Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

«Τα χελιδόνια» διήγημα του Μάρκου Μέσκου (1935 – 2019) από τη συλλογή πεζογραφημάτων «Νερό Καρκάγια» (εκδ. «Ίκαρος», β’ έκδοση, 2006)

 ...............................................................



                 Μάρκος Μέσκος (7.9.1935 - 1.1.2019)



·       «Τα χελιδόνια» διήγημα του Μάρκου Μέσκου (1935 – 2019) από τη συλλογή πεζογραφημάτων «Νερό Καρκάγια»* (εκδ. «Ίκαρος», β’ έκδοση, 2006)

 

Με κάτι ακόμα, πάλι, ξαφνιάζομαι· γνωστά άγνωστα, λίγο θέλουν και άλλα να μου πουν, να με κρατήσουν κοντά τους φέροντας, θαρρείς, τα καινούρια νέα τους.

 

   Καλοκαιράκι δοξασμένο, με την Ελένη κάπου στην Ιερισσό της Χαλκιδικής, κρατούσε το βαλάντιό μας για τις ολιγοήμερες διακοπές, πρωί βραδάκι στη θάλασσα, ώρες στο μπαλκόνι του σπιτιού που μας στέγαζε τις νύχτες – εκεί τα πρώτα πιτσιλίσματα στους τοίχους, τα δοκιμαστικά θεμέλια σε άλλη γραμμή, τα εγκεκριμένα από τα μεγαλύτερα για την επόμενη χρονιά, πού κούρνιαζαν τώρα ήταν άγνωστον, φωλιές δεν βλέπαμε, μάλλον στα δέντρα ησύχαζαν όπως όλα τα πουλιά του κόσμου.

   Συνήθως πρωί, κατά τις εξήμισι, παραταγμένα στα καλώδια του φωτός, κάποτε τα μέτρησα, μικρές μεγάλες οικογένειες ξεπερνούσαν τα εκατό· προς στιγμήν, γιατί σε λίγο λιγόστευαν ή προσγειώνονταν κι άλλα κι έχανες τον λογαριασμό.

   Ιούλιο μήνα τα μικρά είναι πανέτοιμα, αέρινα μικροπούλια, δεν ακούς τον ήχο των φτερών τους, τα παρατηρούσα, σπαθάτα καθάριζαν το σώμα τους, τιτίβιζαν συνομιλώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους, έχθρα (σχεδόν) δεν υπήρχε για τον τόπο του ξαποστάματος, κάποια έδειχναν πιο πολλές συμπάθειες στην κοινότητά τους, λίγα ήσαν τ’ αμίλητα στις άκρες, τα ατιμώρητα παρ’ όλα αυτά.

Και ήσαν τρεις φάρες (θαρρείς) χελιδονιών, που πετούσαν ψηλά στα σύννεφα ή χαμηλά, σύρριζα με τη χλόη, ακατάπαυστα όταν είχαν ανάγκη τα δρομολόγια τα καθημερινά. Η μια κατηγορία ξεχώριζε από το μικρό σώμα, ας πούμε τα τσικό, άσπρο-μαύρο, με τον αέρα πάλευαν, είχαν τρυφερά φτερά και την απόσταση τη βόλευαν κάπου ανάμεσα στα δέντρα, στα χορτάρια και στα γύρω ρυάκια με τις λάσπες. Τα άλλα, τα λίγο μεγαλύτερα, είχαν την κοιλιά τους λευκή, μια υποψία του χρώματος καφέ αλλά το μαύρο κυριαρχούσε αρχίζοντας από το μικρό μελαχρινό κεφάλι έως τη ράχη, τα φτερά και την ψαλιδωτή ουρά τους. Ήσαν τα περισσότερα στην παράταξη-επιθεώρηση από ποιον, την πρωινή κυρίως, στα ηλεκτροφόρα καλώδια μπροστά μας.

   Τα λιγότερα χελιδόνια ήσαν εκείνα που γνώριζα από το κατώι της κυρα-Τασούλας, οι βετεράνοι των μεγάλων ταξιδιών της αποδημίας, τα τσίτσιρ-βίτσιρ, μεγάλα, μεγαλύτερα θέλω να πω από τ’ άλλα, εκείνα που τα κουπιά των φτερών τους εκμηδένιζαν το χώρο· γυάλιζε το μαύρο φτέρωμά τους και οι θερμές ώχρες κάτω στα υπογάστρια, αθόρυβα έσκιζαν με χίλιους τρόπους τους αιθέρες, μια στα ύψη μια στους γκρεμούς μια στα πλάγια της γης.

Όλα μαζί, και τα μικρόσωμα ασπρόμαυρα (ας τα ονομάσουμε φετινά παιδιά), και τα ενδιάμεσα σπαθάτα, και τα παλιά, οι μάνες, τ’ αυτοκρατορικά, όλα χελιδόνια παραταγμένα στα καλώδια, να τα βλέπουν οι άνθρωποι και να παραδειγματίζονται (αν γίνεται), ποτέ αντίπαλα μεταξύ τους, μια κοινότητα χελιδονιών πρωί βράδυ στη ζωή.


*Σημείωση για τη συλλογή από τον συγγραφέα: Τα βιώματα πρώτα' μετά οι γραφές.

Μικρές, "προφορικές" ιστορίες, σχεδόν άγνωστες και μηδέποτε ειπωμένες, ενός κόσμου πέραν από τις ορεσίβιες συγκρούσεις του Εμφυλίου (κυρίως) πολέμου, τα μετόπισθεν της καθημερινής ζωής του αμάχου πληθυσμού που πλαγιάζει, υπερβαίνοντας την Εποχή, σε μια λίμνη αίματος και στον απόηχό του ακόμη.

Νερό Καρκάγια, νερό καρά-καγιά, νερό του μαύρου βράχου - δυο συνθηματικές λέξεις που δηλώνουν τα μυστικά θεμέλια της μικρής πόλης (και εκτός των ορίων της) παραπεταμένα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: