Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

«Οι καμπανίτσες της Βαλεντίνας» διήγημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου από τη συλλογή διηγημάτων της «Η καρδιά του λαγού» (εκδ. «Πόλις», 2005)

 ..............................................................


·        «Οι καμπανίτσες της Βαλεντίνας» διήγημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου από τη συλλογή διηγημάτων της «Η καρδιά του λαγού» (εκδ. «Πόλις», 2005)

 


Η Βαλεντίνα ταχτοποίησε τα μπουκάλια στα ράφια και μάζεψε γρήγορα γρήγορα τα άπλυτα ποτήρια. Καθώς γύριζε το κεφάλι της από δω κι από κει, τα κρεμαστά της σκουλαρίκια κουδούνιζαν σαν μικρές χαρούμενες καμπανίτσες. Ντιν, ντιν, ντιν, ο Αργύρης τις άκουγε από την άλλη άκρη της μπάρας, επειδή ή μουσική είχε σταματήσει και οι τελευταίοι θαμώνες πλήρωναν κι έφευγαν χωρίς πολλές κουβέντες. Κάποιος είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη και η μικρή αίθουσα είχε αρχίσει να παγώνει. Η Βαλεντίνα σκούπισε τα χέρια της με μια πετσέτα και, από κει που ήταν έγνεψε στον Αργύρη. Ο Αργύρης, εδώ και ώρα, ένιωθε κούραση και βαρυθυμία, για μια στιγμή μάλιστα του πέρασε απ’ το μυαλό να το ματαιώσει, δεν του άρεσε όμως καθόλου η ιδέα να γυρίσει άπρακτος στο σπίτι. Κι εξάλλου, δεν το συνήθιζε ν’ αφήνει τις δουλειές του μισοτελειωμένες. Έπαιξε τα δάχτυλά του πάνω στη λεία ξύλινη επιφάνεια και, επειδή του φάνηκε πως προσέλκυσε τα βλέμματα των άλλων δύο τύπων που κάθονταν στην άλλη άκρη της μπάρας, σταμάτησε κι έχωσε τα χέρια στις τσέπες του.

   Η Βαλεντίνα ήρθε και έσκυψε κοντά του. «Βάζω το παλτό μου κι έρχομαι», του είπε και τα σκουλαρίκια της κουδούνισαν.

   Στο νυσταγμένο φως του μαγαζιού τα μάτια της Βαλεντίνας βάραιναν κάτω από χοντρές κατάμαυρες μολυβιές, που έκαναν το υπόλοιπο πρόσωπο να δείχνει χλωμό, σχεδόν άσπρο. Η φωνή της όμως, απογυμνωμένη από κάθε ίχνος θηλυκότητας, έμοιαζε με τη βραχνή φωνή ενός εφήβου που ζητάει από τον φίλο του να τον περιμένει για να βγουν βόλτα μαζί. Ο Αργύρης ενοχλήθηκε λίγο, επειδή η Βαλεντίνα είχε μιλήσει δυνατά, χωρίς να την νοιάζει αν την ακούν. Πήρε το πιο αδιάφορο ύφος του, σαν να μην είχε απευθυνθεί σ’ αυτόν, και τύλιξε γύρω από τον λαιμό του το μεταξωτό κασκόλ, με το βλέμμα καρφωμένο πίσω από τον ώμο της Βαλεντίνας, στον καθρέφτη.

   «Δεν θα κάνω ούτε ένα λεπτό», είπε δυνατά πάλι η Βαλεντίνα και πήγε να ντυθεί.

   Ο Αργύρης είδε μέσα απ’ τον καθρέφτη τους δύο τύπους να συνομιλούν χαμηλόφωνα, του φάνηκε μάλιστα ότι ο ένας τον λοξοκοίταξε· βγήκε να την περιμένει έξω. Στάθηκε στη γωνιά του δρόμου κάτω από το φανάρι, έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση κάποιου που περιμένει να περάσει απέναντι.

   Είδε τη Βαλεντίνα να έρχεται σε λίγο, ισορροπώντας με δυσκολία πάνω στα ψηλά τακούνια της, με μικρά άτολμα και άχαρα βήματα, σαν ένα παιδί που παίζει στα κρυφά τη γυναίκα με παπούτσια δανεικά.

   Η Βαλεντίνα πέρασε το λουρί της τσάντας της στον ώμο, ψάχνοντας γύρω με το βλέμμα. «Πού έχεις παρκάρει;»

   Ο Αργύρης της έδειξε και προπορεύτηκε, περπατώντας με μεγάλα βιαστικά βήματα. Την άκουγε πίσω του να αγωνίζεται να τον προλάβει. Τα τακούνια της χτυπούσαν άρρυθμα στις πλάκες του πεζοδρομίου.

   Ο Αργύρης μπήκε στο αμάξι και της άνοιξε την πόρτα. Την περίμενε σιωπηλός να ταχτοποιηθεί.

   «Πού πάμε;» ρώτησε ο Αργύρης.

   «Βγες στην Αλεξάνδρας και θα σου πω», είπε η Βαλεντίνα. Έπειτα άνοιξε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει.

   «Θες;» τον ρώτησε δείχνοντάς του ένα πακετάκι τσίχλες.

   Ο Αργύρης αρνήθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού κι έστρεψε την προσοχή του στον δρόμο. Δε βαριέσαι, τώρα έγινε, σκέφτηκε ο Αργύρης, και ευχήθηκε να μην τον ζαλίσει με περιττές κουβέντες. Αλλά εκείνη έμεινε σιωπηλή σε όλη τη διαδρομή, κοιτούσε μπροστά σαν να βιαζόταν να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα και δεν μίλησε παρά μόνο όταν χρειάστηκε να του δείξει τον δρόμο.

 

Κατέβηκαν στο υπόγειο της πολυκατοικίας και βρέθηκαν σ’ έναν στενόμακρο σκοτεινό διάδρομο που μύριζε πετρέλαιο. Η έντονη μυρωδιά και ο συνεχής, δυνατός βόμβος του λέβητα έκαναν τον Αργύρη να νιώσει σαν να είχε βρεθεί ξαφνικά στην κοιλιά ενός καραβιού.

   Η Βαλεντίνα ξεκλείδωσε μια πόρτα και άναψε το φως. Το στενόχωρο δωμάτιο, που ήταν είσοδος και σαλόνι μαζί, φωτίστηκε από μια κρεμαστή λάμπα καλυμμένη από ένα τουλπάνι με κρόσσια, στο χρώμα του κερασιού.

   «Περίμενέ με εδώ», είπε η Βαλεντίνα ψιθυριστά.

   Ο Αργύρης ξαφνιάστηκε. «Δεν μένεις μόνη;» ρώτησε.

   «Ναι», είπε η Βαλεντίνα και βγήκε βιαστική από το δωμάτιο.

   Ο Αργύρης έκανε δυο βήματα και το κεφάλι του άγγιξε το κρεμαστό τουλπάνι. Η λάμπα στριφογύρισε αργά, ξυπνώντας τις σκιές των αντικειμένων που γέμιζαν τον χώρο. Κάθετες ακτίνες από ασθενικό βαθυκόκκινο φως κύλησαν πάνω στους τοίχους σ’ έναν αργό, κυκλικό χορό. Ο Αργύρης ένιωσε για μια στιγμή να περιβάλλεται από μια κινούμενη πλασματική εικόνα. Περνώντας με δυσκολία ανάμεσα από τις στριμωχτές πολυθρόνες και το χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι, κάθισε στην άκρη του καναπέ χωρίς να βγάλει το παλτό του. Μπροστά στα διπλωμένα του γόνατα, πάνω στο τραπεζάκι, ήταν στοιβαγμένα ένα σωρό μικροαντικείμενα, φτηνά μπιμπελό, άλλα από γυαλί κι άλλα από χρωματισμένο γύψο, σαν αυτά που βρίσκει κανείς πάνω στις απλωμένες κουβέρτες των μικροπωλητών στις υπόγειες διαβάσεις. Ο Αργύρης τους έριξε μια ματιά, αν τον ρωτούσε κανείς σε πέντε λεπτά, δεν θα ήταν σε θέση να περιγράψει ούτε ένα απ’ αυτά, η θέα τους όμως τον γέμισε ικανοποίηση· ένιωσε ότι μέχρι στιγμής τα πράγματα ήταν όπως θα ‘πρεπε να είναι. Όταν όμως σήκωσε το βλέμμα στον απέναντι τοίχο, είδε να κρέμεται εκεί μια φωτογραφία πλαισιωμένη από μια φτηνή κορνίζα. Ο Αργύρης διέκρινε ένα χαμογελαστό ζευγάρι κι ανάμεσά τους ένα μικρό κατσούφικο κορίτσι. Ο άντρας και η γυναίκα είχαν στηθεί στην άκρη ενός χαμηλού φράχτη και το χέρι του άντρα ακουμπούσε προστατευτικά στον ώμο του παιδιού, που στεκόταν σε στάση προσοχής και κοιτούσε με φόβο τον φακό. Φορούσαν και οι τρεις χοντρά πανωφόρια, γούνινα καπέλα και γαλότσες. Ο φράχτης ήταν μισοκαλυμμένος από χιόνι και έμοιαζε σαν το τελευταίο ίχνος ενός ανθρώπινου πολιτισμού. Πίσω του εκτεινόταν μια λευκή απεραντοσύνη. Ο Αργύρης κατέβασε το βλέμμα στα γόνατά του και το άφησε εκεί, μέχρι που άκουσε τα βήματα της Βαλεντίνας.

   Η Βαλεντίνα ήρθε μ’ ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια. Έκλεισε πίσω της την πόρτα με το πόδι, κάθισε πλάι στον Αργύρη κι ακούμπησε τα ποτήρια στο τραπεζάκι.

   «Μη με κοιτάς», είπε μ’ ένα αμήχανο γελάκι η Βαλεντίνα, που έγειρε πάνω από τα ποτήρια το μπουκάλι, κρατώντας το με τα δυο χέρια. «Στο σπίτι δεν έχω την άνεση που έχω στο μαγαζί».

   Τώρα θα μου πει πως δεν το συνηθίζει να βγαίνει με πελάτες, σκέφτηκε ο Αργύρης, αλλά η Βαλεντίνα δεν είπε τίποτα. Είχε βγάλει το παλτό της και τα μαλλιά της φαίνονταν φρεσκοχτενισμένα. Ο Αργύρης άπλωσε το χέρι στο ποτήρι του και τη σταμάτησε πριν το γεμίσει.

   «Φτάνει», είπε. «Θέλω να ξυπνήσω με καθαρό κεφάλι».

   Η Βαλεντίνα γύρισε και τον κοίταξε απορημένη και οι ασημένιες καμπανίτσες κουδούνισαν.

   «Μα είναι Σάββατο αύριο. Δεν δουλεύεις».

   «Και πού ξέρεις εσύ τι δουλειά κάνω;»

   Η Βαλεντίνα χαμογέλασε. «Ξέρω ότι δουλεύεις στον Δήμο», είπε κι αμέσως το πρόσωπό της σοβάρεψε, σαν να είχε μετανιώσει γι’ αυτό που είπε.

   Ο Αργύρης έψαξε να βρει τα τσιγάρα του. Άναψε και κοίταξε γύρω του για τασάκι.

   «Μπορώ να καπνίσω;» ρώτησε.

   «Βέβαια», είπε η Βαλεντίνα και έβαλε μπροστά του ένα πλαστικό τασάκι με τη φίρμα του μαγαζιού. Ο Αργύρης την ένιωσε πλάι του να τον παρατηρεί σιωπηλή και κατάλαβε ότι είχε αφήσει τη δυσφορία του να φανεί.

   «Έτσι είσαι εσύ; Παίρνεις πληροφορίες για τον κάθε πελάτη που μπαίνει στο μαγαζί;» είπε ο Αργύρης πασχίζοντας να δώσει στη φωνή του έναν ανάλαφρο τόνο, αλλά ήξερε πως δεν τα κατάφερε, γιατί ποτέ δεν τα κατάφερνε με τα αστεία.

   Η Βαλεντίνα χαμογέλασε και χαμήλωσε τα μάτια. «Όχι για τον κάθε πελάτη», είπε.

   «Μιλάς πολύ καλά ελληνικά», είπε ο Αργύρης βιαστικά, επειδή αυτή η έμμεση και αδέξια φιλοφρόνηση, που αφορούσε το άχαρο παρουσιαστικό του, του προκάλεσε αμηχανία.

   «Πόσα χρόνια είσαι στην Ελλάδα;»

   Η Βαλεντίνα δεν του απάντησε αμέσως. «Δώδεκα», είπε τέλος. Δεν φαινόταν πρόθυμη να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση. Δάγκωνε την άκρη των χειλιών της κι έπαιζε με το στόμα της αφηρημένη. Τα χείλη της ήταν φουσκωτά, άβαφα και λίγο σκασμένα. Του Αργύρη τού φάνηκε ξαφνικά πολύ μικρή, για μια στιγμή προσπάθησε να μαντέψει την ηλικία της, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε· δεν ήταν κάτι που τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, άλλωστε.

   «Λοιπόν, Βαλεντίνα», είπε, τέλειωσε με μια γουλιά το ποτό του και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Όταν γύρισε προς το μέρος της, την είδε να κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα έντονο και σοβαρό, σκιασμένο από τις βαριές της βλεφαρίδες. «Βαλεντίνα σε φωνάζανε στην πατρίδα σου;» ρώτησε ο Αργύρης.

   Η Βαλεντίνα δεν απάντησε, σαν να μην άκουσε καν. Συνέχισε να περιεργάζεται το πρόσωπό του, όπως ψάχνει κανείς τις λεπτομέρειες σε μια εικόνα, και τέλος το βλέμμα της στάθηκε στο στόμα του. Έπειτα πήρε από το χέρι του Αργύρη το τσιγάρο, το έσβησε στο τασάκι, έσκυψε πάνω του και άγγιξε με τα χείλη της τα δικά του. Ο Αργύρης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε τις επιδέξιες και υπολογισμένες κινήσεις της σαν ουδέτερος θεατής, ένιωσε τα σύντομα απανωτά αγγίγματα των χειλιών της, τόσο ανάλαφρα σαν να περνούσε ένα έντομο πάνω στα χείλη του και μετά σ’ όλο το πρόσωπο, για να καταλήξει στο πτερύγιο του αυτιού. «Βγάλε το παλτό σου», ψιθύρισε η Βαλεντίνα στο αυτί του και πέρασε το χέρι της μέσα από το άνοιγμα του παλτού, ψάχνοντας την αγκράφα της ζώνης του. Η επιθυμία αιφνιδίασε τον Αργύρη, σαν απροσδόκητος διαπεραστικός πόνος. Έψαξε με το στόμα του το στόμα της Βαλεντίνας, και ενώ τα χέρια του πάλευαν, με κινήσεις βιαστικές και άτσαλες, να ελευθερωθούν από το ρούχο, το δικό της χέρι, σίγουρο και κάπως ψυχρό, έλυνε τη ζώνη του παντελονιού του. Ο Αργύρης την άρπαξε, την ξάπλωσε στον καναπέ κι έπεσε πάνω της. Ένιωσε το κορμί της κάτω από το δικό του σφιγμένο και δύσκαμπτο και, όσο τον χάιδευε με δάχτυλα παγωμένα, είχε στραμμένο το πρόσωπό της στο πλάι. Ο Αργύρης πήρε τα χέρια της και τα απομάκρυνε από πάνω του, και τότε εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με μάτια μεγάλα, σκοτεινά και σοβαρά. Του πέρασε μια παράλογη υποψία απ’ το μυαλό.

   «Τι άλλο ξέρεις για μένα;» ρώτησε ο Αργύρης.

   «Τίποτα», είπε η Βαλεντίνα, όμως τα μάτια της στένεψαν για μια στιγμή, σαν να διέκρινε κάτι ξαφνικά. Μα ό,τι κι αν της προκάλεσε αυτό που είχε δει, δεν το άφησε να επηρεάσει στο ελάχιστο το ατάραχο πρόσωπό της.

   «Τι τραβάει η όρεξή σου; Μπορώ άμα θέλεις…»

   «Σσς…» τη διέκοψε απότομα, κι εκείνη σώπασε αμέσως. «Εγώ θα σου πω τι θα κάνεις», είπε ο Αργύρης. Έπιασε το κεφάλι της κι ένιωσε τις παγωμένες καμπανίτσες βουβές μέσα στις παλάμες του. «Άκουσες;»

   «Ναι», ψιθύρισε η Βαλεντίνα.

   Ο Αργύρης σηκώθηκε και της γύρισε την πλάτη. «Γδύσου», της είπε. Ήρθε αντιμέτωπος με την κορνιζαρισμένη φωτογραφία. Έβγαλε το πουλόβερ και, καθώς ξεκούμπωνε το πουκάμισό του, το βλέμμα του ακούμπησε στο χιονισμένο τοπίο. Πρόσεξε ένα μεγαλόσωμο μαύρο πουλί στην άκρη του φράχτη, με το κεφάλι στραμμένο στους ανθρώπους που πόζαραν στον φωτογράφο, ανυποψίαστοι ή αδιάφοροι για την παρουσία του. Του φάνηκε πως ξεχώρισε το στρογγυλό γυαλιστερό του μάτι.

   Γύρισε και είδε τη Βαλεντίνα να τον περιμένει γυμνή, καθισμένη στην άκρη του καναπέ, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά της. Ο Αργύρης την έπιασε από τους ώμους, την ξάπλωσε και κάθισε δίπλα της. Έσυρε αργά τα δάχτυλά του πάνω στην εύθραυστη και απαλή σάρκα σαν να δοκίμαζε την αντοχή της και, κυριαρχώντας στην αναστάτωση που του προκαλούσε το ευάλωτο και εντελώς υποταγμένο κορμί, παρέτεινε λίγο ακόμα αυτό το διάστημα της ηδονικής προσμονής για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει.

   «Φοβάσαι;» ρώτησε ο Αργύρης με φωνή αλλοιωμένη από την ηδονή της απόλυτης επιβολής.

   Τον κοίταξε σιωπηλή κι αναποφάσιστη.

   «Φοβάσαι;» επέμεινε ο Αργύρης.

   «Ναι», είπε πρόθυμα η Βαλεντίνα.

   «Θα κάνεις ό,τι σου πω;»

   «Ναι», είπε η Βαλεντίνα.

   Ο Αργύρης σηκώθηκε. Τράβηξε τη ζώνη από τις θηλιές του παντελονιού του και την ελευθέρωσε. Έπειτα έστριψε την άκρη της γύρω από την παλάμη του. Στράφηκε στη Βαλεντίνα.

   «Γύρνα μπρούμυτα», της είπε.

 

Ο πρώτος ήχος του κουδουνιού έσκισε το σκοτάδι του ύπνου του χωρίς να τον ξυπνήσει εντελώς, σαν κάτι που γινόταν έξω από αυτόν και δεν τον αφορούσε, αλλά το δεύτερο κουδούνισμα τον έκανε να τιναχτεί. Πριν αποκτήσει συναίσθηση του χώρου, ο Αργύρης είδε τη Βαλεντίνα όρθια κοντά στην εξώπορτα, να του ζητά σιωπή με το δάχτυλο στο στόμα.

   «Ποιος είναι;» ρώτησε η Βαλεντίνα δυνατά.

   «Εγώ. Η κυρία Άννα, από πάνω», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

   Η Βαλεντίνα κοίταξε τον Αργύρη και του έδειξε την κλειστή πόρτα που οδηγούσε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού. Το πρόσωπό της ήταν αδιαπέραστο και το παλτό που είχε ρίξει στο γυμνό της κορμί ήταν κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό. Ο Αργύρης, με μυαλό θολωμένο, σηκώθηκε και, τυλίγοντας την κουβέρτα γύρω του, πήγε στην πόρτα που του είχε δείξει, την άνοιξε και βρέθηκε σ’ έναν μικρό σκοτεινό διάδρομο, με δύο ακόμα πόρτες. Η μία ήταν ανοιχτή, κι ο Αργύρης κατευθύνθηκε προς τα κει. Το παγωμένο μωσαϊκό κάτω από τα γυμνά του πέλματα τον ξύπνησε εντελώς, μ’ έναν βίαιο τρόπο. Τρέμοντας μπήκε σ’ ένα δωμάτιο ελάχιστα πιο φωτεινό από τον διάδρομο, μια που τα μισόκλειστα ρολά της μπαλκονόπορτας άφηναν να περνάει ελάχιστο από το φως του πρωινού. Μια έντονη μυρωδιά κλεισούρας και φαρμάκων τον απέτρεψε να προχωρήσει πιο μέσα· γύρισε την πλάτη στο δωμάτιο και στάθηκε κοντά στην πόρτα, σφίγγοντας γύρω του την κουβέρτα και περιμένοντας να τελειώσει η συνομιλία των δύο γυναικών.

   Ξαφνικά ο Αργύρης είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν μόνος, ότι μέσα στον αποπνικτικό χώρο ανέπνεε και κάποιος άλλος. Κράτησε την ανάσα του κι άκουσε την άλλη, κοφτή, γρήγορη, ασθματική.

   Γύρισε και, καθώς μπορούσε πια να βλέπει στο ημίφως, ο Αργύρης είδε δύο ολάνοιχτα στρογγυλά μάτια να τον κοιτάζουν από ένα λευκό, αποστεωμένο πρόσωπο. Ο τρόμος τον παρέλυσε για μια στιγμή. Έπειτα προχώρησε αργά προς τον σκοτεινό όγκο του κρεβατιού. Ένας ηλικιωμένος άντρας, που έμοιαζε περισσότερο με λείψανο, ήταν στηριγμένος σε ψηλά μαξιλάρια που τον κρατούσαν σχεδόν καθιστό. Το σαγόνι του κρεμόταν και το στήθος του ανεβοκατέβαινε, φούσκωνε υπερβολικά και μετά έπεφτε, βούλιαζε σε μια τρύπα ανάμεσα στα κόκαλα του στέρνου του που διαγραφόταν κάτω από την πιτζάμα. Ο Αργύρης έσκυψε πάνω στα μάτια του που τον κοιτούσαν αγριεμένα, τρομαγμένα από αυτή την άνιση πάλη με τον αέρα. Ο άντρας άνοιξε το στόμα του σαν να ετοιμαζόταν να φωνάξει, μα αντί για κραυγή βγήκε από τη μαύρη τρύπα ένας σβησμένος ήχος που έμοιαζε με ρόγχο.

   Ο Αργύρης έκανε πίσω και βγήκε όπως όπως στον διάδρομο. Στάθηκε κοντά στη μισάνοιχτη πόρτα που οδηγούσε στο χολ και προσπάθησε να συγκρατήσει το τρέμουλο που έκανε τα δόντια του να χτυπούν. Άκουσε τη γυναίκα να μιλά στη Βαλεντίνα.

   «Εμείς είπαμε πως τέλειωσε, δεν ακούσαμε τίποτα δυο μέρες τώρα, και νομίσαμε πως τέλειωσε».

   «Όχι. Είναι ζωντανός». Η φωνή της Βαλεντίνας ακούστηκε ψυχρή και κάπως απότομη.

   «Τέλος πάντων. Εμείς έτσι νομίσαμε. Έφερες γιατρό;»

   «Ναι».

   Έγινε σιωπή και μετά η γυναίκα είπε: «Ξέρεις τους κανονισμούς της πολυκατοικίας, έτσι δεν είναι;»

   Η Βαλεντίνα δεν απάντησε. Ο Αργύρης έσκυψε στο στενό άνοιγμα της πόρτας. Είδε πως η Βαλεντίνα κρατούσε τη γυναίκα έξω, δεν την είχε αφήσει να περάσει, μιλούσαν εκεί, όρθιες.

   «Δεν επιτρέπεται να κρατάς, να κρατάει κανείς τον νεκρό μέσα στην πολυκατοικία.  Άπαξ και… Τέλος πάντων, πρέπει να ειδοποιήσεις να τον πάρουνε. Δεν επιτρέπεται να τον ξενυχτήσεις εδώ μέσα».

   «Το ξέρω», είπε η Βαλεντίνα.

   «Έχεις βρει γραφείο; Μην τα αφήσεις αυτά τα πράματα τελευταία στιγμή».

   «Ναι», είπε η Βαλεντίνα.

   Η γυναίκα περίμενε λίγο και μετά είπε: «Ξέρω ένα καλό γραφείο. Είναι γαμπρός του κουνιάδου μου. Θα σου κάνει καλή τιμή».

   Η Βαλεντίνα δεν είπε τίποτα.

   «Άμα έρθει εκείνη η ώρα, να μου χτυπήσεις».

   Η Βαλεντίνα έμεινε και πάλι σιωπηλή.

   «Άνθρωποι είμαστε», είπε η γυναίκα κι έφυγε. Η Βαλεντίνα έκλεισε την πόρτα. Έμεινε σ’ αυτή τη θέση, με το κεφάλι σκυμμένο, όσο ο Αργύρης ντυνόταν. Έπειτα γύρισε και τον κοίταξε.

   «Πατέρας σου είναι;» ρώτησε ο Αργύρης.

   Η Βαλεντίνα έγνεψε καταφατικά. Έμοιαζε με ένα παιδί που περιμένει στωικά την αναγγελία της τιμωρίας του και παραμόνευε την κάθε του κίνηση. «Να σου φτιάξω καφέ;» ρώτησε δειλά. Το πρόσωπό της ήταν το ίδιο με του παιδιού στην φωτογραφία. Τα χέρια της όμως κρέμονταν άτονα, από τον ώμο της έλειπε το χέρι του άντρα, εκείνος και η γυναίκα είχαν αφαιρεθεί, είχαν χαθεί στο χιόνι, το χιόνι είχε δώσει τη θέση του στον κάθετο γκρίζο τοίχο που ορθωνόταν πίσω της.

   «Όχι», είπε ο Αργύρης. Κάθισε στον καναπέ για να βάλει τα παπούτσια του. Η Βαλεντίνα τον πλησίασε γρήγορα, έσκυψε και ετοιμάστηκε να του δέσει τα κορδόνια. Την απομάκρυνε αμίλητος. Τον κοίταξε με μάτια που ικέτευαν.

   «Μη φύγεις ακόμα. Περίμενε να φτιάξω καφέ. Δεν θα κάνω ούτε ένα λεπτό».

   Ο Αργύρης δεν είπε τίποτα κι εκείνη σηκώθηκε και βγήκε βιαστικά. Ο Αργύρης έδεσε τα κορδόνια, σηκώθηκε κα φόρεσε το παλτό του. Την άκουσε μέσα στην κουζίνα να ετοιμάζει. Ο Αργύρης προχώρησε προς την πόρτα, στάθηκε, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στο τραπέζι, κάτω από το τασάκι. Τη στιγμή που άπλωνε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας, την ένιωσε πίσω του. Γύρισε. Η Βαλεντίνα τον κοιτούσε σοβαρή κι αμίλητη, κάπως επίσημη. Το βλέμμα της στάθηκε για μια στιγμή στο χαρτονόμισμα και μετά στράφηκε ξανά πάνω του.

   «Δεν θέλω λεφτά», είπε.

   Ο Αργύρης ένιωσε αμηχανία και ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά τον σταμάτησε.

   «Άλλο πράγμα θέλω από σένα», είπε ήρεμα η Βαλεντίνα. Δεν τον άφησε να ρωτήσει και συνέχισε, μ’ ένα ψυχρό και τελεσίδικο ύφος που αποθάρρυνε κάθε πιθανή του αντίδραση: «Θέλω να με βοηθήσεις να τον θάψω. Δεν έχει χαρτιά».

   Το καινούργιο της πρόσωπο ήταν το πρόσωπο ενός παίκτη που γνωρίζει την πλεονεκτική του θέση και δεν έχει καμιά πρόθεση να διαπραγματευτεί.

   «Από σένα περνούν αυτά τα πράγματα. Μπορείς να το κάνεις», είπε η Βαλεντίνα. Έπειτα του γύρισε την πλάτη, πλησίασε την πολυθρόνα όπου ήταν πεταμένα τα ρούχα της και έβγαλε το παλτό. Το γυμνό κορμί, χαρακωμένο από τα νωπά βαθυκόκκινα σημάδια που τόνιζαν τη λευκότητά του, φώτισε για μια στιγμή το στενόχωρο δωμάτιο με μια κυριαρχική δύναμη. Η Βαλεντίνα άρχισε να ντύνεται χωρίς να τον κοιτάζει, αλλά και δίχως καμιά προσπάθεια να κρυφτεί από το βλέμμα του, αδιάφορη για την αντίδρασή του, ενώ οι καμπανίτσες συνόδευαν διακριτικά τις ήρεμες, καθημερινές της κινήσεις. Όταν τέλειωσε, γύρισε και τον κοίταξε.

   Ο Αργύρης έσκυψε το κεφάλι. Δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου να διακρίνει την απειλή που κρυβόταν στα μετρημένα λόγια της καθώς και στο ξεγύμνωμα του πληγωμένου κορμιού μπροστά του. Μέσα σε λίγα λεπτά, σαν άνθρωπος μαθημένος να συναλλάσσεται με ταχύτητα, έκανε μια γρήγορη εκτίμηση της κατάστασης.

   «Εντάξει», της είπε. «Έλα τη Δευτέρα να με βρεις».

   Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο υπόγειο.         



Δεν υπάρχουν σχόλια: