Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Δύο αποσπάσματα (από την αρχή και το τέλος) από τη νουβέλα «Μια μέρα απ’ τη ζωή τους» του Μένη Κουμανταρέα (1931 – 2014) (από την τριλογία «Το show είναι των Ελλήνων», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2008)

 ...............................................................



Μένης Κουμανταρέας (1931 - 2014)





·       Αποσπάσματα από τη νουβέλα «Μια μέρα απ’ τη ζωή τους» του Μένη Κουμανταρέα (1931 – 2014) (από την τριλογία «Το show είναι των Ελλήνων», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2008)



«…ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΧΤΙΔΕΣ του ήλιου του Οκτωβρίου πέφτουν στην πρόσοψη της οικίας επί της οδού Όθωνος 8 με θέα στην πλατεία Συντάγματος, και τα τζάμια με τραβηγμένες τις κουρτίνες αντανακλούν το κόκκινο φως της δύσης, γίνονται οι τελευταίες ετοιμασίες για τη δεξίωση που η πάμπλουτη Αθηναία οικοδέσποινα και ο σύζυγός της δίνουν προς τιμήν του επιφανούς ξένου εξ Αιγύπτου.

   Είναι 20 του μηνός, ένα ακόμα ανέφελο δειλινό του ’32. Τέσσερα χρόνια πριν καταλάβει την εξουσία ο κοντοπόδαρος στρατιωτικός από την Κεφαλλονιά, με το στρογγυλό καπέλο και τα γυαλιά, ζηλωτής των καθεστώτων του Αδόλφου και του Μπενίτο, κι εμπνευστής της κυανοφορεμένης νεολαίας που ακούει στο όνομα ΕΟΝ. Κι οκτώ χρόνια πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του ’40…»


«…Τι κρίμα που έρχεται τόσο σύντομα το τέλος. Θα μπορούσε να χαράξει κι άλλους στίχους. Να κάνει κι άλλες βόλτες στην αγαπημένη πολιτεία. Να  δεχθεί φίλους και γνωστούς να τον ακούσουν. Κι ας μην έχει την παλιά φωνή.

   Πέφτει στο στρώμα. Τα πόδια του κρύα, παγωμένα, μπούζι, όπως έλεγε κι η Χαρίκλεια. Τρίβει τη μια πατούσα με την άλλη, μπας και συνέλθουν. Βάζει το χέρι κάτω από το μαξιλάρι – κοιμάται με διπλά μαξιλάρια, όπως του συνέστησαν οι γιατροί – να βεβαιωθεί ότι είναι εκεί το μαντίλι του, που το έχει πάντα πρόχειρο – τι κρίμα που το μαντίλι αυτό χρησιμεύει πια μόνο για τα υγρά της μύτης - , όπως πρόχειρο έχει πάντα ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο. Κι ας είναι ρέον και κρυστάλλινο, δεν έχει τη νοστιμάδα του φελάχικου νερού. Στριφογυρίζει πότε στο ένα και πότε στο άλλο πλευρό.

   Ποιος ξέρει τι όνειρα θα δει πάλι. Περιμένει τον σπλαχνικό Μορφέα να τον πάρει στην αγκαλιά του. Δεν αμφιβάλλει ότι, όπως όλα τα μυθολογικά πρόσωπα, έτσι κι αυτός είναι εκτάκτου ομορφιάς. Παλαιότερα, όταν ήταν νέος πολύ, ώσπου να τον πιάσει ο ύπνος, του άρεζε να σκέφτεται και να φαντάζεται διάφορα. Ότι είναι, λέει, τάχα η Σάρα Μπερνάρ όταν παίζει τον Άμλετ ή τον Αετιδέα. Ή ο Αντίοχος ο Σελευκίδης καθισμένος σε θρόνο χρυσό, με ολόγυρα τους υποτακτικούς του μέσα σε καπνούς από θυμίαμα και ακριβά κρασιά. Ή ακόμα ο Σκιπίωνας, με δέρμα από έβενο, μέσα στην πανοπλία του, που τη βγάζει μόνο για να πλαγιάσει δίπλα στους στρατιώτες του. Τα χνότα των δεμένων αλόγων αχνίζουν μέσα από τα ρουθούνια τους κι οι στρατιώτες απλώνουν τα χέρια μέσα στον ύπνο τους αποζητώντας εκείνον, τον Αρχηγό. Μέσα του έχει μια ολόκληρη πινακοθήκη από πρόσωπα της Ιστορίας. Του αρέσει να παίρνει μέρος μαζί τους σε διαβουλεύσεις, σε συμπόσια, σε μάχες. Ιδίως όταν κάποιος έχει ηττηθεί. Είναι πάντα με το μέρος των ηττημένων. Αυτό, περισσότερο από κάθε τι, το μεθά.

   Αχ, πώς μπόρεσε να έχει μάτια γι’ αυτό τον λαϊκό, τον βρώμικο αλήτη, όταν μόλις προ ολίγου ατένιζε τα σεραφικά μάτια του Δημήτρη κι απολάμβανε τη μουσική του. Κι ας μην του άρεσε πολύ, ας το πούμε καθαρά. Έφθασε ο καιρός να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ήταν ανέκαθεν ποιητής ακριβολόγος. Η λεπτομέρεια ήταν πάντα το φόρτε του, αυτό που τον έκανε δραματικό. Τι δράμα όμως κι αυτό το αποψινό, πόσο αργεί ο ύπνος, και τι πόνος είναι αυτός που φωλιάζει μέσα του. Μια αρχαία πληγή, σαν του Φιλοκτήτη, καίει και τον πονά. Ήταν ανάγκη, δηλαδή, να χάσει τη φωνή του; Ας του έκοβαν κάτι άλλο, ένα χέρι ή ένα πόδι, ή, ακόμα καλύτερα, αυτό το άλλο, που του είναι άχρηστο πια. Ας κοιμηθεί, λοιπόν, για να ξεχάσει.

   Μην κοιμάσαι ακόμα, ποιητή!

   Τινάζεται μ’ αυτή τη φωνή, που περισσότερο τη μαντεύει παρά την ακούει.

   «Γιατί;» ρωτάει με αγωνία. «Ποιος ο λόγος;» Μισοσηκώνει το κεφάλι από το μαξιλάρι.

   Διότι ως επιστέγασμα στην αθηναϊκή του επίσκεψη, σε λίγες μέρες, στις 27 του μηνός Οκτωβρίου, θα σε κατευοδώσουν στον Πειραιά οι Αθηναίοι φίλοι σου.

   «Αλίμονο», λέει, «δεν έχω φίλους εδώ. Φοβάμαι ότι πουθενά δεν έχω. Μόνη μου οικογένεια, η Ρίκα και ο Αλέκος».

   Μπορεί να μην είναι φίλοι, του λέει η φωνή, είναι όμως θαυμαστές, θιασώτες της ποιήσεώς σου, ομότεχνοι και αυτοί. Τον έπαινό τους τον λαχταράς και τον επιζητείς με κάθε μέσο. Δεν είναι λίγο πράγμα να σε παραδέχεται η συντεχνία. Κι ας αντιδρούν κάποιοι, οι τα φαιά φορούντες.

   Ο ποιητής κρυφογελά φασκιωμένος μες στα σκεπάσματά του. Οι ίδιες λέξεις, οι στίχοι του αντηχούν παντού τώρα.

   Ναι, μην αμφιβάλλεις, θα είναι όλοι εκεί, συνεχίζει η φωνή. Θα έρθουν μέχρι το πλοίο φέροντες άνθη, ευχές, μαντίλια ν’ ανεμίζουν, καθώς το τουρκικό ατμόπλοιο με την ειρωνική ονομασία «Αιγαίον» θα βγάζει τολύπες καπνού και η σειρήνα του θα σχίζει τη λιμανίσια ησυχία. Στο δικό σου πλοίο, λοιπόν, πρώτος και καλύτερος θα καταφθάσει ο Τέλλος, ο γλυκύτατος ποιητής και στιβαρός μελετητής, αυτός στον οποίο οφείλεται το θαυμάσιο δοκίμιο για σένα. Κι ακόμα, ο αισθαντικός Ναπολέων, υπεύθυνος για εκείνους τους τολμηρούς στίχους: «Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι / κι ήταν άσπρο το κρεβάτι». Θαρρείς τους έγραψε επίτηδες για να σου είναι αρεστός.

   «Καλοί είναι», παραδέχεται ο ποιητής. «Όχι όμως σαν τους δικούς μου».

   Κι ακόμη, συνεχίζει η φωνή, ο βραχύσωμος ποιητής της Ursa Minor, ο συμπαθής και μειλίχιος Τάκης. Ο Μάριος κι αυτός εκεί, μην ξεχνάς πόσο συνέβαλε στη διάδοση του έργου σου. Δεν πρέπει να τον υποτιμάς τώρα που δεν τον έχεις τόσο ανάγκη. Επίσης, ο συγγραφέας της Κοντεσίνα Φελιτσιτά, ο κοσμοπολίτης Θράσος. Κι ακόμη, ο αποψινός, ευγενικός οικοδεσπότης σου με το μονόκλ, ο συνονόματός σου, αυτός που κάλεσε τον μαέστρο να παίξει τους στίχους σου τονισμένους από το δικό του χέρι. Α, ναι, διακρίνουμε και τον φημισμένο γλύπτη που επισκέφθηκες στο εργαστήριό του στο Μαρούσι. Αυτόν που φιλοτεχνεί το άγαλμα του Καποδίστρια και που εσύ κορόιδεψες τόσο άσπλαχνα.

   Με την ανάμνηση του περιστατικού που έκανε τον Κολοσσό του Μαρουσιού να φρίξει, ο ποιητής γελά τώρα δυνατά μες στο άξενο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Κι ας τον τρώει η αγωνία. Αν πάψει να περιγελά και να σαρκάζει, τότε πάει, πέθανε στ’ αλήθεια.

   Όμως ας ξαναγυρίσουμε στο πλοίο και στην αποβάθρα με τον κόσμο που σαν άμπωτις και παλίρροια κάθε τόσο γεμίζει κι αδειάζει τα πλεούμενα. Είναι μια μέρα του Οκτωβρίου ηλιόλουστη, μ’ ένα ανεπαίσθητο ρίγος πάνω στα σκούρα, σχεδόν μαύρα, λιμανίσια νερά. Όλη η ιντελιγκέντσια παρούσα. Με τα καλά κοστούμια, τις κραβάτες, τα καπέλα, μια εικόνα λίγο εξωραϊσμένη, που όμως σκοπό έχει ν’ αφήσει μια στερνή, καλή εντύπωση στον ποιητή. Δες τους. Σου πιάνουν το χέρι και το σφίγγουν – κι ας απεχθάνεσαι τις χειραψίες - , λες κι είσαι ηγεμόνας κάποιας χώρας της Ανατολής, κάποιος που βασιλεύει σε αποικία – μακριά, τόσο μακριά ως τη Βακτριανή και τον Ευφράτη. Οι γλάροι πετούν ολόγυρα κι ανεμίζουν σαν άλλα μαντίλια τα φτερά τους, ενώ από το φουγάρο του «Αιγαίον» βγαίνουν πυκνοί καπνοί. Τόσοι που δεν μπορείς να διακρίνεις τα πρόσωπα των θαυμαστών σου. Δεν πειράζει, Κωστή. Κι ας είναι η τελευταία φορά που αντικρίζεις τις ελληνικές ακτές, τα μάρμαρα τα ελληνικά, τα κλασικά εννοείται κι όχι εκείνα των απομιμήσεων των Σελευκιδών, των Πτολεμαίων και των άλλων επιγόνων που τόσο εσύ αγαπάς. Ακούς τα επίθετα, τις ευχές, καμιά φορά και τις λοιδορίες των παροικούντων εδώ, κάτω από τον γαλάζιο αττικό ουρανό. Να ξέρεις, πουθενά αλλού δεν θα βρεις τέτοιο γαλάζιο. Κάτω στην Αίγυπτο, στην πατρίδα σου, η ζέστη χλωροφορμίζει τον ουρανό. Θαρρείς ώρες ώρες πως είναι μια έρημος ποτ απλώνεται ανεστραμμένη, όπως η άλλη, αυτή που ξαπλώνει καταγής. Το πλοίο φεύγει. Ναι, φεύγεις κι εσύ μαζί. Οριστικά.

   Αντίο, Κωστή.

   Ο Κωστής κρυώνει στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Πόσο αφιλόξενη έγινε η αποψινή νύχτα. Αφού τον τύλιξε με επαίνους και υποσχέσεις, τώρα τον αφήνει εκτεθειμένο στο βοριά των γηρατειών. Στριφογυρίζει.

   Κρατήσου λίγο ακόμα ποιητή. Το βέβαιο είναι ότι η νίκη σου είναι τόσο καθολική, που θα τη ζήλευαν ακόμα και φθασμένοι ποιητές που δεν ευτύχησαν ν’ αναγνωριστούν έξω από τα όρια, να γίνουν εξαγώγιμο προϊόν. Τι είπες; Η ποίηση δεν είναι εμπόριο; Μιλάς εσύ, ο γόνος τραπεζοβαμβακάδων, με τη φαναριώτικη καλλιέργεια; Στην οικογένειά σου, ξοφλημένη στο εμπόριο, ήρθες εσύ να της δώσεις λάμψη και ισχύ. Ένας Αγγλοσάξονας Γραικός, σνομπ και φελάχος. Ελληνικός, αυτό να λέγεται. Καμιά φορά, ξέρεις, απορούμε κι εμείς. Τι είναι, τάχα, αυτό που σε κάνει οικουμενικό; Από πολύ νωρίς η θρυλική οικοδέσποινα της αποψινής βραδιάς έγραψε προφητικά για το έργο σου: «Αν κατορθωθεί να αποδοθεί πιστά και δημιουργικά σε ξένες γλώσσες, θα καταπλήξει».

   Πώς γίνεται, λοιπόν, παρ’ όλες τις ιδιομορφίες της, η ποίησή σου να επιβάλλεται τόσο φυσικά και αβίαστα; Μήπως επειδή «η βαρβαρότης ενός συμπαγούς φανατισμού για την καθαρεύουσα ή τη δημοτική δεν σε άγγιξε εσένα», όπως πολύ ωραία το διατύπωσε ένας Πειραιώτης ευφυής και σπουδαίος ζωγράφος ένστολων νέων που εσύ, βεβαίως, δεν γνωρίζεις; Πώς μέσα από τόσα κρέπια παρακμής μπόρεσες ν’ αναδειχθείς, να γίνεις ένας Αλεξανδρινός χωρίς τη σκόνη από τα σπασμένα μάρμαρα τη μούχλα απ’ τους παπύρους; Μήπως επειδή κατά βάθος διηγείσαι μια μακραίωνη ιστορία και είσαι ένας ποιητής αφηγηματικός, όπως ο Όμηρος, κι ας μην έχεις την επική του στόφα;

   Από τους τόσους επαίνους και τις υποσχέσεις, ο ποιητής γλαρώνει. Φέρνει τα χέρια ανάμεσα στα λυγισμένα γόνατα, παίρνει τη στάση του εμβρύου. Νιώθει τα καλοσιδερωμένα σεντόνια στο πατρικό του να τον τυλίγουν με μυρωδιά λεβάντας, το καλοφοδραρισμένο πάπλωμα να τον σκεπάζει. Νιώθει τις ομιλίες των μεγάλων, που κυκλοφορούν στα σκιερά δωμάτια μέσα στα αραχνοΰφαντα τούλια και κουνουπιέρες, και νανουρίζεται με αυτές. Είναι εκεί, τους ακούει, μαντεύει τ’ αδελφικά βήματα, το βαρύ πάτημα του Αριστείδη, το ανάλαφρο του Παύλου και το σταθερό του αγαπημένου Τζων, του μόνου ίσως από τους αδελφούς του που τον κατάλαβε πέρα για πέρα και που μετέφρασε στ’ αγγλικά κάποιους στίχους του. Δεν πάει πολύς καιρός που μαζί του έκανε βόλτες μέσα σε φαετόνια οδηγημένα από υπηρέτες πιστούς και χαριτωμένα αλογάκια – ταξίδια, οικογενειακές συνάξεις, σπουδές, πένθη, όλα μέσα σε σούρουπο μαβί. Νυστάζει.

   Άντε, πολλά είπαμε. Κοιμήσου τώρα.

   Κλείνει τα μάτια. Ονειρεύεται για λίγο τα χέρια του μαέστρου να φτερουγίζουν πάνω στα πλήκτρα παίζοντας τους δικούς του στίχους. Δεν έχει σημασία αν κατάλαβε ή όχι τη μουσική. Η ικανοποίηση ν’ ακούει τα ίδια του τα λόγια από μια λαγαρή νεανική φωνή, να βλέπει αυτά τα χείλη να πάλλονται φτάνει και περισσεύει. Πόσο γλυκά έρχεται ξαφνικά ο ύπνος να μας ταξιδέψει, εκεί που η ίδια η ζωή δεν το μπορεί.

   Και να που οι μουντές ταπετσαρίες γύρω στο κρεβάτι σκίζονται, φαίνεται λίγος ουρανός, ολίγη φύση. Τι καλά! Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

   Είναι και πάλι παιδί στην Αλεξάνδρεια. Σφιγμένος μέσα στο κοστουμάκι του, με τα καινούργια του μποτίνια, που τον σφίγγουν κι αυτά, και τις μεγαλίστικες γκέτες του, βαδίζει πλάι σε μια παχουλή κυρία με πλατύγυρο καπέλο και μακρύ φόρεμα ως τους αστραγάλους, με φραμπαλάδες. Στο ένα χέρι κρατάει ομπρελίνο και στο άλλο σφιχτά την παλάμη του μικρού, ενώ εκείνος τρέμει λίγο από ταραχή. Τρέμει καθώς ακούει τις φωνές του πλήθους. Τόσοι και τόσοι άντρες περνάνε δίπλα του, σχεδόν τον ακουμπούν, άλλοι με κελεμπίες, που κάνουν το δέρμα να μαυρίζει περισσότερο, κι άλλοι με ρούχα ευρωπαϊκά, απ’ όπου ξεπετάγονται άσπροι λαιμοί με γαλάζιες φλέβες. Άλλοι μυρίζουν κολόνιες κι αρώματα και άλλοι ιδρωτίλα και μπαχαρικά. Τι μείγμα μεθυστικό. Είμαστε ένα κράμα εδώ, σωστά το είπες. Κι ακόμα, έχει στ’ αυτιά του τη φωνή του μουεζίνη που γράφει πάνω από την πόλη μια κυματιστή καμπύλη από κορόνες αραβικές.

   Τότε ακούει τη φωνή της Χαρίκλειας να του λέει: «Κωστή, τι έχεις; Μήπως κρυώνεις;»           









Δεν υπάρχουν σχόλια: