...............................................................
Ο ουκρανικός πόλεμος και οι οικονομικές επιπτώσεις του
γράφει ο Δημήτρης Α. Σακκάς* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 21.08.24)
Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι οι πολεμικές συγκρούσεις στο ουκρανικό έδαφος δεν άρχισαν τον Φεβρουάριο του 2022 αλλά το έτος 2014. Μετά το πραξικόπημα και τη βίαιη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού Γιανουκόβιτς (2014), που κατηγορήθηκε απλώς ως φιλορώσος, επακολούθησαν εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων που περιήλθαν στον έλεγχο των πραξικοπηματιών και των υπό καθεστώς καταπιεστικών διώξεων αμυνόμενων ρωσικών πληθυσμών της ανατολικής Ουκρανίας (περιοχές Ντονμπάς).
Η συνεχιζόμενη εμφύλια σύρραξη οδήγησε τους εκπροσώπους Ρωσίας, Ουκρανίας, Γερμανίας και Γαλλίας να συνάψουν τις ειρηνευτικές συμφωνίες Μινσκ 1 και Μινσκ 2, αποδίδοντας μία μορφή αυτονομίας στις ρωσόφωνες περιοχές, τις οποίες όμως απέφευγε συστηματικά να εφαρμόσει η Ουκρανία. Αντίθετα και σε προφανή συμφωνία με την παρελκυστική τακτική των εκπροσώπων Γαλλίας και Γερμανίας, όπως ευθαρσώς παραδέχτηκε εκ των υστέρων και η Ανγκελα Μέρκελ, η νέα ουκρανική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο προκειμένου, με τη στρατιωτική βοήθεια των δυτικών χωρών, να προετοιμάσει στρατιωτικά τη βίαιη καταστολή της συνεχιζόμενης ένοπλης αντίστασης των ρωσόφωνων πληθυσμών του Ντονμπάς.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η ρωσική κυβέρνηση, διαβλέπουσα την προσπάθεια των ηγετών του ΝΑΤΟ να επεκτείνουν περαιτέρω τον στρατιωτικό οργανισμό προς Ανατολάς μέσω της ένταξης σ’ αυτόν και της Ουκρανίας, διατύπωσε εγγράφως σχέδιο προτάσεων για την ασφάλεια όλων των χωρών της Ευρώπης. Η απόφαση για τη ρωσική εισβολή στην Ανατολική Ουκρανία ακολούθησε την απόρριψη των ρωσικών προτάσεων από τις χώρες της Δύσης, που εκ των πραγμάτων ώθησαν τελικά τη ρωσική ηγεσία να εισβάλει στρατιωτικά στην Ανατολική Ουκρανία προκειμένου να προστατέψει τον στρατιωτικά βαλλόμενο ρωσικό πληθυσμό του Ντονμπάς.
Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους αντέδρασαν, όπως αναμενόταν για τις περιπτώσεις χωρών που προβάλλουν προσκόμματα στην ελεύθερη διακίνηση των διεθνώς κυρίαρχων δυτικών πολυεθνικών επιχειρήσεων και της πολιτικής επιρροής που τα συνοδεύουν, με την επιβολή οικονομικών και –κατά περίπτωση– στρατιωτικών κυρώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση των αντιρωσικών κυρώσεων, είναι ενδεικτικές οι εκφρασμένες επιδιώξεις των ΗΠΑ. Αφενός να πλήξουν οικονομικά τη Ρωσία μέσω της μείωσης των εισπράξεων από τις εξαγωγές κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου προς τις μεγάλες χώρες της Δύσης και αφετέρου να διακόψουν παντί τρόπω, ακόμη και μέσω καταστροφής των σχετικών αγωγών, την ανεπιθύμητη ανοδική πορεία των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας.
Η επιβολή οικονομικών κυρώσεων σε συνδυασμό με τη δραστηριοποίηση δυτικών (κυρίως αμερικανικών) πολυεθνικών στο έδαφος της Ουκρανίας και την παροχή μαζικής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς την ουκρανική κυβέρνηση αποτελούν απλή εφαρμογή του «επιθετικά επεκτατικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» της Δύσης, απέναντι στον «κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό» της Ανατολής. Η αποτελεσματικότητα των οικονομικών κυρώσεων περιορίζεται πάντως αισθητά εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Η Ρωσία μπορεί να προμηθεύεται δυτικά προϊόντα από χώρες, όπως π.χ. η Τουρκία, που δεν συμμετέχουν στο μέτρο των κυρώσεων.
Στο τιμωρητικής φύσης και νομικά έωλο αυτό μέτρο δεν συμμετέχει, εκτός των BRICS, η πλειονότητα των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών του Νότου. Η δε απόφαση δυτικών κυβερνήσεων να προβούν αυθαίρετα στην ουσιαστική κατάσχεση των ρωσικών καταθέσεων στις τράπεζές τους (περίπου 300 δισ. δολ.), προβληματίζει έντονα τους επενδυτές τρίτων χωρών να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε δυτικές αγορές. Ιδιαίτερα όμως θετικά επέδρασαν τελικά οι δυτικές κυρώσεις στην ταχεία αναδιοργάνωση και περαιτέρω θετική ανάπτυξη της ρωσικής οικονομίας.
Μέσω της μείωσης των δασμών, η Ρωσία αύξησε εντυπωσιακά το ύψος των εμπορικών ανταλλαγών της με Κίνα 40%, Τουρκία 23% και Ινδία 140%. Το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να εξάγονται στη διεθνή αγορά, οι δε ευρωπαϊκές χώρες (Ουγγαρία, Σλοβακία και Αυστρία) εξαρτώνται απόλυτα από την προμήθεια του ρωσικού φυσικού αερίου. Εντυπωσιακή υπήρξε η προσαρμογή και ραγδαία ανάπτυξη της ρωσικής γεωργικής παραγωγής και διατροφικής βιομηχανίας, όπου η Ρωσία προβάλλει ήδη, σε αυτούς τους τομείς, ως σοβαρός εξαγωγέας και δυνάμει ανταγωνιστής των ΗΠΑ. Τηρουμένων των αναλογιών η, παρά τις κυρώσεις, θετική εξέλιξη της ρωσικής οικονομίας μοιάζει με την επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης των ευρωπαϊκών χωρών ως αντίδραση στην απόφαση της βιομηχανικά πρωτοπόρου Αγγλίας να απαγορεύσει την εξαγωγή μηχανών (κατά τη 10ετία του 1840) προκειμένου να εμποδίσει –τελικά ανεπιτυχώς– την εκβιομηχάνισή τους και να διατηρήσει η ίδια το μονοπώλιο της παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων.
Σε αντίθεση με τη θετική τελικά επίδραση των κυρώσεων στη ρωσική οικονομία, σοβαρές υπήρξαν μέχρι τώρα οι επιπτώσεις των αντιρωσικών κυρώσεων για πολλές από τις χώρες της Δύσης. Η υποκατάσταση των φθηνών ρωσικών ενεργειακών πόρων με κατά πολύ ακριβότερες εισαγωγές είχε ως συνέπεια τη δραστική μείωση της ανταγωνιστικότητας λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής, τις συνακόλουθες πληθωριστικές πιέσεις και την ουσιαστική ανάσχεση, ακόμη και υποχώρηση της οικονομικής γενικά δραστηριότητας. Ειδικά στη Γερμανία γίνεται ήδη λόγος για προϊούσα αποβιομηχάνιση της χώρας.
*Ομότιμος καθηγητής Παν/μίου Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου