Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

«Ένας φίλος» κι ο Επίλογος από τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση (20 Ιουλίου 1941, Αργοστόλι - 11 Απριλίου 2020, Αθήνα)

..............................................................


 ·       «Ένας φίλος» κι ο Επίλογος 

από τους  «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση      

(20 Ιουλίου 1941, Αργοστόλι - 11 Απριλίου 2020, Αθήνα)



         Ένας φίλος

 

   Μια νοσοκόμα αξιωματικίνα, όταν τύχαινε να ‘ναι μόνη της στο δωμάτιο, μου μίλαγε μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που ένας μη φανατικός θα μπορούσε να το ονομάσει ακόμα και συμπάθεια. Μου έσιαχνε το μαξιλάρι, τα σκεπάσματα, με φώναζε – δεν ξέρω για ποιο λόγο – Νικολάκη, επέμενε να τρώω όλο το φαγητό και πραγματικά θύμωνε όταν έπαιρνε τον δίσκο απείραχτο. Μου έλεγε πως μού χρειάζεται ένα γερό ξύλο για να βάλω μυαλό. Αλλά το έλεγε με τέτοιο αθώο τρόπο, που σίγουρα αγνοούσε τι σήμαινε πραγματικά ένα γερό ξύλο και μου ερχόταν κάτι σαν διάθεση γέλιου.

    Μια μέρα ήρθε να πάρει το φαγητό. Με έκπληξη διαπιστώνει πως ο δίσκος ήταν εντελώς άδειος. Πραγματικά ενθουσιάστηκε. Ο ασφαλίτης έλειπε και ο απ’ έξω φρουρός, ο φαντάρος, είχε πιάσει την κουβέντα στο βάθος του διαδρόμου. Αφού βεβαιώθηκε δυο τρεις φορές πως έτσι έχουνε τα πράγματα, μου είπε:

   «Γιατί, βρε Νικολάκη μου, δεν κάνεις κάθε μέρα το ίδιο; Είσαι πολύ αδύνατος. Τρώε το φαγητό σου να γίνεις καλά, να πας όπου αλλού στην ευχή της Παναγίας, να ησυχάσεις από δαύτους. Μην τους μπαίνεις, κάνε τον κουτό λιγάκι. Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις, φίλα το».

   Μού μίλαγε με πραγματική συγκίνηση. Μού ‘ρθε να της φιλήσω το χέρι. Πήρα θάρρος και τη ρώτησα γιατί με φωνάζει Νικολάκη κι όχι με το πραγματικό μου όνομα, που είναι Περικλής Κοροβέσης. Έδειξε κατάπληξη. Μετά μου εξήγησε πολύ φυσικά πως μ’ έχουν γραμμένο Νικόλαο Πανόπουλο, Σταυρόπουλο, κάπως έτσι· δεν το θυμότανε καλά. Σταμάτησε απότομα. Κάτι κατάλαβε, κάτι κατάλαβα κι επακολούθησε εκείνη η αμηχανία που δημιουργείται μετά τις γκάφες. Ύστερα, συνέχισε με τον ίδιο πονεμένο και τρυφερό πόνο τις απόψεις της για τη Χούντα, που την πίστευε.

    Από τα πολλά παραδείγματα, θα διάλεγε μόνο κάτι δικό της. Είχε ένα μικρό αυτοκινητάκι που το ‘χε πάρει με πολλές θυσίες. Εκείνη μονάχα ήξερε πώς το πήρε· το χρωστάει ακόμα. Ε, λοιπόν, πριν από την 21η, κάθε βράδυ πήγαιναν Λαμπράκηδες και της κατουράγανε την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθε πρωί πήγαινε μ’ έναν κουβά νερό να το καθαρίσει. Αυτό είχε γίνει πραγματικό μαρτύριο. Σε τι αστυνομίες είχε πάει, σε τι εκατό είχε τηλεφωνήσει! Τίποτα! Οι αστυνομίες πού να προλάβουν. Έπρεπε, κάθε μέρα, να τρέχουν στα συλλαλητήρια και να τρώνε ξύλο από τους κομμουνιστές. Μόλις έγινε η «επανάσταση», το κακό σταμάτησε με το μαχαίρι. Το αυτοκίνητο από τότε ήταν πεντακάθαρο.

   «Να τι θα πει επανάσταση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν βρει την ησυχία τους. Οι εφημερίδες πια δεν γράφουν ό,τι θέλουνε. Τα λεωφορεία δεν κάνουν απεργίες. Γιατί, βρε παιδάκι μου, δεν σ’ αρέσει το καλό του τόπου μας;»

 

                                      …Επίλογος

 

   Οι φυλακές είχανε γεμίσει και δεν χωράγανε άλλους. Όταν φτάσαμε στην Αίγινα, δεν είχανε κρεβάτια και μας δώσανε δυο σανίδες και δυο κουβέρτες. Οι παλιοί λέγανε πως όπου να ‘ναι θα δοθεί και μια αμνηστία για να βγάλουνε τουλάχιστον αυτούς που είχανε πιάσει κατά τύχη. Πράγματι, δόθηκε κάτι που το λέγανε αμνηστία, φύγανε αυτοί που είχανε πιαστεί κατά τύχη κι εμείς μείναμε στη φυλακή. Πάλι όμως δεν είχε χώρο. Ύστερα από τρεις μήνες, δώσανε απολυτήριο σε όσους από μας τύχαινε να ‘ναι η πρώτη φυλακή.

   Έγινε όμως κάτι περίεργο. Μόλις υπογράψαμε το απολυτήριο, μας περάσανε πάλι τις χειροπέδες και, με τεράστια συνοδεία, μας βάλανε στη γραμμή δυο-δυο και – με το απολυτήριο στην τσέπη – μας πήγανε ξανά στην Ασφάλεια. Κάποιος από μας είχε καρφιτσώσει το απολυτήριο στον κόρφο του και φώναξε  μέσα στο πλοίο που μας πήγαινε από την Αίγινα στον Πειραιά:

   «Τώρα είμαι κι εγώ λεύτερος σαν κι εσάς· έχω και χαρτί μάλιστα, που λέει πως είμαι ελεύθερος. Εσείς έχετε χαρτί; Τώρα για τις χειροπέδες θα μου πείτε «ψιλά γράμματα!». Κι εσείς έχετε, αλλά δεν τις βλέπετε».

   Η συνοδεία δεν του είπε τίποτα.

   Στην Ασφάλεια μάς ζητάγανε δηλώσεις μετανοίας. Από μας κανείς δεν υπέγραψε. Τους πάνω από τα τριάντα τους στείλανε εξορία. Τους υπόλοιπους, ύστερα από αρκετές μέρες στην Ασφάλεια, μας άφησαν ελεύθερους, με την υποχρέωση να δίνουμε δύο φορές παρόν στην Ασφάλεια.

   Είχα και δύο τελευταίες συζητήσεις με τον Γκραβαρίτη και τον Καραπαναγιώτη. Ο Γκραβαρίτης μού έλεγε πως ό,τι έγινε, έγινε και πρέπει να το ξεχάσουμε. «Πάνε αυτά, περάσανε, τώρα είμαστε φίλοι!». Δεν φταίει αυτός. Τι να σου κάνει; Υπάλληλος είναι, έχει γυναίκα και δύο παιδιά. Τι νομίζω πως παίρνει; Πενταροδεκάρες. Ύστερα από είκοσι χρόνια υπηρεσίας δεν μπορεί να πάρει ένα δεύτερο πουκάμισο· κι αυτός προλετάριος είναι, που τον εκμεταλλεύονται άλλοι. Βγάζει όλη τη δουλειά αυτός και τελικά ο Καραπαναγιώτης παίρνει τους βαθμούς. Έτσι του ‘ρχεται να δώσει μια κλωτσιά και να τα παρατήσει όλα, να γίνει αλήτης και να κοιμάται κάτω από τις γέφυρες. Καλύτερα θα ‘ναι. Εμένα πολύ μ’ έχει εκτιμήσει και μ’ έχει παραδεχτεί. Ό,τι θέλω, στη διάθεσή του. Να περνάω να τον βλέπω, να πίνουμε καφέ και κανένα βραδάκι να πάρουμε τις γυναίκες μας και να πάμε να πιούμε κανένα κρασάκι. Να γνωριστούμε και οικογενειακώς.

   Ο Καραπαναγιώτης μ’ αποχαιρέτησε αλλιώς.

   «Είμαι σίγουρος πως θα το μετανιώσω που σ’ αφήνω. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, δεν σε χώνεψα. Μη γελαστείς και νομίσεις πως μπορείς να μου κάνεις τίποτα. Έχω διαταγές για όλα όσα κάνω», μου έδειξε ένα ντοσιέ. «Εγώ εκτελώ διαταγές και δεν μ’ ενδιαφέρει η πολιτική. Όποια κυβέρνηση και να ‘ναι, δεν μ’ ενδιαφέρει. Εγώ διαταγές εκτελώ. Μη νομίσεις πως θα σε στείλω στην εξορία για να μου κάνεις τον ήρωα. Δεν είμαι τρελός να δώσω στελέχη στο ΚΚΕ. Και πέντε χρόνια να μείνεις εξορία, θα γυρίσεις επαγγελματικό στέλεχος του ΚΚΕ. Μη νομίσεις πως τώρα είσαι ελεύθερος, φυλακή είσαι πάλι, αλλά με πιο μεγάλη αυλή. Κιχ να κάνεις, χάθηκες. Στη φυλακή είχες μάσες, ξάπλες, φούμες, όλα τζάμπα. Άντε τώρα να δουλέψεις, να βγάλεις το μεροκάματο, και τα λέμε. Να δούμε αν θα μείνει καιρός για πολιτική. Λοιπόν, τελευταία συμβουλή: μακριά από το θέατρο. Να αλλάξεις επάγγελμα, να γίνεις υπάλληλος, να νοικοκυρευτείς. Να ‘χεις μια τακτική ζωή. Παρέες και τέτοια κομμένα. Είναι ο μόνος τρόπος να σωθείς. Αν τυχόν σε ξαναφέρουνε εδώ, έχεις τον λόγο της τιμής μου: χάθηκες. Τώρα μπορείς και περπατάς. Ε, την άλλη φορά δεν πρόκειται να ξανασηκωθείς. Στρίβε.»

 

 

                                  Υστερόγραφο

  

   Αυτό το βιβλίο δεν θα γραφόταν ποτέ, αν οι φιλήσυχοι και αντικειμενικοί άνθρωποι όλης της γης δεν βοηθούσαν, με την αδιαφορία τους και τη σιωπή τους, στην επέκταση και στη συνέχιση των βασανιστηρίων. Εδώ, θα μπορούσαμε να εντάξουμε και ανθρώπους σαν τον ερευνητή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Μαρτί, που δεν βρήκε την ταράτσα ή σαν τον Αμερικανό γερουσιαστή Πουσίσκυ, που αφού «συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων και απανθρωπιών ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα» ή ακόμα ανθρώπους σαν τους Εγγλέζους βουλευτές που συμμετείχαν στην περίφημη αποστολή Φρέιζερ, και που αποκάλυψαν, μαζί με τους Sunday Times, ότι «αυτές οι δουλειές είναι λίαν επικερδείς».






Δεν υπάρχουν σχόλια: