστυνόμο που έδωσε εντολή να κλείνει το καφενείο. Στο βάθος της σήραγγας,
μέσα στην ψύχρα της φθινοπωρινής νύχτα, ως άλλος Οιδίπους που σταθμεύει στην
αλάξευτη πέτρα του Κολωνού, ο Δερβίσης «εκάθησεν, ακούμβησεν. Εσκέπτετο το άστατον
των ανθρωπίνων πραγμάτων». Και όπως ο Οιδίπους, με τόνο δραματικό, αναρωτιέται
ποιος είναι ο τόπος που βρέθηκε όταν φτάνει στην Αθήνα· παρόμοιες είναι και οι
ερωτήσεις που επανέρχονται στη διήγηση του Παπαδιαμάντη για τον Δερβίση: «Πού
να υπάγη; Πού να είναι;» Σε αυτή την «άφωνον ερώτησιν», η απάντηση είναι «φωνή,
ήχος, μέλος γλυκύ» που ανεβαίνει μέσα από την σήραγγα. Ο Δερβίσης παίζει τον
«τυχόντα ήχον» με το νάι του, ξυπνώντας στη μνήμη του τόπου τις αρχαίες
αρμονίες: «τα βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου» «ενθυμούντο» και
«ανεγνώριζον» την φωνή που είχαν ακούσει «εις τους αιώνες της δουλείας και εις
τους χρόνους της ακμής».
Στο τέλος του
Οιδίποδα επί Κολωνώ, ακούγονται βροντές και ξεσπάνε κεραυνοί, «σήματα του Δία»,
που προειδοποιούν τον Οιδίποδα ότι έφτασε η ώρα του τέλους. Μόνο ο Θησέας, ο
βασιλιάς της πόλης, επιτρέπεται να γνωρίζει το σημείο όπου ο Οιδίπους προχωρά
και χάνεται μέσα στο άλσος, ενώ ο Χορός εύχεται «δίχως άγριο πόνο και αγωνία
θανάσιμη ο ξένος να φτάσει στην κοιλάδα των νεκρών» (1560-4). Ο Οιδίπους,
τυλιγμένος σε μια υπερκόσμια σιωπή εξαφανίζεται με τρόπο μυστηριακό
ακολουθώντας «μια δυνατή κραυγή», «φωνή θεού που τον καλούσε δυνατά και
επίμονα: εσύ Οιδίποδα, εσύ, γιατί αργούμε; Γιατί δεν προχωρούμε;» (1626-8). Μια
παρόμοια τύχη, λιγότερο δραματική, αναμένει και τον Δερβίση, ο οποίος αφού
εθεάθη μετά την πεπρωμένη νύκτα στο καφενείον του Θησείου, «μετ’ ολίγας ημέρας,
έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον κανείς».
Ο περιπλανώμενος
ξένος, στο πρόσωπο του μυθικού Οιδίποδα και του μουσουλμάνου Δερβίση,
μεταμορφώνεται σε ένα καθοσιωμένο σύμβολο που συγκεντρώνει τη δύναμη της σοφίας
και τη γνώση του κόσμου. Στον Οιδίποδα επί Κολωνώ η σοφία του Οιδίποδα ταυτίζεται
με την ηρωοποίησή του στο άλσος των Ευμενίδων και την μυστηριώδη εξαφάνισή του
σε ένα απροσδιόριστο σημείο, άγνωστο για όλους πλην του βασιλιά Θησέα, για τον
οποίο η γνώση του αποτελεί όρκο προστασίας για την πόλη. Στον «Ξεπεσμένο
Δερβίση» η μουσική από το νάι κατακλύζει την πεπρωμένη νύχτα ως μελωδία
«ικετεύουσα το άπειρον». Όσο ο ήχος από το νάι κρατεί, ανακαλεί συνειρμούς
γλυκύτητας, προσκαλεί στην κατάφαση της ζωής και εγείρει το φιλάνθρωπον
συναίσθημα. Έτσι, η ύπαρξη του ξένου που περιπλανάται εξόριστος, διωκόμενος από
μια κατάρα όπως ο Οιδίπους, ή από μια απροσδόκητη μοίρα όπως ο Δερβίσης,
μετουσιώνεται μέσα στο χρόνο σε ευλογία ζωής, η οποία γεννάται από μια
δισυπόστατη ροπή της ανθρώπινης φύσης: την πορεία προς μια διαρκή μετατόπιση
πέραν του ορίου των μακρινών οριζόντων και την άφιξη σε έναν τόπο όπου ο ξένος
σταματά την περιπλάνησή του και παραμένει εκεί οικειοποιούμενος τον ίδιο
ουρανό.
Με άλλα λόγια, η
μοίρα του περιπλανώμενου ξένου μπορεί να εξηγηθεί με μια αμφίσημη ερμηνεία: Η
περιπλάνηση δηλώνει την ανθρώπινη για κίνηση στον έξω κόσμο και τη γνώση πέραν
του εαυτού, αλλά παράλληλα και την ανθρώπινη επιθυμία για αναζήτηση του τόπου
όπου η ακινησία και ο εντοπισμός συμβαδίζουν με την αυτοσυνείδηση και το
καθρέφτισμα του εσωτερικού εαυτού. Τα ερωτήματα για το «ποιοι είμαστε», «πώς
κατακτούμε τη γνώση» και «πώς ορίζουμε την ύπαρξή μας στον χώρο και τον χρόνο»,
όμοια με αυτά που συναντάμε στον Οιδίποδα του Σοφοκλή και τον Δερβίση του
Παπαδιαμάντη, αναζητούν απαντήσεις που προκύπτουν από την περιπλάνηση σε τόπους
όπου αποκαλύπτεται μια βαθύτερη αίσθηση της ταυτότητας και ανιχνεύονται δρόμοι
που οδηγούν πιο κοντά στον εσωτερικό στοχασμό για την ανθρώπινη ύπαρξη.(1)
__________________________________________________________
Η Αυγή-Άννα Μάγγελ (Αθήνα,
1959) είναι διδάκτωρ κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και
σύμβουλος κλασικών σπουδών στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Τελευταίο της βιβλίο, η
επιμέλεια στο Τα γράμματα του Νίκου
Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο. (Σοκόλης, 2001)
(1).Τα
αποσπάσματα αναφέρονται στον Οιδίποδα επί
Κολωνώ του Σοφοκλή, μτφρ.-επίμετρο Δ.Ν.Μαρωνίτης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004 και
στον Ξεπεσμένο Δερβίση του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, εκδ. Μογδονία, Θεσσαλονίκη 2004. Οι πληροφορίες για τον
περιπλανώμενο Ιουδαίο ανασκευάστηκαν από το άρθρο του Alberto Maguel, “The exile’s library”. The
Guardian, Saturday 21
February 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου