...............................................................
"Για πάντα"
έγραψε ο Αλέξης Πανσέληνος* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 12.6.2022)
Μια αρχή και ένα τέλος χρειάζεται ο άνθρωπος για τον κόσμο, αλλιώς δεν τον εννοεί. Οταν κουράζεται να ψάχνει και να μη βρίσκει επικαλείται έναν πρωτομάστορα θεό και αναπαύεται η ψυχή του και όλα μπαίνουν στη θέση τους. Η αλήθεια δεν έχει μεγάλη σημασία και είναι ανάλογα ποιος ρωτά και ποια είναι η ανάγκη του. Ετσι λέω εγώ που δεν ξέρω ούτε πολλά γράμματα ούτε για τον κόσμο. Χρειαζόμαστε το θαύμα και το φανταζόμαστε αν δε γίνει. Παράδειγμα, ο κύριος Πέτρος που εβδομηντάρης πια τελευταία κατεβαίνει τέτοιες μέρες στο νησί και όταν τον δεις ξέρεις πως ο μήνας έχει δεκαπέντε και για δεκατέσσερις μέρες στη σειρά (τη δέκατη πέμπτη λέει Τέλος για φέτος και αναχωρεί για το λιμάνι) θα αφήνει το μικρό αυτοκίνητο στην ανηφορίτσα κι ύστερα κατηφορίζει κρατώντας μια πολύ μεγάλη τσάντα με μπανικά, το πουκάμισο ξεκούμπωτο, σανδάλια στραβοπατημένα.
Κατευθύνεται αμέσως στην προεξοχή του λείου βράχου που σχηματίζει κάτι σαν κάθισμα και ετοιμάζεται. Δεν περιμένει να τον κάψει ο ήλιος. Τα δυο αυτά τα τελευταία χρόνια πρόσεξα πως μιλά μονάχος, καμιά φορά χειρονομεί σα να ’ναι κάποιος δίπλα, αλλά δίπλα του δεν είναι κανείς. Σηκώνεται και βαδίζοντας προσεκτικά πάνω στις ράχες εκείνες της πέτρας που είναι φιλόξενες για τα πέλματα πλησιάζει την αμμουδιά, όπου εμείς ξαπλώνουμε αλειμμένοι με τα λάδια και τις κρέμες μας φουμάρουμε κανένα τσιγαράκι μέχρι να κάψει ο ήλιος το δέρμα και να βουτήξουμε ξανά για λίγο. Φέτος έπεσαν πολλά μαζωμένα στο κεφάλι μας.
Η κρίση, ο κόβιντ και τώρα ο πόλεμος, πόσο θα αντέξει η Μαριούπολη, τι γίνονται τα μικρά παιδάκια, τι γίνονται τα ζώα. Κάποιοι λεν πως οι Αμερικάνοι φταίνε για όλα, άλλοι πως φταίει ο Πούτιν. Η γνώμη μου εμένα είναι πως οι Ρώσοι, ότι κι αν λεν στην παρέα, χωρίς «πατερούλη» δε νογάνε τη ζωή τους, αιώνες μουζίκοι. Τα λέμε και χαζεύουμε στο βάθος τον κύριο Πέτρο να κολυμπά αργά-αργά πάνω κάτω καμιά εκατοσταριά-διακόσια μέτρα, μια πρόσθιο μια ύπτιο και όταν σταματά να ξεκουραστεί να κουνάει τα χείλη και να χειρονομεί και να χαμογελά ελαφρά σαν να κουβεντιάζει. Κάποιοι γελάνε, κάποιοι αδιαφορούν, κάποιοι ούτε που τον βλέπουν και κοιτάν τις γυναίκες γύρω μας. Εγώ που μπαίνω πιο συχνά στη θάλασσα τον έχω ακούω να μιλά ήρεμα και γλυκά σαν να διηγείται, σαν να θυμάται, σαν να προσμένει απάντηση, σαν να μην είναι μόνος αλλά με παρέα. Εχει τύχει να τον ακούσω, στιγμές προτού βάλει πόδι στο νερό μέσα, που λέει μόνος του Φύγαμε και κάνει τα πρώτα βήματα στην άμμο στα ρηχά. Τον έχω ακούσει καθώς βγαίνει (μια φορά μόνο θα βγει έξω κι αυτό είναι όλο) να λέει μόνος Αυτό ήταν σήμερα τέλος αύριο πάλι.
Οσες όμως φορές τον πλησίασα περισσότερο στα βαθιά, εκεί που ανοίγεται για να ’χει ησυχία και να μιλά χωρίς να τον ακούνε, λέξη δεν έβγαλε. Μόνο σαν μάκραινα κι έστρεφα ξανάβλεπα το στόμα του ν’ ανοιγοκλείνει κι αυτός όλο χαμόγελα να στέλνει στον αέρα. Δεν μου κάνει τόση εντύπωση. Κάθε λογής βαρεμένος φτάνει εδώ τα καλοκαίρια κι έχουμε μάθει να μη μας παραξενεύει καμιά λωλάδα. Φέτος, σαν τέλειωσαν οι δυο βδομάδες του στο νησί, μια μέρα πριν συγκεκριμένα, εγώ είχα ανέβει στο δρόμο κι έκανα την ψιλή μου ανάγκη πίσω από το αρμυρίκι αθέατος. Βγήκε ο κύριος Πέτρος απ’ το νερό κι έκανε τρία βήματα πριν αρχίσει πάλι να σκαρφαλώνει στα βραχάκια για να μαζέψει τσάντα και πετσέτα και τον άκουσα καθαρά να λέει Τέλος για φέτος. Κι έπειτα αμέσως, πριν ν’ αρχίσει το σκαρφάλωμα πάνω στο βράχι, ξανάκουσα που ’λεγε Μωρέ Φροσάκι πώς θα ’μπαινα μες σε τούτη τη θάλασσα, το θαύμα της Δημιουργίας, αν δε σ’ είχα για πάντα μαζί μου; Ε, δεν πήγαινε άλλο, μ’ έφαγε η περιέργεια. Ξεπρόβαλα μπρος του και τον χαιρέτισα.
Με ξέρει, όλους μας ξέρει, ο τόπος μικρός κι η παραλία στενή, τα μαγαζιά δυο όλα κι όλα, ονόματα παν κι έρχονται, ο ένας ο άλλος γνωριζόμαστε. «Κύριε Πέτρο», λέω, «βλέπω έχετε παρεούλα καλή εδώ στη θάλασσα και ψιλοκουβεντιάζετε. Πώς έτσι;». Σίγουρος ήμουν πως θα θυμώσει, αλλά χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Μοιάζω τρελός, ε;» λέει αυτός. «Μόλις που μας βρήκε το κακό κι εγώ έχασα τη γυναίκα – από τους πρώτους. Σαρανταπέντε χρόνια μαζί κι έφυγε μόνη, χωρίς να είμαι κοντά της να πω αντίο. Τώρα της λέω εδώ όσα δε μπόρεσα κι όλα όσα σκέφτομαι για τούτο και για κείνο». Το βούλωσα εγώ, τι να πω. «Τρελός δεν είμαι, μόνος έμεινα», απόσωσε κι έφυγε.
* Τελευταίο βιβλίο του Α. Πανσέληνου είναι το μυθιστόρημα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (Μεταίχμιο, 2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου