...............................................................
Οι χιονάνθρωποι λιώνουν, οι ευθύνες όχι
...............................................................
...............................................................
...............................................................
Τζάνι Ροντάρι (1920 - 1980)
·
«Το
χιόνι» - παραμύθι του Τζάνι Ροντάρι (1920 – 1980) από τη συλλογή «Παραμύθια σαν
πλατύ χαμόγελο» (μτφ. Αναστασία Καμβύση, εκδ. Μεταίχμιο, 2003)
Τι περίεργο χιόνι που
έπεσε φέτος στα Μακρινά Βουνά (μην τα ψάξετε στο χάρτη της γεωγραφίας· δεν
υπάρχουν). Γιατί ήταν περίεργο; Μα με συγχωρείτε δηλαδή, αλλά τι να πω για το
κίτρινο χιόνι; Κι όμως στα Μακρινά βουνά έπεσε ένα χιόνι κίτρινο σαν το σαφράν.
Τα Βουνά έμοιαζαν με τεράστιους σωρούς από χρυσάφι. Ο κόσμος τα κοιτάζει και
λέει: «Το χιόνι έχει πάθει ίκτερο φέτος». Ο ίκτερος, όπως ξέρετε, είναι μια
αρρώστια που κάνει το δέρμα να κιτρινίζει σαν τη φλούδα του λεμονιού. Ο κόσμος
πάει για ύπνο και το πρωί κοιτάζει πάλι τα Μακρινά Βουνά.
-Αυτό είναι όμορφο, λένε. Μα τι έπεσε τώρα;
Πάνω στα Μακρινά Βουνά έπεσε ένα χιόνι κόκκινο σαν αίμα. Κι έτσι, όλο το
χειμώνα, το χιόνι συνέχιζε να αλλάζει χρώματα: μια φορά έπεσε πράσινο κι
έμοιαζε σα να ‘ρθε η άνοιξη, μια φορά θαλασσί κι ήταν λες και η θάλασσα είχε
ανέβει στα βουνά για να συναντήσει τον ουρανό, ύστερα γινόταν μοβ, πορτοκαλί.
Είναι ένα θαυμάσιο θέαμα. Ο κόσμος σηκώνεται το πρωί κι αναρωτιέται : «Τι χρώμα
να ‘ναι άραγε σήμερα τα Μακρινά Βουνά;»
Ένα πρωί έπεσε μαύρο χιόνι. Τα Βουνά ντύθηκαν
πένθιμα. Ο κόσμος φοβάται: θα συμβεί άραγε κάτι κακό; Ολόκληρη τη μέρα μένουν
κλεισμένοι στα σπίτια τους. Τώρα οι αλλαγές στο χρώμα δεν τους διασκεδάζουν
πια. Ο κόσμος θέλει να ξαναδεί το παλιό λευκό χιόνι. Αλλά δεν το ξαναβλέπει
πια, γιατί το επόμενο πρωί είναι άνοιξη και δεν υπάρχει πια χιόνι στα Μακρινά
Βουνά, αλλά ήλιος, λουλούδια και βράχια που λάμπουν σαν διαμάντια.
..............................................................
·
Από
τον «ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ» του Μολιέρου (1622-1673) (Πράξη Ε’, Σκηνή 2, μτφ. Μίνα
Ζωγράφου, εκδ. Μαρή)
Δον Ζουάν,
Σγαναρέλλος
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ
:
Α! Κύριε, πόσο
χαίρομαι για τη μεταστροφή σας ! Καιρό τώρα το περίμενα αυτό, και να που, δόξα
τω Θεώ, οι ευχές μου ευοδώθηκαν.
ΔΟΝ
ΖΟΥΑΝ : Στο διάβολο, το βλάκα!
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ
:
Τι, το βλάκα;
ΔΟΝ
ΖΟΥΑΝ : Τι, παίρνεις τοις μετρητοίς αυτά που του έλεγα
και νομίζεις πως το στόμα μου ήτανε σύμφωνο με την καρδιά μου;
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ
:
Τι; Ώστε δεν είναι… Δεν… ή… Ω! τι άνθρωπος! τι άνθρωπος! τι άνθρωπος!
ΔΟΝ
ΖΟΥΑΝ : Όχι, όχι, δεν έχω αλλάξει καθόλου, και τα
αισθήματά μου είναι τα ίδια.
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ
:
Δεν παραδέχεστε το καταπληκτικό θαύμα του αγάλματος που κινείται και μιλάει;
ΔΟΝ
ΖΟΥΑΝ : Βέβαια, κάτι υπάρχει σ’ αυτό το πράγμα που δεν
καταλαβαίνω· αλλά ό,τι κι αν είναι, δεν μπορεί να μου πείσει το μυαλό, ούτε να
συγκλονίσει την ψυχή μου, κι αν είπα πως θέλω να διορθωθώ και να αρχίσω μια
υποδειγματική ζωή, το ‘κανα σκόπιμα, για πολιτική, σαν ένα χρήσιμο στρατήγημα,
σαν έναν απαραίτητο μορφασμό που κάνω αναγκαστικά, για να μην τα χαλάσω με τον
πατέρα μου που τον έχω ανάγκη και για να καλυφθώ, από την πλευρά του κόσμου,
από χίλιες δυο δυσάρεστες περιπέτειες που μπορεί να μου συμβούν. Σου τα
εμπιστεύομαι αυτά, Σγαναρέλλο, και είμαι πολύ ευχαριστημένος που έχω ένα
μάρτυρα για το τι συμβαίνει στα κατάβαθα της ψυχής μου και για τα πραγματικά
αίτια που με αναγκάζουν να κάνω αυτά τα πράγματα.
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ:
Ώστε, δεν πιστεύετε σε τίποτα και όμως θέλετε να εμφανίζεστε σαν καθωσπρέπει
άνθρωπος;
ΔΟΝ
ΖΟΥΑΝ : Και γιατί όχι; Υπάρχουν τόσοι και τόσοι άλλοι σαν
εμένα, που κάνουνε την ίδια δουλειά, και που χρησιμοποιούν την ίδια μάσκα για
να εξαπατούν τους ανθρώπους!
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ
:
Α! τι άνθρωπος! τι άνθρωπος!
ΔΟΝ
ΖΟΥΑΝ :
Τώρα πια, αυτό δεν
θεωρείται ντροπή· η υποκρισία είναι μια αμαρτία της μόδας, και όλες οι αμαρτίες
της μόδας θεωρούνται αρετές. Ο ρόλος του καθωσπρέπει ανθρώπου είναι ο καλύτερος
που μπορεί να παίξει κανένας σήμερα, και το επάγγελμα του υποκριτή έχει τα καλύτερα
πλεονεκτήματα. Είναι μια τέχνη που η παλιανθρωπιά της γίνεται πάντοτε σεβαστή·
και μ’ όλο που την αποκαλύπτουν, δεν τολμούν να πουν τίποτα ενάντιά της. Όλες οι
άλλες αμαρτίες των ανθρώπων είναι εκτεθειμένες στην κριτική, και ο καθένας έχει
το ελεύθερο να τις κατακρίνει απροκάλυπτα· αλλά η υποκρισία είναι ένα
προνομιούχο αμάρτημα, που με το χέρι του κλείνει τα στόματα όλου του κόσμου και
απολαμβάνει ήσυχα την υπέρτατη ατιμωρησία. Με τις προσποιήσεις καταφέρνουν και
δημιουργούν μια στενή εταιρία με τους ομοίους τους. Όποιος πειράζει τον έναν,
βρίσκεται αντιμέτωπος με όλους τους άλλους· ακόμα κι εκείνοι που ενεργούν με
καλή πίστη, και που ο καθένας ξέρει πως πραγματικά πιστεύουνε, αυτοί, σου το
λέω, είναι πάντα τα θύματα των άλλων· παίζουνε με όλη τους την ψυχή το παιχνίδι
όλων εκείνων που μορφάζουν και υποστηρίζουνε τυφλά αυτούς που πιθηκίζουνε τις πράξεις
τους. Ξέρεις πόσους τέτοιους γνωρίζω, που μ’ αυτό το στρατήγημα έχουνε
συγκαλύψει την έκλυτη ζωή που είχαν κάνει στα νιάτα τους, που έχουν κάνει
ασπίδα τους το μανδύα της θρησκείας και που, με το σεβαστό αυτό ένδυμα, έχουν
την άδεια να είναι οι χειρότεροι άνθρωποι του κόσμου. Όσο κι αν ξέρουμε τις ραδιουργίες
τους κι όσο κι αν τους ξέρουμε τι είναι, ωστόσο δεν παύουν να έχουνε την
εκτίμηση των ανθρώπων· λίγο να σκύψουν το κεφάλι τους, λίγο να αναστενάξουν με
ταπεινοσύνη, δυο τρεις φορές να γυρίσουν τα μάτια τους, επανορθώνουν στον κόσμο
ό,τι κι αν έχουν κάνει. Κάτω από το βολικό αυτό καταφύγιο θέλω κι εγώ να κρυφτώ
και να ασφαλίσω τις δουλειές μου. Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω τις γλυκές μου
συνήθειες· αλλά θα φροντίζω να κρύβομαι και να διασκεδάζω αθόρυβα. Κι αν τύχει
να με ανακαλύψουν θα καταφέρω, χωρίς να κινηθώ, να γίνω μέτοχος σε όλη τη
συμμορία και αυτή θα με υπερασπιστεί απέναντι και εναντίον όλων. Τέλος πάντων, αυτός
είναι ο σωστός τρόπος για να κάνω ατιμωρητί ό,τι θέλω. Θα γίνω κήνσορας των
πράξεων των άλλων, και μόνο για τον εαυτό μου θα ‘χω καλή γνώμη. Και μόλις με
πειράξουν, έστω και λίγο, ποτέ δε θα το συγχωρήσω και θα φυλάξω αθόρυβα
αφίλιωτο μίσος. Θα κάνω τον υπερασπιστή των συμφερόντων του Θεού, και μ’ αυτό
το βολικό πρόσχημα θα σπρώχνω τους εχθρούς μου, θα τους κατηγορώ για ασέβεια,
θα καταφέρνω να εξαπολύω εναντίον τους αδιάκριτους ζήλους που, χωρίς να ξέρουν
τα πραγματικά αίτια θα τους κατακρίνουν δημοσία, θα τους γεμίζουνε βρισιές και
θα τους καταδικάζουν αφ’ υψηλού με το κύρος τους. Έτσι πρέπει να επωφελείται
κανείς από την αδυναμία των ανθρώπων, κι όποιος είναι μυαλωμένος προσπαθεί να
βολεύεται με τις αμαρτίες της εποχής του.
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ
:
Ω, Θεέ μου, τι ακούω;
Μόνο το να γίνετε υποκριτής σας έλειπε για να είστε σε όλα τέλειος, και τώρα
φτάσατε στο αποκορύφωμα της φρικαλεότητας. Κύριε, το τελευταίο αυτό με κάνει
έξω φρενών και δεν μπορώ να μη μιλήσω. Κάντε με ό,τι θέλετε, δείρτε με,
μαστιγώστε με, σκοτώστε με αν θέλετε : αλλά πρέπει να ξαλαφρώσω την καρδιά μου,
και σαν πιστός υπηρέτης να σας πω αυτά που πρέπει. Να ξέρετε, Κύριε, πως η
στάμνα πολλές φορές πάει στη βρύση, μα κάποτε σπάζει· και όπως πολύ σωστά λέει ένας
συγγραφέας που δεν τον ξέρω, ο άνθρωπος είναι σαν το πουλί στο κλαρί : το κλαρί
είναι προσηλωμένο στο δέντρο· κι όποιος μένει προσηλωμένος στο δέντρο ακολουθεί
καλές αρχές· οι καλές αρχές αξίζουν περισσότερο από τα ωραία λόγια· τα ωραία
λόγια βρίσκονται στην αυλή· στην αυλή βρίσκονται οι αυλικοί· οι αυλικοί
ακολουθούνν τη μόδα· η μόδα ξεκινάει από την ιδιοτροπία· η ιδιοτροπία είναι μια
ιδιότητα της ψυχής· η ψυχή είναι εκείνη που μας δίνει τη ζωή· η ζωή τελειώνει
με το θάνατο· ο θάνατος μάς κάνει να σκεφτόμαστε τον Ουρανό· ο Ουρανός είναι
πάνω από τη γη· η γη δεν είναι η θάλασσα· η θάλασσα παθαίνει καταιγίδες· οι
καταιγίδες βασανίζουνε τα πλοία· τα πλοία χρειάζονται καλό τιμονιέρη· ο καλός
τιμονιέρης έχει φρόνηση· η φρόνηση δεν υπάρχει στους νέους· οι νέοι οφείλουν
υπακοή στους γέρους· οι γέροι αγαπούν τα πλούτη· τα πλούτη κάνουν τους πλούσιους·
οι πλούσιοι δεν είναι φτωχοί· οι φτωχοί έχουν ανάγκη, και η ανάγκη δεν έχει
νόμο· όποιος δεν έχει νόμο ζει σαν το κτήνος· και συνεπώς, εσείς θα πάτε στην
κόλαση, σε όλους τους διαβόλους.
ΔΟΝ
ΖΟΥΑΝ : Τι ωραίος συλλογισμός!
ΣΓΑΝΑΡΕΛΛΟΣ
:
Και τώρα, αν δεν υποχωρήσετε, τόσο το χειρότερο για σας…
.............................................................
...............................................................
"Μπριφ, μπρουφ, μπραφ"
Μέσα σε μια ήσυχη αυλή, δύο μικρά παιδιά έπαιζαν προσπαθώντας να σκαρφιστούν μια ξεχωριστή γλώσσα για να μιλάνε μεταξύ τους, χωρίς να καταλαβαίνει κανένας άλλος.
- Μπριφ, μπραφ, είπε το πρώτο.
- Μπραφ, μπροφ, απάντησε το δεύτερο. Και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Σ' ένα μπαλκόνι του πρώτου ορόφου ήταν ένας καλός ηλικιωμένος κύριος, που διάβαζε εφημερίδα, και στο απέναντι παράθυρο στεκόταν μία ηλικιωμένη κυρία, ούτε καλή ούτε κακιά.
- Τι κουτά που είναι αυτά τα παιδιά, είπε η κυρία.
Όμως ο καλός κύριος δε συμφωνούσε:
- Εγώ δε συμφωνώ.
- Μη μου πείτε ότι καταλάβατε τι είπαν.
- Κι όμως κατάλαβα τα πάντα. Το πρώτο είπε : "Το ωραία μέρα". Το δεύτερο απάντησε : "Και η αυριανή θα είναι ακόμα καλύτερη".
Η κυρία ζάρωσε τη μύτη της, αλλά δε μίλησε, γιατί τα παιδιά είχαν ξαναρχίσει να μιλάνε στη δική τους γλώσσα.
- Μαράσκι, μπαραμπάσκι, πιπιριμόσκι, είπε το πρώτο.
- Μπρουφ, απάντησε το δεύτερο. Και δώσ' του να ξεκαρδίζονται και τα δύο στα γέλια.
- Μη μου πείτε πως καταλάβατε και τώρα, ξεφώνισε αγανακτισμένη η ηλικιωμένη κυρία.
- Κι όμως, τα κατάλαβα όλα, απάντησε χαμοηελώντας ο ηλικιωμένος κύριος. Το πρώτο είπε : "Τι ευτυχία που βρισκόμαστε στον κόσμο". Και το δεύτερο απάντησε: "Ο κόσμος είναι πανέμορφος".
- Τι δηλαδή, είναι όμορφος στ' αλήθεια; επέμεινε η ηλικιωμένη κυρία.
- Μπριφ, μπρουφ, μπραφ, απάντησε ο ηλικιωμένος κύριος.
..............................................................
Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931 - 2020)
Στο φίλο που πάει για δάσκαλος
..............................................................
............................................................
..............................................................
...............................................................
Δημοτική ποίηση του... χιονιά.*
·
Δίστιχα
και γυρίσματα
Άσπρα απ’ τα χιόνια τα βουνά και χάμου τα πατούνε,
τα κόκκινα γαρούφαλα οι κοπελιές κρατούνε.
Βρέχει ο Θεός και βρέχομαι, χιονίζει κι έξω στέκω,
το μόνο μου παράπονο είναι που δε σε βλέπω.
Γένε στα δάση γιασεμί κι εγώ στα όρη χιόνι,
να λιώνω να ποτίζονται οι δροσεροί σου κλώνοι.
Λιώσαν τα χιόνια, λιώσανε
κι εμείς δεν ανταμώσαμε.
·
Καλότυχα
‘ναι τα βουνά
Καλότυχά ‘ναι τα βουνά ποτέ τους δε γερνάνε·
το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνια
και καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσουν τα κλαριά, ν’ ανοίξουνε τα
δέντρα,
να βγουν οι στάνες στα βουνά, να βγουν οι
Βλαχοπούλες,
να βγουν και τα Βλαχόπουλα λαλώντας τις φλογέρες.
·
Τούτος
ο ντουνιάς
Χαρείτε νιοι, τις όμορφες και νιες, τα παλικάρια,
κι εσείς οι χαμογέροντες, χαρείτε τα παιδιά σας.
Έτσ’ είναι τούτος ο ντουνιάς, ο ψεύτικος ο κόσμος,
Σαν τ’ όνειρο που είδα χτες, κοντά να ξημερώσει:
Σ’ αυτόν τον κόσμο που ‘μαστε, άλλοι τον είχαν
πρώτα,
σ’ εμάς τον παραδώκανε, κι άλλοι τον καρτερούνε.
Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δε γερνάνε,
το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι.
·
Φωτιά
στο περιβόλι
Ποιος είν’ εκείνος πόβαλε φωτιά στο περιβόλι,
κι εκάη η φράχτη τ’ αμπελιού κι εκάη το περιβόλι,
κι εκάησαν τα δυο δεντρά που ήσαν αδελφωμένα;
Κείνο που ΄κάη κι έπεσε, και τ’ άλλο ‘κάη κι εστάθη.
Κείνο που ‘κάη κι έπεσε, εβγήκε από τις έννοιες,
κείνο που ‘κάη κι έμεινε, πολλά ‘χει να περάσει.
Θα το φυσήξει κι ο βοριάς και θα το βρέξει ο νότος,
Θα ρίξει ξεροπάγουνο να κάψει την καρδιά του.