Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

"Η ανάγκη να βγεις έξω από το σπίτι." έγραψε ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ (www.lifo.gr 26.12.2020)

 ..............................................................



Η ανάγκη να βγεις έξω από το σπίτι.

Η έξοδος από το σπίτι, το περιπαθές πέρασμα από τον ιδιωτικό χώρο στον δημόσιο είναι πάγια επιθυμία του μοντέρνου ατόμου. Βγαίνεις έξω, για να δεις και να σε δουν. Το βλέμμα είναι το μέγα πλαγκτόν της αστικής ζωής. 





έγραψε ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ (www.lifo.gr 26.12.2020)


Η ΚΑΤ' ΟΙΚΟΝ διανομή πίτσας, καθώς λέγεται, ήταν πατέντα των μαφιόζων σε Ιταλία και ΗΠΑ. Οι παράνομοι, καταζητούμενοι ή απλώς ύποπτοι δεν πρέπει να εκτίθενται σε κοινή θέα - πιτσαρίες και εστιατόρια. Όντας σε κοινή θέα μπορεί να γίνεις και κοινός στόχος των αντιπάλων. Καλύτερα λοιπόν να κρύβεσαι στο σπίτι, να τρως φαγητό που σερβίρεται μέσα σε χαρτόνι, παρά να σε σημαδεύουν στα καλά καθούμενα. Όλοι θυμόμαστε στα έργα της μαφίας τις εκτελέσεις που γίνονται πίσω από τα παραβάν «φιλικών» εστιατορίων· ο μαφιόζος είναι άνθρωπος του δρόμου, της τράκας και της γαλαρίας, σπίτι του τι να κάνει; Βγαίνει με προφυλάξεις, πηγαίνει να συναντήσει τους συνενόχους του σε δικά τους φαγάδικα - εκεί ακριβώς του κλέβουν τον χρόνο με μια πιστολιά. Αντίθετα ο ακριβοθώρητος κινδυνεύει λιγότερο. Ωστόσο η έξοδος από το σπίτι, το περιπαθές πέρασμα από τον ιδιωτικό χώρο στο δημόσιο δεν είναι απλή ανάγκη· συνιστά πάγια επιθυμία του μοντέρνου ατόμου. Γι' αυτό τα καφενεία, επινόηση του 19ου αιώνα, αποτέλεσαν κομψή επανάσταση στον καθημερινό βίο. 

Στο σπίτι περαστικός δεν λογίζεται. Ο δρόμος περνάει απέξω. Σου χτυπούν την πόρτα, λένε το όνομά τους, σε ειδοποιούν. Ακόμα κι αυτός που πάει φιρί-φιρί (θυρί-θυρί, από πόρτα σε πόρτα) βρίσκεται έξω, δεν βάζει πόδι μέσα στο οικιακό καταφύγιο. Συνεπώς ήταν πράξη μεγάλης ελευθερίας να στηθούν μαγαζιά όπου ο πάσα εις μπορεί να δείξει το πρόσωπό του, να βγάλει την αφεντομουτσουνάρα του σε κοινή θέα και να πλέξει την παρουσία του με την παρουσία των άλλων. Διόλου περίεργο ότι τα καφενεία, αρχικά, αποτελούσαν χώρο αμιγώς ανδρικό. Παιδιά, γυναίκες, παπάδες αποκλείονταν. 



Το πρώτο πρόσωπο μονίμως περιθάλπεται στην κλινική του εμείς. Κανείς δεν μπορεί να σώσει τον άλλον, ούτε και τον εαυτό του άλλωστε, εντούτοις η συναναστροφή, ο συγχρωτισμός (το σάρκα με σάρκα) προσφέρεται σαν αντίλυτρο. Η συναναστροφή αποκρίνεται πονηρά στο εφήμερο· περισσότερο γήινες από τους άνδρες, οι γυναίκες κατορθώνουν να μετατρέπουν το φρούδο βίωμα σε ζωντανή οντότητα. Έξω καρδιά, δεν θα πεθάνουμε κιόλας! 

Μάλιστα ο χαρακτήρας του καταστήματος όφειλε τη γοητεία του στο ποτό που προσφερόταν. Ο καφές είναι το ποτό της σκέψης. Η εσωτερική διέγερση που προκαλεί βρίσκεται στον αντίποδα του αλκοόλ. Κανείς δεν μέθυσε ποτέ με καφέ και τσάι· ο καφεπότης αρχίζει μια συζήτηση και την κρατάει επί ώρες· δεν κινδυνεύει εσωτερικά όπως οι οινοπότης που αλλιώς μπαίνει στο καπηλειό και αλλιώς εξέρχεται. Εξάλλου στα ήθη της Γαλλικής Επανάστασης τα καφενεία κράτησαν ρόλο πολιτικών εστιών. Ήταν φροντιστήρια πολιτικής μύησης, κάτι σαν επαναστατικά κοινοβούλια. Έπρεπε λοιπόν να κυλήσει πολύ νερό στην κοίτη του Σηκουάνα για να εμφανισθούν μέσα στα καφενεία γυναίκες, ελεύθερες από γάμο και οικογένεια, χωρίς κοινωνική ντροπή και φοβία, οι οποίες κατάργησαν με το έτσι θέλω το μονοπώλιο των ανδρών. Ακόμη και στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, στην ελεύθερη ζώνη του Παρισιού, η Σιμόν ντε Μποβουάρ προκαλούσε μικρά σκάνδαλα καθώς συνόδευε τον Σαρτρ στα αγαπημένα του καφενεία. 

ΕΦΟΣΟΝ ΟΠΟΥ συνευρίσκονται οι άνθρωποι ανοίγει πηγάδι άπατο, απαιτείται ειδική παρατηρητικότητα για να συλλάβουμε την άδηλη εσωτερική σκηνοθεσία των πελατών. Τι κάνουν; Κάθονται γύρω από ένα τραπέζι. Δείχνουν μπούστο δηλαδή, με τα χέρια αεικίνητα (τσιγάρα, κούπες, νεροπότηρα, νεύματα), τα κεφάλια να περιστρέφονται σαν ραντάρ και το κατωκόρμι -ειδικά τα πόδια- σιωπηλά και εξουδετερωμένα. Ο χρόνος της συνεύρεσης δεν αφορά την εργασία, τη συγκέντρωση, το απερίσπαστο, απεναντίας είναι χρόνος περισσευούμενος, αφιερωμένος στην ηδονική σπατάλη, καθώς η περιέργεια και η χαριτωμένη αερολογία έχουν το πάνω χέρι. Στο καφενείο -στου Ζόναρς ή στου Γιαννάκη, παλαιότερα- πας για να δεις και να σε δουν. Το βλέμμα είναι το μέγα πλαγκτόν της αστικής ζωής· ό,τι βλέπεις κι ό,τι βλέπουν οι άλλοι τσεκάρεται λεπτομερώς. Αν φανταστούμε ένα έρημο καφενείο, μόνο με μια παρέα, χωρίς λοιπό οπτικό υλικό, ουσιαστικά περιγράφουμε μιαν τρανταχτή αποτυχία. Αντίθετα, μια αίθουσα όπου τα γκαρσόνια τρέχουν και δεν προλαβαίνουν, όπου τραπέζι διαθέσιμο δεν υπάρχει και από κάθε γωνιά ανεβαίνει κατά κύματα το κουβεντολόι, η ουσία του καφενείου είναι παρούσα. Ένα μικρό τμήμα της ανθρωπότητας παριστάνει όλη την ανθρωπότητα. Άπασα η πόλη ήρθε να πιει νερό στο τραπέζι μας. 

Το πραγματικό, μην το ξεχνάμε, δεν έχει καταστατική τάξη. Είναι παιχνίδι, διαρκής παρουσία μιας αδιευκρίνιστης απουσίας, κακομεταφρασμένη αιωνιότητα που τρέφεται με τη γλαφυρή ρουφιανιά της στιγμής. Κάθε φτήνια έχει την ακρίβεια της, κάθε συναίσθημα ανήκει στην πανίσχυρη τράπεζα της ψυχής. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι το επιμέρους πρόσωπο μοιάζει λειψό, ενώ όλοι μαζί απολαμβάνουν το δικαίωμα αυτοπροστατευόμενης ευφυΐας; Το πρώτο πρόσωπο μονίμως περιθάλπεται στην κλινική του εμείς. Κανείς δεν μπορεί να σώσει τον άλλον, ούτε και τον εαυτό του άλλωστε, εντούτοις η συναναστροφή, ο συγχρωτισμός (το σάρκα με σάρκα) προσφέρεται σαν αντίλυτρο. Η συναναστροφή αποκρίνεται πονηρά στο εφήμερο· περισσότερο γήινες από τους άνδρες, οι γυναίκες κατορθώνουν να μετατρέπουν το φρούδο βίωμα σε ζωντανή οντότητα. Έξω καρδιά, δεν θα πεθάνουμε κιόλας! 

Αντίσκιος σε όλα αυτά τα καμώματα, ο μοναχικός πελάτης του καφενείου θυμίζει κακή ομοιοκαταληξία σε ποίημα. Πίνει κι αυτός τον καφέ του, αλλά δεν μιλάει ελλείψει συνομιλητή, παραδίδεται σε ενδοφασίες, συνεχίζει τις κουβέντες που φτάνουν ως το τραπέζι του, νιώθει τα απόνερα των διπλανών του, πληρώνει μόνο για έναν, παρ'οτι ήρθε μόνος και φεύγει δυνάμει πολλαπλός. Δεν αποκλείεται όμως η κακή του τύχη να μεταστραφεί ξαφνικά. Μια πολυπρόσωπη παρέα φίλων καταφθάνει ακάλεστη μέσα στο καφενείο και το πλεκτό παύει να είναι «μανίκι». Σαν την αρκούδα πια που λαχταρά τις πρωτεΐνες όπου κι αν τις βρει, η παρέα εξονυχίζει το παρόν της που διάβηκε κιόλας. 

Πηγή: www.lifo.gr

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

"Brass Xmas" Σύνολο χάλκινων πνευστών και κρουστών της ΚΟΘ / 13 Δεκεμβρίου 2020 Αίθουσα ΚΟΘ ‘Σολων Μιχαηλίδης’

 ...............................................................


Brass Xmas


Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020 Αίθουσα ΚΟΘ ‘Σολων Μιχαηλίδης’ 

Brass Xmas Σύνολο χάλκινων πνευστών και κρουστών της ΚΟΘ 

Διεύθυνση ορχήστρας: Δημοσθένης Φωτιάδης 

Συμμετέχουν: Γ. Νέτσκας (τρομπέτα), Δ. Γκόγκας (τρομπέτα), Γ. Λασκαρίδης (τρομπέτα), Κ. Γκιαβούρης (τρομπέτα), Φ. Στεφανίδης (τρομπόνι), Α. Ντώνες (τρομπόνι), Γ. Κόκκορας (τρομπόνι), Σ. Βέργης (τρομπόνι), Τ. Ελευθεριάδης (κόρνο), Ε. Γκρούνης (κόρνο), Π. Γεωργιάδης (τούμπα), Β. Αφανάσιεφ (τύμπανα), Κ. Αργυρόπουλος (κρουστά), Π. Καραμούζη (κρουστά) 

Πρόγραμμα: 
Ρότζερ Χάρβεϊ: Ding Dong, Merrily on High (μεταγραφή για σύνολο χάλκινων πνευστών) 
Ρότζερ Χάρβεϊ: Festive Cheer 
Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι: Καρυοθραύστης (μετ. Michael Allen) 
Λιρόι Άντερσον: Α Christmas Festival, για σύνολο χάλκινων πνευστών, τύμπανα και κρουστά (μετ. Angus Armstrong) 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Baroque Xmas Concert Thessaloniki State Symphony Orchestra (Κυριακή, 20 Δεκεμβρίου 2020)

 ............................................................


Baroque Xmas Concert

Thessaloniki State Symphony Orchestra

Κυριακή, 20 Δεκεμβρίου 2020 Αίθουσα ΚΟΘ ‘Σολων Μιχαηλίδης’ 

'Χριστουγεννιάτικη συναυλία μπαρόκ' 

Διεύθυνση ορχήστρας/τσέμπαλο: Μάρκελλος Χρυσικόπουλος 
Τσέλο: Δήμος Γκουνταρούλης 
Μέτζο σοπράνο: Θεοδώρα Μπάκα 

Πρόγραμμα: 
A. Βιβάλντι: Concerto per la Solennita di S. Lorenzo, RV 562 (Ά μέρος) (σόλο βιολί: Σίμος Παπάνας) 
A. Βιβάλντι: Κοντσέρτο για βιολοντσέλο obbligato, RV 409 (σόλο φαγκότο: Γιώργος Πολίτης) 
A. Βιβάλντι: Άρια ‘Non Ita’ από ‘Ιουδήθ Θριαμβεύουσα’ 
A. Βιβάλντι: Άρια “Cum Dederit” από ‘Nisi Dominus’, RV 608 
A. Βιβάλντι: Κοντσέρτο για βιολοντσέλο, RV 419 
Γ.Φ. Χαίντελ: Άρια για βιολοντσέλο obbligato “Son Qual Stanco" από ‘Αριάδνη στην Κρήτη’ 

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Από τους «ΦΑΣΟΥΛΗΔΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΣΙΠΟΡΡΑ» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936) (μτφ. Ιουλία Ιατρίδη, εκδ. «Δωδώνη»)

 ...............................................................






Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 - 1936)





·        Από τους «ΦΑΣΟΥΛΗΔΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΣΙΠΟΡΡΑ» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936) (μτφ. Ιουλία Ιατρίδη,  εκδ. «Δωδώνη»)

 

…ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

(Χαμηλή σάλα στο σπίτι της Δόνιας Ροζίτας. Στο βάθος καγκελωτό παράθυρο και πόρτα. Από το παράθυρο φαίνεται δασάκι με πορτοκαλιές. Η Ροζίτα είναι ντυμένη στα τριανταφυλλιά, φοράει φραμπαλαδωτό φόρεμα γεμάτο στολίδια και κεντήματα. Όταν σηκώνεται η αυλαία είναι καθισμένη και κεντάει πάνω σ’ ένα μεγάλο τελάρο)

ΡΟΖΙΤΑ (Μετρώντας βελονιές): Μία, δύο, τρεις, τέσσερις… (Τρυπιέται) Α!... (Φέρνει το δάχτυλο στο στόμα). Τέσσερις κιόλας φορές τρυπήθηκα με τούτο το έψιλον του «στον αγαπημένο μου πατέρα…» Τώρα, βέβαια, η σταυροβελονιά είναι δουλειά δύσκολη. Μία, δύο… (Αφήνει τη βελόνα). Αχ τι όρεξη που την έχω να παντρευτώ. Θα βάλω κίτρινο άνθος στο μπουστάκι μου, κι ο πέπλος μου θα σέρνεται σ’ ολάκερο το δρόμο. (Σηκώνεται.) Κι όταν η θυγατέρα του μπαρμπέρη προβάλει στο παράθυρό της, θα της πω: Θα παντρευτώ, και πριν από σένα, πολύ πριν από σένα, και θα έχω και βραχιόλια κι απ’ όλα. Αμέ… (Σφύριγμα απ’ έξω) Αχαχαχ, το αγόρι μου… (Τρέχει στο παράθυρο)

ΠΑΤΕΡΑΣ (απ’ έξω) : Ροζίτα α α α α!...

ΡΟΖΙΤΑ (τρομάζοντας) : Τι ι ι ι ι… (Σφύριγμα πιο δυνατό. Τρέχει, κάθεται μπροστά στο τελάρο και στέλνει φιλιά στο παράθυρο).

ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) : Ήθελα να δω αν κεντούσες. Κέντα, κόρη μου, κέντα κι απ’ αυτό τρώμε. Αχ τι άσχημα που πάμε από λεφτά. Από τα πέντε πουγγιά που κληρονομήσαμε απ’ το θείο σου το Δεσπότη, τίποτα δε μένει. Μήτε τόσο δα…

ΡΟΖΙΤΑ: Αχ, τι πλούσια γένια είχε ο θείος μου ο Δεσπότης. Τι όμορφος που ήτανε. (Σφύριγμα απ’ έξω). Και τι όμορφα που σφύριζε. Τι όμορφα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τ’ είν’ αυτά που λες κόρη μου; Τρελάθηκες;

ΡΟΖΙΤΑ (Νευριασμένη) : Όχι.. όχι… Λάθος έκανα…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Αχ, Ροζίτα, τι φτώχειες που ‘χουμε. Στραγγίξαμε πια. Τι θ’ απογίνουμε;

ΡΟΖΙΤΑ (Κλαίει) : Λοιπόν… Αν… εσύ… εγώ…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Αν τουλάχιστον ήθελες να παντρευτείς, αλλιώς θα είμαστε… Όμως θαρρώ πως για την ώρα…

ΡΟΖΙΤΑ: Εγώ πολύ το θέλω.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Αλήθεια;

ΡΟΖΙΤΑ: Καλά, δεν το ‘χες καταλάβει; Τι κουτοί που είσαστε οι άντρες. Τίποτα δε νιώθετε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Α, μα τότε, άλλο που δεν θέλω κι εγώ. Κουτί σου λέω μου ‘ρχεται…

ΡΟΖΙΤΑ: Άλλο που δε θέλω κι εγώ. Θα κάνω κότσο ψηλό, άρωμα θα βάλω και πούδρα στο πρόσωπο…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ώστε συμφωνείς να…

ΡΟΖΙΤΑ (χαρούμενα): Και βέβαια, πατέρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δε θα μετανιώσεις;

ΡΟΖΙΤΑ: Όχι πατέρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Και θα μ’ ακούς πάντα;

ΡΟΖΙΤΑ: Ναι, πατέρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Αυτό ήταν που ήθελα να μάθω. (Φεύγοντας). Σώθηκα από την καταστροφή. Σώθηκα. (Φεύγει).

ΡΟΖΙΤΑ: Τι να σημαίνει αυτό που είπε. «Σώθηκα από την  καταστροφή». Σώθηκα ; Γιατί ο αγαπημένος μου ο Κοκολίκος έχει λιγότερα λεφτά από μας. Πολύ λιγότερα. Κληρονόμησε από τη γιαγιά του τρία τάλιρα κι ένα ψάθινο κουτί, και τον αγαπάω, τον αγαπάω πολύ. (Αυτό το λέει πολύ γρήγορα). Και το παραδάκι ας μένει για τους σπουδαίους, εμένα μου φτάνει η αγάπη του. (Τρέχει και μ’ ένα τριανταφυλλί μαντίλι κάνει σινιάλο έξω από το παράθυρο. Ακούγεται η φωνή του Κοκολίκου. Τραγουδάει με συνοδεία κιθάρας.)

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Στον αγέρα παν / της αγάπης μου / οι  στεναγμοί / στον αγέρα παν… 

ΡΟΖΙΤΑ (τραγουδώντας) : Στον αγέρα παν / της αγάπης μου / οι  στεναγμοί / στον αγέρα παν… 

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ (προβαίνοντας στο παράθυρο): Τις ει;

 ΡΟΖΙΤΑ (Σκεπάζοντας το πρόσωπό της με μεγάλη βεντάλια κι αλλάζοντας τη φωνή). Άνθρωποι καλοί.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Μήπως κατά τύχη μένει εδώ κάποια Ροζίτα;

ΡΟΖΙΤΑ: Κάνει το λουτρό της.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ (κάνοντας πως φεύγει) : Με τις υγείες της, λοιπόν.

ΡΟΖΙΤΑ (ξεσκεπάζοντας το πρόσωπό της): Και θα ήσουν άξιος να φύγεις έτσι;

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Δε θα μπορούσα. (Όλος γλύκα) : Δίπλα σου τα πόδια μου γίνονται μολύβια.

ΡΟΖΙΤΑ: Ξέρεις κάτι;

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Τι;

ΡΟΖΙΤΑ: Αχ, ντρέπομαι.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Μη ντρέπεσαι.

ΡΟΖΙΤΑ (σοβαρά) : Άκου δω, εγώ δεν είμαι καμιά ξεδιάντροπη.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Τόσο το καλύτερο.

ΡΟΖΙΤΑ: Μα ξέρεις, θέλω να πω…

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Άντε λοιπόν, πέστο.

ΡΟΖΙΤΑ: Να κρυφτώ πίσω απ’ τη βεντάλια.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ (απελπισμένος) : Έλα λοιπόν. κοπέλα μου.

ΡΟΖΙΤΑ (σκεπάζοντας το πρόσωπο με τη βεντάλια) : Θα σε παντρευτώ.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Τι λες;

ΡΟΖΙΤΑ: Αυτό που άκουσες.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Αχ, Ροζίτα…

ΡΟΖΙΤΑ: Αμέσως κιόλας.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Αμέσως; Τότε να γράψω γράμμα στο Παρίσι να παραγγείλω ένα παιδί.

ΡΟΖΙΤΑ: Στο Παρίσι; Όχι. Ποτέ. Δε θέλω να μοιάζει μ’ αυτούς  τους Γάλλους που όλο CHE, CHE, CHE λένε…

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Τότε;

ΡΟΖΙΤΑ: Θα το παραγγείλουμε στη Μαδρίτη.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Μα το ξέρει ο πατέρας σου;

ΡΟΖΙΤΑ: Το ξέρει και το θέλει. (Βγάζει τη βεντάλια).

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Α, Ροζίτα μου! Έλα… Έλα πιο κοντά.

ΡΟΖΙΤΑ: Στάσου ντε, μη νευριάζεις.

ΚΟΚΟΛΙΚΟΣ: Μυρμηγκιάζουν, σου λέω, οι πατούσες μου. Έλα πιο κοντά, λοιπόν.

ΡΟΖΙΤΑ: Όχι. Όχι. Από μακριά θα σου δίνω φιλάκια… (Φιλιούνται από μακριά. Θόρυβος από κουδουνάκια). Αχ, έτσι πάντα γίνεται. Όλο κάποιος έρχεται. Άντε, το βράδυ πάλι.   

(Ακούγονται τα κουδουνάκια και μια καρότσα φαίνεται έξω από τα κάγκελα του βάθους. Την τραβούν δυο αλογάκια χαρτονένια με λοφία από φτερά. Η καρότσα σταματάει).

ΚΡΙΣΤΟΜΠΙΤΑ (Από την καρότσα) : Σίγουρα είναι η πιο όμορφη κοπέλα του χωριού.

ΡΟΖΙΤΑ (κάνοντας υπόκλιση) : Ευχαριστώ πολύ.

ΚΡΙΣΤΟΜΠΙΤΑ: Αυτή θα πάρω. Θα ‘ναι πάνω-κάτω ένα μέτρο ύψος. Σωστά. Η γυναίκα δεν πρέπει να ‘ναι μήτε περισσότερο, μήτε λιγότερο απ’ αυτό. Και τι κορμί και τι λυγεράδα. Κοντεύει να με μαγέψει. Άντε αμαξά. Πάμε. (Φεύγει αργά η καρότσα).

ΡΟΖΙΤΑ (κοροϊδεύοντας) : Ορίστε μας. «Αυτή θα πάρω». Για δες ένας ασκημάνθρωπος, ένας πρόστυχος… Θα ‘ναι κανένας απ’ αυτούς τους βλαμμένους που ‘ρχονται απ’ το εξωτερικό. (Από το παράθυρο πέφτει μέσα ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο). Αχ, τ’ είν αυτό; Θεούλη μου, τι ακριβά μαργαριτάρια. (Το κρεμάει πάνω της και κοιτάζεται σ’ ένα μικρό καθρέφτη του χεριού). Η Γενοβέφα του Μπραμπάντε τέτοιο θα φόραγε σαν ανέβαινε στον πύργο του κάστρου της για να περιμένει τον άντρα της. Και ωραία που μου πάει… Όμως από ποιον να ‘ναι;

........................................................                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) : Κόρη μου. Είμαι ευτυχισμένος. Έκλεισα συμφωνία για το γάμο σου.

ΡΟΖΙΤΑ: Αχ, πόσο χαίρομαι! Χαίρομαι και σ’ ευχαριστώ. Και να δεις ο Κοκολίκος πόσο θα σου το αναγνωρίσει… Στάσου. Τώρα κιόλας.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι Κοκολίκο μου λες και πράσιν’ άλογα. Παραμιλάς θαρρώ. Εγώ έδωσα το χέρι σου στον Δον Κριστομπίτα, τον αστυνομικό, που τώρα μόλις πέρασε από δω με την καρότσα του.

ΡΟΖΙΤΑ: Κι εγώ δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω. Ορίστε μας! Κι όσο για το χέρι μου, δεν πρόκειται να μου το πάρεις για να το δώσεις εκεινού. Εγώ έχω αρραβωνιαστικό… Κι ας πάει από κει πού ‘ρθε και το κολιέ.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Κι όμως δε γίνεται αλλιώς. Έχει πολύ χρυσάφι ο άνθρωπος αυτός, πολύ χρυσάφι και μένα με συμφέρει, γιατί αλλιώς, αύριο κιόλας θα βγούμε στη ζητιανιά.

ΡΟΖΙΤΑ: Στη ζητιανιά. Τόσο το καλύτερο.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Εδώ πέρα ορίζω εγώ. Γιατί εγώ είμαι ο πατέρας σου. Αυτό που είπα θα γίνει και τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Τέλος η συζήτηση.

ΡΟΖΙΤΑ: Μα εγώ…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Σιωπή!

ΡΟΖΙΤΑ: Ναι, αλλά εμένα…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Σκασμός! (Φεύγει).

ΡΟΖΙΤΑ: Αχ, αχ, τι έπαθα! Αυτός ορίζει και μένα και το χέρι μου, κι άλλο δεν μπορώ να κάνω παρά να σκύβω το κεφάλι γιατί έτσι το θέλει ο νόμος. (Κλαίει). Καλά θα ‘κανε ο νόμος να μην ανακατεύεται σε τούτα. Τουλάχιστον να μπορούσα να πούλαγα την ψυχή μου στο διάβολο. (Φωνάζει). Διάβολε, βγες. Δε θέλω να παντρευτώ τον Κριστομπίτα. Δε θέλω.

ΠΑΤΕΡΑΣ (Μπαίνοντας) : Τι φωνές είν’ αυτές; Στο κέντημά σου και σκασμός! Τι καιροί και τούτοι. Να προστάζουν τα παιδιά τους γονιούς… Δουλειά σου εσένα είναι να μ’ ακούς. όπως εγώ άκουσα τον πατέρα μου όταν με πάντρεψε με τη μάνα σου που, ειρήσθω εν παρόδω, είχε κάτι μούτρα σα φεγγάρι και… Τέλος πάντων.

ΡΟΖΙΤΑ: Καλά… σωπαίνω…

ΠΑΤΕΡΑΣ (Φεύγοντας) : Ορίστε μας χάλια!

ΡΟΖΙΤΑ: Πολύ ωραία. Ανάμεσα στον παπά και στον πατέρα, τα δύστυχα κορίτσια βρίσκουμε κάθε λογής μπελάδες. (Κάθεται, κεντάει). Κάθε απόγευμα – τρία τέσσερα – μας το λέει ο παπάς: Θα πάτε στην Κόλαση… Θα τσουρουφλιστείτε στο πυρ το εξώτερον… Σαν τα σκυλιά και χειρότερα. Όμως εγώ ένα λέω: Πως τα σκυλιά παντρεύονται κατά το κέφι τους και την περνάνε φίνα. Αχ, πώς θα ‘θελα να ‘μουνα σκυλί… Γιατί αν ακούσω τον πατέρα μου – τέσσερις, πέντε – μπαίνω ίσια στην κόλαση, κι αν πάλι δεν τον ακούσω πάω στην άλλη κόλαση, εκεί ψηλά… Ωχ, αδερφέ, κι αυτοί οι παπάδες, μπορούσαν να  μη λένε τόσα πολλά… Γιατί… (Σκουπίζει τα δάκρυά της)… αν δεν πάρω τον Κοκολίκο, ο παπάς θα φταίει… Μάλιστα ο παπάς… Που στο κάτω-κάτω, δεν τον ενδιαφέρει τίποτ’ απ’ όλα τούτα. Αχ, αχ, αχ…


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

"Τα γενέθλια του Μπετόβεν" γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.12.2020) & Beethoven String Quartet No 1 Op 18 in F major Alban Berg Quartett (Live at Konzerthaus, Wien, VI.1989)

 .............................................................


           Τα γενέθλια του Μπετόβεν




       γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.12.2020) 

Η χρονιά που τελειώνει σε λίγες μέρες θα ήταν κανονικά η χρονιά του Μπετόβεν. Κι ο Δεκέμβρης, ο μήνας των γενεθλίων του. 250 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη γέννησή του κι ετοιμάζονταν σε όλο τον κόσμο συναυλίες, εκδηλώσεις, φλας μομπ, παραστάσεις, εκδόσεις, συζητήσεις, αναλύσεις, ταινίες και θεατρικά έργα. Ηταν όμως άτυχη η μνήμη του κι εμείς κυρίως, αντί να αναλύουμε τις σχέσεις του με τους ευγενείς και πώς κατάφερνε να τις συντηρεί ενώ ταυτόχρονα έλπιζε πολλά από τη Γαλλική Επανάσταση, και πώς τους άντεχε ενώ τους περιφρονούσε, αλλά και ερωτευόταν διάφορες ευγενείς γυναίκες, όλα αυτά τα περίπλοκα και εξόχως ενδιαφέροντα, ακούγοντας ξανά τα χιτάκια του και για πρώτη φορά τα λιγότερο γνωστά του έργα, αντί για όλα αυτά λοιπόν τα θαυμάσια και μουσικά και εξυψωτικά, μας έλαχε ο Covid-19 και επιδοθήκαμε στη μικροβιολογία.

Τους πρώτες μήνες πρόλαβε το Μέγαρο μια καλή εισαγωγή και το Τρίτο Πρόγραμμα όλο και κάτι θυμόταν στη διάρκεια του χρόνου, αλλά η καταβύθιση που είχα ονειρευτεί όταν ξεκινούσε αυτή η χρονιά δεν συνέβη σίγουρα. Βρήκα στο διαδίκτυο ταινίες για τη ζωή του, πολλές συναυλίες επίσης, αλλά δεν έγινε η προσωπικότητά του θέμα συζήτησης, να τον βάλουμε και λίγο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, να μας πει γιατί έβριζε τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες με τέτοιο πάθος (π.χ. μήπως εκεί κρυβόταν η απογοήτευσή του από τα συγκεκριμένα πρόσωπα του προλεταριάτου που δεν αποδεικνύονταν ίσως ικανά να σηκώσουν το βάρος του ανθρωπιστικού προσώπου όπως το είχαν σχεδιάσει οι φιλόσοφοι;). Μπετόβεν και Γαλλική Επανάσταση, δεν θα ήταν τέλειο θέμα συζήτησης στο Μέγαρο, υπό τους ήχους της Ενάτης; Κι εκείνο το απόσπασμα που μελοποίησε, «όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέρφια», τι πολιτικές προεκτάσεις έχει;

Αμ εκείνο το γράμμα στην αθάνατη αγαπημένη; Ποια να ήταν από όλες, κανείς δεν έλυσε το μυστήριο τόσα χρόνια, κι ήταν η ευκαιρία φέτος να πέσουν με τα μούτρα όλοι οι λύτες μυστηρίων και να τη βρουν. Είδα και την ταινία, προτείνει τη νύφη του ως αθάνατη αγαπημένη, τη μητέρα του ανιψιού που υιοθέτησε και μάλλον κατέστρεψε, μια γυναίκα που μισούσε. Αλλο θέμα, η σχέση με τον ανιψιό. Πολλά ζητήματα να εντρυφήσουμε ακούγοντας μουσική, δοκιμάζοντας τη δεδομένη λατρεία μας, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθούμε, λατρεύοντας ξανά. Και η κωφότης; Το πώς γράφει μουσική κάποιος που δεν ακούει…


Κρίμα. Και δεν θα ζήσω να προλάβω τα 300στά του γενέθλια.



Beethoven String Quartet No 1 Op 18 in F major Alban Berg Quartett



(Live at Konzerthaus, Wien, VI.1989) 


 


I. Allegro con brio (F major) 0:04 
II. Adagio affettuoso ed appassionato (D minor) 9:57 
III. Scherzo — Allegro molto (F major) 18:58 
IV. Allegro (F major) 22:21

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

"Από την ψυχοστασία στη διαλογή ασθενών και λαών" γράφει ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 21.12.2020)

...............................................................


Από την ψυχοστασία στη διαλογή ασθενών και λαών



                γράφει ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 21.12.2020)

Στον «Αγαμέμνονα» της «Ορέστειάς» του, στη συγκλονιστική προσευχή του Χορού που ψηλαφεί καινότροπα το αίνιγμα της θεότητας, ο Αισχύλος επιφυλάσσει για τη μερίδα του ανθρώπου το κρίσιμο ρήμα «επισταθμώμαι», ζυγίζω δηλαδή: «Ζευς, όστις ποτ’ εστίν, ει τόδ’ αυ- / τώ φίλον κεκλημένω, / τούτό νιν προσεννέπω. / Ουκ έχω προσεικάσαι / πάντ’ επισταθμώμενος / πλην Διός». Μεταφράζω: «O Δίας θεός, όποιος κι αν είναι. / Κι αν έτσι να τον ονομάζουν θέλει, / έτσι τον προσφωνώ. / Μετρώ τα πάντα και ζυγιάζω, / άλλος κανείς παρόμοιός του».


Στην πραγματικότητα βέβαια, τη μυθολογημένη πραγματικότητα, που δεν απέχει εντούτοις από την πικρή εμπειρική αλήθεια, εκείνος που «επισταθμάται», ζυγίζει δηλαδή τις μοίρες ή τις ψυχές των ανθρώπων με το «τάλαντό» του, σε μια αμείλικτη κηροστασία ή ψυχοστασία, δεν είναι άλλος από τον Δία. Οπως κι αν θέλει να τον προσφωνούν. Αμέτρητα είναι άλλωστε τα ονόματα που έπλασε ο ανθρώπινος νους, σεβαστικός ή περίτρομος, για να ορίσει την Ανάγκη, την Ειμαρμένη, το Πεπρωμένο. Μπορεί εμείς τώρα πια να συναντούμε τα περισσότερα από τα ονόματα αυτά στις εγκυκλοπαιδικές σελίδες της μυθολογίας και όχι της θρησκειολογίας, στον καιρό της λάμψης τους όμως ηχούσαν παντοδύναμα για τους πληθυσμούς που τα προσκυνούσαν.

Μολαταύτα, στην Ιστορία της ανθρωπότητας, τη μεγάλη και τη μικρή, η ζυγαριά βρίσκεται πάντα στα χέρια των θνητών. Αυτοί σπεύδουν αυθορμήτως ή υποχρεώνονται από τα πράγματα να αποφασίσουν για ζωή και για θάνατο. Οιονεί θεοί, πλην με το καταθλιπτικό μειονέκτημα των τύψεων, του αισθήματος ενοχής. Φυσικά, τέτοιας λογής τύψεις δεν καταδιώκουν όσους στρατάρχες, ηγεμόνες, θρησκευτικούς ποιμένες ένιωσαν ισόθεοι και αποφάσισαν για τη μοίρα λαών ολόκληρων χωρίς καμία ταραχή, χωρίς καν να βλεφαρίσει η ψυχή τους. Σαν να έπρεπε απλώς να διαλέξουν με ποια στολή θα επιστατήσουν στη μάχη, από απόσταση ασφαλείας, ή θα στηθούν στον θρόνο και να απολαύσουν τον «θρίαμβο».

Λόγω της δουλειάς τους, όπως κι αν την αποκαλέσουμε, λειτούργημα (και είναι όντως λειτούργημα για πολλούς, όσους σώζουν την τιμή της ανθρωπότητας) ή επάγγελμα, εκείνοι που βρίσκονται αρκετά συχνά, αθέλητά τους, στη θέση του μικρού θεού είναι οι γιατροί. Στη χώρα μας, η έλλειψη κλινών και ειδικευμένου προσωπικού στις μονάδες εντατικής θεραπείας δεν είναι τωρινός βραχνάς. Ακριβώς επειδή η έλλειψη αυτή λειτουργεί τελικά σαν τάλαντο που κρίνει σε ποιους θα προσφερθούν ελπίδες επιβίωσης και ποιοι «θα βγουν από την πρίζα» αναγκαστικά, είχε γνωστοποιηθεί αρμοδίως, από την Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας, ως επιτακτικότατο πρόβλημα και σε όσους διαχειρίστηκαν το υπουργείο Υγείας επί ΣΥΡΙΖΑ, τον Ανδρέα Ξανθό και τον Παύλο Πολάκη, αλλά και σε πολιτικούς που θα ’χουν ξεχάσει πια και οι ίδιοι ότι διετέλεσαν υπουργοί Υγείας: Νικήτας Κακλαμάνης, Δημήτρης Αβραμόπουλος, Ανδρέας Λοβέρδος, Αδωνις Γεωργιάδης, Μάκης Βορίδης. Και τα δικά τους ονόματα, στις σελίδες της μυθολογίας τα συναντούμε πια, πολιτικής αυτή τη φορά, και μάλιστα υπό την επιγραφή «Κατά φαντασίαν διαλάμψαντες». Λίγα και λειψά όσα έκαναν, δεν αρκούσαν για να καταστήσουν τις ΜΕΘ ικανές να ανταποκρίνονται χωρίς απώλειες στις συνηθισμένες ανάγκες. 


Κανένα εθνικό σύστημα υγείας δεν ήταν βέβαια προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει τον όγκο των αναγκών που προκάλεσε η πανδημία. Κι ωστόσο, ο οικουμενικός χαρακτήρας της τραγωδίας δεν είναι άλλοθι για καμία κυβέρνηση. Ούτε φυσικά για την ελληνική, η οποία, δυστυχώς, εξακολουθεί να πανηγυρίζει –απολύτως αναίτια, αλλά πλέον και προσβλητικά για τη μνήμη των χιλιάδων νεκρών και για το πένθος των οικείων τους– διά στόματος των πλέον ευφάνταστων ή των πλέον κυνικών υπουργών της. «Τα πήγαμε εξαιρετικά», «τα πήγαμε αξιοζήλευτα» κι άλλα τέτοια θλιβερά και απαράδεκτα, καταφανώς αναντίστοιχα με όσα ζούμε και όσα ομολογούν οι γιατροί (οι «γιατροί μας», όπως λένε συνήθως οι κυβερνώντες, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι το εγκλιτικό δηλώνει σέβας και αγάπη, περίπου όπως στο ήδη αποσυρθέν κλισέ του εθνικολαϊκισμού «η Μακεδονία μας»): «Αναγκαζόμαστε να κάνουμε διαλογή ασθενών».

Δεν είναι ουδέτερος όρος η «διαλογή», το ξεδιάλεγμα, το ξεσκαρτάρισμα, για να τον ακούσουμε και στη σκληρότερη εκδοχή του. Ουδέτερος και ψυχικά αδιάφορος είναι όταν σημαίνει τον «διαχωρισμό των στοιχείων ενός συνόλου και την κατάταξή τους σε κατηγορίες με βάση το είδος ή τα χαρακτηριστικά τους». Αντέγραψα το ερμήνευμα της λέξης από το «Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών, όπου δίνονται τα εξής παραδείγματα: διαλογή φρούτων, απορριμμάτων, δελτίων προπό, ταχυδρομικών αντικειμένων, ψηφοδελτίων. Οχι, για ψυχές δεν γίνεται λόγος. Και πώς θα μπορούσε.

Κι όμως. Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες οι γιατροί στις ΜΕΘ, ακόμα και στους υπερπλήρεις «κανονικούς» θαλάμους, εξαναγκάζονται από τα πράγματα (δηλαδή από τους πολιτικούς διαχειριστές, που οδήγησαν τα πράγματα εκεί όπου τα οδήγησαν, με τις επιλογές, τις εμμονές και την αδράνειά τους) να υποδυθούν τον θεό ή, έστω, τον εντεταλμένο αρχάγγελο: τον επισταθμώμενο Δία, τον ψυχοπομπό Ερμή, τον αρχάγγελο Μιχαήλ με τη ζυγαριά του. Το θέλουν-δεν το θέλουν (που δεν το θέλουν, άνθρωποι είναι, και δεν θα ’θελαν βέβαια να συμβεί το ίδιο εις βάρος τους ή εις βάρος οικείων τους), το αντέχουν-δεν το αντέχουν (και γιατί να το αντέχουν; δεν προσθέτει πέτσα ή πουρί στην ψυχή η επαγγελματική τριβή και η επανάληψη), πρέπει να σταθμίσουν, βασιζόμενοι και σε σχετικές μελέτες και μοντέλα, να αξιολογήσουν, να βαθμολογήσουν, να φερθούν και λίγο σαν προφήτες ή προγνώστες: 

Ο άλφα είναι νεαρός αλλά με υποκείμενα νοσήματα. Ο βήτα μεσόκοπος αλλά μάλλον καλαμιά στον κάμπο, αφού μέχρι τώρα κανείς δεν ήρθε να ρωτήσει γι’ αυτόν. Ο γάμα είναι προχωρημένης ηλικίας αλλά γερό κόκαλο. Συν – πλην, συν – πλην… Εδώ δεν υπάρχει ναυαγοσωστικός αλγόριθμος σαν κι αυτόν τον φοβερό που χρησιμοποίησε η κυβέρνησή μας, μόνη στον κόσμο, για ν’ ανοίξει τα σύνορα, να μπουν οι τουρίστες ανεξέταστοι, αφού τα τεστ ήταν πολύ λιγότερα και από τα ελάχιστα που γίνονται από την αρχή της πανδημίας στους κατοίκους της χώρας.


Αν οι γιατροί υποχρεώνονται συχνά να κάνουν με πόνο ψυχής διαλογή ανάμεσα σε ασθενείς, πολιτικοί ηγέτες και επιχειρηματικοί κολοσσοί διαπράττουν το ίδιο ανάμεσα σε λαούς. Παρά τις εκκλήσεις του ΟΗΕ και του ΠΟΥ, τα εμβόλια δεν χαρακτηρίστηκαν δημόσια αγαθά αλλά διανέμονται με κριτήρια την εθνική ισχύ και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. «Ερευνα της Oxfam», παρατηρεί η Διεθνής Αμνηστία, «συμπεραίνει ότι οι πλουσιότερες χώρες, που αντιπροσωπεύουν το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν ήδη αγοράσει πάνω από το μισό των μελλοντικών δόσεων των πέντε κορυφαίων υποψήφιων εμβολίων». Εθνη ολόκληρα καταδικάζονται, πλην η συνείδηση και των πωλητών και των αγοραστών ούτε καν βλεφαρίζει.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

"Η διπλή αθλιότητα του Χρήστου Γιανναρά" γράφει ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 19.12.2020)

 ..............................................................



Η διπλή αθλιότητα του Χρήστου Γιανναρά





γράφει ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 19.12.2020)

«…τους τελευταίους μήνες [σ.σ. με τον κορονοϊό], η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη, να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους.

»“Υψιστε Θεέ”, που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να “εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού”! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει “κατανοητή” την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα “ερμήνευε” στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης…»

Ωστε «άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα», «να καγχάσει», «κωμική παντομίμα», «το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα», οι λέξεις που ειρωνεύονται και χλευάζουν (α) την Ελληνική Νοηματική Γλώσσα, που έχει και επίσημα αναγνωριστεί σαν ισότιμη με την ελληνική γλώσσα, (β) τον επαγγελματία διερμηνέα της, (γ) μια σωστή επιτέλους πρωτοβουλία της Εκκλησίας, και (δ) προπάντων, έμμεσα αλλά βάναυσα, την κοινότητα των κωφών!


Αυτά από τον θεολόγο και παραταύτα καθηγητή φιλοσοφίας Χρήστο Γιανναρά (Καθημερινή 29/11· αν έψαξα σωστά, το άρθρο δεν υπάρχει πια στην ιστοσελίδα της εφημερίδας!). Δεν θα σταθώ στο θεολόγος, λες και πρέπει να είσαι ειδικής κατηγορίας και κατάρτισης άνθρωπος για να κατανοείς τις ανάγκες συνανθρώπων σου, ούτε στο πανεπιστημιακός δάσκαλος και το περιλάλητο ακαδημαϊκό ήθος. Αρκεί το εν γένει ύφος, το ύφος νέτα σκέτα, τουλάχιστον στη δημόσια έκφρασή του.

⌦ Οπου έχουμε κάποιον που έκανε καριέρα σαν Προφήτης (ή μήπως ληξίαρχος;) του θανάτου της χώρας και της γλώσσας, ολοφυρόμενος πως «Finis Graeciae», τρεισήμισι δεκαετίες τώρα, μ’ ένα άρθρο που έδωσε έπειτα τον τίτλο του και σε βιβλίο, και το ’βαλε έπειτα ο καθηγητής και σ’ άλλο βιβλίο, κι έπειτα σ’ άλλο, κι άλλο… «Απέσβετο λάλον ύδωρ» έλεγε, πέθανε η Ελλάδα, πέθανε και η γλώσσα και καθετί ελληνικό, προγράφηκαν έτσι οι οικείες λέξεις από τα πύρινα κείμενά του: μόνο «Ελλαδιστάν» πλέον, «φαιδρό Ελλαδέξ», «θλιβερό ελλαδικό κρατίδιο», «θλιβερό ελληνώνυμο κρατίδιο», «ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου», οι «Ελληνώνυμοι», το «τρισάθλιο κρατίδιο των Ελληνωνύμων».

Ειδικότερα για τον θάνατο της γλώσσας, διπλή η ταφόπλακα: η «μεταρρύθμιση Ράλλη», που έβγαλε δηλαδή απ’ τα σχολεία τα αρχαία-στο-πρωτότυπο, και η «γκαγκστερική επιβολή του μονοτονικού», που υπήρξε καταστροφή «ολεθριότερη» κι από τη Μικρασιατική. (Γι’ αυτό και ο συνγιανναράς Κώστας Ζουράρις το 2015 χαρακτήρισε τα σχολικά βιβλία του 2006 «τρίτη Μικρασιατική Καταστροφή της γλώσσας»).

⌦ Εχει όμως κι άλλα μαργαριτάρια η περιουσία του κ. Γιανναρά:

«Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να “κατανοήσουμε” νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς…»

Ωστε δεν πηγαίνουμε για να «κατανοήσουμε» νοήματα κτλ., άρα πάρτι της εποχής ήταν λόγου χάρη οι τόσες οικουμενικές σύνοδοι, και προφανώς η γνωστή και σήμερα γραφομανία έδωσε τόνους μελέτες και συγγράμματα με ερμηνείες επί ερμηνειών. Οσο για τη γλώσσα των ευαγγελίων και γενικά των πάσης φύσεως ακολουθιών, δεν το συζητάμε: αυτήν την προσεγγίζουμε με το ντιενέι μας, και μόνο για να δικαιολογήσουν τον μισθό τους οι παπάδες βγάζουν και σχοινοτενή κηρύγματα αποπάνω, ακόμα και τη Μεγάλη Πέμπτη με τα δώδεκα ευαγγέλια.

Ετσι ακριβώς ο κύριος Γιανναράς, που, για τους δικούς του λογαριασμούς με την επίσημη Εκκλησία, δεν δίστασε να πατήσει πάνω σε μια κοινότητα ανθρώπων με αναπηρία, για να ψηλώσει τον μικρότατο εαυτό του.

⌦ Μίλησα όμως στον τίτλο για «διπλή αθλιότητα»: Δύο ολόκληρες βδομάδες από το περίφημο κείμενο, δύο κυριακάτικες επιφυλλίδες, και ενώ δημοσιεύτηκαν διαμαρτυρίες των προσβεβλημένων, ατόμων, φορέων κτλ., και ο Διδάσκαλος του Γένους δεν έγραψε μισή συγνώμη, μισή έστω εξήγηση, πως έστω δεν ήταν στις προθέσεις του και άλλος ήταν ο στόχος ή το θέμα του, ή ό,τι άλλο.

Αλλά άντε να εξηγεί στο πόπολο, να συνερίζεται δηλαδή πλεμπαίους, κι ανάμεσά τους και κουφούς.

Κι είναι χειρότερη αυτή νομίζω η αθλιότητα. Που πάντως δεν μας ξάφνιασε.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

"Τα Ζάρια" - Μάνος Χατζιδάκις

 ...............................................................


 "Τα Ζάρια" - Μάνος Χατζιδάκις

Στίχοι:  Αγαθή Δημητρούκα 
Μουσική:  Μάνος Χατζιδάκις Φέρανε καλή ζαριά 
και με βγάλανε στις πόρτες, 
παίζοντας με σιγουριά 
τρεις αλήτες και τρεις μόρτες. 

Ένας ήταν απ’ τη Χιό, 
άλλος απ’ την Καλαμάτα 
και ο τρίτος, σαν στοιχειό, 
μου τις έριχνε γεμάτα. 

Ήμουνα καλό παιδί, 
με φιλότιμο κι αξία, 
πριν χαλάσω δηλαδή 
μέσα στη χαρτοπαιξία. 

Παρασύρθηκα κι εγώ, 
όπως τόσοι κι άλλοι τόσοι. 
Μες στα χρέη θα πνιγώ 
και κανείς δε θα με σώσει. 

Ήταν τρία τα παιδιά, 
που μ’ αλλάξανε τα φώτα 
και μ’ αφήσαν μια βραδιά 
σαν τη μαδημένη κότα. 

Μάνα, κάνε μιαν ευχή,
να μου `ρθεί δεξιά το ζάρι, 
να μην είμαστε φτωχοί 
μες στου κόσμου το παζάρι. 

Θε μου, σε παρακαλώ, 
άνοιξε κι εσύ μια πόρτα, 
πριν μου φύγει το μυαλό 
και με πάρ’ η κάτω βόλτα.


"Petrograd 1921. Του Victor Bulla." Από τον φίλο στο fb Kiriakos Aggelakos (facebook, 18.12.2020)

 .............................................................



       Petrograd 1921. Του Victor Bulla.



Ενα κειμενο μου για τη φωτογραφια του σπουδαιου φωτογραφου της Οκτωβριανης επαναστασης Victor Bulla, το οποιο μου ειχε ζητησει η φιλη Πηνελοπη Πετσινη για το διαδικτυακο περιοδικο Marginalia.

Petrograd 1921. Του Victor Bulla.
Ομαδική φωτογραφία εργατών σε εργοστάσιο με αφορμή την εκλογή αντιπροσώπων για το Σοβιέτ της πόλης.
Σχεδόν όλοι άνδρες, οι περισσότεροι βλοσυροί. Ανάμεσά τους λίγες γυναίκες και μερικά παιδιά. Στην υπερυψωμένη εξέδρα βρίσκονται οι κομματικοί αξιωματούχοι και η διοίκηση του εργοστασίου. Ανέκαθεν οι ελίτ στέκονταν ψηλότερα από το λαό.
Όλοι κοιτάζουν το φακό της μηχανής. Διαμέσου του φακού κοιτούν στα μάτια τον μελλοντικό θεατή της φωτογραφίας. Το μήνυμα είναι σαφές: «΄Ημουν κι εγώ εκεί». Η φωτογραφία το επιβεβαιώνει ως αναμφισβήτητο τεκμήριο. Η φωτογραφική μηχανή τους έχει απο-θανατίσει. Ο χρόνος πάγωσε για ένα κλάσμα του δευτερολεπτου. Κι αυτός ο στιγμιαίος θάνατος του χρόνου τους εξασφάλισε την α-θανασία, το πέρασμα στην Ιστορία.
Τίποτα δε γνωρίζουμε για τη συνέχεια των προσώπων που απεικονίζονται στη φωτογραφία. Πόσοι επέζησαν από τον εμφύλιο κι από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, πόσοι ήταν ανάμεσα στα 1.000.000 θύματα της πολιορκείας της πόλης που άλλαξε το όνομά της σε Λένινγκραντ προς τιμήν του ηγέτη της Σοβιετικής Επανάστασης, πόσοι σκοτώθηκαν στα αναρίθμητα πεδία των μαχών του μεγάλου πατριωτικού πολέμου από τους Γερμανούς Ναζί. O ίδιος ο Victor Bulla, o αγαπημένος φωτογράφος των ηγετών του Κόμματος, του Λένιν, του Ζηνόβιεφ, του Κάμενεφ, του Στάλιν και άλλων συνελήφθη ως εχθρός του λαού το 1938, εξορίστηκε στη Σιβηρία και εκτελέστηκε στις 30 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.
Όμως εκείνη τη μέρα του 1921 οι εργάτες στέκονται απέναντι στην camera του, αποφασισμένοι, κάποιοι αμήχανοι, και μας κοιτάζουν στα μάτια. Πρόσωπα της Επανάστασης που άλλαξε τον κόσμο τον 20ο αώνα. Μάρτυρες της αποδοχής και της διάψευσης της μεγάλης ουτοπίας. Πρωταγωνιστές και συνάμα αναλώσιμοι.
Αν στη φωτογραφία συνηθίζεται τα «μοντέλα» να κοιτούν το φακό, υπακούοντας στη σχετική εντολή του φωτογράφου, στον ετεροθαλή αδερφό της τον κινηματογράφο αυτό είναι απαγορευμένο. Εδώ η εντολή του σκηνοθέτη είναι σαφής: «μην κοιτάτε το φακό. Κάνετε σαν να μην υπάρχουμε». Ο θεατής παραμένει ένας ηδονοβλεψίας, ένας κρυφός παρατηρητής της ιστορίας που ξετυλίγεται στο πανί. Η απευθείας συνάντηση με το βλέμμα των πρωταγωνιστών της ταινίας είναι απαγορευμένη. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τις ασύμβατες γραμμές των βλεμμάτων. Οι προλετάριοι-ήρωες των ταινιών του σοσιαλιστικού ρεαλισμού βάδιζαν προς τους ανοιχτούς σοβιετικούς ορίζοντες με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και την πλάτη γυρισμένη στους θεατές με τα φοβισμένα μάτια.   

Από τον φίλο στο fb Kiriakos Aggelakos (facebook, 18.12.2020)

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

G.Tossikian: Koyunbaba, suite for guitar, οp.19 (Carlo Domeniconi) [Τοσικιαν]

 ...............................................................


G.Tossikian: Koyunbaba, suite for guitar, οp.19 (Carlo Domeniconi) [Τοσικιαν]

Carlo Domeniconi (b.1947) Koyunbaba, suite for guitar, οp.19 

00:00 Moderato 
04:28 Mosso 
06:00 Cantabile 
09:57 Presto 

George Tossikian Mosaic shadows of forgotten ancestors (MOTIVO, 2013)