Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

"Και τώρα, κανονικότητα!" έγραψε ο Χρήστος Λάσκος* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 10.07.2018)

...........................................................


Και τώρα, κανονικότητα!


Ο Αλέξης Τσίπρας στο Ζάππειο  
EUROKINISSI
Εγραφε, αναφορικά με τον Μάη του ’68, ο Γκι Ντεμπόρ, στα περίφημα «Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος»: «Η βασική πρόθεση της κυριαρχίας του θεάματος είναι γενικά να εξαφανίσει την ιστορική γνώση […] Το θέαμα με μαεστρία οργανώνει την άγνοια για ό,τι συμβαίνει τώρα στον κόσμο και κατόπιν τη λήθη για ό,τι ήδη έχει γίνει γνωστό. Το πιο σημαντικό είναι αυτό που περισσότερο αποκρύπτεται».
Μετά το τελευταίο Ζάππειο, είναι προφανές πως η εικόνα που εκπέμπεται από μέρους των πολιτικών μας ελίτ, αλλά και της σύνολης ευρωγραφειοκρατίας, είναι το σκόπιμο αποτέλεσμα ενός πλήθους ευφημισμών. Ευφημισμών ποικίλων, οι οποίοι όμως, στο σύνολό τους, πολώνονται γύρω από δύο λέξεις: την αρνητική –όχι, όμως, και τόσο– λέξη «θυσίες» και τη θετική «μεταρρυθμίσεις».
Πράγματι, το κοινό «αφήγημα» κυβέρνησης και καθεστωτικής αντιπολίτευσης οργανώνεται γύρω από τις δύο αυτές λέξεις: Τα χρόνια από το 2010 και μετά, τα χρόνια της κρίσης, δηλαδή, κάναμε θυσίες και εφαρμόσαμε μεταρρυθμίσεις.
Ετσι, λέει η κυβέρνηση, σήμερα, είμαστε σε θέση να υπερβούμε την κρίση, ν’ ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία, να σχεδιάσουμε, ως κανονική χώρα, ένα πολύ καλύτερο αύριο.
Η αντιπολίτευση, από την άλλη, φωνασκεί πως όλα αυτά –και λίγο καλύτερα, αλλά, κατά βάση, αυτά– η ίδια θα τα πετύχαινε τρία χρόνια πριν, αν δεν μεσολαβούσαν οι αντιμνημονιακές αυταπάτες.
Το αφήγημα στα βασικά είναι το ίδιο. Γι’ αυτό και το σύνολο της κριτικής «από τα δεξιά» αφορά την υποτιθέμενη διαχειριστική ανεπάρκεια –που κάθε άλλο παρά παραδέχονται οι εταίροι, όπως μας θυμίζει διαρκώς η κυβέρνηση– και, ακόμη περισσότερο, τους «καταστροφικούς ριζοσπαστισμούς» μιας άλλης φάσης -τότε «που ’δειχνες πως θα γινόσουν άλλος».
Το αφήγημα είναι το ίδιο, ακριβώς γιατί πολώνεται –και στις δύο εκφορές του, την κυβερνητική και την «αντιπολιτευτική»– γύρω από τις «θυσίες» και τις «μεταρρυθμίσεις». Και έτσι διασφαλίζεται το μείζον, δηλαδή, όπως μας λέει σοφά ο Ντεμπόρ, «το πιο σημαντικό, αυτό που αποκρύπτεται περισσότερο».
Γιατί κανείς από τις κατώτερες τάξεις δεν επέλεξε να κάνει «θυσίες», οι κατώτερες τάξεις υποβλήθηκαν σκόπιμα σε ακραία βασανιστήρια, προκειμένου «να ικανοποιηθούν [sic] οι επενδυτές».
Γιατί, επίσης, οι «μεταρρυθμίσεις» συνιστούν την τερατώδη μετωνυμία ενός πρωτοφανούς στα παγκόσμια χρονικά πειράματος κοινωνικής μηχανικής, που διέλυσε στην κυριολεξία την κοινωνική πλειοψηφία κάνοντας τη ζωή της από αφόρητη έως, απλώς, διηνεκώς δυστυχή.
Οι «θυσίες» και οι «μεταρρυθμίσεις» είναι ο ταξικός τρόπος να μιλήσουν όσοι σήμερα ηγούνται πραγματικά της εργοδοτικής δικτατορίας, που είναι το σωστό όνομα για το ελληνικό «πολίτευμα». Και, δυστυχώς, τον μοιράζονται, από κοινού, κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Μπροστά σε αυτήν την καταστατική σύμπτωση, οι διαμάχες δεν είναι παρά για τα μάτια του κόσμου. Χωρίς τις «διαμάχες», άλλωστε, πώς θα στήνονταν ο αναγκαίος δικομματισμός του μέλλοντός μας;
Είναι δεδομένο πως ο πολύς κόσμος, όλοι μας σχεδόν, μετά τόσες «θυσίες», θα θέλαμε να πιστέψουμε στην ελπίδα μιας λίγης, έστω, «κανονικότητας». Είμαστε επιρρεπείς στο να ακούσουμε θετικά μηνύματα.
Σε αυτό βασίζεται και η προσδοκία των κυβερνώντων, πως η συμφωνία που επιτεύχθηκε προχθές, αυτή της διηνεκούς λιτότητας με ευκολίες πληρωμών, μπορεί και «να πουληθεί» κάπως.
Δεν ξέρω. Μπορεί κιόλας –όλα τα έχουμε δει. Μπορεί «να αφεθούμε», έστω κι αν δεν τους πιστεύουμε. Είναι κι ο Μητσοτάκης, βλέπετε.
Γεγονός, πάντως, είναι πως δεν τους πιστεύουμε.
Ενδεικτικό είναι το «ανάγωγο» του Τάσου Παππά, πριν από μερικές μέρες: «Αναρωτιέμαι, αυτά τα θηριώδη πλεονάσματα που προβλέπει το πρόγραμμα της κυβέρνησης για τη μεταμνημονιακή περίοδο πώς θα τα πιάσει η καχεκτική (ακόμη) ελληνική οικονομία και κυρίως ποιος θα κληθεί να πληρώσει το κόστος;
Αλήθεια, βάζοντας η κυβέρνηση τόσο φιλόδοξους στόχους δεν είναι σαν να παραδέχεται ότι είχαν δίκιο οι δανειστές που μας πίεζαν συνεχώς τοποθετώντας τον πήχη ψηλά, πολύ ψηλά;
Λέτε να έχουμε την εμφάνιση του συνδρόμου της Στοκχόλμης; Ξέρετε, αυτή την κατάσταση όπου το θύμα ερωτεύεται τον θύτη του;».
Αυτό λέω κι εγώ –και όχι, αναγκαστικά, επειδή είμαι πικρόχολος. Απλώς, δεν γίνεται ο Αλιέντε να εφαρμόζει την πολιτική του Πινοσέτ. Δεν είναι Αλιέντε.
Μήπως, όμως, είναι αυτά πικρόχολα, έστω κι άθελα; Κι αν υπάρξει «ανάπτυξη»; Κι αν έρθουν «επενδυτές»; Δεν θα βελτιωθούν κάπως τα πράγματα; Οχι, δεν θα βελτιωθούν, ακόμη και σε αυτό το φανταστικό τότε.
Γιατί οι «επενδυτές», σημερινοί και μελλοντικοί, θεωρούν το τωρινό τους νομικο-πολιτικό και κοινωνικό «κεκτημένο», την εργοδοτική δικτατορία, δηλαδή, ως προϋπόθεση της «ανάπτυξης» και τη διατήρηση και επαύξηση του σημερινού βαθμού εκμετάλλευσης ως απόλυτο όρο της «συνδρομής» τους.
Και η άλλη Αριστερά; Σχεδιάζει κάποια απάντηση; Πώς προσπαθεί να αποτρέψει την εγκαθίδρυση του νέου δικομματισμού, που θα εγκλωβίσει την κοινωνική πλειοψηφία, για πολύ καιρό, σε μια συνθήκη απόλυτης έλλειψης εναλλακτικών;
Νά το μεγάλο στοίχημα, που μόνο σε αυτήν αντιστοιχεί. Το αν μπορεί, μένει να φανεί.


*εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: