Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Στρατής Δούκας : «Δεν εννοώ τέχνη χωρίς βίωμα, χωρίς ζωή». Συνέντευξη του Στρατή Δούκα στη συνεργάτιδα του περιοδικού «Διαβάζω» Θεοδώρα Ζερβού. (περ. «Διαβάζω», τ.74, 27 Ιουλίου 1983)

 ..............................................................



Στρατής Δούκας : «Δεν εννοώ τέχνη χωρίς

 βίωμα, χωρίς ζωή».


 

 




Συνέντευξη του Στρατή Δούκα στη συνεργάτιδα του περιοδικού «Διαβάζω» Θεοδώρα Ζερβού. (περ. «Διαβάζω», τ.74, 27 Ιουλίου 1983)

 

Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας το 1895 και ήλθε στην Ελλάδα το 1912, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Να δώσεις την ταυτότητα του ανθρώπου με λέξεις όπως πεζογράφος, αισθητικός, ζωγράφος, τεχνοκρίτης, δημοσιογράφος; Το πορτραίτο λειψό. Αφήνεις απ’ έξω την ζωή του, που είναι μια διαρκής προσφορά στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν αποτελεί υπερβολή να πει κανείς ότι ο Κόντογλου, ο Παπαλουκάς, η τέχνη των αγγειοπλαστών της Κιουτάχειας και των ταπητουργών της Ανατολής, το Άγιο Όρος και η βυζαντινή ζωγραφική, τα σπίτια της Καστοριάς, οι λαογραφικοί θησαυροί της Λέσβου, το έργο του Χαλεπά, έρχονται στο προσκήνιο της ελληνικής ζωής και την πλουτίζουν χάρη στην πίστη και τις προσπάθειες του Στρατή Δούκα.

Παράλληλα με όλες τις δραστηριότητές του, που προωθούν την τέχνη και μαζί την ζωή, σαν μια ακόμα έκφραση ζωής, γράφει πεζογραφήματα και κατά καιρούς ζωγραφίζει. Η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», με πρωτοποριακή για την εποχή της -1929- γραφή, είναι το πιο γνωστό βιβλίο του Δούκα. Υπόδειγμα ύφους για τους σημερινούς λογοτέχνες. … είναι η περιπέτεια ενός Έλληνα στην Καταστροφή του 1922, που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους, δραπέτευσε και έκανε τον Τούρκο για να γλυτώσει.

Με την ευκαιρία του αφιερώματος στον Μικρασιατικό Ελληνισμό η συνεργάτις μας Θεοδώρα Ζερβού συνάντησε τον 88χρονο Στρατή Δούκα και μας μεταφέρει κομμάτια από τη συνομιλία τους

(Όλες οι είσοδοι σε γηροκομεία μοιάζουν. Η ατμόσφαιρα, οι ήχοι, τα πρόσωπα. Ο Στρατής Δούκας και η γυναίκα του, Δήμητρα Δούκα, έχουν ένα δωμάτιο στο ισόγειο. Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα μπαίνει ο θόρυβος της Ιωάννου Δροσοπούλου. Μεσημέρι. Σου φτάνουν λίγα δευτερόλεπτα για να διαπιστώσεις ότι ο Στρατής Δούκας ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που ξέρουν μονάχα να προσφέρουν. Στα επόμενα δευτερόλεπτα αναρωτιέσαι αν η κοινωνία που μέρος της αποτελείς ξέρει πότε και ποιους πρέπει να ανταμείβει. Όμως ο βιβλικός γέροντας με τη βαθιά φωνή και το καθαρό βλέμμα σε αιφνιδιάζει. Είναι πολύ πάνω από τους λογαριασμούς του δούναι και λαβείν. Έχει πληρότητα, γαλήνη, αρχοντιά και χιούμορ. Φυσικά η κουβέντα ξεκινά με τον «Αιχμάλωτο».)

   Η «ΙΣΤΟΡΙΑ ενός αιχμαλώτου» είναι ένα ιδιότυπο βιβλίο. Δε θα μπορούσε να το γράψει, έχω πει κανένας από τους συγχρόνους μου. Ούτε εγώ· είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου. Γιατί είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που έχω κάνει χέρι χέρι με το λαό. Αφού και το βίωμα δεν είναι δικό μου· είναι ξένο το βίωμα. Αυτό βοηθάει την αποστασιοποίηση, που λέει ο Μπρεχτ ότι είναι απαραίτητη για το επικό βιβλίο. Αλλά και ο Έλιοτ λέει κάτι παρόμοιο: ότι στην τέχνη πρέπει να σιωπούν τα ατομικά αισθήματα.

   Τώρα ως προς τη γραφή: «Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου» ήταν ένα πρωτοπόρο βιβλίο, και αυτό δείχνεται στις κρίσεις που βάζω στις τελευταίες εκδόσεις του «Κέδρου». Από τον Φώτο τον Πολίτη μέχρι τον Σταματίου – και μια τελευταία κρίση, του Κώστα Παπαγεωργίου, που λέγει ότι δεν έχει καμιά σχέση η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» με του Βενέζη και με του Μυριβήλη.

   Ήτανε, είπαμε, ένα πρωτοπόρο βιβλίο. Πώς δούλεψα σ’ αυτό; Εγώ νόμιζα επαρχιωτισμό το διακοσμητικό ύφος του Μυριβήλη και του Βενέζη. Γιατί είχα υπόψιν το απλό, το οποίο το είχα μέσα μου.

   Ο Σεφέρης μιλάει για το απλό ύφος. Η γυναίκα του Ζεράρ Φιλίπ, στους Δελφούς που βρέθηκαν μαζί, του λέγει: «Ήσουνα πάντοτε απλός;» «Όχι, έγινα απλός». (1) Λέγει κι ένα άλλο επίσης: Δεν πρέπει να παραβιάζουμε τη γλώσσα. Δυστυχώς τα εννέα δέκατα της λογοτεχνίας μας είναι από λογοτέχνες που παραβιάζουν τη γλώσσα· παραβιάζουν το απλό ύφος, που είναι «στοιχείο» για τους αρχαίους. Οι αρχαίοι πίστευαν στο απλό και αληθινό.

   Αλλά και έναν άλλο λόγο έχει πει ο Σεφέρης. Κάτι σαν προσευχή: «Θε μου», με δικά μου λόγια το λέω, «αξίωσέ με να μιλήσω απλά». Το ενθυμείσαι εκείνο το ποίημα του Σεφέρη;

   -Το θυμάμαι: «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη».

   ΣΕ μένα η απλότης είναι συνδεδεμένη με την ειλικρίνεια. Δεν μπορούσα να πω ψέματα. Όταν έγινε η δίκη του Γλέζου με παρανόησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου και είπε: «Γιατί δεν αναφέρεις και τον Σάντα παρά μόνο τον Γλέζο;» Λέγω: «Δεν ανέφερα ούτε τον Σάντα ούτε τον Γλέζο. Είπα: δυο παιδιά». Πράγματι, φθάνοντας στο Σύνταγμα είχα δει ότι δεν υπήρχε η γερμανική σημαία. Νόμιζα ότι φεύγουν πια οι Γερμανοί. Μίλησα, λοιπόν, γι’ αυτά τα παιδιά. Ο πρόεδρος νόμιζε ότι μπορούσε να με διαψεύσει, γιατί είναι λιγάκι πεισματάρηδες οι στρατοδίκαι. Λέγω: «Δεν ανέφερα ούτε τον έναν ούτε τον άλλον. Ανέφερα δυο παιδιά». Κι επειδή επέμενε, επενέβη άλλωστε και ο βασιλικός επίτροπος και είπε: «Έτσι είναι όπως τα λέει. Δεν ανέφερε ονόματα». Είπα στον πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, δεν είπα ποτές ψέματα στη ζωή μου. Και το έχω πληρώσει αυτό· σ’ έναν τόπο που δεν αγαπάει την αλήθεια αλλά τη συμφεροντολογία, το αλισβερίσι.

   [«Δυστυχώς, τα εννέα δέκατα της λογοτεχνίας μας είναι από λογοτέχνες που παραβιάζουν τη γλώσσα»]

    Επειδή το βιβλίο μου τελειώνει με τη φράση «Σαν τέλειωσε να μου διηγείται, του είπα: Βάλε την υπογραφή σου. Κι εκείνος έγραψε: Νικόλας Καζάκογλου», η κόρη του «αιχμαλώτου» ήλθε και μου ζήτησε ποσοστά. Της εξήγησα ότι εγώ άλλα ακούω και άλλα γράφω. Λέγει υπάρχει το κείμενο του πατέρα μου – δοσμένο από σένα στη βιβλιοθήκη της Κέρκυρας. Πραγματικά, όταν είχα βγάλει το βιβλίο πήγα και το έδωσα στον Καζάκογλου και τον σύντροφό του. (Ζούσε ακόμα και απορούσε που στην ιστορία μου τον είχα κρεμάσει. Τι να του πω;) Το άφησα στον Καζάκογλου για να γράψει την ιστορία του με το χέρι. Αλλά δεν είχε πια την πνοή του προφορικού λόγου. Ένας αγράμματος ήτανε, έβαζε τα μπρος πίσω. Είναι άλλο πράγμα. Δεν φτάνει καθόλου την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου, που ως την τελευταία έκδοση τη δουλεύω· 50 χρόνια. Κάθε έκδοση την τελειοποιώ.

   [«Δεν μπορούσα να πω ψέματα… Και το έχω πληρώσει αυτό· σ’ έναν τόπο που δεν αγαπάει την αλήθεια αλλά τη συμφεροντολογία, το αλισβερίσι»]

   -Στα «Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου» βλέπουμε ότι από το 1916 είχατε καταταγεί στην «Εθνική Άμυνα» και ότι υπηρετούσατε στον Ερυθρό Σταυρό Κυδωνιών όταν, το 1920, σας έστειλαν στο μέτωπο της Προύσας. Θέλετε να μας μιλήσετε για τις προσωπικές σας αναμνήσεις από τη μικρασιατική καταστροφή;

   ΌΤΑΝ έγινε η υποχώρηση υπηρετούσα στο μέτωπο Προύσης και είχα κάποια προωθημένα φυλάκια του 16ου Συντάγματος. Ήμουν κατάκοπος κάνοντας τα φυλάκια. Κατέβαζα και ανέβαζα περίπολο από το χωριό, όπου υπήρχε ξυλεία για την κατασκευή. Ήμουν λοιπόν κατάκοπος. Με την πρώτη στάση που κάναμε έπεσα αναίσθητος από την κούραση. Θα ν’ έπεφτα στα χέρια των Τούρκων. Με γλίτωσε ο υπηρέτης μου, ο οποίος με τα παρακάλια του και με τα τριψίματά του με σήκωσε. Στη δεύτερη στάση έπεσα πάλι αναίσθητος και ήρθε και με γλίτωσε ένας υπολοχαγός του δικού μου λόχου. Στο τέλος κοιμήθηκα δύο ώρες και συνήλθα. Τότε άκουσα – είχαν μπει οι Τούρκοι στην Προύσα, κι είχαν ανέβει σ’ ένα μιναρέ – τους άκουσα να ευχαριστούν το Θεό. Είμαι ο τελευταίος που έφυγε από την Προύσα.

   -Από την ειρηνική περίοδο στη Μικρά Ασία ποιες είναι οι αναμνήσεις σας;

   ΔΕΝ μπορώ να εκφράσω ποια ενότητα αισθημάτων υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Θα σου πω μόνο τούτο το περιστατικό:  Έμενα στα Μοσχονήσια, όπου γεννήθηκα, αλλά ο πατέρας μου έμενε στην Ανατολή. Εκεί είχε έναν κουμπάρο, τον Ισμαήλ. Απ’ όλα τα παιδιά είχαν διαλέξει εμένα κι έγιναν κουμπάροι. Πατέρας κουμπάρος, γιος κουμπάρος. Μ’ έπαιρνε στο κυνήγι που πάγαινε.  Εγώ από φανατισμό χριστιανικό τον έβαζα να σκοτώσει δεκοχτούρα που είναι αμάρτημα για τους Τούρκους. Αλλά κι αυτός μ’ έκανε κάτι. Μ’ ανέβασε στο μιναρέ μια φορά κι είδα το χωριό κάτω. Κατεβαίνοντας μου είπε: «Ε, Ιστρατή –παραφθαρμένα λίγο ελληνικά μιλούσε – τρεις φορές γυρίσει μιναρέ, ντυθείς Τούρκος». Τον πήγα λοιπόν λιθοβολώντας ως εκεί που δούλευε ο πατέρας μου. Λέγω : «Ο Ισμαήλ μ’ ανέβασε στο μιναρέ και μ’ έκανε Τούρκο». Βγήκε τότε ο Ισμαήλ γελώντας. «Αχ βρε αχμάκη» μου λέγει ο πατέρας μου, « δεν γίνεσαι έτσι Τούρκος». Τέτοιες ήταν οι σχέσεις μας, στενές, με τους Τούρκους.

   -Υπήρχε πνευματική ζωή εκείνα τα χρόνια; 

    ΤΟ πρώτο έργο που παρουσιάστηκε εκείνα τα χρόνια ήταν το «Πέδρο Καζάς» του Κόντογλου. (2) Λίγους μήνες πριν από την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» έχει ο Βενέζης ένα που το λέγει «Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα». Αλλά αυτά δεν τα γράφω ούτε με τα πόδια μου. Είναι άνευ λογοτεχνικής σημασίας, εκτός από ένα διήγημα που γράφει για τις απόκριες, κάτι σαν χρονικό.

   -Πάλι από τα «Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου» μαθαίνουμε ότι ο «Πέδρο Καζάς» πρωτοτυπώθηκε με έξοδα δικά σας στη Μικρά Ασία αν και «χάριν του ύφους», όπως το ‘θελε ο Κόντογλου, μπήκε τόπος εκδόσεως «Παρίσι» και όχι «Αϊβαλί» ή «Κυδωνίαι». Σε όλη σας τη ζωή με πολλούς τρόπους έχετε προβάλει το έργο καλλιτεχνών. Κι ακόμα πρωτοστατούσατε στην ίδρυση  συλλόγων. Ο Σύλλογος Μουσικών Τεχνών στη Μυτιλήνη, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1934…

   ΠΡΙΝ από το ’34, από το ’32, ήμουν μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών με πρόεδρο τον Βουτυρά. Είχε μπει στο σύνδεσμο κάθε καρυδιάς καρύδι. Όταν ήλθε ο Μελαχροινός, που ήταν πάντα υπέρ της αξιοκρατίας, τον διέλυσε τον Σύνδεσμο και έκανε την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Από τα πρώτα μέλη ο Καζαντζάκης και η Γαλάτεια. Κι αυτά τα ίδια τα ιδρυτικά μέλη πέρασαν από κριτική επιτροπή, στην  οποία υπήρχε ο Μάρκος Τσιριμώκος, ο Μιχάλης Αργυρόπουλος κ.ά.

   -Πώς βλέπετε σήμερα αυτές τις προσπάθειες για την ίδρυση συλλόγων; Νομίζετε ότι πέτυχαν τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκαν;

   Η Εταιρεία, για πολιτικούς λόγους, διεσπάσθη και κατέληξαν 3 ή 4 σωματεία: Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, η Εθνική Εταιρεία Λογοτεχνών, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών. Αυτά βέβαια ήταν εις βάρος των συνδικαλιστικών αιτημάτων της Εταιρείας. Γι’ αυτό σε όλο το διάστημα που ήμουν γενικός γραμματεύς της Εταιρείας, κάπου δέκα χρόνια, προσπάθησα να φέρω την ενότητα και κατάφερα τότε να ενωθούν ο Σύνδεσμος και η Εταιρεία σε ένα σωματείο. Θα είχα καταφέρει να συνδεθεί και η Εθνική Εταιρεία, εάν το λάθος δεν ήταν τότε στα κομματικά μέλη, τα κομμουνιστικά. Τους είπα (και είχα μείνει σύμφωνος με τον Μυριβήλη) να τον βάλουμε πρόεδρο στα συνεργαζόμενα σωματεία τον Μυριβήλη και να είμαι εγώ γενικός γραμματεύς. Εγώ θα κρατούσα το κλειδί. Εάν ο Μυριβήλης έκανε κανένα παραπάτημα ή δεν ήθελε να υπογράψει κανένα χαρτί, μπορούσα να συγκαλέσω τη βάση και να τον αλλάξουμε. Δεν το δέχτηκαν τα μέλη της Εταιρείας. Εγώ είμαι παιδί εμπόρων. Οι συνάδελφοί μου αεροβατούν, οι λεγόμενοι λογοτέχναι. Είχα καλέσει μια επιτροπή να κάνουμε τη συγχώνευση. Ήταν ο Κουκούλας, ο Κορνάρος… 5 μέλη, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Είπαν όχι. Όπως έλεγε ο Κορνάρος, η ασφάλεια είναι πίσω. Αλλά ενώ τρεις φορές τον έφερα από την εξορία τον Κορνάρο, νόμιζε ότι μπορούσα εγώ να… Ας είναι. Ο Κορνάρος ήταν καλός αγωνιστής, αλλά ήταν ένας ρομαντικός, όχι ρεαλιστής. Και ήταν θύμα αυτού του ρομαντισμού. Σε μια συνεδρίαση με 30 μέλη, αριστερούς, είχε πει: «Οι εκδόται μας εκμεταλλεύονται. Εγώ θα ν’ έβγαζα την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» σε 12.000 αντίτυπα». Λέγω: «Ναι, και με τι μέσον θα τα διέθετες;»

   Δεν έβγαλε την «Ιστορία», έβγαλε τα δικά του.

   Δεν τον βοήθησε το κόμμα να ξεχρεώσει και κατέληξε αυτός ο άνθρωπος με το αγωνιστικό παρελθόν να πίνει κονιάκ στους δρόμους και να πουλάει τσιγάρα. Έτσι πέθανε ο Κορνάρος· κατασπαταλώντας μια αγωνιστική ζωή που τη σεβόμουνα.

 [Καμία πικρία δεν μου αφήνουν τα πράγματα. Τα ξέρω και έτσι δεν με πικραίνουν.]

-Σας μένει κάποια πικρία από τη δραστηριότητά σας αυτή στους συλλόγους;

ΚΑΜΙΑ πικρία δεν μ’ αφήνουν τα πράγματα. Τα ξέρω κι έτσι δεν με πικραίνουν. Τα παίρνω απλά, χωρίς πικρία.

   -Δηλαδή βλέπετε ότι οι νέοι πρέπει να συνεχίζουν αυτή την προσπάθεια, να δημιουργούν συλλόγους, ν’ αγωνίζονται μέσα από συλλόγους;

ΜΟΝΟΙ όχι· ποτές. Αλλά όχι μονάχα συνδικαλιστικά αιτήματα. Αλλά και τι εννοούν όταν λένε συνδικαλισμό;

   -Παίρνετε σύνταξη ως λογοτέχνης;

   ΝΑΙ. Αγωνιστήκαμε με τα σωματεία για τη σύνταξη. Μ’ αυτήν καλύπτω τα μισά σχεδόν έξοδα του γηροκομείου. Τα υπόλοιπα τα καλύπτω με το βοήθημα ενός φίλου.

   [Είναι συγκινητικό το περιστατικό που εξηγεί την προσφορά αυτού του φίλου, αλλά ο Στρατής Δούκας, από σεμνότητα που τον τιμά, δεν θέλησε να δημοσιευθεί τίποτα σχετικό.

   Στην επόμενη ερώτηση το κλίμα αλλάζει. Του μιλάμε για τον Γιαννούλη Χαλεπά. Έχει αφιερώσει σ’ αυτόν ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Αισθητικά δοκίμια, σχόλια, κατάλογοι έργων, βιογραφία: μια διαρκής προσπάθεια να παρουσιάσει το φαινόμενο Χαλεπάς.

   Το πρόσωπο φωτίζεται από τη χαρά του ανθρώπου που έχει γνωρίσει τον μεγάλο καλλιτέχνη και το έργο του. Οι αναμνήσεις φτάνουν στα χείλη αβίαστα με μια φωνή που πάλλεται. (3) ]

   Είμαι μαζί με τον Βέλμο. Είχε πάει τότε ο Θωμάς ο Θωμόπουλος στην Τήνο και είχε φέρει κάτι προπλάσματα του Χαλεπά. Είδα τότε την «Αθηνά» και λέγω: «Αυτό δεν μπορούσε να το κάνει κανένας Ευρωπαίος. Ούτε ο Ροντέν», ούτε… Αυτό είναι η αρχαία πλαστική». Καταπληκτικό, πού έφτασε μόνος του. Από μένα ξεκινάει ο Βέλμος και πηγαίνει και παίρνει τότε κάπου 200 σχέδια του Χαλεπά, που αργότερα τα δημοσίευσε στο «Φραγκέλιο», το περιοδικό που έβγαζε. Τότε, σ’ ένα υστερόγραφο μιας επιστολής του έγραφε: «Σε γνώρισα από τον Βέλμο και σε χαιρετώ. Γιαννούλης Χαλεπάς».

   Όταν ήλθε στην Αθήνα τον πήγαν στο νεκροταφείο να δει την «Κοιμωμένη» Τον γύριζαν, για να μη συγκινηθεί, σε άλλα μνημεία. Έφτασε στην «Κοιμωμένη». Έδυε ο ήλιος. Ανέβηκε στο βάθρο, του άνοιξαν το κιγκλίδωμα, μπήκε μέσα και τη χάιδεψε. Τον λεν οι φύλακες ότι έχουν πλύνει το μάρμαρο με ακουαφόρτε και χάλασε. Το χάιδεψε και λέγει: «Δεν χαλάει».

   Όταν τον πήγαν στο Μουσείο, είδε τα πήλινα, δεν μιλούσε. Περνούσε μπροστά απ’ τα ρωμαϊκά χωρίς να τα κοιτάξει. Μπρος στον μικρό του Μαραθώνα, είπε: «Ωραίο πράγμα». Ο συνοδός του, ενθουσιασμένος που τον άκουσε να εκφέρει γνώμη, είπε ότι ο Ποσειδώνας είναι καλύτερος γιατί είναι αρχαιότερος κατά εκατό χρόνια.

   «Τα εκατό χρόνια δεν παίζουν» είπε ο Χαλεπάς.

   Αφιέρωσα 50 χρόνια σχεδόν στον Χαλεπά. Ήταν προβληματική η μορφή του. Πράγμα που έκανε τους άλλους μελετητές να μη μπαίνουν στο βάθος.

   [Του θυμίζω κατόπιν τη δική του ζωγραφική. Το 1930 στην Αθήνα είχε εκθέσει 9 σπουδές σε χρώμα, 120 σχέδια με μολύβι και 23 αντίγραφα βυζαντινής τέχνης.]

   ΠΩΣ και γιατί άρχισα να ζωγραφίζω είναι γραμμένο στον πρόλογο του βιβλίου μου με τα σχέδιά μου. Το έχεις υπόψη σου; (4) Επειδή ήμουν αμνήμων, όταν γύρισα από το Άγιο Όρος, ασκούσα τη μνήμη μου μαθαίνοντας από στήθους όλα τα σονέτα του Μαβίλη και αρκετά του Γρυπάρη. Επειδή, σαν άνθρωπος σκεπτόμενος διαρκώς, έβλεπα με τη σκέψη, κατάλαβα ότι δεν παρατηρούσα τα πράγματα και γι’ αυτό άρχισα μια άλλη άσκηση: να ζωγραφίζω. Αυτό μ’ έκανε να ζωγραφίζω. Ήθελα να μάθω να παρατηρώ τα πράγματα.

   Το καλοκαίρι του 1927, λόγω της κλονισμένης υγείας μου, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, στους δικούς μου. Συγκατοικούσαν με μία συγγενική μας οικογένεια και είχα κάθε βράδυ 16 μοντέλα. Εκεί άρχισα να ζωγραφίζω. Σ’ αυτό το στάδιο μ’ απασχολούσε ο φωτισμός. Αργότερα, σ’ ένα χωριό που βρέθηκα κι είχα φιλία με το δάσκαλο, ζωγράφιζα τα παιδιά του σχολείου, αγόρια και κορίτσια. Τότε πέρασα στη μονοκοντυλιά, που είναι πολύ δύσκολη. Μονοκοντυλιά έχει αμίμητη ο Πικάσο, ο οποίος την έχει και με μελάνι, που είναι δύσκολο. Μονοκοντυλιά έχει ο Χαλεπάς. Μονοκοντυλιά έχει κι ο Γουναρόπουλος, με τη διαφορά ότι προδίδει το χωριατόπουλο. Ενώ είναι χωριατόπουλο, προσπαθεί να κάνει το ωραίοι, τις γυναίκες εκείνες…

   -Έχετε κάνει πολλά έργα; Πού βρίσκονται;

   ΤΑ έργα μου είναι κατατεθειμένα στο Μουσείο Ζωγράφων. Όσα ζωγράφισα είναι περί τις έξι χιλιάδες, αλλά εκείνα που σώζονται είναι πολύ λίγα.

   -Σε ποια γενιά λογοτεχνική θα κατατάσσατε τον εαυτό σας ως συγγραφέα;

   ΕΧΩ ήδη απαντήσει σ’ αυτό και λέγω ότι δεν ανήκω στη γενιά του ’30, αλλά στη γενιά του ’20 με ’30. Τότε έχουν παρουσιαστεί ο Καστανάκης, ο Βέλμος, εγώ, ο Κόντογλου. Αυτοί είμαστε η γενιά του ’20 με ’30.

   -Θέλετε να μας πείτε κάτι για τον τρόπο που γράφετε τα έργα σας;

   ΤΑ έργα μου ή στηρίζονται, όπως η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», σε ξένα βιώματα ή παίρνω λόγου χάριν την αλληλογραφία τη δικιά μου με τον Πεντζίκη και από αλληλογραφία συγκροτώ έργο τέχνης. Πώς το κάνω; Τα χωρίζω σε κεφάλαια: Ο πατέρας, η μητέρα, το παιδί. Τοποθετώ το υλικό μου εκεί και το συνθέτω. Στο αρχείο μου, που το έχει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έχω ένα γραπτό που το λέγω «Ντοκουμέντο»: Πώς δούλεψα το «Θερμοκήπιο» το τελευταίο μου βιβλίο. Είναι το μόνο έργο που έχω κάνει τελευταία, από μέσα από τούτα εδώ τα γηροκομεία. Δεν το λέγω «Θερμοκήπιο», βέβαια, για τα γηροκομεία. Είναι κομματιαστός λόγος με κάποια επέμβαση τεχνίτη. Το «Θερμοκήπιο» το έχω εικονογραφήσει ο ίδιος. Έκανε εντύπωση. Εγώ δεν το είχα σε πολλή εκτίμηση. Αλλά οι κριτικές είναι καλές.

   [Στο «τεφτέρι το μεγάλο», πάνω στο παραφορτωμένο με χαρτιά και βιβλία κομοδίνο, βρίσκονται προσεκτικά τοποθετημένα τα αποκόμματα με κριτικές του Τάσου Κόρφη, της Βακαλό και άλλων]

   -Θα μπορούσατε να πείτε ότι αγαπάτε κάποιο από τα βιβλία σας ιδιαίτερα;

   ΕΙΝΑΙ τόσο διαφορετικά το ένα από το άλλο. Έτσι είναι δύσκολο να πω ποιο προτιμώ. Στα έργα μου της πρώτης τριακονταετίας, όπως στον «Αιχμάλωτο», προβάλλονται τα αντικειμενικά στοιχεία, στα άλλα, είναι τα υποκειμενικά στοιχεία. Έτσι έχω φτιάξει τα «Ενώτια», που αρέσει πάρα πολύ στην Κάσου και το νομίζει το καλύτερό μου. Τα «Ενώτια» έχουν κάποια συγγένεια με το «Θερμοκήπιο», είναι υποκειμενικά και βγαίνουν από την αλληλογραφία με τον Πεντζίκη. Με τη διαφορά ότι τα «Ενώτια» είναι πιο πυκνό και συνθετικό έργο, ενώ στο «Θερμοκήπιο» το κρασί είναι λίγο νερωμένο.

   -Αν οι νέοι που γράφουν σας ρωτούσαν ποια λάθη πρέπει να αποφύγουν, τι θα τους απαντούσατε;

   ΑΥΤΟ που λέγω· που λέγει κι ο Καραγκιόζης στον Χατζηαβάτη για το κατσάρωμα των μαλλιών, ένα είδος «περμανάντ»: Να αποφύγει το παραβίασμα της γλώσσας. Όσοι γράφουν δυστυχώς παραβιάζουν τη γλώσσα.

   -Ένα παράδειγμα λογοτέχνη που δεν παραβιάζει τη γλώσσα;

   [Η απάντηση: Ένα αφοπλιστικό χαμόγελο ενώ τα δάχτυλά του δείχνουν τον εαυτό του.]

   -Και ποια στάση απέναντι στη ζωή θα συμβουλεύατε ότι πρέπει να κρατήσει ένας νέος που γράφει;

ΓΙΑ μένα η στάση στη ζωή είναι συνδεδεμένη με την έκφραση, με την τέχνη. Δεν εννοώ τέχνη χωρίς βίωμα, χωρίς ζωή. Επομένως είναι αναγκαία η ενότητα ανάμεσα στην έκφραση και στο βίωμα. Κάθε έκφραση βέβαια δεν αποτελεί τέχνη. Η τέχνη αρχίζει όταν εκφράζουμε αυτό που πρέπει να αισθανόμεθα.

   -Στα 1930 ήσαστε 35 ετών και μας δώσατε το «Εις εαυτόν», αφιερωμένο στη νεότητα, όπου προτρέπετε τους νέους προς το «έργο». (5) Σήμερα, μετά από 50 τόσα χρόνια, θα ξαναλέγατε τα ίδια πράγματα στους νέους;

   ΚΑΘΕ εποχή έχει τα δικά της προβλήματα και τη δική της έκφραση. Αλλά βεβαίως πάλι θα έλεγα τα ίδια. Το έργο μας μάς δικαιολογεί.

   [Ξεφυλλίζω το «Εις εαυτόν» και διαβάζω: «Αργά και επίμονα γίνονται τα έργα. Πρόχειρα και άκοπα δεν δημιουργούνται παρά μονάχα ονόματα».]

   -Πριν φύγω, κύριε Δούκα, θέλω να σας ρωτήσω: τι είναι σημαντικό στη ζωή;

   ΣΤΗ ζωή; Η ισορροπία. Σ’ αυτό διαφέρει το ελληνικό από το δυτικό. Η αρχαιότητα ήθελε την ισορροπία, ενώ η Ευρώπη έχει την ένταση. Απόδειξη ότι όλοι, όχι μόνο οι λογοτέχνες, αλλά και οι ζωγράφοι, Βαν Γκονγκ, Γκωγκέν, ο Ζεράρ Φιλίπ, όλοι δουλεύουν την ένταση. Οι αρχαίοι, είναι εμφανές, και στις τραγωδίες ζητάνε την ισορροπία. Από τους έλληνες ζωγράφους ο μόνος ο οποίος δουλεύει την ισορροπία είναι ο Παπαλουκάς. Κι όσο πάμε τραβάμε στην ένταση.


Πορτρέτο του Στρατή Δούκα από τον Σπύρο Παπαλουκά (1892-1957). Άγιο Όρος, 1924


       Σημειώσεις:

(1). Αναφέρεται στη συνέντευξη του Σεφέρη με την Αν Φιλίπ (εφημ. Le Monde, 27.8.71 & «Βήμα», 29.8.71). Επίσης «Αιολικά Γράμματα» ΙΑ’ (σελ. 285-289), όπου υπάρχει ο εξής δάλογος: «Τα ποιήματά σας απ’ την αρχή είχανε αυτήν την απλότητα όπου έχετε φτάσει σήμερα;» «Όχι, ήρθε σιγά σιγά, η απλότητα αργεί πολύ ναρθεί».

(2). Τυπώθηκε το 1920 με έξοδα του Στρατή Δούκα στο τυπογραφείο του «Αιολικού Αστέρα» (Δες Στρατή Δούκα «Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου», Κέδρος, 1976, σ.15)

(3). Ο Στρατής Δούκας αναφέρεται εδώ στη ζωή του Χαλεπά από το 1927 και ύστερα. Ο Χαλεπάς, που γεννήθηκε το 1851, αρρώστησε γύρω στα 1878 και έζησε κλεισμένος στο δημόσιο ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 ως το 1902, 14 χρόνια. Το 1918 ξαναρχίζει να δουλεύει, και στα 1920, μετά από μισό περίπου αιώνα σιωπής, βρίσκεται σε πλήρη δημιουργικό οργασμό. Το 1927 παίρνει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 αφήνει την Τήνο και έρχεται στην Αθήνα όπου μέχρι το θάνατό του, το 1938, εξακολούθησε να εργάζεται πυρετικά. (Στρατή Δούκα «Γιαννούλης Χαλεπάς - Ο βίος ενός αγίου», Κέδρος, 1978)

(4). «Σχέδια του Στρατή Δούκα», εκδ. Άγρα, Αθήνα 1979, μαζί με  τετράφυλλο του Διονύση Καψάλη: «Το σχέδιο στο έργο του Στρατή Δούκα» Στον πρόλογο της έκδοσης και απόσπασμα κριτικής του Πικιώνη για την έκθεση ζωγραφικής του Δούκα.

(5). Το «Εις εαυτόν» του Στρατή Δούκα (έκδοση του συγγραφέα, 1930). Επίσης, έκδοση ΕΛΙΑ, 1981.    


Δεν υπάρχουν σχόλια: