Γλώσσα και εθνική ενσωμάτωση
«Η ιστορία της σκέψης, ιστορία και της γλώσσας». Η φράση αυτή του Λένιν, που προτάσσεται ως μότο σε μια συλλογή κειμένων του Philippe Sollers για τη Γραφή και τα όρια της εμπειρίας (Edition de Seuil, 1971), αν δήλωνε κάτι εκείνη την εποχή, όπου μεσουρανούσαν το περιοδικό «Tel Quel» και η σημειολογία, ήταν το άγχος να συνδυαστεί ο μαρξισμός με τη δομολογία και τη γλωσσική ανάλυση, να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον υλισμό και την πνευματοκρατία, να εξωραϊστεί μέσα από τη σύνθετη κειμενική απορρόφηση που απαιτούσαν οι σπουδές εκείνης της γενιάς το τραχύ πρόσωπο του σοβιετικού καθεστώτος.Και αν από τα «οράματα και θάματα» του σταλινικού σοσιαλισμού δεν έμεινε παρά η μπαρόκ καρικατούρα του (μονοκομματικός καπιταλισμός + εκχυδαϊσμός), η φράση του Λένιν δεν ξεθώριασε, είναι ακόμη επίκαιρη και εμβληματική για την ευστοχία της, στην κόψη πάντα της γλωσσικής θεωρίας για τη σκέψη και την ιστορική εξέλιξη. Η ανθρώπινη δημιουργία, creatura mundi, καθώς και η σκέψη που την επεξεργάζεται και κατηγοριοποιεί, περνάει μέσα από το φίλτρο της γλώσσας. Σ' αυτήν αποτυπώνεται, ενώ η ίδια τής επιστρέφει τους μηχανισμούς και τα εργαλεία της, τους τρόπους που την καλλιεργούν και την εκλεπτύνουν. Η εικόνα του κόσμου σ' όλη την ποικιλία και τις αποχρώσεις του, στην κίνηση και ακινησία του, στις αυξομειώσεις της έντασής του, στη μορφοπλασία και τη διάχυσή του, στον ορθολογισμό και τον αντιρασιοναλισμό του, την τρυφηλότητα και στον ασκητισμό του, αντανακλάται -μ' όλες τις απώλειες που προκαλεί κάθε μεσίτευση- στους κυματισμούς της σύνταξης και της γραμματικής. Παράδειγμα, η αρχαία ελληνική, που στην υφή της και στο πλούσιο κλιτικό της σύστημα εκφράζονται όχι μόνο οι λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις μιας φιλοσοφικής θέασης, αλλά και ο ρητορικός σολιψισμός της σοφιστικής με τις παλινωδίες του, εικόνα ανάγλυφη του ύφους της πολιτικής δημοκρατίας. Τετριμμένες παρατηρήσεις που στοιχειοθετούν το αυτονόητο για πολλούς συμπέρασμα: Η γλώσσα, οσάκις λειτουργεί και δεν βαλτώνει από παραλυσία, είναι οικοτροφείο της σκέψης. Την εμπλουτίζει, της δίνει τη διαύγεια και τους ιριδισμούς της, την αίγλη της αυτοσυνειδησίας της.Το ωχρό μου σχόλιο για την πρωτοκαθεδρία της γλώσσας στην έλλογη εκδίπλωση του ανθρώπου και στην αυτογνωσία του επαναφέρει το κρίσιμο ερώτημά μου (βλ. Γ. Αριστηνός, «Τα ανεπούλωτα τραύματα», «Ελευθεροτυπία» 13-3-2010): Είναι προαπαιτούμενο της εθνικής αυτεπίγνωσης η γλώσσα; Περνάει η ενσωμάτωση του αλλοδαπού μέσα από τη γνώση και την εμβάθυνσή της; Για πολλούς κάτι τέτοιο θα ίσχυε απόλυτα στον βαθμό που η γλώσσα δεν είχε ταριχευτεί, δεν είχε αποστεωθεί και σκληρύνει σαν όστρακο, δεν είχε καταλήξει αποσαρκωμένο περίβλημα, φάντασμα του εαυτού της, αμλετικό αερικό. Ο σημερινός, ωστόσο, Ελληνας, όπως και κάθε παγκοσμιοποιημένο κλάσμα ανθρώπου, μιλάει αυτοματικά. Υπνοβατώντας σε ένα οικουμενικό εργοστάσιο παρασκευής άνυλων γλωσσικών σημείων και υπακούοντας σε μια προστακτική «έγκληση» της ζωής που εκβάλλει αναπόδραστα στον νέο μεσσιανισμό της οικονομίας, είναι για την ώρα εγγεγραμμένος στη λήθη της γλώσσας. Δεν την ενσαρκώνει, απλώς την επωμίζεται στανικά σαν μια απεχθή επικοινωνιακή φόρμα. Οι λέξεις του δεν είναι σημαίνοντα μιας σημαινόμενης ύλης, αλλά φετιχοποιημένα είδωλα, μαγικά νεύματα, μια σαμανική τελετουργία χρηματιστηριακής έκστασης. Στις συνθήκες αυτές η γνώση της γλώσσας που απαιτείται από τον μετανάστη δεν συμβάλλει στην εθνική αυτογνωσία, αφού η πρώτη είναι ανενεργή και ατελέσφορη, χωρίς βάθος ιστορικής συνείδησης και ετυμολογικής διαφάνειας, χωρίς ερείσματα και ρίζες. Ομοιος, mutatis mutandis, με τον σύγχρονο Ελληνα, καταναλωτή μιας επιθυμίας χωρίς αντίκρισμα, άνυδρο και πτωχευμένο, κάτοχο ενός οικόσημου χωρίς οίκο, και σήματος χωρίς περιεχόμενο, με τα λίγα γλωσσικά του αποθέματα «δαπανημένα στο μηδέν» (βλ. Ε. Αρανίτσης, Η μελαγχολία των θεσμών), θα μπορούσε να συγκατοικήσει με τον χθόνιο συμπολίτη του, χωρίς τις αξιώσεις μιας γλωσσικής αποκατάστασης. Αχαλίνωτος πεσιμισμός που επιστρατεύει μέσα από τη «μαύρη βόσκησή του» εύθραυστες θεωρητικές κατασκευές; Προκατάληψη απέναντι σε μια «νέα» δυναμική του ανθρώπου που αφήνει πίσω του τα άχρηστα «μπαγάζια» της γλώσσας, της συνείδησης (εξάλλου, ο Γκέμπελς δεν έλεγε πως η συνείδηση είναι εβραϊκή επινόηση;), της εθνικής ταυτότητας κ.λπ.; Τέλος, και το πιο σημαντικό, προβιβασμός της γλώσσας και ανακήρυξή της σε απαρασάλευτο μεσίτη κάθε εμπειρίας και κουλτούρας; Ισως.Ο Κούντερα πιο ψύχραιμος, καψαλισμένος μάλιστα και ο ίδιος από την ιστορία και τις πανουργίες της, αναπτύσσει ένα άλλο σκεπτικό: Γλώσσα και εθνική κουλτούρα δεν πρέπει να ταυτίζονται. Πιο κοντά στην αντίληψη του Σοσίρ, για τη λειτουργία της γλώσσας, ταξινομεί ορθολογικά τον ρόλο της, μακριά από τον επεκτατισμό και τη βουλιμία που της αποδίδουν οι γλωσσοκεντρικοί. Εξηγώντας την παραχάραξη της τσεχοσλοβακικής ιστορίας που έγινε από τους Δυτικούς, γράφει: «Εξηγούσα ότι αν υπάρχει κάποια γλωσσολογική ενότητα των σλαβικών εθνών, δεν υπάρχει καμία σλαβική κουλτούρα, κανένας σλαβικός κόσμος: η ιστορία των Τσέχων, όπως και των Πολωνών, των Σλοβάκων, των Κροατών ή των Σλοβένων, είναι καθαρά δυτική. Γοτθικός ρυθμός, Αναγέννηση, Μπαρόκ, στενή επαφή με τον κόσμο των γερμανικών φύλων. Μάχη του καθολικισμού κατά της Μεταρρύθμισης. Καμιά σχέση με τη Ρωσία που ήταν μακριά, σαν άλλος κόσμος». Οπαδός του νοήματος και της κουλτούρας ενός λαού ανεξάρτητα από τη γλώσσα που ομιλεί, ο Κούντερα νεύει προς τη μεριά ενός κοσμοπολιτισμού, χωρίς κέντρα και βαρυσήμαντους -ισμούς. Με την έννοια αυτή, οι Βαλκάνιοι τουλάχιστον γείτονες θα μπορούσαν θαυμάσια να ενσωματωθούν, χωρίς το σκιάχτρο της γλωσσικής πληρότητας. Εξάλλου, κάτι τέτοιο συνέβη πολλές φορές.
Από την "Ελευθεροτυπία", 27/3/2010
Γλώσσα και εθνική ενσωμάτωση
«Η ιστορία της σκέψης, ιστορία και της γλώσσας». Η φράση αυτή του Λένιν, που προτάσσεται ως μότο σε μια συλλογή κειμένων του Philippe Sollers για τη Γραφή και τα όρια της εμπειρίας (Edition de Seuil, 1971), αν δήλωνε κάτι εκείνη την εποχή, όπου μεσουρανούσαν το περιοδικό «Tel Quel» και η σημειολογία, ήταν το άγχος να συνδυαστεί ο μαρξισμός με τη δομολογία και τη γλωσσική ανάλυση, να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον υλισμό και την πνευματοκρατία, να εξωραϊστεί μέσα από τη σύνθετη κειμενική απορρόφηση που απαιτούσαν οι σπουδές εκείνης της γενιάς το τραχύ πρόσωπο του σοβιετικού καθεστώτος.
Και αν από τα «οράματα και θάματα» του σταλινικού σοσιαλισμού δεν έμεινε παρά η μπαρόκ καρικατούρα του (μονοκομματικός καπιταλισμός + εκχυδαϊσμός), η φράση του Λένιν δεν ξεθώριασε, είναι ακόμη επίκαιρη και εμβληματική για την ευστοχία της, στην κόψη πάντα της γλωσσικής θεωρίας για τη σκέψη και την ιστορική εξέλιξη. Η ανθρώπινη δημιουργία, creatura mundi, καθώς και η σκέψη που την επεξεργάζεται και κατηγοριοποιεί, περνάει μέσα από το φίλτρο της γλώσσας. Σ' αυτήν αποτυπώνεται, ενώ η ίδια τής επιστρέφει τους μηχανισμούς και τα εργαλεία της, τους τρόπους που την καλλιεργούν και την εκλεπτύνουν. Η εικόνα του κόσμου σ' όλη την ποικιλία και τις αποχρώσεις του, στην κίνηση και ακινησία του, στις αυξομειώσεις της έντασής του, στη μορφοπλασία και τη διάχυσή του, στον ορθολογισμό και τον αντιρασιοναλισμό του, την τρυφηλότητα και στον ασκητισμό του, αντανακλάται -μ' όλες τις απώλειες που προκαλεί κάθε μεσίτευση- στους κυματισμούς της σύνταξης και της γραμματικής. Παράδειγμα, η αρχαία ελληνική, που στην υφή της και στο πλούσιο κλιτικό της σύστημα εκφράζονται όχι μόνο οι λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις μιας φιλοσοφικής θέασης, αλλά και ο ρητορικός σολιψισμός της σοφιστικής με τις παλινωδίες του, εικόνα ανάγλυφη του ύφους της πολιτικής δημοκρατίας. Τετριμμένες παρατηρήσεις που στοιχειοθετούν το αυτονόητο για πολλούς συμπέρασμα: Η γλώσσα, οσάκις λειτουργεί και δεν βαλτώνει από παραλυσία, είναι οικοτροφείο της σκέψης. Την εμπλουτίζει, της δίνει τη διαύγεια και τους ιριδισμούς της, την αίγλη της αυτοσυνειδησίας της.
Το ωχρό μου σχόλιο για την πρωτοκαθεδρία της γλώσσας στην έλλογη εκδίπλωση του ανθρώπου και στην αυτογνωσία του επαναφέρει το κρίσιμο ερώτημά μου (βλ. Γ. Αριστηνός, «Τα ανεπούλωτα τραύματα», «Ελευθεροτυπία» 13-3-2010): Είναι προαπαιτούμενο της εθνικής αυτεπίγνωσης η γλώσσα; Περνάει η ενσωμάτωση του αλλοδαπού μέσα από τη γνώση και την εμβάθυνσή της; Για πολλούς κάτι τέτοιο θα ίσχυε απόλυτα στον βαθμό που η γλώσσα δεν είχε ταριχευτεί, δεν είχε αποστεωθεί και σκληρύνει σαν όστρακο, δεν είχε καταλήξει αποσαρκωμένο περίβλημα, φάντασμα του εαυτού της, αμλετικό αερικό. Ο σημερινός, ωστόσο, Ελληνας, όπως και κάθε παγκοσμιοποιημένο κλάσμα ανθρώπου, μιλάει αυτοματικά. Υπνοβατώντας σε ένα οικουμενικό εργοστάσιο παρασκευής άνυλων γλωσσικών σημείων και υπακούοντας σε μια προστακτική «έγκληση» της ζωής που εκβάλλει αναπόδραστα στον νέο μεσσιανισμό της οικονομίας, είναι για την ώρα εγγεγραμμένος στη λήθη της γλώσσας. Δεν την ενσαρκώνει, απλώς την επωμίζεται στανικά σαν μια απεχθή επικοινωνιακή φόρμα. Οι λέξεις του δεν είναι σημαίνοντα μιας σημαινόμενης ύλης, αλλά φετιχοποιημένα είδωλα, μαγικά νεύματα, μια σαμανική τελετουργία χρηματιστηριακής έκστασης. Στις συνθήκες αυτές η γνώση της γλώσσας που απαιτείται από τον μετανάστη δεν συμβάλλει στην εθνική αυτογνωσία, αφού η πρώτη είναι ανενεργή και ατελέσφορη, χωρίς βάθος ιστορικής συνείδησης και ετυμολογικής διαφάνειας, χωρίς ερείσματα και ρίζες. Ομοιος, mutatis mutandis, με τον σύγχρονο Ελληνα, καταναλωτή μιας επιθυμίας χωρίς αντίκρισμα, άνυδρο και πτωχευμένο, κάτοχο ενός οικόσημου χωρίς οίκο, και σήματος χωρίς περιεχόμενο, με τα λίγα γλωσσικά του αποθέματα «δαπανημένα στο μηδέν» (βλ. Ε. Αρανίτσης, Η μελαγχολία των θεσμών), θα μπορούσε να συγκατοικήσει με τον χθόνιο συμπολίτη του, χωρίς τις αξιώσεις μιας γλωσσικής αποκατάστασης. Αχαλίνωτος πεσιμισμός που επιστρατεύει μέσα από τη «μαύρη βόσκησή του» εύθραυστες θεωρητικές κατασκευές; Προκατάληψη απέναντι σε μια «νέα» δυναμική του ανθρώπου που αφήνει πίσω του τα άχρηστα «μπαγάζια» της γλώσσας, της συνείδησης (εξάλλου, ο Γκέμπελς δεν έλεγε πως η συνείδηση είναι εβραϊκή επινόηση;), της εθνικής ταυτότητας κ.λπ.; Τέλος, και το πιο σημαντικό, προβιβασμός της γλώσσας και ανακήρυξή της σε απαρασάλευτο μεσίτη κάθε εμπειρίας και κουλτούρας; Ισως.
Ο Κούντερα πιο ψύχραιμος, καψαλισμένος μάλιστα και ο ίδιος από την ιστορία και τις πανουργίες της, αναπτύσσει ένα άλλο σκεπτικό: Γλώσσα και εθνική κουλτούρα δεν πρέπει να ταυτίζονται. Πιο κοντά στην αντίληψη του Σοσίρ, για τη λειτουργία της γλώσσας, ταξινομεί ορθολογικά τον ρόλο της, μακριά από τον επεκτατισμό και τη βουλιμία που της αποδίδουν οι γλωσσοκεντρικοί. Εξηγώντας την παραχάραξη της τσεχοσλοβακικής ιστορίας που έγινε από τους Δυτικούς, γράφει: «Εξηγούσα ότι αν υπάρχει κάποια γλωσσολογική ενότητα των σλαβικών εθνών, δεν υπάρχει καμία σλαβική κουλτούρα, κανένας σλαβικός κόσμος: η ιστορία των Τσέχων, όπως και των Πολωνών, των Σλοβάκων, των Κροατών ή των Σλοβένων, είναι καθαρά δυτική. Γοτθικός ρυθμός, Αναγέννηση, Μπαρόκ, στενή επαφή με τον κόσμο των γερμανικών φύλων. Μάχη του καθολικισμού κατά της Μεταρρύθμισης. Καμιά σχέση με τη Ρωσία που ήταν μακριά, σαν άλλος κόσμος». Οπαδός του νοήματος και της κουλτούρας ενός λαού ανεξάρτητα από τη γλώσσα που ομιλεί, ο Κούντερα νεύει προς τη μεριά ενός κοσμοπολιτισμού, χωρίς κέντρα και βαρυσήμαντους -ισμούς. Με την έννοια αυτή, οι Βαλκάνιοι τουλάχιστον γείτονες θα μπορούσαν θαυμάσια να ενσωματωθούν, χωρίς το σκιάχτρο της γλωσσικής πληρότητας. Εξάλλου, κάτι τέτοιο συνέβη πολλές φορές.
Από την "Ελευθεροτυπία", 27/3/2010