...............................................................
Τόμας Στερν Έλιοτ (1888 – 1965)
·
«V.
Τι είπε η Βροντή» το τελευταίο μέρος από
το ποιητικό έργο «Η Έρημη Χώρα» του Τόμας
Στερν Έλιοτ (1888 – 1965) (μετάφραση
Παυλίνα Παμπούδη, εκδ. Printa, 2024)
Μετά
την κόκκινη λάμψη του δαυλού πάνω σε ιδρωμένα
πρόσωπα
Μετά
την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
Μετά
την αγωνία σε βραχώδεις τόπους
Τις
κραυγές και τους ολολυγμούς
Φυλακή
και ανάκτορο κι αντίλαλος
Ανοιξιάτικης
βροντής πάνω σε όρη μακρινά
Αυτός
που ήταν ζωντανός τώρα είναι νεκρός
Εμείς
που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε
Με
λίγη υπομονή
Εδώ δεν υπάρχει νερό
παρά μονάχα βράχος
Βράχος κι όχι νερό κι
ο σκονισμένος δρόμος
Ο δρόμος που
περιελίσσεται ανάμεσα στα όρη
Που είναι όνειρα
άνυδρα, βραχώδη
Αν υπήρχε νερό εδώ,
θα στεκόμασταν να πιούμε
Ανάμεσα σε βράχους
δεν μπορείς να σταθείς ή να σκεφτείς
Στεγνός ο ιδρώτας και
τα πόδια στη σκόνη
Ας υπήρχε τουλάχιστον
νερό ανάμεσα στα βράχια
Στόμα βουνού νεκρού
με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει
Εδώ κανείς δεν μπορεί
να σταθεί να ξαποστάσει
να καθίσει
Ούτε καν σιωπή δεν
υπάρχει στα βουνά
Μόνο ξερή βροντή,
στείρα χωρίς βροχή
Ούτε καν μοναξιά δεν
υπάρχει στα βουνά
Αλλά κόκκινα πρόσωπα
καγχάζουν και γρυλίζουν σκυθρωπά
Στ’ ανοίγματα οίκων
από λασπόχωμα στεγνό και ραγισμένο
Αν υπήρχε νερό
Και όχι βράχοι
Αν υπήρχαν βράχοι
Και νερό μαζί
Και νερό
Μια πηγή
Μια γούρνα μες στο βράχο
Αν υπήρχε μονάχα ο ήχος του νερού
Όχι ο τζίτζικας
Και του ξερόχορτου το θρόισμα
Μόνο ο ήχος του νερού πάνω στο βράχο
Εκεί που κελαηδά η κίχλη η ερημίτισσα
μέσα στα πεύκα
Ντριπ ντροπ ντριπ ντροπ ντροπ ντροπ
ντροπ
Αλλά δεν υπάρχει νερό
Ποιος είναι ο τρίτος
που βαδίζει πάντα πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαστε
μόνο εσύ κι εγώ μαζί
Μα όταν κοιτάζω
εμπρός στον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος
άλλος που βαδίζει πλάι σου
Γλιστρώντας
τυλιγμένος σε μια κάπα καφετιά, κουκουλωμένος
Δεν ξέρω αν είναι
άντρας ή γυναίκα
-Μα αυτός εκεί, από
την άλλη σου πλευρά, ποιος είναι;
Τι είναι αυτός ο ήχος
ψηλά στον αέρα
Μουρμουρητό θρήνου
μητέρας
Ποιες είναι τούτες οι
ορδές κουκουλοφόρων που συρρέουν
Σ’ απέραντες
πεδιάδες, σκοντάφτοντας στη ραγισμένη γη
Την περικυκλωμένη απ’
τον χαμηλό ορίζοντα μονάχα
Ποια είναι η πόλη
πέρα απ’ τα βουνά
Που διασπάται,
ανασχηματίζεται κι εκρήγνυται μες στον
μενεξεδένιο αέρα
Πύργοι που πέφτουν
Ιερουσαλήμ Αθήνα
Αλεξάνδρεια
Βιέννη Λόντρα
Εξωπραγματικές
Τράβηξε μια γυναίκα
τα μαύρα μακριά μαλλιά της τεντωμένα
Και έπαιξε μουσική
ψιθυριστή πάνω σε τούτες τις χορδές
Και νυχτερίδες με
πρόσωπα βρεφών μες
στο μενεξεδένιο φως
Τσίριξαν, και
χτυπήσαν τα φτερά τους
Και σέρνονταν
κατέβηκαν με το κεφάλι κάτω έναν
μαυρισμένο τοίχο.
Κι υπήρχανε
κωδωνοστάσια ανάστροφα μες στον αέρα
Καμπάνες μνήμης
κρούοντας, που σήμαιναν τις ώρες
Και τραγουδούσανε
φωνές μέσ’ από στέρνες άδειες και
πηγάδια στερεμένα.
Σ’ αυτήν τη σάπια
τρύπα μέσα στα βουνά
Στ’ αμυδρό το
φεγγαρόφωτο, θροΐζει το χορτάρι
Πάνω απ’ τους
ρημαγμένους τάφους, γύρω απ’ το παρεκκλήσι
Εκεί είναι το άδειο
παρεκκλήσι, του άνεμου μόνο κατοικία.΄
Παράθυρα δεν έχει και
η θύρα πάει πέρα δώθε,
Οστά στεγνά κανέναν
δεν μπορούν να βλάψουν.
Ένα κοκόρι μόνο
στάθηκε στης οροφής επάνω το δοκάρι
Κο κο ρίκο κο κο ρίκο
Στη λάμψη μίας
αστραπής. Μετά μια υγρή πνοή
Που έφερνε βροχή
Η στάθμη του Γάγγη
είχε πέσει, και τα εξαντλημένα φύλλα
Περίμεναν βροχή, ενώ
τα μαύρα σύννεφα
Μαζεύονταν πέρα
μακριά, πάνω απ’ το Χίμαβαντ.
Η ζούγκλα
κουβαριάστηκε, ζάρωσε στη σιωπή
Μίλησε τότε η βροντή
DA (Σημειώση: «NTA», λέει κάθε φορά, συνοδεία ενός
κεραυνού, ο Πραπαζάτι, ο πατέρας θεών, δαιμόνων και ανθρώπων)
Datta:
τι έχουμε δώσει; (Σημείωση:
«Ντάττα» (σανσκ. Στο πρωτότυπο), δηλ. «δώσε», ακούνε οι άνθρωποι)
Φίλε μου, τραντάζει
το αίμα την καρδιά μου
Την τρομερή την τόλμη
μιας στιγμής που ενδώσαμε
Της σύνεσης τα χρόνια
ν’ αναιρέσουν δεν μπορούν
Λόγω αυτής, αυτής και
μόνο, έχουμε υπάρξει
Αυτής που δε θα βρουν
μες στις νεκρολογίες μας
Ή σ’ αναμνήσεις απ’
την ευεργέτιδα αράχνη σκεπασμένες
Ή κάτω από σφραγίδες
παραβιασμένες απ’ τον σκελετωμένο
Δικηγόρο
Μέσα στις άδειες
κάμαρές μας
DA
Dayadhvam («Νταγιάντβαμ» (σανσκ. στο
πρωτότυπο), δηλαδή «συμπόνεσε», ακούνε οι δαίμονες):
έχω ακούσει το κλειδί
Να γυρίζει στην πόρτα
μια φορά και να γυρίζει μια φορά μονάχα
Σκεφτόμαστε το
κλειδί, καθένας μες στη φυλακή του
Σκεπτόμενος το
κλειδί, καθένας αποδέχεται μια φυλακή
Μόνο σαν πέφτει η
νύχτα, ανυπόστατες φήμες
Ζωντανεύουν για μια
στιγμή έναν συντετριμμένο Κοριολανό
DA
Damyata («Νταμυάτα» (σανσκ. στο
πρωτότυπο), δηλ. «κυριάρχησε», ακούνε οι θεοί.):
το πλεούμενο
ανταποκρίθηκε
Χαρούμενα, στο
έμπειρο το χέρι στο πανί και στο κουπί
Η θάλασσα ήταν ήρεμη,
θα είχε ανταποκριθεί και η καρδιά σου
Χαρούμενα στην
πρόσκληση, χτυπώντας πειθήνια
Σε σίγουρα χέρια
Κάθισα στην όχθη
Ψαρεύοντας, με την
άνυδρη πεδιάδα πίσω μου
Να βάλω τουλάχιστον
τις γαίες μου σε τάξη;
Η γέφυρα του Λονδίνου
καταρρέει, καταρρέει, καταρρέει
Poi s’ascose nel foco che gli affina (Κι ύστερα χώθηκε στην
εξαγνιστήρια φωτιά»,
Δάντης, Θεία
Κωμωδία, «Καθαρτήριο», άσμα XXVI,
στ.148)
Quando fiam uti chelidon –
(Πότε θα γίνω χελιδόνι;)
– Ω, χελιδόνι, χελιδόνι
Le Prince d’ Aquitaine a’ la tour abolie (Ο πρίγκιπας της Ακουιτανίας στον
διαλυμένο πύργο)
Με τα θραύσματα τούτα
έχω αντιστηρίξει τα ερείπιά μου
Λοιπόν, θα σας
ταχτοποιήσω. Τρελός ο Ιερώνυμος ξανά.
Datta. Dayadhvam. Damyata.
Shantih shantih shantih
(Σαντί
(σανσκ. στο πρωτότυπο): πνευματική γαλήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου