.............................................................
Από το βιβλίο του Κώστα Βρεττάκου "Προστιθέμενη αξία" (εκδ. "ΠΟΛΙΣ", 2018)
Αντιγράφω από τις πρώτες σελίδες. "Αντί προοιμίου":
"... Ζώντας σήμερα σε περιοχή απόλυτα ερημική, χωρίς τεχνητούς θορύβους και βάρβαρα ακούσματα πολιτισμού, σιγά σιγά αποδέομαι τον ρυθμό της και τη λογική της, αποβάλλω την έννοια του πρέπει και υιοθετώ την ανάλαφρη διάθεση του παλιού παιδικού παιχνιδιού που επιτρέπει ατιμώρητα όλες τις εκδοχές: "Ό,τι λέω, να γίνεται".
"Ας υποθέσουμε λοιπόν! Τι άλλο μας έμεινε έξω από υποθέσεις σε τούτο τον κατάλογο των στενεμένων προθεσμιών", έγραφα κάποτε, καθισμένος σ' ένα παγκάκι της Piazza dei Re di Roma το 1962, ως περαστικός υπήκοος της Αιώνιας Πόλης. Ας υποθέσουμε πως κάποιος από μας, τους ηλικιωμένους τώρα, εννοώ, πολυτεχνίτης όπως εγώ για παράδειγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, πιάνει τζακποτ μακρόχρονης επιβίωσης και αγγίζει το λεγόμενο προσδόκιμο, συμπληρώνοντας ογδόντα χρόνια ζωής.
Σε μια έκρηξη ενθουσιασμού για το βιολογικό του κατόρθωμα, πιστεύοντας, όπωςω όλοι οι καθυστερημένοι μαραθωνοδρόμοι, πως οι θεατές είναι στημένοι στην κερκίδα για να τους χειροκροτήσουν, αποφασίζει περιφρονώντας τις συνήθεις πρακτικές του λαϊκού μας πολιτισμού, να αποφύγει τις περιττές συνάξεις με τις γνωστές αναπόφευκτες κοινοτοπίες που τις συνοδεύουν. Χωρίς "happy birthday to you", κι άλλες παρηγορητικές εκφράσεις, αποφασίζει να γιορτάσει το γεγονός αθόρυβα, με τρόπο κατά την άποψή του πρωτότυπο και ανορθόδοξο. Να προσφέρει, δηλαδή. στους λιγοστούς, παλαιούς κυρίως φίλους που του απομένουν, μια εκλογή από ξεχασμένους νεανικούς του στίχους, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη δειλή και περιορισμένη δημοσιοποίησή τους.
Θα γλιστράω αθόρυβα από το πρώτο στο τρίτο ενικό πρόσωπο των ρημάτων, και στο πρώτο πληθυντικό σπανιότερα, θέλοντας να διασώσω, έστω και ελάχιστα, τις λεπτές αποχρώσεις ευθύνης που κρύβει ο λόγος, όταν αναφέρομαι σε δικές μου συμπεριφορές ή διφορούμενες επιλογές. Διαλέγω την απόσταση ειλικρίνειας που μπορώ ή θέλω να διατηρήσω από τα γεγονότα.
"Ανεξάρτητα από την αρτιότητα ή τη λογοτεχνική αξία των νεανικών σου ποιημάτων, ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό της απόφασής σου να τα ανασύρεις από την αφάνεια μετά από μισό αιώνα", μου δήλωσε ο φίλος μου. "Είναι πρωτοβουλία εκπρόθεσμη, για την οποία χρωστάς κάποιες εξηγήσεις. Τι σε σπρώχνει να το κάνεις; Η καθυστερημένη φιλοδοξία ή η περιέργεια; Ή και τα δυο μαζί; Τα ποιήματα αυτά νομίζω πως χρειάζεται να συνοδευτούν από έναν πρόλογο ή από ένα επίμετρο. Εκδοτικά, η ερμηνεία της εμμονής του ηλικιωμένου συγγραφέα είναι συχνά πιο χρήσιμη από την εκπρόθεσμη καταγραφή της. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία της χειρονομίας", συμπλήρωσε χαμογελώντας. " Ο άνθρωπος όταν δεν κατεβάζει χυμούς στραγγίζει τον εαυτό του".
Η παρατήρησή του με στρίμωξε στα σκοινιά. Τη βρήκα τελικά σχεδόν απαξιωτική και παρέμεινα αμήχανος για λίγο. Του απάντησα, διστακτικά, πως δεν ήθελα να αποδείξω κάτι συγκεκριμένο με τη χειρονομία μου. Δεν διεκδικούσα όψιμα την ιδιότητα του επαγγελματία συγγραφέα - παρά το γεγονός ότι είχα πρόσφατα προσθέσει απρόσμενα, με σχετική επιτυχία, δύο αριθμούς ISBN στη λίστα των εκδόσεων - ούτε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνη του ποιητή. Απλώς ενδιαφερόμουν για την έκδοση μιας μικρής συλλογής ποιημάτων, εκτός εμπορίου, προκειμένου να γιορτάσω, όπως νόμιζα, με τους φίλους μου, την κατάκτηση του προσδόκιμου, σε έναν τόνο διαφορετικό από εκείνον τον περιπαικτικό, με τον οποίο με είχαν συνηθίσει. Να τους γνωρίσω τη σκοτεινή περίοδο της νεότητάς μου. Κάτι σαν το "φτου ξελευτερία" που λέγαμε παιδιά.
Εκείνος διασκέδασε με την εμμονή μου, αλλά φάνηκε ανένδοτος στην άποψή του. "Δεν υπάρχουν εκτός εμπορίου αναγνώστες", μου είπε. "Ακόμη και οι ιεροί τόποι είναι δημόσια όρη".
Πάντως, πήρε την πρωτοβουλία να ενθαρρύνει την ιδέα μιας τέτοιας έκδοσης, και μάλιστα πρότεινε προσωρινό τίτλο, αφού τα ποιήματα για εκείνον ήταν αδιάβαστα κι αβάφτιστα. Τα ονόμασε αυθαίρετα "Διφορούμενα ερωτικά". Εγώ ήμουν εντελώς απροετοίμαστος για να δώσω κάποιον τίτλο στις αβέβαιες προθέσεις μου..."
..................................................
"Οι αμύητοι στον προνάρθηκα"*
Η ποίηση δεν προσφέρεται
σε επιπόλαιες συγκινήσεις.
Σκέψεις καταγράφει, πικρές
κι αδιέξοδες συχνά.
Θνήσκοντα αισθήματα.
Αναλαμπές αισιοδοξίας
ή διαπιστώσεις ήττας,
για ολίγους δυστυχώς μυημένους.
Για απέλπιδες συνήθως.
Σε ώρες ακατάλληλες,
μεσονυκτίου και βάλε.
......................................................
Το γράμμα σου μια ξεχασμένη πέτρα,
στο βυθό της θάλασσας.
Είναι περίεργο πώς ανατρέπει
τους νόμους της φυσικής δημιουργώντας
διάφανους κυματισμούς
και πολύχρωμες φωνητικές ανταύγειες
μια πέτρα σκεπασμένη με άμμο.**
Σημείωση: το ποίημα "Οι αμύητοι στον προνάρθηκα" είνσι αδημοσίευτο, ενώ το με τους δύο αστερίσκους δημοσιεύθηκε στην "Επιθεώρηση Τέχνης" το 1962, τ. 91
...........................................................
Σκόρπια χειρόγραφα, δίχως αρίθμηση
γράμματα αταχυδρόμητα
γεμάτα διαγραψές,
με αποδέκτες ξεχασμένους σήμερα
καταχωνιασμένα
μισόν αιώνα σε φακέλους πέτρινους,
άντεξαν σ' όλες τις μετακομίσεις,
γλίτωσαν από τις προγραφές της σκέψης.
Τις έρευνες, τα μπλόκα και την πυρά της μνήμης.
Δεν στάθηκαν ικανές να κλονίσουν καμιά πίστη,
να ανατρέψουν, έστω και προσωρινά,
καμιάν ισορροπία.
(από τα "Ανάριθμα Β'", εκδ. Διογένης, Αθήνα, 1979)
Ξαναγυρίζω στα βιογραφικά μου στοιχεία κάθε φορά που αλλάζω κρυψώνα. Είναι συνήθειά μου να ανακατεύω συνεχώς το σακούλι με τα λίγα υπάρχοντά μου, Αλεξάνδρου Σούτσου και Δημοκρίτου γωνία. Ισόγειος χώρος χωρίς βιτρίνα στο δρόμο με τεράστιο χαμηλοτάβανο υπόγειο. Ακαθόριστης χρήσης. Ξενοίκιαστος από χρόνια. Μεγαλοεργολάβος ο ιδιοκτήτης. Δύσπιστος με τους υποψήφιους ενοικιαστές. Προτιμούσε πελάτες σίγουρους. Το ζαχαροπλαστείο "Desire'" αριστερά από την είσοδο της πολυκατοικίας. Αιγυπτιώτης Αλεξανδρινός ο ιδρυτής, έγινε θεσμός στην περιοχή από το 1962. Μετράει γενιές. Δεξιά, δίφατσο πουκαμισάδικο γωνία με τη Δημοκρίτου. Από τα γνωστά της πρωτεύουσας. Μαγαζί για εκλεκτούς Αθηναίους που κάνουν τα πουκάμισα επί παραγγελία.
Το τρίτο μαγαζί, πάνω στη Δημοκρίτου ατύχησε. Το πήρε κάποιος σκηνοθέτης να το κάνει θέατρο τσέπης. "Κυκλικό θέατρο" το ονόμασε ο Λεωνίδας Τριβιζάς και χώραγε δεν χώραγε στριμωγμένα 80 άτομα. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης προσφέρθηκε να κάνει τα σκηνικά. Εποχή που έβραζε τότε.
Διάλεξε το επαναστατικό έργο του Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν και ανέθεσε στον γνωστό ποιητή Βασίλη Ρώτα και τη συντροφό του Βούλα Δαμιανάκου να το μεταφράσουν μαζί με δεκαπέντε ιντερμέδια ποιήματα. Βρήκε τον τρόπο ο σκηνοθέτης να φτάσουν οι στίχοι στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, κι εκείνος ενθουσιάστηκε από την τρυφεράδα τους. Τα μελοποίησε αμέσως και βρήκε ένα νέο κορίτσι να τα τραγουδήσει. "Σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί", ένα απ' αυτά με τη βαθιά αισθαντική φωνή της Ντόρας Γιαννακοπούλου. Μετά από λίγο το τραγουδούσε όλη η Αθήνα.
Κάνω το γύρο της ιστορίας βιαστικά. Ήμουν κι εγώ εκεί. Το "Κυκλικό θέατρο" δεν κράτησε πολύ. Έκλεισε με διαταγή της πολεοδομίας γιατί δεν διέθετε έξοδο κινδύνου.
Για αποθήκη το νοικιάσαμε σε τιμή ευκαιρίας. Όταν τα βρήκαμε με τον ιδιοκτήτη και αποκαταστάθηκε το κομμένο για λόγους οικονομίας ηλεκτρικό, φωτίσαμε το χώρο και βρήκαμε υπολείμματα σκηνικών. Η Αλεξάνδρου Σούτσου 14 έγινε πάλι μαγαζί χωρίς βιτρίνα. Χρήσιμο σε περίεργους κινηματοφραφιστές. Προσθέσαμε μια μπρούτζινη πινακίδα στην πόρτα: "Hallysos films".
Κάναμε διαφημίσεις για τα σινεμά της περιφέρειας. Τις μεγάλες εμπορικές φίρμες με τις πολλές έγχρωμες κόπιες τις εκμεταλλεύονταν τα ισχυρά διαφημιστικά γραφεία. Εμείς φτάναμε μέχρι Νέο Κόσμο και Ηλιούπολη. Και όχι για πολύ. Η εταιρία, με σήμα κατατεθέν την αλυσίδα, δεν επιβεβαίωσε την έμπνευση των ιδρυτών της. Σύντομα διαλύθηκε. Οι συνέταιροι σκόρπισαν. Προλάβαμε να παραχωρήσουμε στα μουλωχτά την εγκατάσταση σε άλλους φίλους διαφημιστές που ανέλαβαν τα έξοδα συντήρησης. Παρατήσαμε όλο τον εξοπλισμό με αντάλλαγμα ένα μικρό σκοτεινό γραφείο.
Εκεί επί ένα χρόνο θα περνούσα τους μήνες της αργίας που ακολούθησε, αναζητώντας το προσεχές βιοποριστικό μου επάγγελμα...
...................................................................................
Η προσωρινότητα αποτέλεσε πάντοτε την κύρια εσωτερική μου επιλογή. Γι' αυτό φρόντιζα να ακυρώνω σιωπηρά όλες τις επιτυχίες που είχα κατά καιρούς. Πάντοτε ευκαιριακές, ετερόκλητες, ανεπάντεχες, και κυρίως καθυστερημένες. Δεν αποτέλεσαν ποτέ τίτλους αρχής, αλλά κρεσέντο μουσικής για φινάλε εξόδου. Πάντοτε περαστικός. Μου αρέσει η έκφραση και δεν διστάζω να την επαναλαμβάνω.
Ζω μέσα στο όνειρο ενός τρελού,
στο περιθώριο ενός εφιάλτη
που με βρίσκει πάντα στο ίδιο σημείο,
δίχως ποτέ να μου φανερώνει την αρχή ή
να μου προδικάζει το τέλος του
Κ. Βρεττάκος, ό.π.
.......................................................................