...............................................................
· «Ο Γιάννης» διήγημα του Γιάννη Παλαβού (γ. 1980, Βελβεντό Κοζάνης) από τη συλλογή διηγημάτων του «Το Παιδί» (εκδ. «Νεφέλη», 2019)
ΟΤΑΝ ΜΑΘΑΜΕ πριν από δυο μέρες ότι ο Γιάννης είι στο
νοσοκομείο – δηλητηρίαση, λιστέρια στα μαρούλια, τον βρήκε διπλωμένο ο
ταχυδρόμος –, όταν μας τηλεφώνησαν ότι είναι στην εντατική, ο νους μου, κι ο
δικός μου κι όλων στο χωριό, πήγε στα ψέματά του. Και λέω όλων, γιατί κανένας –
ακόμα κι οι λίγοι που τον έπαιρναν στο ψιλό, που τον έλεγαν σαλεμένο –, κανένας
δεν τον αποστρεφόταν. Απεναντίας: τον καλούσαν σε τσιμπούσια και συλλείτουργα,
τον πότιζαν ρακί κι άρχιζε τις ιστορίες. Ήταν λατέρνα ζωντανή, αλλά δεν ήταν
ξένο σώμα. Δεν ήταν περίγελος. Ο Γιάννης ήταν ο αφηγητής, εστία με φωτιά, ο
κόσμος ζέσταινε τα χέρια του. Έτσι και κάποιος τον κορόιδευε, οι υπόλοιποι
έμπαιναν στη μέση. Ήταν σαν πείραγμα απαραίτητος κι αν έλειπε άλλοι έπιαναν
τους άθλους του, μιμούνταν τη φωνή του. Κι εγώ που τώρα κρατώ το τιμόνι, που
μόλις πέρασα τη λίμνη ανεβαίνοντας στην Κοζάνη για το Μαμάτσειο, κι η Άννα η
γυναίκα μου, που δίπλα μου κοιτάζει απ’ το παράθυρο τα σταροχώραφα, σκαλίζουμε
σιωπηλά τις ιστορίες του. Και θυμάμαι:
πώς κάποτε στα Λιβάδια προς το Καταφύγι, είδε νύχτα, τις Πιερίδες Μούσες
και χόρεψε μαζί τους συγκαθιστό. Πώς, για να σπρώξει το αλέτρι του που ‘χε
κολλήσει στις λάσπες, έτρεξε στην κορυφή του βουνού να πάρει φόρα και το αλέτρι
βρέθηκε στα Ίμερα. Πώς πάλεψε σ’ ένα γκιλτζίκι, μ’ έναν βάτραχο μισό μέτρο, τον νίκησε κι ύστερα τον
έστειλε στα Γιάννενα, στην ταβέρνα ενός γνωστού του. Αλλά απ’ όλες τις
ιστορίες, απ’ όλες τις φαντασίες του, ξαναπιάνω αυτή που προχθές, από το
τηλεφώνημα, συνέχεια κλωθογυρίζω στο μυαλό μου. Αυτή που ‘χα ακούσει παιδί κι
άκουσα έκτοτε να τη λέει και σ’ άλλα παιδιά, και στα παιδιά τα δικά μου, στην
πλατεία και στην καφετέρια και στην ψησταριά. Ήμουν οχτώ χρονών και του πήγα με
το κανάτι γάλα απ’ την αγελάδα μας. Καθόταν στη σάλα με το φανελάκι, μ’ έναν
ξεθυμασμένο ανεμιστήρα στο πρόσωπο. Έτρωγε κεράσια από μια γαβάθα. Ήταν τότε
πενηντάρης. Δε δούλευε πια, η λίμνη του ‘χε πάρει τα κτήματα. Είχε χτιστεί το
φράγμα, ο Αλιάκμονας πλημμύρισε τον κάμπο. Απ’ τα εξήντα στρέμματα του είχαν
μείνει δύο, στην όχθη της λίμνης. Κάτω
απ’ το νερό είχαν θαφτεί οι αγροί με το κριθάρι, ένα μικρό μαντρί και το σπίτι
όπου ξεκουράζονταν οικογενειακώς όταν βράδιαζε και δεν πρόφταιναν να
ανηφορίσουν στο χωριό. Όλ’ αυτά τα απαλλοτρίωσε η ΔΕΗ για το έργο. Ο Γιάννης
ζούσε με τα λεφτά της αποζημίωσης. Η γυναίκα του είχε πεθάνει, ο γιος του
σπούδαζε στην Αθήνα. Είχε στήσει πίσω από το πατρικό του ένα μποστάνι, τρεφόταν
κυρίως με τα λαχανικά του – αυτά που τώρα, σ’ αυτή την ηλικία, δεν εννοεί να
παρατήσει και τον έστειλαν στο νοσοκομείο. Έβγαζε ψιλά πουλώντας στο παζάρι
κάθε Σάββατο μυρωδικά απ’ το φαράγγι – δυόσμο και μέντα, ανέβαινε και τα ‘δενε
σε δροσερά ματσάκια. Για να περνάει την ώρα, πήρε ένα καλάμι και ψάρευε στην
άκρη της λίμνης, στην αλάνα που ‘χε απομείνει απ’ την περιουσία του. Όπως μπήκα
ν’ αφήσω το γάλα, μου δείχνει τα κεράσια και λέει: «Ξέρεις, Θανάση, πού τα
βρήκα αυτά;». «Όχι», λέω και μου κάνει «Άκου να σου πω». Κι αρχίζει να
διηγείται, κι όσο μιλούσε σκούπιζε τον ιδρώτα απ’ τους κροτάφους. Ψάρευε, λέει,
το απόγευμα στη λίμνη, κι επειδή ο ήλιος ζάλιζε – ήταν Ιούνιος, – έπεσε να
χουζουρέψει, κι έδεσε με σπάγγο το
καλάμι στον καρπό του, αν τσιμπήσει ψάρι, να τραβήξει και να τον ξυπνήσει.
Κατέβασε έπειτα το καπέλο κι έγειρε στο καρεκλάκι του. Κι ούτε ξέρει πόση ώρα
κοιμόταν, ο ήλιος τον είχε κάψει όταν ο σπάγγος τον έσεισε, και τραβούσε, τραβούσε
δυνατά. Σηκώθηκε να τυλίξει την πετονιά, αλλά αυτή τέντωνε προς τα μέσα –
πέστροφα πετσωμένη, σκέφτηκε –, τον έσερνε προς το νερό, κι ήταν η δύναμη
μεγάλη. Έκανε να κόψει τον σπάγγο μα δεν πρόλαβε, το ψάρι τον τίναξε και τον
πήρε μαζί του, κι αυτόν και το καλάμι, όλο και βαθύτερα. Ο Γιάννης πάσχιζε να
λυθεί, πάλευε, ώσπου, όταν ξεθόλωσαν τα μάτια, κι όταν κατάφερε τον κόμπο,
κατάλαβε ότι βρισκόταν μέσα στα παλιά του κτήματα, βαθιά κάτω απ’ το νερό. Και
γύρω του όλα απλώνονταν όπως τα άφησε πριν από μια δεκαετία, όταν τον ανάγκασαν
οι μηχανικοί να φύγει. Όλα λούζονταν στο
φως που έμπαινε από την επιφάνεια
διαθλασμένο, πλάγιο. Ελευθερώθηκε ο Γιάννης απ’ το καλάμι που ‘χε στην πετονιά
του ένα ασημί γριβάδι, κι άρχισε να αιωρείται σαν αστροναύτης πάνω απ’ τα παλιά
του μέρη. Κατέβηκε στο βυθό κι είδε τα αρνιά του να βόσκουν στο τριφύλλι, είδε
το παράσπιτο με τα κουρτινάκια της μάνας του και τα σπαρτά να γέρνουν
κατάφορτα. Πήγε κι αγκάλιασε το μουλάρι κι ύστερα γύρισε στην κερασιά του, την
κερασιά που φύτεψε ο αδερφός του πατέρα του, ο αγαπημένος του θείος. Το δέντρο
αυτό ο Γιάννης το φρόντιζε σαν άνθρωπο, το ξεχορτάριαζε από γύρω, του ‘φερνε
λίπασμα ειδικό απ’ τη Θεσσαλονίκη, στη ρίζα του καθόταν και μάθαινε λαούτο. Και
σηκώνει το βλέμμα και βλέπει κεράσια, κεράσια κατακόκκινα και ζουμερά, γιατί
ήταν καλοκαίρι και ήταν στις μέρες του. Και πήδησε στον κορμό, σκαρφάλωσε στα
κλαδιά κι άρχισε να κόβει, να τρώει βουλιμικά το ένα μετά το άλλο, κόκκινα και
μαύρα, γεμάτα χυμούς. Κι από κοντά το γριβάδι που τον έφερε ως εδώ, αμέριμνο
και παχουλό σαν σκύλος, τον κοιτούσε και τον τριγύριζε, κι ήρθε τελικά και
στάθηκε δίπλα του. Με το ένα χέρι ο Γιάννης έτρωγε και με το άλλο χάιδευε το
ψάρι στη ράχη που λαμπύριζε. Κι έφαγε μέχρι να φουσκώσει κι ύστερα έβαλε στην
τσέπη του κεράσια, γέμισε το παντελόνι, και τα νερόφιδα που ελίσσονταν
σπειροειδώς επάνω του τον χάζευαν. Κι όταν πια χόρτασε, όταν πια ξεχείλισαν οι
τσέπες, έριξε μια ματιά στα κτήματα κι είπε καιρός ν’ ανέβω, πασπάτεψε το
γριβάδι που κούνησε την ουρά του, μάζεψε το καλάμι που ‘χε καρφωθεί στο πηγάδι
κι αναδύθηκε στην επιφάνεια. «Και τα κεράσια που βλέπεις», είπε κι έδειξε τη
γαβάθα, «είναι απ’ την κερασιά κάτω απ’ τη λίμνη». Και είπε: «Άνοιξε τα χέρια
σου», κι εγώ τα άνοιξα και μου γέμισε τις χούφτες κεράσια, υγρά και πορφυρά σαν
νοτισμένο βελούδο. Και δεν είπα τίποτα, δεν είπα ότι τον είχα δει το πρωί στο
παζάρι, εκεί που πουλούσε μυρωδικά, να τ’ αγοράζει απ’ τον πάγκο του πλανόδιου
μανάβη. Και τώρα, καθώς παρκάρουμε έξω απ’ το Μαμάτσειο με τους φθαρμένους
τοίχους και τους κατηφείς γιατρούς, καθώς μπαίνουμε, η Άννα κι εγώ, στο δωμάτιο
όπου ξαπλώνει ο Γιάννης, τον βλέπω και δεν ξέρω τι να πω. Στην πόρτα
καλησπερίζω τρεις συγχωριανούς, μια παρέα, ήρθαν κι αυτοί να τον δουν. Έπειτα
χαιρετώ τον γιο του που αγρυπνά δυο εικοσιτετράωρα πλάι του, τον ρωτώ μ’ ένα
νεύμα πώς είναι κι αυτός σηκώνει τους ώμους. Ο Γιάννης αναπνέει διασωληνωμένος,
ορός, οξυγόνο στη μύτη, το χέρι του εξέχει απ’ το κρεβάτι λες και ξύνει το
μωσαϊκό, το σώμα του σχεδόν δεν έχει όγκο κάτω απ’ το σεντόνι. Βλέπω τα μάτια
του, τα σφίγγει, ύστερα τ’ ανοίγει, μας κοιτάει, αμφιβάλλω αν μας αναγνωρίζει.
Το διπλανό κρεβάτι είναι άδειο, καθόμαστε και δεν μιλάμε. Τότε η Άννα σκύβει
στην τσάντα της και βγάζει ένα τάπερ. Είναι γεμάτο κεράσια, τα μαζέψαμε το
μεσημέρι. Πιάνω το χέρι του, ανοίγω τα δάχτυλά του και κλείνω στην παλάμη του
τέσσερα πέντε, τα πιο κόκκινα. Σαν κάτι να καταλαβαίνει, στρέφει ελαφρά το
κεφάλι, με κοιτάζει. Θέλω να του πω «Φυλαχτό», αλλά απλώς του χαμογελάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου