...............................................................
*
του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Ἡ ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα, ὡς μιὰ ἀνεξάντλητη δεξαμενὴ ἀπὸ τόσο διαφορετικὲς ἀπόψεις, ἰδέες καὶ τρόπους ζωῆς, ἐπανέρχεται περιοδικὰ στὴ ζωὴ κάθε τόσο ποὺ κάποιος τὴν ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι δὲν ἐμφανίστηκε ἡ δική του κοσμοεικόνα καὶ τρόπος ζωῆς σήμερα ἀπὸ τὸ πουθενά, ἀλλὰ ὑπάρχει ἐδῶ καὶ χιλιετίες ἀκριβῶς μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὑπάρχει σήμερα. Ἕνας ἰδιότυπος σεβασμὸς στὴν παλαιότητα καὶ τὴν παράδοση κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀνεχτοῦν κάποιο τρόπο ζωῆς, ἂν αὐτὸς ἀποδειχτεῖ πανάρχαιος. Ἔτσι, κι ἡ Ἀρχαιότητα χρησιμοποιεῖται στὸ λόγο ὅλων μὲ τὸ ἕνα τους μάτι στραμμένο στὸ τί λέει ὁ τωρινὸς ἀντίπαλος, κοινωνικός, οἰκονομικός, θρησκευτικός, κρατικός, κ.ο.κ. Μποροῦμε νὰ τὸ συνοψίσουμε στὴν ἔκφραση «ἡ Πολιτικὴ κατὰ τῆς Ἱστορίας / ἱστορικῆς γνώσης».
Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν περίφημη ὁμοφυλοφιλία τῶν Ἀρχαίων. Τὸ ἀνομολόγητο πρόβλημα, στὴν σκέψη τῶν ἀντιπάλων πάνω στὸ ζήτημα αὐτό, δὲν εἶναι ἂν ἡ σημερινὴ ὁμοφυλοφιλία ταιριάζει ἢ ὄχι μὲ τὴν σεξουαλικότητα λ.χ. τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἀλλὰ ἂν μπορεῖ ἡ Ἀρχαιότητα νὰ γίνει λάβαρο καὶ μπαϊράκι τῆς δικῆς τους πολιτικῆς κ.ἄ. ἀτζέντας. Ἡ Ἀρχαιότητα ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνας πραγματικὰ ἀχταρμὰς ἀπὸ ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀπόψεις –κι αὐτὸ εἶναι ὁ πλοῦτος της, ποὺ μᾶς κερδίζει καὶ θὰ μᾶς κερδίζει–. Ἡ πολεμική της χρήση εἶναι βέβαια ἀναμενόμενη (καὶ δὲν εἶναι σκοπὸς τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ νὰ φαντασιώνεται ὅτι προσφέρει τρόπους ἀποφυγῆς τῆς χρήσης αὐτῆς), ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐπιστημονικὰ ἐσφαλμένη ἀφοῦ ἀποσιωπᾶ τὶς ἄλλες μισὲς τοτινὲς ἀντιλήψεις.
Ἡ γνωστότερη πολεμική, σὲ βαθμὸ μισαλλοδοξίας, ἑνοποίηση ἢ τσουβάλιασμα τῆς Ἀρχαιότητας ἔγινε ἀπὸ τοὺς Νέους Χρόνους στὴν προσπάθειά τους νὰ τὴν ἀντιπαραθέσουν ὡς περιεκτικὴ ἰδεολογία καὶ κοσμοεικόνα στὸ μεσαιωνικὸ Χριστιανισμό. Ἀλλὰ ὅσο οἱ (ἢ κάποιοι) ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ἦταν «πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοί», ἄλλο τόσο ὁ Ἀλέξανδρος (καὶ οἱ Ἀρχαῖοι) ἦταν «ὁμοφυλόφιλος» ἢ «ἀμφιφυλόφιλος». Στὴν «μία καὶ μοναδικὴ Ἀρχαιότητα» ὡστόσο, χωρᾶνε τόσο ὁ Θέογνις τὸν 6ο αἰ. π.Χ. ποὺ λέει ὅτι, τί πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιστρέφεις ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ νὰ ξαπλώνεις τὸ ἀπόγευμα μὲ ἕνα ὡραῖο ἀγόρι ἢ ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι συναισθηματικὰ καὶ ὄχι μόνον μιὰ ἐγγενῶς προδότρα ποὺ ἐρωτεύεται ὅποιον ἀντικρίσει μπροστά της ἐνῶ τὸ ἀγόρι σοῦ μένει πιστό, καθὼς καὶ ὁ Στράτωνας τὸν 2ο μ.Χ. αἰ., ποὺ βρίσκεται σὲ βασανιστικὸ δίλημμα ποιὰ εἶναι τὰ πιὸ λαχταριστὰ ἀγόρια, τὰ δωδεκάχρονα ἢ τὰ δεκαεξάχρονα· ὅσο καὶ ἄνθρωποι τόσο ἀνόμοιοι μεταξύ τους ὅπως ὁ Διογένης Κυνικὸς ποὺ ἀποστρεφόταν τὴν θηλυπρέπεια τῶν ἀνδρῶν ὡς ἐνάντια στὴ φύση, ποὺ τοὺς ἔφτιαξε ἄνδρες ἐνῶ αὐτοὶ θέλουν νὰ γίνονται γυναῖκες, καὶ ὁ Πλάτωνας ποὺ νομοθετοῦσε κατὰ τῶν ὁμοερωτικῶν σχέσεων, ἢ ὁ ἀντιχριστιανὸς Πορφύριος τὸν 3ο μ.Χ. αἰ., ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἡ συνουσία μεταξὺ ἀνδρῶν μολύνει γιατὶ εἶναι παρὰ φύσιν. Τὸ πράγμα καταντᾶ κωμικὸ ὅσον ἀφορᾶ ἐκείνους ποὺ ψάχνουν στὴν Ἀρχαιότητα μία καὶ μοναδικὴ στάση ζωῆς, καθὼς ἡ διάσπαση αὐτὴ τῆς Ἀρχαιότητας φτάνει στὸ σημεῖο ὁ ἴδιος ἀρχαῖος συγγραφέας νὰ ἀντιφάσκει. Ἔτσι κάνει π.χ. ὁ Πλούταρχος, ποὺ στὸ ἴδιο σύγγραμμα (Ἀλέξανδρος, Βίοι Παράλληλοι, 22 καὶ 67) ἄλλοτε ἐμφανίζει τὸν Ἀλέξανδρο ὀργισμένο ποὺ κάποιος εἶχε σκεφτεῖ νὰ τοῦ χαρίσει δυὸ ὄμορφα ἀγόρια, μὲ τὸν Ἀλέξανδρο νὰ τοῦ ἀπαντᾶ ρωτώντας τί αἰσχρὸ εἶχε μάθει αὐτὸς γιὰ τὸν ἴδιο ὥστε νὰ τοῦ προσφέρει τὰ ἀγόρια, κι ἄλλοτε, παρακάτω, τὸν ἐμφανίζει νὰ φιλάει τὸν «ἐρωμένο» Βαγώα κατ’ ἀπαίτηση τῶν Μακεδόνων, ἄποψη μὲ τὴν ὁποία συμφωνεῖ ὁ σύγχρονος τοῦ Πλούταρχου Ἀθηναῖος (13.603) παραπέμποντας στὸν Δικαίαρχο. Νὰ μὴν γνωρίζει ἡ δεξιὰ τί γράφει ἡ ἀριστερά σου, κάπως. Ἔτσι, μένει κενὴ περιεχομένου ἡ ἀντιπαράθεση μεταξὺ ἀπελευθερωμένων φίλων τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς ἐπιλογῆς καὶ παραδοσιοκρατῶν. Θὰ πρέπει νὰ διαλέξουν ποιὰ Ἀρχαιότητα προτιμοῦν καὶ ποιὰ Ἀρχαιότητα ἐχθρεύονται, ἀντὶ νὰ ἁρπάζονται καὶ νὰ ἀρχίζουν τὶς κοκορομαχίες μὲ ἀφορμή, ὅπως τώρα, τὸ κάθε Νέτφλιξ.
Ἡ σημερινὴ ἐποχὴ διακατέχεται ἀπὸ τὴν μανία τῶν ταυτοτήτων. Ἡ πράξη ὑποχωρεῖ καὶ προέχει ἡ ταυτότητα, ἡ ταμπέλα, ὡς μιὰ σειρὰ ἀπὸ ὁρισμένες ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές. Ἄτομα ποὺ ἐπιθυμοῦσαν μόνο τὴν ὁμοερωτικὴ συνουσία (ἢ καὶ αὐτήν) ὑπῆρχαν πάντοτε, ἂς θυμηθοῦμε τοὺς βυζαντινοὺς εὐνούχους, καὶ πρώιμα μοναστικὰ κείμενα ποὺ προειδοποιοῦν γιὰ τοὺς κινδύνους τοῦ νὰ ἔχει κάποιος μοναχὸς στὸ κελλί του πολὺ νεαρὰ παιδιὰ ὡς δόκιμους. Ἡ διεκδίκηση τῆς ταυτότητας ὡστόσο (κι ὄχι μόνο τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς, ἀλλὰ καὶ ἄλλων, ὅπως τῆς ἐθνικῆς ἢ τῆς θρησκευτικῆς), εἶναι σημερινὸ φροῦτο, καὶ μᾶλλον τὴν παρακμὴ τῆς πράξης δείχνει, μιὰ ἐπιθανάτια κούραση ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ πολιτικὸ ἀκτιβισμό, γιὰ νὰ ποῦμε τί εἴμαστε μὲ ὅσα προνόμια αὐτὸ συνεπάγεται. Ἄλλο ἂν αὐτὸς ὁ ἀκτιβισμὸς σερβίρεται σὲ μᾶς τοὺς ὑπόλοιπους ὡς «ἐπιστροφὴ στὴν καλὴ παράδοση» ἢ ὡς «ὁλοκλήρωση τοῦ προγράμματος τοῦ Διαφωτισμοῦ γιἀ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἀνθρώπου». Καλῶς ἢ κακῶς, ἡ Ἀρχαιότητα (ὅπως κι ὁ Χριστιανισμός) κανονικὰ –δηλαδὴ ἀπὸ ἄποψη μὴ πολιτική– δὲν χωρᾶ στὸ σὲτ τῶν ταυτοτήτων ποὺ τόσο ἁπλόχερα προσφέρει ἡ σημερινὴ ἐποχή, ὥστε νὰ ἐπιλέξει κάποιος, σὰν καλὸς καταναλωτής ταυτοτήτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου