Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

"Ο Δον Κιχώτης στην ποίηση του Κ. Ουράνη και του Κώστα Καρυωτάκη" έγραψε ο Φάνης Κωστόπουλος (https://diastixo.gr, 20.7.2019)

 ..............................................................


"Ο Δον Κιχώτης στην ποίηση του Κ. Ουράνη και του Κώστα Καρυωτάκη"




έγραψε ο Φάνης Κωστόπουλος (https://diastixo.gr, 20.7.2019)



Ο «Δον Κιχώτης» είναι ένα από τα τελευταία ποιήματα που έγραψε και συμπεριέλαβε μαζί με άλλα ποιήματα ο Κώστας Ουράνης στις Νοσταλγίες, που είδαν το φως της δημοσιότητας το 1920. Αφορμή για να γράψει αυτό το ποίημα ήταν η μετάφραση του Δον Κιχώτη του Θερβάντες από τον Κ. Καρθαίο, η οποία είχε αρχίσει να δημοσιεύεται στον Νουμά από το φύλλο της 2ης Νοεμβρίου 1919. Στο ίδιο περιοδικό και στο φύλλο της 20ής Ιουνίου 1920 πρωτοδημοσιεύτηκε το ποίημα «Δον Κιχώτης» του Κώστα Ουράνη με αφιέρωση στον Κ. Καρθαίο. Πριν παραθέσω το ποίημα για να το θυμηθεί ο αναγνώστης, θα ’θελα να πω ότι η προσέγγιση αυτή, πέρα από το ποίημα του Ουράνη, δίνει τη δυνατότητα να καταλάβει κανείς ότι η παραδοσιακή μας ποίηση δεν έχει μελετηθεί όσο πρέπει.


ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει·
και πίσω του, στο στωικό γαϊδούρι του καβάλα,
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.

Αιώνες που ξεκίνησε και αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…

Στο πέρασμά του απ’ τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού – κι ειρωνικά γελάνε.

Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:
οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε![1]

Το ποίημα «Δον Κιχώτης» είναι, όπως βλέπουμε, γραμμένο στη μορφή του δεκατετράστιχου, του αιρετικού όμως δεκατετράστιχου, που δεν ανταποκρίνεται στους κανονισμούς της ρίμας, που επιβάλλει το σονέτο, και που σ’ αυτή τη μορφή είναι γραμμένα τα περισσότερα ποιήματα στις Νοσταλγίες. Το ποίημα αυτό, όταν δημοσιεύτηκε στον Νουμά, συνοδευόταν από το εξής σχόλιο της σύνταξης του περιοδικού: «Παιάνας αληθινός για τους ιδεολόγους κάθε τόπου και κάθε εποχή είναι το σημερινό πρωτοσέλιδο ποίημα του Κώστα Ουράνη. Εμπνευσμένο από την υπέροχη μετάφραση του Καρθαίου μας, κλείνει μέσα στους καλοδουλεμένους στίχους του, σαν απόσταγμα, όλη την ιδεολογία του μεγάλου Ισπανού συγγραφέα, που με τον Δον Κιχώτη του μας έδωσε τον αιώνιο τύπο του ευγενικού ιδεολόγου που, κυνηγώντας τα άπιαστα όνειρα, τραβάει μπροστά, πάντα μπροστά, αδιαφορώντας αν οι πρακτικοί άνθρωποι, που μπακαλεύονται το καθετί για να πετύχουνε στη ζωή, τον κοροϊδεύουνε ή τον παίρνουνε για παλαβό. Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι Σάντσοι ακολουθάνε: αλήθεια τραγική αυτή, που τη νιώθουν και τη χαίρονται μόνο όσοι αγωνίζονται για μια ιδέα ιερή, όσοι έχουν αφιερώσει σ’ έναν τέτοιον αγώνα τη ζωή τους. Μόνο αυτοί χαίρονται το δικαίωμα να λένε “Σκασμός!” στους ορθολογιστές και συμφεροντολόγους Σάντσους, και να χαμογελούν περιφρονητικά σαν τους λοξοβλέπουνε να μαζώνουν από τον μπόγο του Καρδένιου τα χρυσά νομίσματα και να τα τσεπώνουν. Τι τα θέλετε; Πάντα στη ζωή θα υπάρχουνε Δον Κιχώτες που θα τραβάνε περήφανα μπροστά, και πάντα θα υπάρχουνε Σάντσοι που θα τους ακολουθούνε δουλικά, καβάλα στο γάιδαρό τους, για να κερδίσουν κανένα νησί ή μερικές κλοτσιές στα καπούλια…»

Το ποίημα του Ουράνη και το σχόλιο του Νουμά τα διάβασε τότε ένας νέος ποιητής, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο οποίος αντέδρασε αμέσως με ένα δικό του ποίημα, όπου δίνει τη δική του άποψη για τον ήρωα του Θερβάντες. Ο Καρυωτάκης βλέπει τον Δον Κιχώτη τελείως διαφορετικά από τον Ουράνη. Με αυτή τη διαφορετική άποψη θα έλεγε κανείς ότι προσπαθεί να μειώσει όχι μόνο την καλή εντύπωση που έκανε το ποίημα του Ουράνη στους αναγνώστες του Νουμά, αλλά και να αντικρούσει τα όσα λέγονται στο επαινετικό σχόλιο που έκανε η σύνταξη του περιοδικού για το ποίημα του Ουράνη. Παραθέτουμε εδώ και το ποίημα του Καρυωτάκη:

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ

Οι Δον Κιχώτες παν ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που κρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές – εγώ τους είδα, μέσα
στην μιαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω νά ’ρθουνε – παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που πολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο –
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

Επειδή όλες αυτές τις πληροφορίες για τα δύο αυτά ποιήματα τις άντλησα από το βιβλίο του αείμνηστου μελετητή και πανεπιστημιακού μου δάσκαλου Γ.Π. Σαββίδη Κ.Γ. Καρυωτάκης: Ποιήματα και πεζά,[2] θα ήταν, νομίζω, άδικο από μέρους μου να παραλείψω το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο συγγραφέας του βιβλίου για τις δυο αυτές ποιητικές δημιουργίες: «Είναι φανερό», λέει, «πως το ποίημα του Καρυωτάκη γράφτηκε ως απάντηση στις συμβατικότητες τόσο του Ουράνη όσο και του Νουμά». Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς ποιος από τους δύο ποιητές καταφεύγει σε «συμβατικότητες», ο Ουράνης που παίρνει στα σοβαρά και θαυμάζει έναν τρελό που όπου περνάει γίνεται ο περίγελος του κόσμου, ή ο Καρυωτάκης που στηρίζει το δικό του ποίημα στην κοινή λογική και σαρκάζει, ειρωνεύεται και βλέπει τον Δον Κιχώτη όπως τον βλέπει ο πολύς ο κόσμος.

Είναι αλήθεια ότι ο Δον Κιχώτης ως σύμβολο δεν έχει για όλους την ίδια εννοιολογική σημασία. Για τον ποιητή της «Πρέβεζας», για παράδειγμα, οι Δον Κιχώτες είναι «κοντόφθαλμοι οραματιστές που σκοντάφτουν στη λογική και στα ραβδιά των άλλων». Για τον ποιητή των Νοσταλγιών, όμως, δεν είναι το ίδιο. Γι’ αυτόν οι Δον Κιχώτες είναι οι τρελοί –οι ξεχωριστοί, όμως, και σπάνιοι τρελοί– που πήγαν κόντρα στη λογική των ανθρώπων και άλλαξαν τον κόσμο, όπως, για παράδειγμα, ο Κολόμβος, που όχι μόνο πήγε ενάντια στη λογική των απλών ανθρώπων, άλλα σκόνταψε και στα ραβδιά των βασιλιάδων, των θεολόγων και των αυλοκολάκων της εποχής του. Και όλα αυτά δεν είναι δικά μου επιχειρήματα, τα οποία χρησιμοποιώ για να εξηγήσω τη θέση που παίρνει ο Ουράνης σ’ αυτό το ποίημα. Είναι η άποψη που έχει ο ίδιος ο ποιητής για τον ήρωα του Θερβάντες. Στο βιβλίο του για την Ισπανία λέει μεταξύ άλλων τα εξής: «Σαν τον Δον Κιχώτη, ο Κολόμβος στάθηκε ένας εναντίων όλων, ξεκίνησε για τη χίμαιρα όπως άλλοι για τη χειροπιαστή πραγματικότητα». Και σε άλλο σημείο στην ίδια σελίδα συμπληρώνει: «Ο Χριστόφορος Κολόμβος υπήρξε πραγματικά ένα όργανο, όχι βέβαια του Θεού, αλλά της φαντασίας, της τρέλας και της ποίησης που πήραν στο πρόσωπό του τη θαυμαστότερη εκδίκηση απάνω στη λογική απ’ όσες ο κόσμος είδε ποτέ».[3] Ακόμη και για τον Σάντσο δεν είχε την ίδια γνώμη όπως ο πολύς ο κόσμος: «Πολλοί θεωρούνε τον Σάντσο Πάνσα αντίθεση του Δον Κιχώτη, προσωποποίηση του θετικού πνεύματος αντίκρυ στο χιμαιρικό πνεύμα που ενσαρκώνει εκείνος. Το λάθος είναι χοντρό. Ο Δον Κιχώτης και ο Πάνσα δεν αντιτίθενται. Αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Πάνσα είναι τόσο χιμαιρικός όσο και ο Δον Κιχώτης, για να μην πω περισσότερο, αφού δεν κάνει άλλο από το να τον ακολουθάει. Αν και βλέπει τις τρέλες του κυρίου του, ελπίζει πάντα, κατά βάθος, ότι κάτι μπορεί να είναι πραγματικό όπως εκείνος το λέει – κ’ η φαντασία του τον κάνει να βλέπει τι έχει να κερδίσει σε μια τέτοια περίπτωση».[4]

Αυτοί είναι για τον ποιητή οι Δον Κιχώτες που πηγαίνουν και θα πηγαίνουν πάντα μπροστά, για να τους ακολουθούν, με σιγουριά και ασφάλεια, οι άλλοι, οι ορθολογιστές και χλευαστές τους.

Με τέτοιο πνεύμα έγραψε τον Δον Κιχώτη ο Ουράνης. Ωστόσο, αυτός ο παραλληλισμός Κολόμβου – Δον Κιχώτη δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, γιατί αν ο Ουράνης ήθελε να βλέπει τον Κολόμβο σαν Δον Κιχώτη, ο Βάσερμαν –που μας έδωσε μια από τις καλύτερες βιογραφίες αυτού του θαλασσοπόρου– προχωράει ακόμη πιο πέρα και λέει τα εξής: «Δεν μπορώ να απαλλαγώ από την εντύπωση ότι ο Θερβάντες, για να συλλάβει τον αθάνατο ιππότη του, πρέπει να επηρεάστηκε από το πραγματικό αυτό πρότυπο [τον Κολόμβο]».[5] Και ίσως να είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ο Κολόμβος κατάφερε να γίνει δεκτή η τρέλα του, να βρει καράβια, έστω και με θανατοποινίτες πληρώματα (ποιος λογικός θα πήγαινε μαζί του;) και τρυπώντας το πέπλο του ωκεανού να φτάσει, όπως λέει ο ποιητής, «στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια». Τελειώνοντας το κεφάλαιο για τον Δον Κιχώτη και τον Κολόμβο στο βιβλίο του Ισπανία, ο Ουράνης λέει: «“Εν ονόματι του Ιησού Χριστού, σηκώστε τις άγκυρες και ανοίξτε τα πανιά σας!” Με τη φράση αυτή τελειώνει ο πρόλογος και αρχίζει το έπος, που οι άνθρωποι τιτλοφόρησαν “Ανακάλυψη της Αμερικής”, μα που το σωστότερό του όνομα είναι “Η νίκη της τρέλας επί της λογικής”».[6]

Μετά τον συσχετισμό του Κολόμβου με τον Δον Κιχώτη, νομίζω ότι μπορούμε να διαβάσουμε με τρόπο διαφορετικό από εκείνον που μέχρι τώρα διαβάζαμε με ειρωνεία αυτούς τους στίχους του Ουράνη:

Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, στο χέρι το κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…


Όσο για τον τελευταίο του ποιήματος στίχο: «Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε», σίγουρα ο Ουράνης θα είχε στη σκέψη του όχι μόνο τους ποιητές για τους οποίους κάνει λόγο, αλλά και τους θαλασσοπόρους, που με χίλιους κινδύνους και ενάντια στη λογική ταξίδεψαν στους άγνωστους τότε ωκεανούς και άνοιξαν νέους θαλάσσιους δρόμους, καθώς και κάθε άνθρωπο που με τη δράση του ή με το πνεύμα του άλλαξε τον κόσμο. Αυτοί είναι για τον ποιητή οι Δον Κιχώτες που πηγαίνουν και θα πηγαίνουν πάντα μπροστά, για να τους ακολουθούν, με σιγουριά και ασφάλεια, οι άλλοι, οι ορθολογιστές και χλευαστές τους. Και το λέω αυτό γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως ο Δον Κιχώτης, έτσι και ο Κολόμβος το ίδιο τρελός και γελοίος φαινότανε στους λογικούς ανθρώπους, όταν ξεκίναγε με τις καραβέλες του για να διαπλεύσει τον άγνωστο και μυστηριώδη ωκεανό. Αν τώρα είναι και οι ποιητές μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που με το πνεύμα τους άλλαξαν τον κόσμο, τότε το σύμβολο που διάλεξε ο Ουράνης για τον ποιητή είναι, νομίζω, εύστοχο.

Επιπλέον, πρέπει να πούμε κάτι που στα σχεδόν εκατό χρόνια που πέρασαν από την πρώτη δημοσίευση αυτού του σονέτου κανείς δεν το πρόσεξε. Η ποιητική ιδέα, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, είναι ίδια με εκείνη στο Άλμπατρος του Μποντλέρ. Πράγματι, ο Ουράνης δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το ν’ αλλάξει το σύμβολο. Και είναι αλήθεια ότι το σύμβολο που επέλεξε ο Ουράνης έχει αρκετά κοινά στοιχεία με το σύμβολο του Μποντλέρ, το άλμπατρος. Όπως το ωκεάνιο πουλί στο ποίημα του Γάλλου ποιητή, έτσι και ο Δον Κιχώτης στο σονέτο του ποιητή των Νοσταλγιών βρίσκεται έξω από τον δικό του κόσμο, όταν έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους. Η υποδοχή που του γίνεται είναι όμοια με αυτή που γίνεται στο άλμπατρος: κοροϊδίες, σαρκασμοί και ειρωνείες. Σε μετάφραση Αλεξάνδρου Μπάρα, που διάβαζαν οι μαθητές στο σχολείο, ο Μποντλέρ λέει:

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούνε παριστάνει.[7]


Το ίδιο κλίμα παρατηρούμε και στο σονέτο του Ουράνη:

Στο πέρασμά του από τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού κι ειρωνικά γελάνε.


Και στα δύο ποιήματα στην τελευταία στροφή οι ποιητές αποκαλύπτουν το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το σύμβολο. Το ίδιο πρόσωπο είναι, και στα δύο ποιήματα, ο ποιητής. Ο Μποντλέρ λέει τελειώνοντας το ποίημα:

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στην μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μες στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.[8]

Το ίδιο λέει και ο Ουράνης:

Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε.


Φαίνεται όμως ότι ο Ουράνης δεν ήθελε να τελειώνει το σονέτο, όπως το ποίημα του Μποντλέρ. Και αυτό γιατί δεν ήθελε να αναφέρεται στο ποίημα μόνο η περιγραφή του Δον Κιχώτη και ο χλευασμός του από τους ανθρώπους. Ήθελε να τονίζεται με έναν αποφθεγματικό στίχο και η πραγματική σημασία που έχει αυτός ο ιδεολόγος ιππότης για την πρόοδο και την αλλαγή του κόσμου. Έτσι, αποφασίζει πρώτα να δώσει στον ποιητή μια συμβουλή, που θυμίζει εκείνη που έδωσε ο Βεργίλιος στον Δάντη, όταν περνούσαν ανάμεσα από ενοχλητικούς κολασμένους: «Κοίτα και πέρνα». Και η φράση αυτή σημαίνει «μη δίνεις σημασία» ή, όπως λέει ο Ουράνης, «άσε τους να γελάνε», για να κλείσει το ποίημα με τον αποφθεγματικό στίχο: «Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά και οι Σάντσοι ακολουθάνε», που υπαινίσσεται όσα ειπώθηκαν για τον Δον Κιχώτη σ’ αυτό το σημείωμα.

Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε που πρωτοδημοσιεύτηκε αυτό το σονέτο του Ουράνη, για να βγουν στο φως όσα έκρυβε, επειδή οι μελετητές δεν του έδωσαν την προσοχή που άξιζε και δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν το ποίημα βαθύτερα, όπως, για παράδειγμα, ο Θεόδωρος Ξύδης, ο οποίος δεν είδε στο ποίημα τίποτα περισσότερο από μια περιγραφή του ήρωα του Θερβάντες. Πράγματι, μιλώντας για το ιστορικό και μυθικό στοιχείο στην ποίηση του Ουράνη, λέει: «Σε άλλα ποιήματα επικρατεί η περιγραφή. Είναι ακριβώς εκεί που ο θρύλος μεταφέρεται στα ανθρώπινα. Παράδειγμα ο “Δον Κιχώτης”». Αυτά ήταν όλα που είχε να πει γι’ αυτό το σονέτο του Ουράνη.[9]



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κώστας Ουράνης, Ποιήματα (Αθήνα, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 1953), σ. 68.
[2] Γεώργιος Π. Σαββίδης, Κ.Γ. Καρυωτάκης: Ποιήματα και πεζά (Αθήνα, Εκδόσεις Ερμής, 1972), σσ. 22-23.
[3] Κώστας Ουράνης, Ταξίδια: Ισπανία (Αθήνα, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 1953) σ. 163.
[4] Ό.π., σ. 164.
[5] Γ. Βάσσερμαν, Χριστόφορος Κολόμβος (Αθήνα, Βίπερ, 1971) σ. 45.
[6] Ό.π., Κώστας Ουράνης, Ταξίδια: Ισπανία, σ. 166.
[7] Κάρολος Μπωντλαίρ, Άλμπατρος (Αλέξανδρος Μπάρας)
[8] Ό.π., Μπωντλαίρ.
[9] Θεόδωρος Ξύδης, Το ιστορικό και μυθικό στοιχείο στον Ουράνη (Περιοδικό Νέα Εστία, Αθήνα, 1η Νοεμβρίου 1953).

Δεν υπάρχουν σχόλια: