Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

«Θάνατος στη Βενετία» (απόσπασμα) του Τόμας Μαν (1875 – 1955) (μτφ. Δ. Διβάρη, εκδ. «Πάπυρος-Βίπερ», 1974)

 ..............................................................







·        «Θάνατος στη Βενετία» (απόσπασμα) του Τόμας Μαν (1875 – 1955) (μτφ. Δ. Διβάρη, εκδ. «Πάπυρος-Βίπερ», 1974)

 

 ...Κεφάλαιο Έκτο*

 

   Από χρόνια κιόλας η ινδική χολέρα είχε αρχίσει να επεκτείνεται σιγά-σιγά.

   Γεννημένη στις ελώδεις περιοχές του δέλτα του Γάγγη, δυναμωμένη από τη ζέστη και τη λουσμένη ατμόσφαιρα αυτής της πληθωρικής κι αφιλόξενης ζούγκλας που στα δάση της από μπαμπού παραμονεύουν οι τίγρεις, η επιδημία χτύπησε ασυνήθιστα βαριά κι εξακολουθητικά το Ινδοστάν, προχώρησε ανατολικά στην Κίνα, δυτικά στο Αφγανιστάν, κι από εκεί ως τη Μόσχα. Ενώ όμως η Ευρώπη έτρεμε μήπως η φοβερή μάστιγα εξορμήσει από αυτή τη μεριά, την κουβάλησαν μαζί τους Σύριοι θαλασσέμποροι και την έφεραν ταυτόχρονα σε πολλά μεσογειακά λιμάνια. Η αρρώστια είχε ήδη εμφανιστεί στην Τουλών και στη Μάλαγα, στο Παλέρμο και στη Νεάπολη, και φαινόταν γερά θρονιασμένη σε ολάκερη την Καλαβρία και την Απουλία. Το βόρειο όμως τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου είχε μείνει ως τότε αμόλυντο. Ωστόσο, στα μέσα του Μάη αυτού του χρόνου βρέθηκε, την ίδια μέρα, το τρομερό μικρόβιο στα αποσκελετωμένα και μαυριδερά πτώματα κάποιου μούτσου και μιας μανάβισσας. Το γεγονός αποσιωπήθηκε. Σε μια βδομάδα όμως τα κρούσματα έγιναν δέκα, είκοσι, τριάντα, και μάλιστα σε διαφορετικές συνοικίες. Ένας από κάποια αυστριακή επαρχία, που είχε μείνει για διασκέδαση λίγες μέρες στη Βενετία, πέθανε μόλις γύρισε στο χωριό του, με ολοκάθαρα τα συμπτώματα της αρρώστιας· έτσι δημοσιεύθηκαν οι πρώτες φήμες για την επιδημία στις γερμανικές εφημερίδες. Οι Αρχές της Βενετίας απάντησαν τότε πως η δημόσια υγεία ήταν καλύτερη από κάθε άλλη φορά, και πήραν τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση της επιδημίας. Φαίνεται όμως πως είχαν μολυνθεί τα τρόφιμα, τα λαχανικά, γάλα ή κρέας, γιατί, όσο κι αν την αρνιόνταν και την έκρυβαν, η επιδημία σκότωνε καθημερινά ανθρώπους στα σοκάκια, κι η πρώιμη καλοκαιριάτικη ζέστη, που έκανε χλιαρό το νερό των καναλιών, ευνοούσε ιδιαίτερα τη διάδοσή της. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις θεραπείας· τα ογδόντα τα εκατό των αρρώστων πέθαιναν, και μάλιστα με θάνατο φρικτό. Γιατί το κακό χτυπούσε με εξαιρετική αγριότητα και συχνά παρουσιαζόταν με την πιο επικίνδυνη μορφή του, τη λεγόμενη «ξηρά». Στην περίπτωση αυτή ο οργανισμός αποξηραίνεται μέσα σε λίγες ώρες, το αίμα γίνεται γλιτσερό και μαύρο σαν πίσσα, κι ο άρρωστος πεθαίνει με φοβερούς σπασμούς και ρόγχους.

   Καλότυχος εκείνος που, όπως συνέβαινε μερικές φορές, τον χτυπούσε η αρρώστια με τη μορφή ελαφριάς αδιαθεσίας και ύστερα βαριάς λιποθυμίας, από την οποία δεν ξυπνούσε ποτέ. Στις αρχές του Ιούνη, τα απομονωτήρια του Πολιτικού Νοσοκομείου ήταν γεμάτα, στα δυο ορφανοτροφεία άρχιζαν να μην υπάρχουν θέσεις, και μια φρικτή κι έντονη κίνηση παρατηρείτο ανάμεσα στο καινούργιο λιμάνι και στο Σαν Μικέλε, το νησί – νεκροταφείο. Ο φόβος όμως για μεγάλη οικονομική ζημιά, η ανησυχία μήπως αποτύχει η καινούργια έκθεση ζωγραφικής, που μόλις είχε ανοίξει στον δημόσιο κήπο, και μήπως ξεσπάσει κρίση στα ξενοδοχεία, στις επιχειρήσεις και γενικά στον τουρισμό σε περίπτωση πανικού, όλα αυτά αποδείχτηκαν ισχυρότερα από την εντιμότητα και τον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων· έτσι οι Αρχές συνέχιζαν επίμονα την πολιτική τους της σιωπής και της ψευτιάς. Ο γενικός αρχίατρος της Βενετίας, ένας ανώτερος άνθρωπος, είχε παραιτηθεί οργισμένος και στη θέση του είχαν βάλει κάποιον με ελαστική συνείδηση. Ο λαός το ήξερε· και η εγκληματική στάση των Αρχών, μαζί με τη αβεβαιότητα που κυριαρχούσε και τη φοβερή περιοδεία του θανάτου μέσα στην πόλη, προκαλούσε ηθική χαλάρωση στα κατώτερα στρώματα, ενθάρρυνε σκοτεινά κι αντικοινωνικά ένστικτα, που εκδηλώνονταν με εξαχρείωση, κυνισμό κι αυξημένη εγκληματικότητα. Τα βράδια συναντούσες πολλούς μεθυσμένους· συμμορίες κακοποιών έκαναν επικίνδυνους τους δρόμους τη νύχτα· γίνονταν πολλές ληστείες, ακόμα και φόνοι· δυο φορές είχε διαπιστωθεί πως άτομα που είχαν πεθάνει δήθεν από χολέρα, στην πραγματικότητα είχαν δηλητηριαστεί από τους δικούς τους, που ήθελαν να τους ξεφορτωθούν. Και η διαφθορά στους επαγγελματίες, η απάτη, είχε πάρει μορφές απαίσιες, άγνωστες ως τότε στη Βενετία, που υπήρχαν μόνο στη Νότια Ιταλία και στους τόπους της Ανατολής.

   Ο Άγγλος πρόσθεσε με αποφασιστικότητα: «Καλά θα κάνετε να φύγετε σήμερα καλύτερα, παρά αύριο. Σε μερικές μέρες σίγουρα θα επιβληθεί καραντίνα, δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση». «Σας ευχαριστώ» είπε ο Άσσενμπαχ και βγήκε από το γραφείο.

   Στην πλατεία η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή κι ανήλιαγη. Ανυποψίαστοι ξένοι κάθονταν στα καφενεία ή στέκονταν μπροστά στην εκκλησία χαζεύοντας τα περιστέρια, που φτερουγίζανε και στριμώχνονταν γύρω στους κόκκους το καλαμπόκι που τους πρόσφεραν γεμάτες χούφτες. Αναστατωμένος, με τη θριαμβική γνώση της αλήθειας, μα με τη γεύση της αηδίας στο στόμα και με ανείπωτη φρίκη στην καρδιά, ο Άσσενμπαχ πηγαινοερχόταν στις πλάκες του μεγαλόπρεπου αυλόγυρου. Αναλογιζόταν κάποια λυτρωτική και αξιόπρεπη πράξη. Το βράδυ, ύστερα από το φαγητό, θα μπορούσε να πλησιάσει τη στολισμένη με μαργαριτάρια κυρία και να της μιλήσει κάπως έτσι: «Επιτρέψτε σ’ έναν ξένο, κυρία, να σας δώσει μια συμβουλή, μια πληροφορία, που οι άλλοι σας αρνιούνται από υστεροβουλία. Φύγετε αμέσως, με τον Τάτζιο και τις κόρες σας! Η Βενετία έχει προσβληθεί από χολέρα!» Έπειτα θα μπορούσε, για αποχαιρετισμό, να απιθώσει το χέρι του στο κεφάλι του ωαρίου αγοριού, όργανου κάποιας χλευαστικής θεότητας, να γυρίσει και να φύγει, κι έτσι να λυτρωθεί από τον βούρκο. Την ίδια όμως στιγμή ένιωθε πως απείχε απέραντα από το να θέλει στα σοβαρά να κάνει ένα τέτοιο διάβημα. Αυτή η πράξη θα τον γύριζε πίσω, θα τον ξανάφερνε στον εαυτό του· όποιος όμως έχει χάσει τον εαυτό του, τίποτα δεν σιχαίνεται περισσότερο από το να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν. Θυμήθηκε ένα λευκό οικοδόμημα, διακοσμημένο με επιγραφές που αντιφέγγιζαν στο δειλινό, και το βλέμμα του νου του βυθισμένο στη διάφανη μυστικοπάθειά τους. Θυμήθηκε ύστερα κι εκείνη την παράξενη μορφή του οδοιπόρου, που του είχε ξυπνήσει, στα ώριμα χρόνια του, ένα βαθύ νεανικό πόθο για μακρινούς και ξένους τόπους. Κι η σκέψη να γυρίσει στον τόπο του, στην ηρεμία, στη φρόνηση, στον μόχθο και στη συγγραφική του απασχόληση τού ήταν σε τέτοιο βαθμό αποκρουστική, ώστε το πρόσωπό του συσπάστηκε σε μια γκριμάτσα αηδίας. «Πρέπει να σωπάσω!» ψιθύρισε αποφασιστικά. «Δεν θα μιλήσω!» Οι τύψεις που ένιωθε για τη συνενοχή του τού έφερναν ζάλη, όπως το λιγοστό κρασί ζαλίζει ένα αδύναμο μυαλό. Η εικόνα της χολεριασμένης πόλης πλανιόταν στο μυαλό του, ξυπνώντας μέσα τους ανείπωτες, έξω από κάθε λογική κι ανέκφραστα γλυκιές ελπίδες. Τι ήταν η λεπτή ευτυχία που ονειρεύτηκε τούτη τη στιγμή, σε σύγκριση με αυτές τις προσδοκίες; Τι σήμαινε πια γι’ αυτόν η τέχνη και η αρετή μπροστά στην υπόσχεση που χάριζε το Χάος; Δεν μίλησε, λοιπόν, κι ήταν αποφασισμένος να μη μιλήσει.

   Εκείνη τη νύχτα είδε ένα τρομακτικό όνειρο – αν μπορεί κανείς να ονομάσει όνειρο ένα σωματικό και πνευματικό δράμα, που το έζησε βέβαια μέσα σε βαθύ ύπνο, αλλά ήταν ολοζώντανο και, μ’ όλο που δεν υπήρχε σ’ αυτό δική του συμμετοχή, όμως κάθε άλλο παρά ένιωθε τον εαυτό του έξω από τα γεγονότα. Γιατί τα γεγονότα εισορμούσαν από τον εξωτερικό κόσμο, συντρίβανε την αντίστασή του – τη βαθιά, πνευματική του αντίσταση – διαπερνούσαν ολόκληρο το είναι του κι αφήνανε λεηλατημένη, εξουθενωμένη τη ζωή και το έργο του.

   Ο φόβος ήταν η αρχή· φόβος και πόθος, και γεμάτη φρίκη περιέργεια για το τι έμελλε να συμβεί. Νύχτα βαθιά, κι οι αισθήσεις του αγρυπνούσαν· γιατί ακούγονταν να έρχονται από μακριά σάλαγος, χλαπαταγή κι ανάμικτοι θόρυβοι: χτυπήματα, τινάγματα, υπόκωφες βροντές, στριγγά σαλπίσματα και μαζί κάτι σαν θρήνος που έσβηνε σ’ ένα μακρόσυρτο «ου» - όλα ανακατωμένα, φρικτά κι ηδονικά πνιγμένα σε ένα βαθύ υπόκωφο κι επίμονο ήχο από φλογέρα, που μάγευε, ξεδιάντροπα και πιεστικά, τα σωθικά του. Εκείνος όμως ήξερε λέξεις σκοτεινές, μα που ονομάτιζαν αυτό που ερχόταν: « ξ έ ν ο ς  θ ε ό ς ». Λαμπερή κι όλο καπνό φλόγα άναψε: κι είδε μια χώρα ορεινή, σαν το βουνό γύρω από τη θερινή του κατοικία. Και μέσα στη λάμψη της φλόγας είδε, από ανείπωτα ύψη, κι ανάμεσα σε κορμούς και σε συντρίμμια μουχλιασμένων βράχων, να χιμάνε και να γκρεμοτσακίζονται σαν καταρράκτης άνθρωποι, ζώα, ένα τσούρμο, ένα κοπάδι μανιασμένο – και πλημμύρισε το ξέφωτο από κορμιά, φλόγες, χλαλοή και ξέφρενους κυκλικούς χορούς. Γυναίκες με κρεμασμένα από τη μέση τους μακριά τομάρια, που τις εμπόδιζαν στο περπάτημα, βογγώντας και με ριγμένα πίσω τα κεφάλια τους, έκρουαν τύμπανα, κραδαίνανε φλογοβόλους πυρσούς και γυμνά μαχαίρια, είχαν ζωσμένα στη μέση τους φίδια με κρεμαστές τις γλώσσες και ουρλιάζανε κρατώντας φουχτωμένα τα δυο τους στήθια. Άντρες δασύτριχοι, με κέρατα στο μέτωπο και σγουρόμαλλες προβιές στη μέση, λυγίζανε τους σβέρκους τους, ύψωναν χέρια και μεριά, και χτυπούσαν μανιασμένοι χάλκινα κύμβαλα, ενώ ολόγυμνοι έφηβοι, κρατώντας φυλλωμένα ραβδιά, τσιγκλίζανε ταύρους, τους έδραχναν από τα κέρατα κι αφήνονταν να σέρνονται στο χώμα καθώς εκείνοι πηδούσαν ξεφρενιασμένοι. Και οι μύστες ουρλιάζανε το τραγούδι τους μαλακώνοντας τους ήχους των συμφώνων κι αφήνοντας πάντα το μακρόσυρτο «ου» στο τέλος – κραυγή άγρια και γλυκιά, όσο καμιά δεν είχε ακουστεί ως τότε, που υψωνόταν στους αιθέρες, κι εμεί αντηχούσε πολύφωνη· και μ’ αυτήν ο ένας παρέσυρε τον άλλο στον χορό και στο ξέφρενο λίκνισμα του κορμιού, και ποτέ δεν άφηναν να σβήσει. Όμως όλα τα διαπερνούσε, τα κυρίευε ο βαθύς μαγευτικός ήχος της φλογέρας. Μήπως δεν τον μάγευε κι αυτόν, που αντιστεκόταν κι ωστόσο ζούσε τούτη τη γιορτή, ακολουθώντας ξεδιάντροπα και τις πιο παράφορες θυσίες; Μεγάλη ήταν η αποστροφή, μεγάλος ο φόβος του, τίμια η θέλησή του να υπερασπίσει ως το τέλος την υπόστασή του ενάντια στον ξένο, τον εχθρό του άξιου και ενάρετου πνεύματος. Όμως η χλαλοή, το ουρλιαχτό, πολλαπλασιαζόμενο από τον αντίλαλο του βουνού, δυνάμωνε και θέριευε, έγινε συνεπαρμένο παραλήρημα. Μεθυστικές οσμές ζαλίζανε τον νου, αψιά τραγίλα, ιδρωτίλα από τα λαχανιασμένα κορμιά, μια αποφορά σαν από βαλτονέρια, κι ακόμα μια άλλη μυρουδιά, που την ήξερε καλά: μυρουδιά από πληγές κι επιδημία. Με τα χτυπήματα του τύμπανου, η καρδιά του σείστηκε, το μυαλό του θόλωσε. Τον συνεπήρε η έκσταση, η μανία, ο τυφλός ηδονικός πόθος, κι η ψυχή του λαχταρούσε να πάρει μέρος στη γιορτή του θεού. Τραβήχτηκε ο πέπλος, αποκαλύφτηκε κι υψώθηκε το τεράστιο ξύλινο αισχρό σύμβολο. Τώρα όλοι κραυγάζανε ακόμα πιο μανιασμένα. Με αφρούς στο στόμα ρίχνονταν εδώ κι εκεί, ερέθιζαν ο ένας τον άλλο με λάγνους μορφασμούς και χειρονομίες. Γελώντας και στενάζοντας, τρυπιόνταν με τα σουβλερά ραβδιά τους κι έγλειφαν το αίμα που ανάβλυζε από τα κορμιά τους. Μαζί τους όμως, ανάμεσά τους, βρισκόταν τώρα κι αυτός που έβλεπε το όνειρο, υπάκουος, ολότελα παραδομένος στον ξένο θεό. Κι είχε πια ταυτιστεί με τους μύστες, όταν ρίχτηκαν πάνω στα ζώα και καταβροχθίζανε τα αχνιστά τους κρέατα, κι όταν έπειτα, πάνω στο τσαλαπατημένο χορτάρι, άρχισε συνουσία ατέλειωτη, θυσία στο θεό. Ναι, η ψυχή του χαιρόταν την ακολασία και το βάθος του βαράθρου που κατρακυλούσε.

   Ύστερα από τούτο το όνειρο, το θύμα ξύπνησε με χαλαρωμένα νεύρα, τσακισμένο και παραδομένο ανυπεράσπιστο στον Δαίμονα. Δεν φοβόταν πια τα εξεταστικά βλέμματα των ανθρώπων· δεν τον ένοιαζε αν θα προδινόταν, αν θα κινούσε υποψίες. Άλλωστε οι άνθρωποι έφευγαν, το έσκαγαν· πολλές καμπίνες ήταν αδειανές, στην τραπεζαρία ο κόσμος είχε αραιώσει και στην πόλη σπάνια έβλεπες ξένο. Φαίνεται πως η αλήθεια είχε μαθευτεί, κι ο πανικός, παρά τις προσπάθειες των Αρχών, δεν κρατιόταν πια. Η κυρία όμως με τα μαργαριτάρια εξακολουθούσε να μένει εκεί με τους δικούς της, είτε γιατί οι φήμες δεν είχαν φτάσει στα αυτιά της, είτε γιατί η περηφάνια κι η αφοβία της τις αψηφούσε. Ο Τάτζιο ήταν ακόμα εκεί, κι ο Άσσενμπαχ, μέσα στην έκστασή του, ονειρευόταν πως ο θάνατος και η φυγή μπορεί να απομακρύνουν από γύρω του κάθε ενοχλητική ζωντανή ύπαρξη, και να τον αφήσουν μόνο μαζί με το ωραίο αγόρι πάνω στο νησί. Ναι, όταν τα πρωινά, στην ακροθαλασσιά, απίθωνε το βλέμμα του, βαρύ, ανεύθυνο κι αμετανόητο, πάνω στον ποθητό του, κι όταν τα δειλινά τον έπαιρνε αλόγιστα από πίσω στα σοκάκια, όπου έκανε θραύση το ύπουλο θανατικό, τότε του φαινόταν κατορθωτός ο αλόγιστος σκοπός του, και ανυπόστατος ο νόμος ο ηθικός.

   Όπως όλοι οι ερωτευμένοι, ήθελε να αρέσει, κι αγωνιούσε στη σκέψη μήπως αυτό δεν ήταν πια δυνατό. Πρόσθετε στα ρούχα του νεανικά στολίδια, φορούσε πολύτιμα πετράδια κι έβαζε αρώματα. Αφιέρωνε πολλή ώρα και πολλές φορές τη μέρα στην τουαλέτα του, πήγαινε στην τραπεζαρία στολισμένος, ταραγμένος, νευρικός. Μπροστά στη γλυκιά νιότη που αγαπούσε, σιχαινόταν το γερασμένο του κορμί· κοίταζε τα γκρίζα του μαλλιά, τα σκαμμένα του χαρακτηριστικά, και τον κυρίευε ντροπή κι απελπισία. Κάτι τον έσπρωχνε να ξανανιώσει, να δώσει ζωντάνια στο κορμί του. Πήγαινε συχνά στον κουρέα του ξενοδοχείου και, τυλιγμένος στην άσπρη πετσέτα, ξαπλωμένος στην πολυθρόνα κάτω από την φροντίδα των χεριών του κι ακούγοντας τις φλυαρίες του, κοίταζε στον καθρέφτη το πρόσωπό του με βασανισμένο βλέμμα.

   «Γκρίζος» είπε μορφάζοντας πικρά.

   «Λίγο» απάντησε ο κουρέας. «Κι αυτό εξαιτίας μιας μικρής αμέλειας, μιας αδιαφορίας για την εξωτερική εμφάνιση, που είναι κατανοητή στους σημαντικούς ανθρώπους, όχι όμως κι επαινετή, επειδή ακριβώς οι άνθρωποι αυτοί δεν δικαιολογούνται να έχουν προκαταλήψεις σχετικά με το φυσικό και το τεχνητό. Σκεφτείτε, αν η αυστηρότητα, που δείχνουν μερικοί απέναντι στην καλλωπιστική τέχνη, επεκτεινόταν, όπως είναι λογικό, και στα δόντια τους, τι θα γινόταν! Στο κάτω-κάτω, έχουμε την ηλικία που έχει ο νους μας και η καρδιά μας· και τα γκρίζα μαλλιά είναι πολλές φορές πολύ πιο ψεύτικα από ό,τι θα ήταν ο περιφρονημένος τους καλλωπισμός. Στη δική σας περίπτωση, κύριέ μου, έχετε το δικαίωμα να τους διατηρήσετε το φυσικό τους χρώμα. Μου επιτρέπετε να σας ξαναδώσω τα μαλλιά σας;»

   «Πώς αυτό;» ρώτησε ο Άσσενμπαχ.

   Τότε ο κουρέας έλουσε γρήγορα τον πελάτη του με δυο υγρά, ένα καθαρό κι ένα σκούρο, και τα μαλλιά του έγιναν μαύρα όπως ήταν στα νεανικά του χρόνια. Έπειτα τα κατσάρωσε με τη ζεστή μασιά σε απαλές σκάλες, πισωπάτησε κι επιθεώρησε τη δουλειά του.

   «Τώρα δεν μένει» πρόσθεσε «παρά να φρεσκάρουμε λίγο το δέρμα του προσώπου».

   Και, σαν άνθρωπος που δεν μπορεί να σταματήσει κάπου και να ικανοποιηθεί, συνέχιζε το έργο του, από τη μια περιποίηση στην άλλη, με ολοένα μεγαλύτερη επιτηδειότητα. Ο Άσσενμπαχ, χαλαρωμένος στην πολυθρόνα του ανίκανος να αμυνθεί και, αντίθετα, γεμάτος ταραχή και ελπίδα γι’ αυτό που γινόταν, κοίταζε στον καθρέφτη τα φρύδια του να γίνονται πιο τοξωτά και πιο συμμετρικά, τα μάτια του να μεγαλώνουν και να φαντάζουν πιο λαμπερά, χάρη σε μιαν απαλή σκίαση των βλεφάρων· έβλεπε το δέρμα του, εκεί που παλιά ήτανε καφετί και χωματένιο, να λειαίνει και να παίρνει χρώμα αχνορόδινο, τα αναιμικά πριν χείλια του να φουσκώνουν και να γίνονται ροδαλά, τις ρυτίδες στα μάγουλα και στο στόμα, καθώς και τις αυλακιές στις άκρες των ματιών να χάνονται χάρη στην κρέμα και σε διάφορα υγρά επιθέματα… Με καρδιοχτύπι αντίκριζε τώρα μπροστά του έναν νεαρό σε όλη του την άνθιση. Ο κουρέας έμεινε τέλος ικανοποιημένος και, κατά τη συνήθεια του επαγγέλματος, ευχαρίστησε με δουλική φιλοφροσύνη τον πελάτη που είχε εξυπηρετήσει. «Μια ασήμαντη βοήθεια» του είπε, καθώς του έκανε τις τελευταίες περιποιήσεις στο πρόσωπό του. «Τώρα ο κύριος μπορεί άφοβα να ερωτευτεί». Ο Άσσενμπαχ έφυγε σαν μέσα σε όνειρο, γοητευμένος, συγχυσμένος, ντροπαλός. Φορούσε κόκκινη γραβάτα και στο ψάθινο πλατύγυρο καπέλο του είχε δεμένη μια πολύχρωμη κορδέλα.

   Φυσούσε χλιαρός άνεμος και, μ’ όλο πού και πού έπεφτε καμιά σταγόνα βροχής, η ατμόσφαιρα ήταν υγρή, βαριά και μύριζε μούχλα. Βουητά, παλαμάκια και σφυρίγματα αντηχούσαν στα αυτιά του Άσσενμπαχ και, με το πρόσωπο φλογισμένο σαν από πυρετό, κάτω απ’ το φτιασίδι, είχε την εντύπωση πως τα κακά πνεύματα του ανέμου φτερούγιζαν ολόγυρά του και θαλάσσια όρνια τού ξεσχίζανε, τού τρώγανε και τού μολύνανε τις σάρκες, Γιατί ο πνιγηρός αέρας έδιωχνε την όρεξη, και η φαντασία είχε την εντύπωση πως τα φαγητά ήταν δηλητηριασμένα από τα μικρόβια της αρρώστιας.

   Ένα απόγευμα, ο Άσσενμπαχ, ακολουθώντας το ωραίο αγόρι, προχώρησε βαθιά στο εσωτερικό της χολεριασμένης πολιτείας. Σχεδόν χαμένος, αφού τα δρομάκια, τα κανάλια, οι γέφυρες κι οι πλατειούλες του λαβύρινθου έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους και δεν θυμόταν πια τον προσανατολισμό του, πρόσεχε μόνο μήπως χάσει από τα μάτια του την ποθητή μορφή που ακολουθούσε. Και, αναγκασμένος να παίρνει εξευτελιστικά μέτρα, κολλώντας στους τοίχους, γυρεύοντας κάλυμμα στις πλάτες των μπροστινών του, για πολλή ώρα δεν καταλάβαινε την κούραση και την εξάντληση, που το πάθος και η αδιάκοπη υπερένταση είχαν προκαλέσει στο κορμί και την ψυχή του. Ο Τάτζιο βάδιζε πίσω από τους δικούς του στα στενά δρομάκια και συνήθως δεν άφηνε την γκουβερνάντα και τις αδελφές του να στρίβουν πρώτες στις γωνιές. Καθώς λοιπόν περπατούσε μόνος, γύριζε πότε – πότε το κεφάλι και κοίταζε με τα γκριζογάλανα μάτια του αν τον ακολουθούσε ο θαυμαστής του. Τον έβλεπε, και δεν τον πρόδινε. Μεθυσμένος από αυτή τη διαπίστωση, μαγνητισμένος από αυτά τα μάτια, έρμαιο του πάθους του, ο ερωτευμένος κυνηγούσε την ανάρμοστη ελπίδα του. Όμως, τελικά, την έχασε. Η παρέα μπροστά του πέρασε μια καμπυλωτή γέφυρα, το ψηλό της τόξο τους έκρυψε από τα μάτια του, κι όταν ο Άσσενμπαχ έφτασε εκεί, είχαν πια φύγει. Τους έψαξε σε τρεις κατευθύνσεις, ολόισια και προς τις δυο πλευρές της στενής και βρώμικης προκυμαίας· του κάκου. Ο εκνευρισμός κι η απογοήτευση τον ανάγκασαν τελικά να σταματήσει την αναζήτηση.

   Το κεφάλι τους έκαιγε, το κορμί του κολλούσε από τον ιδρώτα, τα γόνατά του έτρεμαν και τον βασάνιζε ανυπόφορη δίψα. Έψαχνε να βρει κάπου να ξεκουραστεί για μια στιγμή. Αγόρασε λίγες παραγινωμένες φράουλες από ένα μικρό μανάβικο και τις έφαγε περπατώντας. Μια μικρή απόμερη πλατειούλα πρόβαλε ξαφνικά μπροστά του. Τη γνώρισε. Σ’ αυτήν είχε σκεφτεί εκείνο το απελπισμένο σχέδιο φυγής, βδομάδες τώρα. Κάθισε στα σκαλιά της δεξαμενής, στη μέση της πλατείας, κι ακούμπησε το κεφάλι του στο πέτρινο περίζωμα. Ησυχία βασίλευε ολόγυρα. Γρασίδι φύτρωνε ανάμεσα στις πλάκες του λιθόστρωτου, σκουπίδια σέρνονταν εδώ κι εκεί. Ανάμεσα στα ερειπωμένα κι ακανόνιστα στο ύψος σπίτια υπήρχε κι ένα που έμοιαζε με παλάτι, με τοξωτά παράθυρα που έχασκαν κενά από πίσω και με μικρά μπαλκόνια στολισμένα με λιοντάρια. Ένα φαρμακείο βρισκόταν στο ισόγειο ενός άλλου σπιτιού. Η θερμή πνοή του ανέμου έφερνε βαριά τη μυρουδιά της φαινόλης.

   Καθόταν λοιπόν εκεί ο τεχνίτης, ο άξιος καλλιτέχνης, ο συγγραφέας του «Άθλιου», όπου με τόσο καθάρια και υποδειγματική μορφή αρνιόταν τη νοοτροπία του μποέμ και όλες τις ύποπτες καταστάσεις, αρνιόταν κάθε συμπάθεια στην άβυσσο και καταδίκαζε κάθε τι αξιοκατάκριτο. Καθόταν εκεί αυτός που είχε ανεβεί τόσο ψηλά, που είχε ξεπεράσει την ίδια του την γνώση και κάθε ειρωνεία, που είχε συνηθίσει να μην προδίνει την εμπιστοσύνη του κοινού, που η δόξα του ήταν επίσημη, το όνομά του είχε κοσμηθεί με τίτλο ευγενείας και το ύψος του αναγνωριζόταν σαν πρότυπο για τη σχολική νεολαία. Καθόταν εκεί, με τα μάτια κλειστά, κάπου – κάπου του ξέφευγε ένα πλάγιο γρήγορο βλέμμα, ειρωνικό και ταραγμένο. Και τα πλαδαρά του χείλη, φτιασιδωμένα, ψιθύριζαν κομματιαστά λόγια από τον διάλογο που το μισοκοιμισμένο του μυαλό σκεφτόταν με την παράξενη λογική του ονείρου.

   «Γιατί, θυμήσου το καλά, Φαίδρε, μόνο η ομορφιά είναι θεϊκή και ορατή ταυτόχρονα. Έτσι με την ομορφιά πορεύεται κανείς προς το αισθητό και αυτή, μικρέ μου Φαίδρε, οδηγεί τον καλλιτέχνη στον δρόμο προς το πνεύμα. Πιστεύεις όμως, φίλε, πως εκείνος που πορεύεται προς το πνεύμα από τον δρόμο των αισθήσεων μπορεί ποτέ να φτάσει στην σοφία και στην αληθινή ηθική ρωμαλεότητα; Ή μήπως πιστεύεις (είσαι ελεύθερος να κρίνεις) πως αυτός ο δρόμος είναι επικίνδυνος όσο κι αγαπητός, είναι στ’ αλήθεια δρόμος λοξός κι αμαρτωλός, που οδηγεί αναγκαστικά στην πλάνη; Γιατί πρέπει να ξέρεις πως εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να πάρουμε το δρόμο της ομορφιάς δίχως σύντροφο κι οδηγό τον Έρωτα. Ακόμα κι όταν με τον τρόπο μας γινόμαστε ήρωες και άξιοι πολεμιστές, πάντα μένουμε σαν τις γυναίκες, γιατί το πάθος είναι η εξύψωσή μας, κι ο έρωτας μένει παντοτινός μας πόθος… αυτή είναι η ντροπή και η χαρά μας. Βλέπεις λοιπόν τώρα πως εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να είμαστε μήτε σοφοί μήτε ενάρετοι; Πως αναπόφευκτα θα ξεστρατίσουμε, θα μείνουμε άφρονες, παιχνίδι στα χέρια της καρδιάς μας; Η τέχνη του ύφους μας είναι ψέμα, είναι τρέλα· η φήμη και η υπόληψή μας είναι φάρσα· η πίστη του κοινού σε μας είναι γελοία, και η διαπαιδαγώγηση των πολιτών και της νεολαίας με την τέχνη είναι εγχείρημα παρακινδυνευμένο, που πρέπει ν’ απαγορευτεί. Γιατί πώς μπορεί να είναι άξιος να διαπαιδαγωγήσει αυτός που από την ίδια τη φύση του σπρώχνεται αναπόφευκτα προς την άβυσσο; Θα θέλαμε βέβαια να την αρνηθούμε, να καταπατήσουμε την αρετή· μα όσο κι αν προσπαθούμε ν’ αλλάξουμε πορεία, η άβυσσος μάς τραβάει ξανά. Θ’ απαρνηθούμε λοιπόν τη διαλυτική γνώση· γιατί η γνώση, Φαίδρε, δεν έχει αυστηρότητα ή αρετή· η γνώση γνωρίζει, κατανοεί, συγχωρεί, γιατί δεν έχει αυστηρότητα, ούτε μορφή· συμπαθεί την άβυσσο·  ε ί ν α ι  η ίδια η άβυσσος. Την απορρίπτουμε λοιπόν αποφασιστικά, και η προσοχή μας στρέφεται μόνο στην ομορφιά, δηλαδή στην απλότητα, στο μεγαλείο, στην καινούργια αυστηρότητα, στη νέα ειλικρίνεια και στη μορφή. Το αυθόρμητο όμως και η μορφή, Φαίδρε, οδηγούν στη μέθη και στον πόθο, μπορεί να οδηγήσουν τον ευγενικό άνθρωπο σε φρικτή αναταραχή των αισθημάτων, που η ίδια του η ωραία αυστηρότητα τα καταδικάζει σκληρά, κι αυτά στην άβυσσο. Λέω πως εκεί μας οδηγούν εμάς τους ποιητές το αυθόρμητο και η μορφή· γιατί δεν μπορούμε να εξαρθούμε πάνω από αυτά, να τα αποφύγουμε. Και τώρα εγώ φεύγω. Εσύ, Φαίδρε, μείνε· κι όταν δεν θα με βλέπεις πια, φύγε κι εσύ». 

   Μερικές μέρες αργότερα, ο Γκούσταβ φον Άσσενμπαχ άργησε να βγει το πρωί από το ξενοδοχείο, γιατί δεν ένιωθε καλά. Είχε τάσεις λιποθυμίας, σωματικής αλλά και ψυχικής αιτίας, που τις συνόδευε δυνατό άγχος, και ένα αίσθημα κενού κι απελπισίας, δίχως να ξέρει αν αυτό αναφερόταν στον εξωτερικό κόσμο ή στην ίδια του την ύπαρξη. Στο χολ είδε όγκους με αποσκευές έτοιμες για ταξίδι. Ρώτησε τον θυρωρό και πήρε την απάντηση πως φεύγει η οικογένεια με το πολωνικό αριστοκρατικό όνομα, που ο Άσσενμπαχ είχε φροντίσει κρυφά να το μάθει. Δέχτηκε την είδηση χωρίς ν’ αλλοιωθούν τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με την ελαφριά κίνηση του κεφαλιού με την οποία υποδεχόμαστε μια γνώση που δεν μας ενδιαφέρει, και ξαναρώτησε: «Πότε;» Του απάντησαν: «Μετά το γεύμα». Έγνεψε αόριστα, και πήγε στην ακρογιαλιά. Η θάλασσα απωθούσε τη μέρα αυτή. Τα ρηχά νερά, που χώριζαν την αμμουδιά από τον πρώτο μακρουλό ύφαλο, σκεπάζονταν από τη μια ως την άλλη πλευρά με σγουρούς αφρούς. Κάτι σαν φθινοπωριάτικη πνοή, σαν πνοή γερασμένη, βασίλευε σ’ αυτό το άλλοτε ολοζώντανο και τώρα σχεδόν έρημο μέρος, όπου η αμμουδιά ήταν πια παραμελημένη και ακάθαρτη. Μια φωτογραφική μηχανή, τοποθετημένη στην άκρη της θάλασσας, πάνω στον τρίποδά της, έμοιαζε αδέσποτη, και το μαύρο πανί που την σκέπαζε ανέμιζε κροταλίζοντας στον ψυχρό αέρα.

   Ο Τάτζιο, με τρεις-τέσσερις φίλους που του είχαν απομείνει, έπαιζε δεξιά από την καμπίνα των δικών του· κι ο Άσσενμπαχ, με μια κουβέρτα πάνω στα γόνατα, ξαπλωμένος στη σαιζ λονγκ του κάπου στη μέση ανάμεσα στη θάλασσα και στη σειρά από τις καμπίνες, τον παρακολουθούσε ακόμα μια φορά με το βλέμμα. Το παιχνίδι, που δεν το πρόσεχε κανείς, αφού οι γυναίκες φαίνονταν απασχολημένες με την ετοιμασία του ταξιδιού, είχε ξεφύγει από το δρόμο του κι εκφυλιζόταν. Το μεγαλόσωμο αγόρι με τα μαύρα γυαλιστερά από τη μπριγιαντίνη μαλλιά και το κοστούμι με τη ζώνη, αυτός που τον έλεγαν «Γιασού», νευριασμένος και τυφλωμένος από μια χούφτα άμμο που του έριξαν στο πρόσωπο, ανάγκασε τον Τάτζιο να παλέψουν, και σε λίγο το αδύναμο εκείνο αγόρι σωριάστηκε χάμω. Αυτή όμως την ώρα του αποχωρισμού τα αισθήματα του υποτακτικού λες κι είχαν μεταλλάξει σε απάνθρωπη σκληράδα και ο νικητής, σαν να ήθελε να εκδικηθεί για τη μακρόχρονη σκλαβιά του, δεν άφησε τον νικημένο, έμεινε γονατιστός πάνω στην πλάτη του και του πίεζε το πρόσωπο πάνω στην άμμο, έτσι που ο Τάτζιο, λαχανιασμένος κιόλας από την πάλη, κινδύνευε να σκάσει. Οι προσπάθειές του ν’ απαλλαγεί από το βάρος ήταν σπασμωδικές, στιγμές – στιγμές σταματούσαν ολότελα, ενώ το σώμα του σπαρταρούσε. Γεμάτος φρίκη, ο Άσσενμπαχ ήταν έτοιμος να τιναχτεί πάνω, να τρέξει να τον σώσει, όταν ο μελαχρινός παράτησε το θύμα του. Ο Τάτζιο, κατάχλωμος, έγειρε στο πλευρό και λίγα λεπτά έμεινε ακίνητος, με τα μαλλιά ανακατωμένα και με μάτια σκοτεινά. Ύστερα σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε αργά. Τον φώναξαν· στην αρχή θαρρετά, κι έπειτα ντροπαλά και παρακλητικά. Δεν άκουσε. Ο μελαχρινός, που μπορεί να μετάνιωσε αμέσως για τη σκληρή του πράξη, τον πρόλαβε και πάσχισε να τον πείσει να φιλιωθούνε. Ο Τάτζιο τον απόδιωξε σηκώνοντας τους ώμους, και προχώρησε στην ακρογιαλιά. Ήταν ξυπόλυτος και φορούσε τη λινή του ριγωτή φορεσιά με τον κόκκινο φιόγκο.   

   Έφτασε στο νερό και, με σκυφτό κεφάλι, βάλθηκε να χαράζει με τη μύτη του ποδιού του, φιγούρες στην υγρή άμμο. Προχώρησε ύστερα στα ρηχά, που από το πιο βαθύ μέρος τους δεν έφτανε ως τα γόνατα, τα πέρασε βαρυεστημένα κι έφτασε στον αμμουδερό ύφαλο. Στάθηκε για λίγο εκεί, με το πρόσωπο γυρισμένο προς τα ανοιχτά, κι έπειτα άρχισε να περπατάει αργά, από τα αριστερά προς τα δεξιά, σε όλο το μάκρος της γυμνής, στενής αμμουδερής γλώσσας. Από την ακτή τον χώριζε η ρηχή έκταση του νερού, από τους συντρόφους του η περηφάνια·  και πλανιόταν εκεί, μια ξεμοναχιασμένη και λεύτερη οπτασία πάνω από τη θάλασσα, με τα μαλλιά να κυματίζουν στον αέρα, στραμμένος προς τη θαμπή απεραντοσύνη. Για μια φορά ακόμα κοίταξε πέρα μακριά. Και ξάφνου, σαν κάτι θυμήθηκε, σαν να υπάκουσε σε κάποια ορμή, γύρισε ελαφρά, με μιαν ωραία κίνηση, το πανωκόρμι του, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στη μέση, και κοίταξε πάνω από τον ώμο του την ακτή.

   Ο Άσσενμπαχ καθόταν εκεί, όπως και τη μέρα που, από την ίδια θέση, τα βαθυγάλανα μάτια είχαν συναντήσει τα δικά του. Το κεφάλι του, ακουμπισμένο στη ράχη της σαιζ – λονγκ, ακολουθούσε αργά την κίνηση του μακρινού αγοριού. Σε μια στιγμή ανασηκώθηκε, σαν για ν’ απαντήσει σ’ εκείνο το βλέμμα, μα σωριάστηκε αμέσως ξανά, με το κεφάλι χωμένο στο στήθος, και τα μάτια του προσπαθούσαν να κοιτάξουν από κάτω, ενώ το πρόσωπό του έδειχνε τη χαύνωση ενός βαθύτατου ύπνου. Ο Άσσενμπαχ ένιωθε σαν ο χλωμός κι αγαπημένος Ψυχαγωγός να του έγνεφε, να του χαμογελούσε από μακριά· σαν να σήκωνε το χέρι από τη μέση του και κάτι του έδειχνε πέρα, στο θεόρατο κενό, όλο υποσχέσεις. Κι όπως έκανε τόσες άλλες φορές, ο Άσσενμπαχ σηκώθηκε για να τον ακολουθήσει.

   Πέρασαν κάμποσα λεπτά ώσπου να τρέξουν να βοηθήσουν τον συγγραφέα, που είχε σωριαστεί στην πολυθρόνα του. Τον μετέφεραν στο δωμάτιό του.

   Και την ίδια κιόλας μέρα όλος ο κόσμος μάθαινε με συγκίνηση και σεβασμό την είδηση για τον θάνατό του.


*Σημείωση: Η προσαρμογή στη σημερινή ορθογραφία και τα τμήματα με bold γραμματοσειρά είναι του αντιγραφέα...




Δεν υπάρχουν σχόλια: