Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Από «Το κλεμμένο γράμμα», διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε από τη συλλογή διηγημάτων του «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» (μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999)

..............................................................






 Έντγκαρ Άλαν Πόε
(1809 - 1849)










 


·       Από «Το κλεμμένο γράμμα», διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε από τη συλλογή διηγημάτων του «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» (μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999)





«…Γνώρισα κάποτε ένα οκτάχρονο αγόρι που μάντευε τόσο επιτυχημένα στο παιχνίδι «μονά - ζυγά», ώστε οι ικανότητές του αναγνωρίστηκαν διεθνώς. Το παιχνίδι αυτό παίζεται με βόλους. Ένας παίκτης κρατά στο χέρι του μερικούς βόλους και ρωτά το συμπαίκτη του: «Μονά ή ζυγά;». Αν ο συμπαίκτης του μαντέψει σωστά, κερδίζει· αν όχι, χάνει. Το παιδί που σου λέω κέρδισε όλους τους βόλους του σχολείου. Φυσικά, οι εικασίες του βασίζονταν σε κάποια αρχή· κι αυτή είχε να κάνει με την παρατήρηση και τον υπολογισμό της πονηριάς των αντιπάλων του. Για παράδειγμα, ένας κουτοπόνηρος αντίπαλος ρωτάει, προτείνοντας το κλειστό του χέρι, «Μονά ή ζυγά». Ο μαθητής μου απαντάει «μονά» και χάνει· την επόμενη όμως φορά κερδίζει, γιατί λέει μέσα του: «αυτός ο κουτοπόνηρος είχε την πρώτη φορά ζυγά και η πονηριά του φτάνει μέχρι του σημείου να τα κάνει μονά και κερδίζει. Αν τώρα έχει να κάνει μ’ ένα κουτορνίθι λίγο πιο ξύπνιο απ’ το προηγούμενο, θα σκεφτεί έτσι: «Αυτός εδώ είδε ότι την πρώτη φορά είπα «μονά» και θα σκεφτεί αμέσως να τ’ αλλάξει σε ζυγά, όπως έκανε και ο πρώτος· όταν όμως το ξανασκεφτεί, θα πιστέψει πως παραείναι απλό αυτό που πάει να κάνει και, τελικά, θ’ αποφασίσει να τα βάλει και πάλι ζυγά. Άρα, θα πω «ζυγά»· μαντεύει ζυγά και κερδίζει. Τώρα, σε τελική ανάλυση, πώς μπορούμε  να χαρακτηρίσουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης του μαθητή, που οι συμμαθητές του τον αποκαλούν «τυχερό»; »

   «Είναι η ταύτιση του αναλυτή με το σκεπτικό του αντιπάλου του», είπα.

   «Αυτό είναι», είπε ο Ντιπέν· «κι όταν ρώτησα το αγόρι πώς κατάφερνε την πλήρη ταύτιση, που του εξασφάλιζε την επιτυχία, μού απάντησε: «Όταν θέλω να καταλάβω πόσο έξυπνος ή πόσο χαζός, πόσο καλός ή πόσο κακός είναι κάποιος, ή τι σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, παίρνω την έκφραση  που έχει το πρόσωπό του όσο πιο πιστά μπορώ κι ύστερα περιμένω να δω ποιες σκέψεις ή συναισθήματα μού έρχονται στο μυαλό και στην καρδιά, που ανταποκρίνονται σ’ αυτήν την έκφραση». Τούτη η απάντηση του μικρού μαθητή αποτελεί τη βάση των δήθεν υψηλών στοχασμών που έχουν αποδοθεί στον Ρασφουκό, στον Λα Μπουζίβ, στον Μακιαβέλι και στον Καμπανέλα».

   «Κι η συνταύτιση», είπα, «της σκέψης του αναλυτή μ’ εκείνη του αντιπάλου του εξαρτάται, αν κατάλαβα καλά, από την ακρίβεια, με την οποία υπολογίζεται το νοητικό επίπεδο του αντιπάλου».

   «Από πρακτική άποψη απ’ αυτήν εξαρτάται», απάντησε ο Ντιπέν· «κι ο φίλος μας ο Ζ- κι οι άνθρωποί του αποτυγχάνουν τόσο συχνά, πρώτον, γιατί, δεν πετυχαίνουν αυτή τη συνταύτιση και δεύτερον, γιατί δεν υπολογίζουν σωστά – ή μάλλον δεν υπολογίζουν καθόλου – το νοητικό επίπεδο του ανθρώπου με τον οποίον έχουν να κάνουν. Το μόνο που λαμβάνουν υπόψη τους είναι οι δικές τους ευφυείς ιδέες· κι όταν αναζητούν κάτι κρυμμένο, καταφεύγουν μόνο στις μεθόδους με τις οποίες θα το έκρυβαν αυτοί. Σ’ ένα πράγμα έχουν δίκιο: στο ότι η εξυπνάδα τους ανταποκρίνεται σ’ αυτή της μάζας· όταν, όμως, η πανουργία του συγκεκριμένου κακοποιού διαφέρει από τη δική τους, είναι φυσικό ο κακοποιός να τους ξεγελά. Αυτό συμβαίνει πάντα όταν η πονηριά είναι ανώτερη απ’ τη δική τους, αλλά και πολύ συχνά όταν είναι κατώτερη. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση στη μέθοδο των ερευνών τους· στην καλύτερη περίπτωση, όταν προκύπτει κάποια ασυνήθιστη ανάγκη – ή κάποια εξαιρετική αμοιβή – επεκτείνουν ή υπερβάλλουν στις παλιές τους πρακτικές, χωρίς να παραλλάσσουν καθόλου το σκεπτικό τους. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Ντ-, τι έκαναν για να διαφοροποιήσουν την κατεύθυνση των ενεργειών τους; Τι ήταν όλα αυτά τα βαριά ψαξίματα και τα τρυπήματα με τις βελόνες κι ο έλεγχος με το μικροσκόπιο κι ο χωρισμός της επιφάνειας του κτιρίου σε καταγραμμένα τετραγωνικά εκατοστά – τι ήταν όλ’ αυτά, εκτός από υπερβολική εφαρμογή της μοναδικής ερευνητικής μεθόδου, που βασίζεται στη μοναδική αντίληψη σχετικά με την ανθρώπινη ευφυΐα, στην οποία είναι συνηθισμένος ο κ.Ζ-, στη μακρόχρονη ρουτίνα των καθηκόντων του; Δεν είδες που πήρε σαν δεδομένο ότι όλοι οι άνθρωποι  κρύβουν ένα γράμμα, αν όχι μέσα στο πόδι μιας καρέκλας, τουλάχιστον σε κάποια απόμερη  τρύπα ή γωνιά, την οποία υποδεικνύει ο ίδιος τρόπος σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο κάποιος κρύβει οπωσδήποτε ένα γράμμα στο πόδι μιας καρέκλας; Και δε βλέπεις ακόμα πως όλες αυτές οι εξεζητημένες κρυψώνες ταιριάζουν μόνο στις κοινές περιπτώσεις κι ότι θα τις διάλεγαν μόνο άνθρωποι με κοινό νου; Γιατί, σ’ όλες τις περιπτώσεις κρυψίματος ενός αντικειμένου, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται ο καθένας είναι μία εξεζητημένη κρυψώνα. Κι έτσι, η ανακάλυψή του δεν εξαρτάται καθόλου από την οξυδέρκεια, αλλά μόνο  από την επιμέλεια, την υπομονή και το πείσμα των ανθρώπων που ψάχνουν. Κι όταν η υπόθεση είναι σημαντική – πράγμα που για τους αστυνομικούς σημαίνει όταν η αμοιβή είναι μεγάλη – οι εν λόγω αρετές δεν αποτυγχάνουν ποτέ. Τώρα, λοιπόν, καταλαβαίνεις τι εννοώ όταν λέω όταν λέω πως, αν το κλεμμένο γράμμα ήταν κρυμμένο οπουδήποτε εκτός των ορίων της έρευνας του Ζ-, με άλλα λόγια, αν το σκεπτικό της απόκρυψής του συνέπεφτε με το σκεπτικό του Ζ-,  δεν υπήρχε περίπτωση να μην το ανακαλύψουν. Ο αστυνόμος μας όμως επλανήθη πλάνην οικτρά και η πρωταρχική αιτία της ήττας του είναι η υπόθεση που έκανε ότι ο υπουργός είναι ανόητος, επειδή έχει τη φήμη του ποιητή. Σύμφωνα με τον Ζ-, όλοι οι οι ποιητές είναι ανόητοι. Ο ίδιος ευθύνεται για ένα ανέκδοτο πόνημα κι από κει και πέρα συμπεραίνει πως όλοι οι ποιητές είναι ηλίθιοι».

   «Αλήθεια, αυτός είναι ποιητής;» ρώτησα. «Απ’ όσο ξέρω, υπάρχουν δύο αδελφοί· και οι δύο έχουν διακριθεί στον κόσμο των γραμμάτων. Πιστεύω πως ο υπουργός έχει γράψει μια αξιόλογη μελέτη για το Διαφορικό Λογισμό. Μαθηματικός είναι, όχι ποιητής».

   «Λάθος κάνεις· τον γνωρίζω καλά· είναι μαθηματικός, αλλά είναι και ποιητής. Και με τις δύο αυτές ιδιότητες, μπορεί ν’ αναπτύσσει σωστούς συλλογισμούς· αν ήταν μόνο μαθηματικός, δε θα είχε αυτή τη δυνατότητα κι έτσι θα ήταν στο έλεος του Ζ-».

   «Με εκπλήσσεις», είπα, «μ’ αυτές τις απόψεις, που έρχονται σ’ αντίθεση με όσα πιστεύει ο κόσμος. Δε φαντάζομαι να θέλεις να καταρρίψεις μια αντίληψη τόσο ριζωμένη στους αιώνες. Η μαθηματική λογική θεωρήθηκε για πολλούς αιώνες η κατεξοχήν λογική».

   Ο Ντιπέν μού αποκρίθηκε μ’ ένα χωρίο απ’ τον Σομφόρ: «Μπορεί κανείς να στοιχηματίσει πως κάθε κοινή γνώμη, κάθε αναγνωρισμένη σύμβαση, είναι μια ανοησία, γιατί ακριβώς συμβιβάζεται με την πλειοψηφία». Σε βεβαιώ πως οι μαθηματικοί για να διαδώσουν  το κοινό αυτό λάθος στο οποίο αναφέρεσαι, που δεν παύει να είναι λάθος, παρά το ότι διαδόθηκε ως αλήθεια. Με μια μαεστρία που θ’ άξιζε να χρησιμοποιείται για καλύτερους σκοπούς, μας πέρασαν τον όρο «ανάλυση» στην άλγεβρα. Οι Γάλλοι ευθύνονται πρωταρχικά γι’ αυτή την εξαπάτηση· αν όμως έχει καμιά σημασία η χρήση ενός όρου – αν οι λέξεις παίρνουν κάποια αξία από τη χρήση τους -, τότε η «ανάλυση» σημαίνει «άλγεβρα» όσο το λατινικό “ambitus” σημαίνει «φιλοδοξία», το “religio”, «θρησκεία» και το “hominess honesti” μια τάξη «έντιμων ανθρώπων».

   «Βλέπω πως τα ‘χεις βάλει με κάποιους αλγεβριστές του Παρισιού», είπα, «αλλά συνέχισε».

   «Αμφισβητώ την ύπαρξη – και επομένως την αξία – της όποιας λογικής καλλιεργείται με οποιαδήποτε άλλη μορφή πέραν της καθαρά θεωρητικής. Ιδιαίτερα αμφισβητώ τη λογική που απορρέει απ’ τη μελέτη των μαθηματικών. Τα μαθηματικά είναι η επιστήμη της μορφής και της ποσότητας· η μαθηματική λογική εφαρμόζεται μόνο στην παρατήρηση της μορφής και της ποσότητας. Είναι μεγάλο λάθος να υποθέτει κανείς πώς τα όσα αληθεύουν στη λεγόμενη «καθαρή» άλγεβρα αποτελούν γενικές ή αφηρημένες αλήθειες. Κι είναι τόσο εξωφρενικό αυτό το λάθος, που εκπλήσσομαι που έγινε τόσο γενικά αποδεκτό. Τα μαθηματικά αξιώματα δεν αποτελούν αξιώματα της γενικής αλήθειας. Αυτό που αληθεύει στη σχέση μορφής και ποσότητας είναι συχνά εντελώς λάθος όσον αφορά την ηθική, για παράδειγμα. Στη χημεία, επίσης, αυτό το αξίωμα δεν ισχύει. Στην τελευταία, συνήθως δεν ισχύει ότι το σύνολο των μερών ισούται με το όλο. Στην εξέταση του κινήτρου αποτυγχάνει· γιατί δύο κίνητρα, με ορισμένη αξία το καθένα, δεν έχουν απαραίτητα, όταν προστίθενται, αξία ίση με το άθροισμα των επιμέρους αξιών τους. Υπάρχουν και πολλές άλλες μαθηματικές αλήθειες που ισχύουν μόνο μέσα στο πλαίσιο του μαθηματικού συσχετισμού. Οι μαθηματικοί, όμως, λόγω συνηθείας, εξάγουν συμπεράσματα από τις πεπερασμένες αλήθειες τους, λες κι αυτές οι αλήθειες έχουν γενική εφαρμογή – όπως ακριβώς δηλαδή φαντάζεται κι ο κόσμος. Ο Μπράιαντ, στην περισπούδαστη  Μυθολογία του, αναφέρει μια ανάλογη πηγή πλάνης, όταν λέει ότι «μολονότι οι παγανιστικοί μύθοι δε γίνονται πιστευτοί, ωστόσο, ξεχνιόμαστε διαρκώς και βγάζουμε συμπεράσματα βάσει αυτών, σαν να είχαν συμβεί στην πραγματικότητα». Οι αλγεβριστές, όμως, που είναι οι ίδιοι ειδωλολάτρες, πιστεύουν στους «παγανιστικούς μύθους» και βγάζουν τα ανάλογα συμπεράσματα, όχι τόσο από έλλειψη μνημονικού όσο από μια αδικαιολόγητη κουφιοκεφαλιά. Με λίγα λόγια, δεν έχω συναντήσει ακόμα ούτε ένα μαθηματικό που να μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί πέρα απ’ τη γνώση του για την ισότητα των δύο ριζών ή κάποιον που δεν υποστηρίζει φανερά την πίστη του ότι το χ2 + πχ είναι οπωσδήποτε ίσο με το ψ· κι αν του δώσεις να καταλάβει τι εννοείς, απομακρύνσου από κοντά του όσο πιο γρήγορα μπορείς, γιατί το δίχως άλλο, θα επιχειρήσει να σε πετροβολήσει.

   »Θέλω να πω», συνέχισε ο Ντιπέν, καθώς εγώ γελούσα με τις τελευταίες του παρατηρήσεις, «ότι αν ο υπουργός ήταν απλώς ένας μαθηματικός, ο Ζ- δε θα είχε καμιά ανάγκη να μου δώσει αυτήν την επιταγή. Εγώ όμως ήξερα πως ο υπουργός δεν ήταν μόνο μαθηματικός, αλλά και ποιητής, κι έτσι προσάρμοσα τους συλλογισμούς μου στις ικανότητές του και στις συνθήκες που αντιμετώπιζε. Ήξερα ακόμα πως είναι αυλικός και τολμηρός μηχανορράφος. Ένας τέτοιος άνθρωπος, σκέφτηκα, θα ήταν αδύνατο να μην είχε υπόψη του τις συνηθισμένες πρακτικές της αστυνομίας. Θα ήταν αδύνατο να μην είχε προετοιμαστεί – και τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι είχε προετοιμαστεί – για τις ενέδρες που του έστησαν. Θα πρέπει να είχε προβλέψει, σκέφτηκα, τις μυστικές έρευνες στο σπίτι του. Οι συχνές απουσίες του τις νύχτες, που ο Ζ- πίστευε πως τον βοηθούσαν στην επιτυχία του σχεδίου του, ήταν, κατά τη γνώμη μου, ένα τέχνασμα, που έδωσε την ευκαιρία στην αστυνομία να ερευνήσει εξονυχιστικά το σπίτι του και να καταλήξει μια ώρα αρχύτερα στο συμπέρασμα, στο οποίο όμως κατέληξε τελικά ο Ζ-, ότι το γράμμα δε βρισκόταν εκεί. Διαισθάνθηκα επίσης ότι όλο το σκεπτικό που μόλις σου ανέπτυξα σχετικά με την απαράλλακτη μεθοδολογία της αστυνομίας στις έρευνες για τα κρυμμένα αντικείμενα θα είχε οπωσδήποτε περάσει απ’ το μυαλό του υπουργού. Αναγκαστικά θα τον είχε κάνει ν’ απορρίψει όλες τις συνηθισμένες κρυψώνες. Δεν ήταν, σκέφτηκα, τόσο αφελής ώστε να μην καταλάβει πως και η τελευταία και η πιο απόμερη γωνιά του μεγάρου του  θα ήταν εξίσου εμφανής όσο τα πιο φανερά του ντουλάπια, στα μάτια, στις βελόνες και στα μικροσκόπια του διευθυντή της αστυνομίας. Διέβλεψα, εντέλει, ότι εκ των πραγμάτων θα κατέληγε σε κάτι απλό, αν κιόλας δεν οδηγήθηκε σ’ αυτό από καθαρή επιλογή. Θα θυμάσαι προφανώς πώς γέλασε ο Ζ- μέχρι δακρύων όταν του υπέδειξα, στην πρώτη μας συζήτηση, ότι αυτό το μυστήριο τον δυσκόλευε τόσο πολύ ίσως επειδή ήταν τόσο ξεκάθαρο». 

   «Ναι», είπα, «θυμάμαι πόσο είχε ευθυμήσει. Σκεφτόμουν ότι θα τον έπιαναν σπασμοί από τα γέλια».

   «Στον υλικό κόσμο», συνέχισε ο Ντιπέν, «υπάρχουν άφθονες αναλογίες με τον άυλο κόσμο· κι έτσι, μια μικρή δόση αλήθειας χρωματίζει το ρητορικό σχήμα· μια μεταφορά ή παρομοίωση ενισχύει ένα επιχείρημα κι ομορφαίνει μια περιγραφή. Η αρχή της δύναμης της αδράνειας, για παράδειγμα, φαίνεται πως είναι  ταυτόσημη στη φυσική και στη μεταφυσική. Όσο ισχύει στην πρώτη ότι ένα μεγάλο σώμα τίθεται σε κίνηση πιο δύσκολα απ’ ό,τι ένα μικρότερο και πως η επακόλουθη κεκτημένη ταχύτητα είναι ευθέως ανάλογη με αυτή τη δυσκολία άλλο τόσο ισχύει στη δεύτερη ότι οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη ευρύτητα πνεύματος, ενώ είναι πιο αυταρχικοί, πιο σταθεροί και πιο αποτελεσματικοί στις κινήσεις τους από κείνους με χαμηλότερο διανοητικό επίπεδο, αργούν περισσότερο να κινηθούν και είναι πιο αμήχανοι και διστακτικοί στα πρώτα βήματα που θα κάνουν. Και, ακόμα, έχεις προσέξει ποτέ ποιες πινακίδες προκαλούν περισσότερο την προσοχή πάνω απ’ τις πόρτες των καταστημάτων;»

   «Δεν το ‘χω σκεφτεί ποτέ».

   «Υπάρχει ένα παιχνίδι», εξακολούθησε, «που παίζεται μ’ ένα χάρτη. Μια ομάδα ζητά από μια άλλη να βρει κάποια συγκεκριμένη λέξη, το όνομα μιας πόλης, ενός ποταμού, μιας χώρας ή αυτοκρατορίας, μια οποιαδήποτε λέξη, δηλαδή, που να υπάρχει πάνω στην πολύπλοκη επιφάνεια του χάρτη. Αυτοί που έχουν μάθει πρόσφατα το παιχνίδι γυρεύουν συνήθως να φέρουν σε δύσκολη θέση τον αντίπαλο, με ονομασίες γραμμένες με τα πιο ψιλά γράμματα, που εκτείνονται απ’ τη μια άκρη του χάρτη ως την άλλη. Αυτές, όπως και οι πινακίδες των δρόμων με τα τεράστια γράμματα, διαφεύγουν της προσοχής μας, ακριβώς επειδή παραείναι εμφανείς· η σωματική αβλεψία είναι ανάλογη με την αδυναμία του νου να παρατηρήσει τα στοιχεία που παραείναι φανερά και χειροπιαστά. Αυτό, όμως, είναι κάτι που βρίσκεται εκτός του πεδίου αντίληψης του αστυνομικού μας διευθυντή. Ούτε για μια στιγμή δεν του πέρασε απ’ το μυαλό η πιθανότητα ο υπουργός να έχει βάλει το γράμμα κάτω απ’ τη μύτη όλων μας, για να μας κάνει να μην το δούμε.

   «Όσο περισσότερο, όμως, μελετούσα όλα τα δεδομένα (την τολμηρή και διορατική ευρηματικότητα του Ντ-, το γεγονός ότι το έγγραφο έπρεπε να είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή, αν ήθελε να το χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του, και το αποφασιστικής σημασίας στοιχείο που μου έδωσε ο Ζ-, ότι το γράμμα δεν βρισκόταν μέσα στα όρια της δικής του έρευνας) τόσο πιο σίγουρα κατέληγα στο συμπέρασμα πως ο υπουργός, για να κρύψει το γράμμα, είχε καταφύγει στη σοφή λύση να μην επιχειρήσει να το κρύψει καθόλου.» …

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: