..............................................................
Τάσος Καλούτσας (γ.1948)
·
«Το
χιόνι»
διήγημα του Τάσου Καλούτσα (γ. 1948) από τη συλλογή
διηγημάτων του «Η ωραιότερη μέρα της»
(εκδ. Μεταίχμιο,
2010)
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ
Ν’ ΑΝΕΒΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ μιας θείας του να λουστεί, γιατί
δεν προλάβαινε. Αν γυρνούσε στο σπίτι του και τον έπαιρνε χαμπάρι η σακάτισσα η
μάνα του να σενιαρίζεται, θα ξανάρχιζε τις γκρίνιες. Καθώς στέγνωνε βιαστικά τα
μαλλιά του, η θεία του στεκόταν και τον περιεργαζόταν χαμένη στις σκέψεις της.
«Πού θα πας τώρα;» τον ρώτησε. «Χμ… άσε, θεία… σε μια συνάντηση…» της πέταξε ο
Ρήγας, χωρίς να την κοιτάζει. «Συνάντηση με τον Χριστό…» συμπλήρωσε η θεια του
σιγανά, πώς της ήρθε, ήτανε και λίγο θεούσα. Ή μπας και τον δούλευε; του πέρασε
από το μυαλό.
Έφταιγε αυτός που μαρτυρούσε στη μάνα του –
έστω ξώφαλτσα τις περισσότερες φορές – κάποια μυστικά απ’ τη ζωή του. Όπως για
παράδειγμα, ότι είχανε αρπαχτεί πάλι με τη δικιά του…
Η γριά Λουλού, για
παραπάνω από είκοσι χρόνια άφαντη στη γειτονιά – ο κόσμος έλεγε πως από τότε
που είχε βγει στη σύνταξη κλείστηκε μέσα και δεν άνοιξε παντζούρι! – και τώρα
πια καθηλωμένη στο κρεβάτι της, με ξαναμμένο πρόσωπο, επέμενε να τον ρωτάει. Τα
είχε θαλασσώσει πάλι και ήταν ευκαιρία να ξεκόψει. Δεν το ισχυριζόταν ο
οποιοσδήποτε, αλλά αυτή, ο μοναδικός
«φύλακας άγγελός» του, από τότε που έχασαν τον πατέρα του. Ας φαινόταν πως ήταν
ο Ρήγας που είχε την έγνοια της και τον περισσότερο καιρό έσκυβε πάνω της. Τα
λόγια της συνταξιούχας κυρα-δασκάλας βούιζαν μελίσσι στ’ αυτιά του, το κεφάλι
της, ξέμαλλο κουκούλι, σάλευε επιτιμητικά. Λόγια πικρά ή σαχλαμαρίσματα,
ανακατεμένα συχνά με βρισιές και περικοπές του Ευαγγελίου. Για να καταλήξει
σχεδόν πάντα στη γνωστή επωδό:
«Άντε
να βρεις καμιά δουλειά, που ‘σαι γκαντέμης και δεν στεριώνεις πουθενά, κι ένα
κορίτσι της προκοπής, να νοικοκυρευτείς! Χαράμισες τη ζωή σου μ’ αυτές τις
παστρικές, που τις κυλάει ο ένας κι ο άλλος…»
Βαριές κουβέντες, που τις άκουγε χωρίς να
σηκώνει το κεφάλι του απ’ τον υπολογιστή· έπρεπε όμως να τις καταπίνει, αν
ήθελε να μην της ανεβάσει την πίεση ή να την έβλεπε να ξαναχώνει για χάρη του
βαθιά το χέρι του στο κομπόδεμά της. Στο τέλος τέλος το ίδιο σπίτι μοιράζονταν,
απ’ αυτό το κομπόδεμα ζούσε σχεδόν πλουσιοπάροχα κι ο ίδιος, κοντά στα πενήντα
του, κι έπρεπε να την προσέχει ως κόρη οφθαλμού. «Άλλαξαν τα πράγματα. Δεν
είναι πια όπως τα ήξερες…» φρόντιζε να της επισημάνει και ξεγλιστρούσε σαν
κλέφτης απ’ το σπίτι.
Δεν είχε αντέξει άλλο όμως, γι’ αυτό και της
τηλεφώνησε να ξαναβρεθούνε. Για να τη δελεάσει, της είχε υποσχεθεί πως θα της
έδινε κάτι· ίσως με αυτό που είχε σκαρφιστεί να τα ξαναβρίσκανε. Το ραντεβού
ήταν λίγο πιο πέρα απ’ το περίπτερο κι εκείνη ήρθε όπως πάντα με σχετική
καθυστέρηση, δηλώνοντας πως δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της.
«Να με πας να δω το χιόνι!» απαίτησε μόλις
μπήκε στ’ αμάξι.
Το περίμενε. Και πώς ήταν δυνατόν να
φαντάζεται πως δεν θα του άρεσε κάτι τέτοιο; Μέχρι και στον ύπνο του το είχε
ονειρευτεί το χιόνι αυτές τις μέρες. Όχι σαν εκείνο, στο γνωστό διήγημα του
Τζόις, που κάλυπτε τα πάντα, προμηνώντας τον θάνατο, όπως έλεγε κι ένας φίλος
του που διάβαζε πολλά βιβλία. Όπως το εννοούσε ο Ρήγας, το χιόνι ανανέωνε την
ομορφιά του κόσμου κι έκανε πάλι απ’ την αρχή φρέσκια, αθώα κι επιθυμητή την
όψη της πραγματικότητας. Μόνο με την πρωτόγνωρη γλύκα μιας νέας, δυνατής
ερωτικής σχέσης θα μπορούσε να παρομοιάσει το μαγικό αίσθημα που του
δημιουργούσε. Αλλά βέβαια, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ιδίως όταν πλάκωνε η
νύχτα και το γύριζε στην παγωνιά, θα μπορούσε κι αυτό ασφαλώς να γίνει
επικίνδυνο. Απλά πράγματα, μόνο που τον είχε παρεξηγήσει.
Ο καβγάς τους εκείνο το βράδυ είχε ξεσπάσει
γιατί της είχε αρνηθεί ν’ ανεβούν στο γειτονικό βουνό να δουν το χιόνι. Το
αμάξι πατινάριζε κι έκανε χορευτικά πάνω στον πάγο. Της εξήγησε ότι δεν είχε
καινούργια λάστιχα, ούτε αλυσίδες. Προτιμότερο να πηγαίνανε για φαΐ, κάπου στην
πόλη. Εκείνη δεν το έβρισκε καθόλου ρομαντικό : «Να υπάρχει αυτή η μαγεία γύρω
μας» είπε δείχνοντας το ασπρισμένο σκοτάδι «κι εσύ να θες να πας για φαΐ… Δεν
είσαι όπως σε γνώρισα, έχεις αλλάξει!». Δεν καταλάβαινε ότι άλλο το ένα κι άλλο
το άλλο. Πιο απλά: Δεν τον καταλάβαινε. Πώς ήταν δυνατόν να μαλώνουν για ένα
ζήτημα στο οποίο κατά βάθος συμφωνούσαν απόλυτα; Μήπως έπρεπε να το πάρουν
απόφαση, μετά απ’ αυτό, ότι η σχέση τους είχε αρχίσει να φθείρεται; Κι όμως
έτσι είχε γίνει. Χαλάσανε τις καρδιές τους, γυρίσανε χωρίς να μιλάνε.
Το έριχνε ψιλό ψιλό. Τώρα ήταν δώδεκα το
μεσημέρι κι υποτίθεται πως δεν υπήρχε πια κανένας φόβος. Άλλωστε της το είχε
τονίσει «Τη μέρα δεν το φοβάμαι» και δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
Πέρασαν τις στροφές, έφτασαν ψηλά,
θαυμάζοντας το χιονισμένο τοπίο. Ο ουρανός κρεμασμένος, σύννεφα βαριά
ακουμπούσαν σε μια ξεπλυμένη γαλάζια γραμμή. Στο κράσπεδο δεξιά τους βρόμικη
παγωμένη κρούστα, την απέφευγε. Όσο μπορούσε στη μέση του δρόμου.
Μπήκανε στο ίσιωμα που οδηγούσε στο χωριό,
στην πλαγιά του βουνού. Σε λίγο άρχιζε ο ανήφορος, αρκετά απότομος και
γλιστερός. «Μήπως θα έπρεπε να γυρίσουμε;» τη ρώτησε. Έπιασε ένα βλέμμα της
λοξό, χολωμένο.
Συνέχισε μέχρι την πλατεία. Ήθελε να κάνει
μανούβρα και δεν έβρισκε το σωστό μέρος. Χώθηκε σ’ ένα στενό. Και τότε
διαπίστωσε ότι δεν έλεγχε το αμάξι. Μπατάρισε από τη δεξιά πλευρά σε μια γούβα,
δίπλα σ’ ένα χαντάκι. Χαμήλωσε το κλιματιστικό – αυτό έφταιγε που τον έκοψε
κρύος ιδρώτας; Εκείνη δεν μιλούσε.
Είχαν κολλήσει. Δυο τύποι στράφηκαν και τους
κοίταξαν. Μετά, αδιάφοροι, τους γύρισαν την πλάτη κι απομακρύνθηκαν. Κάθε τόσο
κοντοστέκονταν και τους έριχναν ένα βλέμμα. Κι αυτός ντρεπόταν να τους φωνάξει
να σπρώξουν. Ξεφύσηξε.
«Γιατί χώθηκες εδώ μέσα;» άκουσε αυστηρή της
φωνή της να ρίχνει το βάρος πάνω του. Δεν της απάντησε. Προσπάθησε πάλι. Το
αμάξι ταρακουνήθηκε, το μπροστινό λάστιχο δάγκασε σε μια γωνιά το τσιμέντο,
βγήκε από τη λακκούβα. «Μόνο μην εμφανιστεί τώρα κανείς από απέναντι και
χρειαστεί να πατήσω φρένο» της είπε. «Δεν έπρεπε ν’ ανεβούμε ως εδώ πάνω χωρίς
αλυσίδες» πρόσθεσε.
«Και να μη χαρούμε το χιόνι; Τόσο καιρό
έχουμε να το δούμε…»
Το αμάξι τσουλούσε με πρώτη στην κατηφοριά.
«Να ένα χωράφι άδειο. Έλα να παίξουμε
χιονιές…» την προκάλεσε.
«Μα τι λες, δεν έχω φέρει τα γάντια μου… Με
γυμνά τα χέρια μου; Θες να με παγώσεις;»
Μια μυγιάγγιχτη πριγκίπισσα του χιονιού,
σκέφτηκε. Ένα καλομαθημένο πλάσμα σαν φανταχτερό λεπτεπίλεπτο πουλί που
δραπέτευσε για λίγο απ’ το κλουβί του κι έπεσε στα χέρια του. Κι όμως του
άρεσε. Άλλοτε βέβαια τέτοιες σκέψεις μαστίγωναν περισσότερο τον πόθο του, τώρα
μάλλον τον εκνεύριζαν. Και, φυσικά, ακατανόητα πεισμωμένη μαζί του, από
προχτές.
«Ας το δούμε μόνο… Δεν είναι υπέροχο;» του
είπε.
Ένιωσε το τιμόνι να βαραίνει από τη μια
μπάντα. Αν το άφηνε, το αμάξι έστριβε προς τ’ αριστερά. «Να πάρει!» χτύπησε τη
γροθιά του.
«Τι έγινε πάλι;»
«Το λάστιχο» της είπε «τρύπησε – δεν βλέπεις
πώς πάμε;»
Προσπάθησε να κάνει όσο γινόταν στην άκρη
του δρόμου, αλλά πάλι εμπόδιζε την κίνηση. Μεγάλη ατυχία να τους συμβεί αυτό
στο συγκεκριμένο σημείο. Το χιόνι έπεφτε πιο πυκνό τώρα. Τ’ αυτοκίνητα σέρνονταν
αργά κι από τις δυο κατευθύνσεις, η δημοσιά ήταν γυαλί και χρειαζόταν πολλή
προσοχή.
«Την πατήσαμε» την άκουσε να λέει. «Και
τώρα;»
Οι χοντρές νιφάδες διαλύονταν μόλις άγγιζαν
το τζάμι. Ο Ρήγας πάτησε μια βλαστήμια. Ήξερε καλά τι σήμαινε αυτό. Ούτε κινητό
είχαν, ούτε οδική βοήθεια μπορούσε να γυρέψει. Κι έμειναν στο πιο άβολο μέρος.
«Τι γίνεται τώρα; Και πρέπει να πάρω το
παιδί από το σχολείο… Υποσχέθηκα στη μικρή πως θα βρίσκομαι εκεί στην ώρα μου»
του είπε. Ο άντρας της έλειπε σε πολυήμερο ταξίδι, ήταν σύμβουλος σε μια
εταιρεία και επέστρεφε την επομένη. «Νόμιζα ότι θα μου έδινες κάτι» συμπλήρωσε
σιγανά. «Δεν φανταζόταν ότι θα μπλεχτούμε σ’ αυτή την περιπέτεια».
«Α, ναι, τις φωτογραφίες…» Έβγαλε τον φάκελο
απ’ το ντουλαπάκι. Φωτογραφίες δικές τους, ξεχασμένες, που τις κρατούσε εκεί
σαν μια ύστατη πρόφαση να την ξαναδεί. Όταν εκείνη τις πήρε στα χέρια της,
κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της, σαν να καραδοκούσε κάποια αντίδρασή της.
Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Αυτήν εδώ
πότε τη βγάλαμε;» αναφώνησε, δείχνοντας με έκπληξη μια φωτογραφία.
Ήταν όλες από μια κοντινή εκδρομή που είχανε
κάνει οι δυο τους στα περίχωρα, τον καιρό που είχανε γνωριστεί, την περασμένη
άνοιξη. Στη συγκεκριμένη, όμως, το τοπίο πίσω τους φαινόταν χιονισμένο, ενώ στις
άλλες κυριαρχούσε το ανοιξιάτικο πράσινο.
«Τότε… στις αρχές…» της είπε, προσπαθώντας
να φανεί όσο γινόταν πιο πειστικός ο τόνος της φωνής του.
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Μπορείς, αν θες, να πάρεις το λεωφορείο»
άλλαξε την κουβέντα ο Ρήγας, λες και το μόνο που ήθελε ήταν απλώς να κεντρίσει
την περιέργειά της, κι όχι να δώσει εξηγήσεις. «Προλαβαίνεις».
Τον κοίταζε αμίλητη, η απορία ακόμη
ζωγραφισμένη στη μορφή της.
«Εγώ θα μείνω» ξανάπε αποφασιστικά. «Πρέπει
ν’ αλλάξω το λάστιχο».
Πρόσεξε που το ζύγιζε με το μυαλό της, και η
καρδιά του χτυπούσε δυνατά. «Εντάξει» του είπε μετά. Την είδε ν’ ανοίγει την
πόρτα της, τον άφηνε.
«Τουλάχιστον είδες το χιόνι» της έκανε, με
νόημα. «Αυτό δεν ήθελες;»
«Ναι, αλλά όχι με τέτοιες συνθήκες…»
Είχε την αίσθηση πως με αυτές τις φράσεις
γραφόταν και ο επίλογος της ιστορίας τους.
Κατευθύνθηκε προς τη στάση κι ούτε πρόλαβε
να τη ρωτήσει αν θα ξανατηλεφωνηθούν ή αν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
«Θα σ’ αφήσει κι αυτή», βαρυγκωμούσε,
σειόντας το πολύπειρο κεφάλι της η κυρα-Λουλού, «όταν πάρει αυτό που γυρεύει
από σένα, θα σε παρατήσει…». Τι γύρευε, αλήθεια; Και ήταν τάχα κάτι διαφορετικό
απ’ αυτό που της είχε πάρει κι εκείνος; Φυσικά η μάνα του δεν ήξερε πολλά
πράγματα για το ξεκίνημα της ιστορίας, για τη γλύκα που έζησαν στην αρχή, ούτε
για τα συναισθήματα που δημιουργούσε στις ψυχές τους η έλευση του χιονιού (τι
σήμαινε, ιδιαίτερα, για τον Ρήγα), αλλά ήξερε τα πάντα για το τέλος. Το κάθε
τέλος. Και να τώρα που εκείνη τον εγκατέλειπε, καταπώς είχε προβλέψει ο άγγελός
του.
Άραγε θα μπορέσει να το καταλάβει;
αναρωτιόταν, καθώς μέσα του καταστάλαζε μια πίκρα. Είχε θυσιάσει πολλή ώρα στον
υπολογιστή για ν’ αλλάξει στη φωτογραφία το φυσικό τοπίο πίσω τους – του άρεσαν
πολύ τέτοια τεχνάσματα – και να υπαινιχθεί έτσι, με τον τρόπο του, πόσο δυνατό
ήταν το αίσθημα που τους ένωνε τότε…
Κι εκείνη τη στιγμή άκουσε το κορνάρισμα και
πήρε το μάτι του απ’ τον καθρέφτη τον άλλο που ήρθε και κόλλησε πίσω του. Τον
έβλεπε που δεν μπορούσε να ξεκουνήσει και στριφογυρίζαν οι ρόδες του αμαξιού
του στη γλίστρα. Ήρεμα, φίλε μου, ήρεμα, ήταν το πρώτο που σκέφτηκε κι έκανε ν’
ανοίξει την πόρτα του, να του εξηγήσει.
Ο άντρας είχε κατεβάσει το τζάμι κι η φωνή
του έφτανε οργισμένη.
«Τον Χριστό μου!» βλαστήμαγε, χτυπώντας τη
γροθιά του απειλητικά στο τιμόνι.
Μισόκλεισε τα μάτια του. Το φρεσκολουσμένο
κεφάλι του κρύωνε και θυμήθηκε τη θεια του.
Σ’ ένα δευτερόλεπτο ήρθε κι η μάνα του,
χαμήλωσε σαν ίσκιος πάνω του.
«Φώναξες;» τον ρώτησε.