............................................................
Τόμας Χάρντι (1840 - 1928)
·
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντι (1840 – 1928) «Η
Τρισαγαπημένη» (μτφ. Νίκος Φωκάς, εκδ. Κρύσταλο, Αθήνα, 1989)
«…Την επομένη ήταν
ένα ωραίο πρωινό. Σεργιανίζοντας ολόγυρα και τραβώντας κατά την πύλη, είδε την
Έιβις να μπαίνει στο νοικιασμένο πύργο του μ’ ένα πλατύ αυγόσχημο ψάθινο καλάθι
σκεπασμένο μ’ ένα άσπρο πανί, και κάνοντας γύρο να μεταφέρει το φορτίο της στην
πίσω πόρτα. Φυσικά, έπλενε και για το προσωπικό του· δεν το είχε σκεφτεί. Στην
πρωινή λιακάδα έμοιαζε περισσότερο με συλφίδα παρά με πλύστρα· και δεν μπορούσε
παρά να σκέπτεται ότι η λυγερή της γραμμή ήταν τόσο αταίριαστη με την ασχολία
αυτή όσο υπήρξε και της μητέρας της.
Επιτέλους όμως, δεν
ήταν η πλύστρα που έβλεπε τώρα. Στο πρόσωπό της, απάνω της ακτινοβολούσε αυτό
το αληθινό, διαπεραστικό πλάσμα που γνώριζε τόσο καλά! Το επάγγελμα της
υποταχτικής υπηρέτριας, τα ελαττώματα του παροδικού προσώπου που αποτελούσε το
πλαίσιο, είχαν τόση σπουδαιότητα για την προβολή της Μοναδικής, όση έχουν οι
πάσσαλοι υποστήριξης και η σκαλωσιά για την επίδειξη πυροτεχνημάτων.
Η κοπέλα βγήκε από το σπίτι και τράβηξε κατά
το δικό της από ένα μονοπάτι που ο ίδιος δεν ήξερε, αλλάζοντας προφανώς
διαδρομή καθώς τον είδε να στέκεται εκεί. Δεν σήμαινε τίποτε αυτό, διότι
ελάχιστη γνωριμία είχε μαζί του· ωστόσο το ότι τον απέφυγε ήταν μια νέα
εμπειρία. Δεν του δόθηκε άλλη ευκαιρία να τη μελετήσει περισσότερο από απόσταση, και σοφίστηκε ένα
πρόσχημα για να τη φέρει πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του. Βρήκε κάποιο ψεγάδι στα
ασπρόρουχά του και έδωσε εντολή να του φέρουν την πλύστρα.
«Είναι ακόμα μικρή η καημενούλα» είπε με
ύφος απολογητικό η καμαριέρα. «Αλλά από το θάνατο της μάνας της έχει πολλά να
κάνει για να τα βγάζει πέρα και δεν παραπονιόμαστε μαζί της. Αλλά θα της
μιλήσω, κύριε.»
«Θέλω να τη δω ο ίδιος. Στείλε μού την όταν
έρθει» είπε ο Πίερστον.
Ένα πρωί, λοιπόν, ενώ απαντούσε σε μια
κακόβουλη κριτική για κάποιο πρόσφατο έργο του, του είπαν ότι περίμενε στην
είσοδο ν’ ακούσει τις επιθυμίες του. Σηκώθηκε και βγήκε.
«Σχετικά με το πλύσιμο» είπε ο γλύπτης
αυστηρά «είμαι πολύ σχολαστικός. Δε θέλω διάλυση με ασβέστη.»
«Δεν ήξερα ότι τη μεταχειρίζονται» είπε η
κόρη, με φοβισμένο και επιφυλακτικό τόνο, χωρίς να τον κοιτάξει.
«Καλά, καλά. Και τα κουμπιά σπάνε στην
πρέσα.»
«Δεν έχω, κύριε, πρέσα» μουρμούρισε.
«Α, εντάξει τότε. Και δε μ’ αρέσει τόσο πολύ
νάτριο στην κόλλα.»
«Μα δε βάζω καθόλου» αποκρίθηκε η Έιβις με
τον ίδιο απλησίαστο τρόπο· «ποτέ δεν άκουσα αυτή τη λέξη.»
«Α!»
Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο Πίερστον σκεφτόταν
το κορίτσι – ή, όπως θα έλεγαν οι επιστήμονες, η Φύση προωθούσε τα σχέδιά της
όσον αφορά την επομένη γενεά με το πρόσχημα ενός διαλόγου για ασπρόρουχα. Δεν
μπορούσε να διαγνώσει τον ατομικό της χαρακτήρα εξαιτίας της σύγχυσης που του
δημιουργούσε η ομοιότητά της με μια γυναίκα που είχε εκτιμήσει πολύ αργά. Δεν
μπορούσε παρά να βλέπει σ’ αυτήν όλα όσα του ήταν γνώριμα από μιαν άλλη, και να
συγκαλύπτει όλα όσα δεν εναρμονίζονταν με την αίσθηση της μετενσάρκωσης που τον
κατείχε.
Το κορίτσι δεν έμοιαζε να σκέπτεται τίποτε
άλλο παρά το συζητούμενο. Υπήρξε ακριβολόγα στις απαντήσεις της, και δεν είχε
συνείδηση ούτε του φύλου της ούτε της μορφής του.
«Γνώριζα τη μητέρα σου, Έιβις» είπε.
«Θυμάσαι που σου το είπα;»
«Ναι.»
«Λοιπόν… πήρα αυτό το σπίτι για δυο-τρεις
μήνες και θα μου είσαι πολύ χρήσιμη. Ζεις πάντα εκεί, από την άλλη μεριά του
τοίχου;»
«Μάλιστα, κύριε» είπε η ερμητική κι αυτάρκης
κοπέλα.
Συνεσταλμένη κι ατάραχη έκανε να φύγει – ένα
όμορφο πλάσμα με ήρεμα χαρακτηριστικά. Υπήρχε κάτι παράδοξο στο να βλέπει να
αναχωρεί η μορφή που γνώριζε τόσο καλά, αυτή που κάποτε η παρουσία του έκανε να
πάλλεται με τέτοια ζωντάνια ώστε, όχι πολύ μακριά από κει, είχε ρίξει τα χέρια
της γύρω του και του ‘χε δώσει ένα φιλί, φιλί που, περιφρονημένο όταν ακόμα
ήταν νωπό, ξαναζούσε μέσα του τελευταία σαν το πιο αγαπημένο φιλί της ζωής του.
Και τώρα, αυτή που ήταν φτυστή η μάνα της, τέλειο αντίγραφό της, πώς έστριβε
έτσι να φύγει;
«Η μητέρα σου ήταν εκλεπτυσμένη και
μορφωμένη γυναίκα, καθώς θυμάμαι.»
«Ναι, κύριε, ήταν· όλοι το έλεγαν.»
«Ελπίζω να της μοιάζεις.»
Κούνησε το κεφάλι της παιχνιδιάρικα και
απομακρύνθηκε με επιφυλακτικότητα.
«Α, και κάτι ακόμα, Έιβις. Δεν έχω φέρει
πολλά ασπρόρουχα, και πρέπει να ‘ρχεσαι σπίτι κάθε μέρα.»
«Πολύ καλά, κύριε.»
«Δε θα το ξεχάσεις!»
«Όχι, όχι.»
Και την άφησε να φύγει. Ήταν άνθρωπος της
πόλης κι ήταν μια άδολη νησιωτοπούλα· ωστόσο της είχε ανοιχτεί σαν θαλάσσια
ανεμώνη (σημ.: περίπου
σαν μέδουσα) χωρίς να πειράξει την επιδερμίδα της.
Ήταν τερατώδες, μια κόρη που είχε πάρει την προσωπικότητα της πιο τρυφερής του
ανάμνησης να είναι τόσο αδιαπέραστη.
Ίσως να ήταν δικό του φταίξιμο. Η Έιβις ίσως να ήταν ένα Πάθος μεταμφιεσμένο σε
Αδιαφορία, επειδή κατ’ επίφαση είχε τόσο μεγάλη διαφορά ετών από αυτήν.
Αυτό τον οδήγησε στη ρίζα του ζητήματος.
Στην καρδιά δεν ήταν ούτε μια μέρα πιο μεγάλος από τότε που κατάκτησε τη μητέρα
όταν ήταν στην τωρινή ηλικία της κόρης. Η εμφάνισή του είχε αλλάξει με τα
χρόνια, τα αισθήματά του έμεναν τα ίδια.
Όταν έβλεπε κάποιους από τους συνομηλίκους
του που τους λέγαν ξεπερασμένους και αρτηριοσκληρωτικούς – ατάραχους,
προσγειωμένους, ελαφρά γελοία όντα, αρχιμάστορες άλλης εποχής στην τέχνη να
αυξάνουν τον πληθυσμό σπιτιών, σχολείων, κολλεγίων, και σημερινούς
εμπειρογνώμονες στο να παντρεύουν κόρες – πώς τους φθονούσε, υποθέτοντας ότι
αισθάνονται όπως έδειχναν ότι αισθάνονται, με τα εμπόριά τους, την πολιτική
τους, τα γυαλιά τους και τις πίπες τους. Είχαν πάει πέρα από τα παροξυντικά
ρεύματα του πάθους και βρίσκονταν στα γαλήνια νερά της μεσόκοπης φιλοσοφίας.
Αλλά αυτός, σύγχρονός τους, κλυδωνιζόταν σαν φελλός εδώ κι εκεί πάνω στους
αφρούς κάθε φαντασίας, ακριβώς όπως κλυδωνιζόταν όταν είχε τα μισά χρόνια από
σήμερα, με το βάρος διπλής οδύνης, καθώς αύξανε το θέαμα της ματαιότητας των
πάντων.
Η Έιβις είχε φύγει, και δεν την είδε άλλο τη
μέρα εκείνη. Εφόσον δεν μπορούσε να της χτυπήσει ξανά την πόρτα, ήταν γι’ αυτόν
τόσο απρόσιτη όσο αν είχε κλειστεί στο φρούριο στην κορυφή του λόφου πέρα.
Το βραδάκι βγήκε περίπατο στο δρόμο προς το
Κάστρο του Κόκκινου Βασιλιά, που κρέμεται πάνω από τον γκρεμό. Σε σύγκριση με
τα χρόνια του κάστρου αυτού το κάστρο που έμενε εκείνος ήταν χτεσινή υπόθεση.
Στα πόδια του κατακόρυφου γκρεμού κείτονταν τεράστιοι ογκόλιθοι που είχαν
αποκοπεί απ’ αυτό, και κάμποσοι ανάμεσά τους είχαν σκαλισμένα πάνω τους ονόματα
και αρχικά. Ήξερε καλά το μέρος και την παλιά αυτή συνήθεια, και ψάχνοντας
βρήκε δυο ονόματα, που είχε ο ίδιος χαράξει όταν ήταν παιδί. Τα ονόματα ήταν
ΕΪΒΙΣ και ΤΖΟΣΕΛΥΝ – της Έιβις Κάρο και το δικό του. Τα γράμματα είχαν σχεδόν
φθαρεί τώρα από τους καιρούς και την αλμύρα. Αλλά πολύ κοντά εκεί, αρκετά
πρόσφατα χαραγμένα ήταν το όνομα ΑΝΝΑ-ΕΪΒΙΣ ζευγαρωμένο με το όνομα ΙΣΑΑΚ. Δεν
ήταν δυνατό να βρίσκονται εκεί περισσότερο από δύο ή τρία χρόνια και η «Άννα
Έιβις» ήταν προφανώς η Έιβις η νεότερη. Ποιος ήταν ο Ισαάκ; Χωρίς αμφιβολία
κάποιο αγόρι, παιδικός της θαυμαστής.
Επιστρέφοντας από τον ίδιο δρόμο, πέρασε το
σπίτι των Κάρο τραβώντας για το δικό του. Η αναστημένη Έιβις έδινε ψυχή στην
κατοικία και το φως του δωματίου έπεφτε πάνω στο παράθυρο. Εκείνη βρισκόταν
ακριβώς πίσω από το στόρι.
Κάθε φορά που η κοπέλα ερχόταν απροσδόκητα
στο κάστρο αναπηδούσε κι έχανε την αταραξία του. Δεν ήταν γι’ αυτή καθ’ εαυτήν
την παρουσία της, αλλά για τη νέα κατάσταση που έμοιαζε να περιέχει κάτι το
δυσοίωνο. Από την άλλη μεριά, και η πιο
αιφνίδια συνάντηση μαζί του δεν της προκαλούσε καμιά συγκίνηση, όπως προκαλούσε
στο πρωτότυπό της τον παλιό καιρό. Ήταν αδιάφορη, σχεδόν ασύνειδη για τη
γειτνίασή του. Δεν ήταν παρά ένα άγαλμα γι’ αυτήν· γι’ αυτόν εκείνη ήταν μια
φωτιά που δυνάμωνε.
Ένας ξαφνικός τρόμος από τη σαπφική
σφοδρότητα του έρωτα κυρίευε πότε-πότε το γλύπτη, όταν η ώριμη πια λειτουργία
της κρίσης του επέμενε να τον ειδοποιεί ότι το ξεμυάλισμα αυτό ήταν μια επίφοβη
παρέκκλιση από τον ορθό δρόμο. Ιδρώτας τον περιέλουζε. Κι αν τώρα πλέον του
ήταν γραφτό να εξαγοράσει τις περασμένες αισθηματικές περιπλανήσεις του (με την
κυριολεκτική σημασία της λέξης) προσδεμένος για πάντα, με μια μοιραία πίστη, σ’
ένα αντικείμενο που η διάνοιά του περιφρονούσε; Μια νύχτα ονειρεύτηκε ότι είδε
αμυδρά μεταμφιεσμένη πίσω από την όψη της νεαρής γυναίκας την ίδια δολοπλόκο με
το πονηρό της πρόσωπο να γελάει δυνατά.
Οπωσδήποτε, η Τρισαγαπημένη ήταν και πάλι
ζωντανή· είχε χαθεί και ξαναβρέθηκε. Έμεινε κατάπληκτος από τη μέσα του αλλαγή.
Είχε λάβει ως τώρα την όψη παράξενων γυναικών· υπήρξε γυναίκα όλων των τάξεων,
από την αξιοπρεπή κόρη κάποιου ιερωμένου ή ευγενούς ως τη νουβιανή χορεύτρια
που ανέμιζε το μαντίλι της στο ρυθμό του ταμ ταμ· αλλά όλες αυτές οι
ενσωματώσεις ήταν προικισμένες με κάτι το εξαιρετικό, είτε στη σάρκα είτε στο
πνεύμα· ορισμένες είχαν ευφυΐα, κάποιες ταλέντο, ακόμα και ιδιοφυΐα. Αλλά η νέα
προσωποποίηση δεν ήταν κατά τα φαινόμενα τίποτα περισσότερο από ένα νόστιμο
θηλυκό. Δεν ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει μια βεντάλια ή ένα μαντίλι, σχεδόν δεν
ήξερε πώς να βάλει ένα γάντι.
Αλλά η ζωούλα της ήταν αγνή, κι αυτό άξιζε
πολλά. Φτωχούλα Έιβις! εικόνα της μητέρας της. Όλα από εδώ ξεκινούσαν. Στο
κάτω-κάτω, η καταγωγή της ήταν όσο καλή ήταν κι η δική του· στην κακοτυχία
οφείλονταν η σημερινή της κατάσταση. Όσο παράδοξο κι αν φαινόταν, ο λόγος που
την αγαπούσε ήταν ακριβώς ο στενός της ορίζοντας. Η αναζωογονητική της επίδραση
απάνω του είχε άρρητη γοητεία. Αισθανόταν όπως είχε αισθανθεί όταν στεκόταν δίπλα
στην προκάτοχό της· μα, αλίμονο! ήταν τώρα είκοσι χρόνια πιο κοντά στο σκοτάδι.
Από
το δοκίμιο «Η ΤΡΙΣΑΓΑΠΗΜΕΝΗ – Ο καταναγκασμός
να σταματήσει η επανάληψη» του Τζ. Χίλλις
Μίλλερ. (μτφ. Άρης Μπερλής, στην
ίδια έκδοση)
«…Τα
μυθιστορήματα και τα ποιήματα του Χάρντι όχι μόνο επαναλαμβάνουν το ένα το άλλο
τη θεματική τους, έχοντας ως μόνιμο θέμα την προδοσία, την τραγελαφική ασυμφωνία
αντιμαχομένων επιθυμιών και τη συνεχή ερωτική απογοήτευση· οι αιτίες του ερωτικού
πόνου συνδέονται επίσης με την επανάληψη. Όλα τα μυθιστορήματα του Χάρντι θέτουν
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το ερώτημα: «Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι διαβαίνουν
μέσ’ απ’ τη ζωή σαν υπνοβάτες, υποχρεωμένοι να επαναλάβουν στις ερωτικές τους σχέσεις
τα ίδια λάθη, προξενώντας στον εαυτό τους και στους άλλους τον ίδιο πόνο, πάλι και
πάλι;»…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου