...............................................................
Όταν ξαφνικά
και υψώνεται
έβλεπα το ζευγάρι
...............................................................
...............................................................
...............................................................
...............................................................
Μάρκος Μέσκος (1935 - 2019)
·
«Ο
σημαδεμένος» διήγημα του Μάρκου Μέσκου (1935 – 2019) από τη συλλογή πεζογραφημάτων «Νερό Καρκάγια*» (εκδ. «Ίκαρος», β’ έκδοση,
2006)
Της Μαρίας και του Αθανασίου κι ο Τάσκος.
Στο χωριό Ντάμπενι, μετακομισμένο και μ’ όσους απόμειναν, οι δύστυχοι, μετά τον
Εμφύλιο, σε νέο χώρο, όχι πολύ μακριά – για ν’ ανταμώνουν οι κατάρες κι οι
ευχές των νεκρών στον δρόμο.
Ήταν μεγάλο το χωριό,
με ιστορία. Κάμποσα χρόνια ησύχαζε, άλλοτε φούντωνε σκοτωμένο.
Στο σπιτικό της
Μαρίας και του Αθανασίου υπήρχαν, πλην του πρωτότοκου Τάσκου και άλλα παιδιά, η
Μαλίνα, η Γκία, η Γιάνκα και ο Βάσκος. Όλοι μαζί, μικροί μεγάλοι, χειμώνα
καλοκαίρι, στις δουλειές. Κάποια χωράφια είχε το σπίτι, λίγα αιγοπρόβατα, δυο
γελάδια.
Κάποτε ο πατέρας, ο Αθανάσιος, πήγε στην
Αμερική, κατά το ’26. Εκεί να δουλέψει, να προκόψει και να ‘ρθει γρήγορα, όσο
γίνεται, πίσω, να βοηθήσει καλύτερα τη φαμίλια του.
Μα χάθηκαν τα σημάδια
του, τέσσερα χρόνια κατόπιν, επιστολή δεν έφτανε στο σπίτι. Και το χειρότερο,
καμία Αρχή, εδώ κι εκεί, δεν έδινε συγκεκριμένη την πληροφορία. Τι έπαθε, πού
είναι κρυμμένος, πώς χάθηκε, κάτι να πουν. Μα σα να τον κατάπιε η γη. Απάντηση
καμιά.
Η κυρα-Μαρία, ελπίζοντας πάντα στον ερχομό
του, ρίχτηκε με λύσσα στις δουλειές, να μεγαλώσει τα παιδιά. Τα παιδιά, μεγάλωναν,
ήδη φτάσανε δεκάξι, δεκατρία, έντεκα, εννιά χρονών, οκτώ.
Από κει και πέρα,
κοντά στα ’39-’40, ραγδαία τα γεγονότα της εποχής, και στο σπίτι αυτό,
προχώρησαν.
Ο Τάσκος, ο
πρωτότοκος γιος, ο πιο ζωηρός, συνδέθηκε με τις πολιτικές οργανώσεις του
κόκκινου κόμματος, του εκτός Νόμου· στα δεκαοχτώ του ήταν κιόλας στα
μπουντρούμια. Από κει στη φυλακή της εξορίας, δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος,
Αλβανικό μέτωπο, απόδραση και να τος τώρα, πρώτα χρόνια γερμανικής κατοχής,
στέλεχος του Κόμματος κάπου στην περιοχή Πιερίας – Θεσσαλονίκης. Παράτολμος,
πανέξυπνος, ρεαλιστής, με πολλά καθήκοντα σε όλα τα παράνομα μερόνυχτά του.
Μετά από δέκα μήνες
ριψοκίνδυνων αποστολών, σε κάποιο σημείο έσπασε το «δίχτυ». Κάποιος (μα ποιος;)
τον κάρφωσε. Στο σπίτι ενός συντρόφου, κάπου στην περιοχή Δόξα της Σαλονίκης,
τον έπιοασαν συνεργάτες των Γερμανών. Συνοπτικές οι διαδικασίες, πρόλαβε και
τον είδε για λίγο στη φυλακή βουρκωμένη η μάνα, η κυρα-Μαρία. Την άλλη μέρα, 23
του Μάη, τον πήρε το σκοτάδι. Μαζί με άλλα έξι παλικάρια, στον «συνήθη τόπο των
εκτελέσεων» και στα επόμενα χρόνια, έξω από τα κάστρα του Γεντή Κουλέ, τον
εκτέλεσαν. Η μάνα του δεν εννόησε ποτέ τον θάνατό του. «Γιατί», «γιατί»,
«γιατί», μονολογούσε πλημμυρισμένη στα δάκρυα. Το κακό ποτέ δεν το συγχώρησε
στη ζωή της. Και τότε και αργότερα μηνούσε στον άλλο γιο της, τον Βάσκο, να
βρει οπωσδήποτε το χώμα που σκέπασε, κακήν κακώς, τον αδελφό του, τον πρωτότοκό
της. – Βάσκο, του μηνούσε, μην ξεχάσεις ποτέ, να βρεις το μέρος που σκότωσαν
και θάψανε τον Τάσκο, εκεί ένα κερί ν’ ανάψουμε, η ντούσια (=η ψυχή)
του να λαφρώσει…
Στο μεταξύ, τα γεγονότα, πάλι καμτσίκι στα
καπούλια. Ο Βάσκος πήρε τη σκυτάλη του Αγώνα από τον αδερφό του, αντάρτης στα
βουνά και παρτιζάνος, χτυπώντας τον κατακτητή με όσες δυνάμεις είχε. Πότε δω,
πότε εκεί, χωρίς αναπαμό, λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, συνείδηση και πράξη, αγωνίες
και αποφάσεις και συγκρούσεις, κάθε τόσο, με τους εχθρούς, που ευλόγησε ο
καιρός, που ευλόγησαν (καλύτερα) οι αγώνες των ανθρώπων, να φύγουν και να
χαθούν!
Φθινόπωρο του ’44 η χώρα απελευθερώθηκε από
τους Γερμανούς. Μέσα στη γενική ευφροσύνη το Κόμμα έδωσεν εντολή, όσοι
μπορούσαν, να τρέξουν παντού, σε στεριά και θάλασσα, όπου κοινότητες και πόλεις
και χωριά, πλαγιές και λιμάνια, να μηνύσουν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου το
μεγάλο καλό της Ελευθερίας, τώρα νέα ζωή, προπαντός δίκαιη, μας περιμένει!
Και τρέξανε πολλοί
και μηνύσανε και διαδώσανε τα καλά της νέας ζωής στο χαρούμενο πανηγύρι των
ημερών εκείνων. Ελπίδες, ελπίδες, ελπίδες.
Ο Βάσκος, έτρεξε και
κείνος στο χωριό του, το Ντάμπενι, να βρει πρώτα τη μάνα του, να την
αγκαλιάσει, να τη φιλήσει, να της μιλήσει για τα δίκαια του Αγώνα (που
επιτέλους καρποφορούν), να της υποσχεθεί ξανά για τον τόπο του Τάσκου, να βρει
το χώμα που τον σκεπάζει…
Όλα έγιναν όπως τα χάραξε στο μυαλό και την
ψυχή του. Μαζεύτηκαν και οι συγχωριανοί του να γιορτάσουν τα καλά μηνύματα,
εκείνος ανέβηκε σ’ ένα χαμηλό ντουβαράκι και μίλησε στη γλώσσα των πατέρων του
για όλα τ’ αγαθά του νέου κόσμου που ξημέρωνε πια, τις μεγάλες ελπίδες, τα
δίκαια της ειρηνικής ζωής, την ανθρωπιά και την Αγάπη!
(Αυτός μιλούσε πάνω
από το ντουβαράκι, πάνω από τα δέντρα, πάνω από τα βουνά και τα σύννεφα μα
κάποιοι από τότε – και για όλην τη μετέπειτα ζωή του – τον σημάδεψαν!)
Τίποτε δεν μπόρεσε να
τον αποχαρακτηρίσει. Μήτε στον δεύτερο γύρο, αντάρτης τώρα του δημοκρατικού
στρατού, τηλεγραφητής κοντά στον Μάρκο, ρα-τα-τα, ρα, τα τα, τατά, τίποτε. Μήτε
όταν ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση και πέρασαν τα σύνορα, μετά την ήττα, κάπου
στην Αλβανία, στην Αυλώνα κατόπιν και στ’ αμπάρια των πλοίων το ταξίδι από το Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος, τα
Δαρδανέλια, τον Βόσπορο· στον αέρα της Μαύρης θάλασσας αναπνέοντας είδαν τον
ήλιο ύστερα από τόσες μέρες και πέταξαν τα δίκοχά τους ψηλά, τώρα ασφαλείς,
τώρα χωρίς χτυποκάρδια στη νέα ζωή, έστω, μακριά από την Πατρίδα – μήτε τότε…
Έπειτα το αναγκαστικό ταξίδι προς Ανατολάς,
προς την έρημο των Ουζμπέκων, στην Τασκένδη καταλήξανε, συμμαζεύτηκαν, άρχισε η
ζωή, για πολλούς, από το μηδέν. Σε πολιτείες εμιγκρέδων ζούσαν, το Κόμμα πάντα
παρόν, άγρυπνο. Που δεν του ‘δινε του Βάσκου την έγκριση να σπουδάσει Φιλολογία
– μήτε τότε.
Τολμηρός όμως εκείνος πήγε στους Ρώσους
διοικητές των Σχολών κι αυτοί τον πέρασαν στις τάξεις των πολιτικών μηχανικών,
το Κόμμα του ‘κανε αυστηρή επίπληξη γιατί παράκουσε τις δικές του διαταγές που
του απαγόρευαν (σχεδόν) να σπουδάσει -
πόσες φορές δεν καταράστηκε εκείνο το ντουβαράκι στο χωριό του! – μα δεν
τόλμησαν να τον τιμωρήσουν, τον κράτησαν «υπό δυσμένειαν» καιρό, όταν
αποφοίτησε πολιτικός μηχανικός, όχι φιλόλογος που επιθυμούσε η καρδιά του, με
το πτυχίο στο χέρι, καμάρωνε γαμπρός· παντρεύτηκε την αγαπημένη του, εκεί στα
ξένα.
Το κουπί δύσκολο και
γι’ αυτόν, μάλλον πιο δύσκολα από τους άλλους συναγωνιστές, έβρισκε κάποιους
από τα μέρη του και τα ‘λεγαν πικραμένοι, σαν κάτι άλλο να τους στιγμάτιζε, τι
άλλο; Πάλι περνούσε απ’ το μυαλό του το ντουβαράκι, μα τι έφταιγε εκείνο και η
γλώσσα του, εντολή εκτελούσε, μιλούσε για τα «πανανθρώπινα ιδανικά» στους
συγχωριανούς του με τον τρόπο που εκείνοι εννοούσαν, τι έφταιξε άραγε;
Κύλησαν πάλι ταχυπόδαρα τα γεγονότα της ζωής
του. Δούλεψε (και πού δεν δούλεψε) σε πολλά μέρη, εκεί στην ξενιτιά, ύστερα
αποστολή προς Δυσμάς, όλο προς Δυσμάς, το τρένο πέρασε πάλι την έρημο,
επιστροφή. Έφτασε στη Ρουμανία, κατόπιν για ένα διάστημα στην Πολωνία, στην
Ανατολική Γερμανία, στο Βελιγράδι. Πολλοί συγχωριανοί του κατέβαιναν προς
Νότον, χτυποκαρδούσε και κείνος. Τελικά, στέριωσε με τη φαμίλια του τρεις
τέσσερις ώρες δρόμο, με το αυτοκίνητο, μακριά από το χωριό του – να το
οσμίζεται μα να μην το βλέπει. Μαζί και τα δυο παιδιά του, που γεννήθηκαν στο
μεταξύ στη γειτονική χώρα με τον Βαρδάρη ποταμό στο ξεκίνημά του.
Πάλι τα χρόνια δύσκολα, μα τώρα αισθανόταν
ότι ανέπνεε από κοντά το αεράκι του χωριού του, οι τρεις αδερφές του είχαν
καταφύγει κυνηγημένες στα Μπιτόλια, η μάνα
τους, η κυρα-Μαρία είχε πεθάνει. Μέσα του όμως δεν ξεχνούσε τον καημό
της, «να βρεις το χώμα που σκεπάζει τον Τάσκο, ν’ ανάψεις ένα κερί», και
περίμενε, περίμενε την ευκαιρία. Χαρακτηρισμένος ανεπιθύμητος και από τους
εκπροσώπους της χώρας που τον γέννησε, βίζα καθαρή δεν μπόρεσε να πάρει. Ένα Πάσχα μονάχα,
εντελώς ξαφνικά, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, αρχές του ’90, έδωσε την άδεια,
«μπορούν όλοι οι αλλοδαποί μηδενός εξαιρουμένου και χωρίς διακρίσεις να επισκεφθούν
την Ελλάδα μόνο για τέσσερις ημέρες».
Έσπευσε και ο Βάσκος από τους πρώτους
κατευθείαν για το χωριό του, το Ντάμπενι, που όμως δεν το βρήκε. Ο εθνικός
στρατός, τότε, το είχε ξεπατώσει, σκόρπισαν οι άνθρωποι, κοντά στο Βίτσι το
χωριό ήταν επικίνδυνο για τις επιχειρήσεις του, υπήρχαν κι άλλοι λόγοι, λένε.
Τελικά, μεταφέρθηκε ανατολικότερα μετά τον Εμφύλιο, τίποτε δεν θύμιζε το παλιό.
Δεντροχώρι τώρα, με άλλα νερά, άλλα πουλιά κι άλλα δέντρα.
Ο Βάσκος έτρεξε στο
παλιό, στο δικό του, βρήκε μονάχα ένα ψηλό καραγάτσι, το αγκάλιασε κλαίγοντας,
γύρω γύρω από τον κορμό του με ανοιχτά χέρια το αγκάλιαζε σπαράζοντας. Η ψυχή
της φωνής του μόνο ανάσταινε τα σπίτια ένα προς ένα, τις αυλές, τους γειτόνους,
τους φίλους, τις ιστορίες τις παλιές του Ντάμπενι. Σχεδόν δεν κοιμήθηκε τις
νύχτες της «επίσκεψής» του εκεί. Πήγε στα γύρω χωριά, στις δυο πόλεις αριστερά
και δεξιά του, να πάρει μαζί του ό,τι μπορέσει, στο Μάλι μάδι φοβήθηκε, δεν
ανέβηκε.
Γύρισε πίσω, στη γειτονική χώρα, στην πόλη
του ποταμού Βαρδάρη, σαν δαρμένο σκυλί. Πώς να συνέλθει! Όλα ρημαδιό· μα ο
ήλιος και ο αέρας και το νερό, «τρεις τέσσερις ώρες δρόμο, με το αυτοκίνητο,
μακριά από κει που στέριωσε», όλα ήσαν πάλι νέα, έλαμπαν μέσα του! Μα για το
μήνυμα της μάνας του ούτε λόγος, έπρεπε να ρωτήσει πολλούς και πολλά, χρόνο δεν
είχε, άλλωστε μέρες του Πάσχα, όλα ήσαν κλειστά, καμιά Υπηρεσία δεν δούλευε.
Γύρισε λοιπόν πίσω με
πολλές αντιφάσεις, αναστατωμένος περισσότερο, κακοκαρδισμένος για τον ελάχιστο
χρόνο της «άδειάς» του, περιμένοντας μην τάχα ξεμυτίσει πάλι κάποια ευκαιρία.
Κάποιοι καλοί άνθρωποι από τη Σαλονίκη, έμποροι κυρίως που έτυχε να
εξυπηρετήσει εκεί, προσπάθησαν και του ‘βγαλαν βίζα, περιχαρής ο Βάσκος
ετοιμάστηκε για το τάμα, όμως στα σύνορα δεν του επέτρεψαν να περάσει –
«ανεπιθύμητος»!
Πόσες φορές δεν έγινε
αυτό, στιγματισμένος μια ζωή, γιατί; Γύριζε πάντα τσακισμένος, συγχυσμένος,
παραμιλώντας με τα παράλογα του κόσμου αυτού.
Λέγεται ότι ο Βάσκος, κόντευε τα ογδόντα
χρόνια της ζωής του, σαν από λήθαργο ξαναβγήκε στη ζωή, πήρε την άδεια, δεν
ξεύρω πώς, να περάσει τα σύνορα, να κάνει μνημόσυνο στον αδερφό του που
σκοτώθηκε από τους Γερμανούς, μαζί με άλλα έξι παλικάρια, στην Κατοχή. Λέγεται
ότι, την εντολή για το πέρασμα, την έδωσε ανώτατο στέλεχος της Κυβερνήσεως των
ημερών μας, έφτασε στα σύνορα τρέμοντας μήπως χαρακτηριστεί και πάλιν
ανεπιθύμητος, όμως όχι, αλήθεια ήταν, τον άφησαν να περάσει μόνον για τρεις
μέρες, δίνοντας προηγουμένως διεύθυνση και τηλέφωνα της φιλοξενίας του στη
Θεσσαλονίκη.
Φιλοξενήθηκε σε κάποιο σπίτι, φίλων
συντρόφων από την Τασκένδη, στα Μετέωρα της πόλης. Από κει, με κάποιον άλλο
φίλο, ξεκίνησε τις έρευνες. Πρώτα πήγαν στο Δημαρχείο του συνοικισμού Συκεών,
είχε ορισμένες πληροφορίες για τις εκτελέσεις, τότε. Μπήκαν στη σειρά, ρώτησαν
τον αρμόδιο υπάλληλο, άνοιξαν τα κατάστιχα, δεν βρήκαν ίχνος εκεί, τίποτε.
Λεπτό προς λεπτό μεγάλωνε η ταραχή του Βάσκου, με προτροπή του υπαλλήλου πήγαν,
κατόπιν, στο πιθανό αρμόδιο τμήμα του κεντρικού Δημαρχείου Θεσσαλονίκης, σε
κάποια πάροδο της Μοναστηρίου. Εκεί
ρώτησαν, από το ένα γραφείο στο άλλο, «ψύλλους στ’ άχυρα» έψαχναν, κάτι όμως
άρχιζε να χαράζει. Στο πρωτόκολλο του έτους 1942, βρέθηκεν η σημείωση του
γεγονότος εκείνου! Εφτά πολίτες εκτελεσμένοι από τους Γερμανούς, στις 23 Μαΐου
του έτους 1942· και τα ονόματά τους, α, β, γ, δ… Πέμπτος στη σειρα΄Αναστάσιος Καρατζάς
– ο Βάσκος κόντευε να λιγοθυμήσει… Για το πού όμως καταχωνιάστηκαν δεν υπήρχε
κανένα σημάδι. Νέος γύρος στα γραφεία ενός άλλου ορόφου, κάποιος προϊστάμενος,
που ζήτησαν τη βοήθειά του, «έχω εξυπηρετήσει και άλλες παρόμοιες υποθέσεις»,
τους είπε, «τότε τους εκτελεσμένους κανείς δεν ξέρει πού τους έθαβαν. Ψάξτε στα
νεκροταφεία της Αγίας Φωτεινής, της Αγίας Παρασκευής, της Μαλακοπής, της
Ευαγγελίστριας, μάλλον εκεί πηγαίνετε, εκεί ψάξτε στ’ αρχεία τους, ίσως βρείτε
κάτι». Ζήτησαν αντίγραφο της πιστοποίησης του γεγονότος, ο φίλος υπέγραψεν
υπεύθυνη δήλωση ως ανεψιός του Βασιλείου Καρατζά, πήραν το πολυπόθητο
πιστοποιητικό σαν μια εικόνα που μεταφέρουν οι πιστοί στον κόρφο τους – ο
Βάσκος, ο Βασίλειος Καρατζάς κατά τον υπάλληλο του Δημαρχείου, έτρεμε πελιδνός,
ζήτησε από τον φίλο του να σταθούν κάπου, να πιουν έναν καφέ, ένα νερό.
Πήγαν, συνήλθε με το νερό, έτρεξαν στην
Ευαγγελίστρια.
Το νεκροταφείο σήμερα δεν λειτουργεί,
υπάρχουν οι τάφοι των αποθαμένων, κάποιο γραφείο με τα πρωτόκολλα, ένας δυο παπάδες
για τα τρισάγια. Σοβαρά, μαύρα όλα τα κυπαρίσσια και σιωπή.
Πέρασαν την είσοδο, πήραν το ανηφόρι,
έφτασαν στο γραφείο Υπηρεσίας με τα κιτάπια. Βρήκαν μέσα, στο γραφείο, έναν
παπά που έβγαζε το πετραχείλι του κι έναν μεσήλικα ονόματι Σωτήρη. Σ’ αυτόν
απευθύνθηκαν, του είπαν το ζητούμενο. Ο υπάλληλος προθυμοποιήθηκε κατεβάζοντας
παλιά, μεγάλου σχήματος, κιτάπια, πάλι και πάλι. Δυο φορές άνοιξε κρύπτες
ντουλάπια όπου φυλούσε, κι εκεί, Αρχεία. Στερνά, σε κάποιο παλιό βιβλίο συμβάντων
ενταφιασμού κατά το έτος 1942, βρέθηκεν η άκρη: «Μεταφέρθησαν υπό ειδικής
γερμανικής υπηρεσίας επτά πτώματα, ήτοι,» (τα ονόματα των εκτελεσμένων, περί το
τέλος της λίστας και ο Τάσκος). «Τα οποία και ενταφιάσθησαν», κατέληγε το
κείμενο της αναφοράς. Ο Βάσκος, ετοιμόρροπος, ρώτησε αμέσως τον Σωτήρη, «βρε
φίλε, μήπως ξέρεις πού περίπου έθαβαν τους σκοτωμένους τότε;».
Σηκώθηκεν εκείνος,
έδωσε κι αυτός αντίγραφο της πιστοποίησης και λίγο μετά τους έδειξε έναν χώρο,
μακριά από τους επώνυμους τάφους, «να, κάπου εκεί, στα όρια του Νεκροταφείου».
Δίπλα στο παρεκκλήσι του Νεκροταφείου, προς
Βορράν, είδαν μια έκταση κενή, αγριολούλουδα και χλόη μόνο. Του Βάσκου η ψυχή σταμάτησε εδώ, συμβιβάστηκε. Δέχτηκε
τον χώρο σα να ‘ταν ο τάφος του αδερφού του – επιτέλους, ξεπλήρωνε την υπόσχεση
και προς τη μάνα του, που τακτικά και επίμονα του μηνούσε: «Τσέντου, σε λίγο θα
κλείσω τα μάτια μου, βρες το χώμα που σκέπασε τον Τάσκο, ρίξε λίγο κρασί, άναψέ
του κάποιο κεράκι, να ξαλαφρώσει η ψυχή του και η δική μας ψυχή, τα μόλεμ, μην
το ξεχάσεις…».
Την τρίτη μέρα, μετά από τα δέοντά του,
σύμφωνα με τους όρους της «άδειάς» του, θαρρείς κυνηγημένος πάλι, γύρισε πίσω,
στη δική του ατέλειωτη εξορία.
Ήταν αρχές του Ιούνη,
ύστερα από μια βδομάδα, ο φίλος του πέρασε από το Νεκροταφείο της
Ευαγγελίστριας, πλησίασε το γραφείο του Σωτήρη μα δεν τον βρήκε στη θέση του·
απίθωσε όμως εκεί, στα χαρτιά του κοντά, μια κούπα με ρούπκα κεράσια – του το
‘χε υποσχεθεί, για την εξυπηρέτησή του.
*Σημείωση 1 για τη συλλογή από
τον συγγραφέα: Τα βιώματα πρώτα' μετά οι γραφές.
Μικρές,
"προφορικές" ιστορίες, σχεδόν άγνωστες και μηδέποτε ειπωμένες, ενός
κόσμου πέραν από τις ορεσίβιες συγκρούσεις του Εμφυλίου (κυρίως) πολέμου, τα
μετόπισθεν της καθημερινής ζωής του αμάχου πληθυσμού που πλαγιάζει,
υπερβαίνοντας την Εποχή, σε μια λίμνη αίματος και στον απόηχό του ακόμη.
Νερό Καρκάγια, νερό
καρά-καγιά, νερό του μαύρου βράχου - δυο συνθηματικές λέξεις που δηλώνουν τα
μυστικά θεμέλια της μικρής πόλης (και εκτός των ορίων της) παραπεταμένα.
............................................................
............................................................
...............................................................
...............................................................
...............................................................