Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Γιώργου Αριστηνού Γλώσσα και εθνική ενσωμάτωση




Γλώσσα και εθνική ενσωμάτωση

«Η ιστορία της σκέψης, ιστορία και της γλώσσας». Η φράση αυτή του Λένιν, που προτάσσεται ως μότο σε μια συλλογή κειμένων του Philippe Sollers για τη Γραφή και τα όρια της εμπειρίας (Edition de Seuil, 1971), αν δήλωνε κάτι εκείνη την εποχή, όπου μεσουρανούσαν το περιοδικό «Tel Quel» και η σημειολογία, ήταν το άγχος να συνδυαστεί ο μαρξισμός με τη δομολογία και τη γλωσσική ανάλυση, να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον υλισμό και την πνευματοκρατία, να εξωραϊστεί μέσα από τη σύνθετη κειμενική απορρόφηση που απαιτούσαν οι σπουδές εκείνης της γενιάς το τραχύ πρόσωπο του σοβιετικού καθεστώτος.
Και αν από τα «οράματα και θάματα» του σταλινικού σοσιαλισμού δεν έμεινε παρά η μπαρόκ καρικατούρα του (μονοκομματικός καπιταλισμός + εκχυδαϊσμός), η φράση του Λένιν δεν ξεθώριασε, είναι ακόμη επίκαιρη και εμβληματική για την ευστοχία της, στην κόψη πάντα της γλωσσικής θεωρίας για τη σκέψη και την ιστορική εξέλιξη. Η ανθρώπινη δημιουργία, creatura mundi, καθώς και η σκέψη που την επεξεργάζεται και κατηγοριοποιεί, περνάει μέσα από το φίλτρο της γλώσσας. Σ' αυτήν αποτυπώνεται, ενώ η ίδια τής επιστρέφει τους μηχανισμούς και τα εργαλεία της, τους τρόπους που την καλλιεργούν και την εκλεπτύνουν. Η εικόνα του κόσμου σ' όλη την ποικιλία και τις αποχρώσεις του, στην κίνηση και ακινησία του, στις αυξομειώσεις της έντασής του, στη μορφοπλασία και τη διάχυσή του, στον ορθολογισμό και τον αντιρασιοναλισμό του, την τρυφηλότητα και στον ασκητισμό του, αντανακλάται -μ' όλες τις απώλειες που προκαλεί κάθε μεσίτευση- στους κυματισμούς της σύνταξης και της γραμματικής. Παράδειγμα, η αρχαία ελληνική, που στην υφή της και στο πλούσιο κλιτικό της σύστημα εκφράζονται όχι μόνο οι λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις μιας φιλοσοφικής θέασης, αλλά και ο ρητορικός σολιψισμός της σοφιστικής με τις παλινωδίες του, εικόνα ανάγλυφη του ύφους της πολιτικής δημοκρατίας. Τετριμμένες παρατηρήσεις που στοιχειοθετούν το αυτονόητο για πολλούς συμπέρασμα: Η γλώσσα, οσάκις λειτουργεί και δεν βαλτώνει από παραλυσία, είναι οικοτροφείο της σκέψης. Την εμπλουτίζει, της δίνει τη διαύγεια και τους ιριδισμούς της, την αίγλη της αυτοσυνειδησίας της.
Το ωχρό μου σχόλιο για την πρωτοκαθεδρία της γλώσσας στην έλλογη εκδίπλωση του ανθρώπου και στην αυτογνωσία του επαναφέρει το κρίσιμο ερώτημά μου (βλ. Γ. Αριστηνός, «Τα ανεπούλωτα τραύματα», «Ελευθεροτυπία» 13-3-2010): Είναι προαπαιτούμενο της εθνικής αυτεπίγνωσης η γλώσσα; Περνάει η ενσωμάτωση του αλλοδαπού μέσα από τη γνώση και την εμβάθυνσή της; Για πολλούς κάτι τέτοιο θα ίσχυε απόλυτα στον βαθμό που η γλώσσα δεν είχε ταριχευτεί, δεν είχε αποστεωθεί και σκληρύνει σαν όστρακο, δεν είχε καταλήξει αποσαρκωμένο περίβλημα, φάντασμα του εαυτού της, αμλετικό αερικό. Ο σημερινός, ωστόσο, Ελληνας, όπως και κάθε παγκοσμιοποιημένο κλάσμα ανθρώπου, μιλάει αυτοματικά. Υπνοβατώντας σε ένα οικουμενικό εργοστάσιο παρασκευής άνυλων γλωσσικών σημείων και υπακούοντας σε μια προστακτική «έγκληση» της ζωής που εκβάλλει αναπόδραστα στον νέο μεσσιανισμό της οικονομίας, είναι για την ώρα εγγεγραμμένος στη λήθη της γλώσσας. Δεν την ενσαρκώνει, απλώς την επωμίζεται στανικά σαν μια απεχθή επικοινωνιακή φόρμα. Οι λέξεις του δεν είναι σημαίνοντα μιας σημαινόμενης ύλης, αλλά φετιχοποιημένα είδωλα, μαγικά νεύματα, μια σαμανική τελετουργία χρηματιστηριακής έκστασης. Στις συνθήκες αυτές η γνώση της γλώσσας που απαιτείται από τον μετανάστη δεν συμβάλλει στην εθνική αυτογνωσία, αφού η πρώτη είναι ανενεργή και ατελέσφορη, χωρίς βάθος ιστορικής συνείδησης και ετυμολογικής διαφάνειας, χωρίς ερείσματα και ρίζες. Ομοιος, mutatis mutandis, με τον σύγχρονο Ελληνα, καταναλωτή μιας επιθυμίας χωρίς αντίκρισμα, άνυδρο και πτωχευμένο, κάτοχο ενός οικόσημου χωρίς οίκο, και σήματος χωρίς περιεχόμενο, με τα λίγα γλωσσικά του αποθέματα «δαπανημένα στο μηδέν» (βλ. Ε. Αρανίτσης, Η μελαγχολία των θεσμών), θα μπορούσε να συγκατοικήσει με τον χθόνιο συμπολίτη του, χωρίς τις αξιώσεις μιας γλωσσικής αποκατάστασης. Αχαλίνωτος πεσιμισμός που επιστρατεύει μέσα από τη «μαύρη βόσκησή του» εύθραυστες θεωρητικές κατασκευές; Προκατάληψη απέναντι σε μια «νέα» δυναμική του ανθρώπου που αφήνει πίσω του τα άχρηστα «μπαγάζια» της γλώσσας, της συνείδησης (εξάλλου, ο Γκέμπελς δεν έλεγε πως η συνείδηση είναι εβραϊκή επινόηση;), της εθνικής ταυτότητας κ.λπ.; Τέλος, και το πιο σημαντικό, προβιβασμός της γλώσσας και ανακήρυξή της σε απαρασάλευτο μεσίτη κάθε εμπειρίας και κουλτούρας; Ισως.
Ο Κούντερα πιο ψύχραιμος, καψαλισμένος μάλιστα και ο ίδιος από την ιστορία και τις πανουργίες της, αναπτύσσει ένα άλλο σκεπτικό: Γλώσσα και εθνική κουλτούρα δεν πρέπει να ταυτίζονται. Πιο κοντά στην αντίληψη του Σοσίρ, για τη λειτουργία της γλώσσας, ταξινομεί ορθολογικά τον ρόλο της, μακριά από τον επεκτατισμό και τη βουλιμία που της αποδίδουν οι γλωσσοκεντρικοί. Εξηγώντας την παραχάραξη της τσεχοσλοβακικής ιστορίας που έγινε από τους Δυτικούς, γράφει: «Εξηγούσα ότι αν υπάρχει κάποια γλωσσολογική ενότητα των σλαβικών εθνών, δεν υπάρχει καμία σλαβική κουλτούρα, κανένας σλαβικός κόσμος: η ιστορία των Τσέχων, όπως και των Πολωνών, των Σλοβάκων, των Κροατών ή των Σλοβένων, είναι καθαρά δυτική. Γοτθικός ρυθμός, Αναγέννηση, Μπαρόκ, στενή επαφή με τον κόσμο των γερμανικών φύλων. Μάχη του καθολικισμού κατά της Μεταρρύθμισης. Καμιά σχέση με τη Ρωσία που ήταν μακριά, σαν άλλος κόσμος». Οπαδός του νοήματος και της κουλτούρας ενός λαού ανεξάρτητα από τη γλώσσα που ομιλεί, ο Κούντερα νεύει προς τη μεριά ενός κοσμοπολιτισμού, χωρίς κέντρα και βαρυσήμαντους -ισμούς. Με την έννοια αυτή, οι Βαλκάνιοι τουλάχιστον γείτονες θα μπορούσαν θαυμάσια να ενσωματωθούν, χωρίς το σκιάχτρο της γλωσσικής πληρότητας. Εξάλλου, κάτι τέτοιο συνέβη πολλές φορές. 

Από την "Ελευθεροτυπία", 27/3/2010

Σταύρος Τσακυράκης: Συλλογική συνενοχή


 

Δεν υπήρξε ομαδικός βιασμός της μαθήτριας στο σχολείο της Αμαρύνθου, απεφάνθη η Δικαιοσύνη και αθώωσε τους τέσσερις μαθητές που φέρονταν ως δράστες και τις δύο μαθήτριες που κατηγορούνταν για συνέργεια.
Κατά το δικαστήριο, υπήρξε ομαδικό σεξ στις τουαλέτες του σχολείου αλλά έγινε με τη συναίνεση της μηνύτριας, η οποία προφανώς ψευδώς το κατήγγειλε ως βιασμό.
Κατά κανόνα, είναι άδικο να επιδεικνύεται δυσπιστία σε μια αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Εκείνο που πρέπει να αποδειχτεί είναι η ενοχή βάσει στοιχείων και όχι η αθωότητα. Αλίμονο σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει με δυσπιστία την αθώωση και εμμένει στις εντυπώσεις και τις προκαταλήψεις της. Σε περιπτώσεις, όμως, βιασμού (αλλά και σεξουαλικής παρενόχλησης) η δυσπιστία έναντι της αθώωσης λόγω συναίνεσης της γυναίκας είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Και τούτο διότι η υποτιθέμενη συναίνεση χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για την διαιώνιση της πιο βάρβαρης προσβολής ενάντια στη σωματική ακεραιότητα των γυναικών. Με το κλασικό πρόσχημα ότι η γυναίκα τα 'θελε, προκάλεσε, πήγαινε γυρεύοντας, είπε όχι αλλά κατά βάθος εννοούσε ναι, εκατομμύρια βιασμοί βαφτίστηκαν συναινετικές συνευρέσεις.
Χιλιάδες μελέτες έχουν δείξει ότι πολλές γυναίκες προτιμούν να μην καταγγείλουν τη βία που έχουν υποστεί, παρά να πληρώσουν το τίμημα του διασυρμού της προσωπικότητάς τους σε μια ανδροκρατική κοινωνία, που επιδιώκει να τις μετατρέψει από θύματα σε θύτες. «Δεν αντιστάθηκες, δεν φώναξες;», «πώς σου έβγαλε το παντελόνι αν δεν το ήθελες;», «λίγο να έσφιγγες τα πόδια δεν θα μπορούσε να σε βιάσει», τέτοια λόγια ακούγονται σε υποθέσεις βιασμού επιχειρώντας να πείσουν ότι τίποτε δεν συνέβη χωρίς τη θέληση του θύματος. Πρόκειται για τακτικές που δεν θα πετύχαιναν αν δεν ήταν ισχυρό το ανδροκρατικό στερεότυπο της δαιμονικής φύσης της γυναίκας με την ακόρεστη σεξουαλικότητα, που παρασέρνει τα αθώα αρσενικά να δοκιμάσουν το μήλο και μετά τα εκδικείται διαβάλλοντας και συκοφαντώντας τα.
Δεν έχω άμεση γνώση της συγκεκριμένης υπόθεσης ούτε έχω τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους οι δικαστές που αθώωσαν τους μαθητές της Αμαρύνθου. Δυσκολεύομαι, όμως, να πιστέψω ότι ένα νέο κορίτσι με άριστη συμπεριφορά στο σχολείο και στη κοινωνία, αποφάσισε μια μέρα να διασκεδάσει με τέσσερις συμμαθητές της στην τουαλέτα του σχολείου, κάλεσε και δύο συμμαθήτριές της να κοιτάζουν (ή να βιντεοσκοπούν) και, μετά το γλέντι, είτε επειδή μετάνιωσε είτε επειδή φοβήθηκε τι θα πουν γι' αυτήν η μητέρα της ή οι άλλοι, είχε τη φαεινή ιδέα να επινοήσει την καταγγελία για βιασμό. Οτι ήταν τόσο αφελής, που νόμισε ότι ήταν προτιμότερο να κάνει βούκινο την όλη ιστορία παρά να υποστεί τα κουτσομπολιά που θα κυκλοφορούσαν μεταξύ των μαθητών σε βάρος της. Οτι αυτή, μια μικρή αλλοδαπή, νόμισε ότι θα βγάλει τρελούς τους τόσους εμπλεκόμενους σε αυτή την ιστορία και πως θα γίνει πιστευτή η δική της εκδοχή για βιασμό, αντί της γενναιόδωρης ηδονής που ομαδικά τής πρόσφεραν.
Στις ΗΠΑ, μολονότι γενικά ισχύει η απαίτηση της απόδειξης της ενοχής πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας, σε εγκλήματα βίας κατά γυναικών, λόγω της ιδιομορφίας αυτών των αδικημάτων και της μακράς παράδοσης αδικιών, υιοθετούνται λιγότερο αυστηρά κριτήρια. Επειδή πρέπει να υπάρχει πολύ ισχυρό (και άρα εμφανές) κίνητρο για να ωθήσει μια γυναίκα σε ψευδή καταγγελία για βιασμό, γι' αυτό κατά κανόνα ο λόγος της μετρά περισσότερο από τον λόγο του άνδρα. Να γιατί στη συγκεκριμένη υπόθεση, αν το δικαστήριο δεν δώσει μια πειστική εξήγηση για τα κίνητρα της ψευδούς καταγγελίας, εγώ πιστεύω το κορίτσι.
Ολες οι υποθέσεις ομαδικού βιασμού κρύβουν μια συλλογική συνενοχή, που ξεπερνά τους δράστες και τους συγγενείς τους και αγγίζει όλη την κοινωνία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η μικρή κοινωνία της Αμαρύνθου γνωρίζει τι πραγματικά συνέβη. Κάνει λάθος αν νομίζει ότι η συγκάλυψη και εξεύρεση θύματος στο πρόσωπο της μαθήτριας είναι προτιμότερη από την κάθαρση. Ιδιαίτερα τα νέα κορίτσια, οι συμμαθήτριές της, ας δουν το έργο «Η κατηγορούμενη» με την Τζόντι Φόστερ, ας αναλογιστούν ότι ο βιασμός είναι ο παροξυσμός του μισογυνισμού, ότι δεν υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητας διαρκέστερη και διαστροφικότερη εκμετάλλευση ομάδας ανθρώπων από αυτήν που έχουν υποστεί οι γυναίκες και για το καλό όλων μας ας βγουν μπροστά και ας αποκαλύψουν την αλήθεια.


                            από την "Ελευθεροτυπία", 31/3/2010.

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

1994: Όταν οι μουσικές ανάσες της κ. Κατερίνας και του κ. Ντίνου μού ξίπασαν τ’ αυτί…

μουσική-στίχοι: Ντίνος Χριστιανόπουλος
ερμηνεία: Δημήτρης Νικολούδης

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΕΤΡΑΚΟΥ: το κενό

Είναι μερικές φορές στη ζωή μας που συναντάμε βιβλία, ταινίες, ζωγραφιές, μουσικές και τραγούδια που επιμένουν να ξανάρχονται και να ξανάρχονται στο νου, ακόμα και πολλά χρόνια μετά την πρώτη μας συνάντηση...

01 TO KENO.mp3

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: εγώ για την αγάπη σου

...τα τραγούδια ξανάρχονται κρατώντας και την πρώτη τους γλυκιά πνοή, αλλά προσθέτοντας κι άλλα αισθήματα, κι άλλες σκέψεις, κι άλλες εικόνες, κι άλλες ονειροπολήσεις. Κι αυτό συμβαίνει, όχι μόνο γιατί εμείς αλλάζουμε μεγαλώνοντας και εμπλουτίζονται οι εμπειρίες μας, αλλά κυρίως γιατί όλα αυτά τα καινούργια που τώρα φανερώνονται υπήρχαν εκεί, μέσα τους, από πάντα, απ’ την αρχή της δημιουργίας τους, κάτω από λινά και μεταξωτά υφάσματα, ακριβά και πολύτιμα, ταιριαστά στην ξεχωριστή τους αξία....

εγώ για την αγάπη σου.mp3
ερμηνεία: Παναγιώτης Καραδημήτρης

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΕΤΡΑΚΟΥ: χωρίς δικαίωμα

...ανασηκώνοντας τα πανικά, ανασύροντας αυτές τις ακριβές αγάπες μας, καινούργια αρώματα αναδύονται μαζί μ’ εκείνο, το παλιό, το γνωστό, το αγαπημένο. Είναι που ταιριάζουν στις εξαιρετικές στιγμές χαράς και λύπης που ζούμε τώρα, γιορτές και πένθη σημερινά, στιγμές μονάκριβες που ζητάνε μόνο τη δική τους συντροφιά....

07 HORİS DİKEOMA.mp3

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: τα παλιά μου ιδανικά

...Μοναδική αξία έχουν για μένα οι μουσικές δουλειές της κ. Κατερίνας Πετράκου («Το κενό») και του κ. Ντίνου Χριστιανόπουλου («Το αιώνιο παράπονο») που γνωρίστηκα μαζί τους το 1994. Στη μέση της δεκαετίας του ’90, που το ελληνικό τραγούδι έχει αρχίσει να «στολίζεται» με τηλεοπτικά μαλάματα, να νοιάζεται περισσότερο για την εικόνα του παρά για το αίσθημά του, είναι αυτές οι δυο δουλειές που επανατοποθετούν το νόημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Που δεν σημαίνει περίτεχνο ύφος, επίδειξη δεξιοτεχνίας, ερμηνευτική πόζα, κάμωμα και φωνασκία...

τα παλιά μου ιδανικά.mp3
ερμηνεία: Δημήτρης Νικολούδης

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΕΤΡΑΚΟΥ: όποιος ταράξει τα νερά

...Καλλιτεχνική δημιουργία σημαίνει απλότητα, σημαίνει έκφραση καρδιάς, σημαίνει υπομονή και επιμονή – δουλειά, δηλαδή - στην αναζήτηση της ουσίας που είναι η κοινότητα αισθημάτων, αυτή που κάνει τους ανθρώπους να αγκαλιάζονται, να ενώνονται, να σπάνε την σκληρότατη μοναξιά τους. Κι όταν το πετυχαίνουν, τους φτάνει να το σιγοτραγουδήσουν μαζί, ψιθυριστά, κοιτώντας βαθιά μέσα τους, ενώ βυθίζονται ταυτόχρονα και στο αγαπητικό βλέμμα του άλλου.

11 OPİOS TARAKSİ A NERA.mp3

«ΤΟ ΚΕΝΟ»  (12 τραγούδια)

Μουσική/Στίχοι: Κατερίνα Πετράκου
Ενορχήστρωση: Νίκος Γράψας
Τραγούδι: Κ.Πετράκου, Αντιγ. Μπούνα (2 τραγ.), Ν. Γράψας (1 τραγ.)
Παραγωγή: Εταιρεία «Καθρέφτης ήχων αληθινών» (1994)

«ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ» (10 τραγούδια)

Μουσική/Στίχοι: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ενορχήστρωση: Στάθης Σαββίδης
Τραγούδι: Δημήτρης Νικολούδης, Παναγιώτης Καραδημήτρης (από 5 τραγ.)
Παραγωγή: «Ανατολή» Music Productions (1994)

                                                   ο Μεθόδιος Αργουμέντης προτείνει
                                                         και εύχεται καλή ακρόαση…   

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ


   Από «ΤΑ  ΜΙΚΡΑ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ»  (1960-1978)

·       Από «Το Κορμί και το Σαράκι»

     το φιλί
     ενώνει πιο πολύ
     απ’ το κορμί

     γι’ αυτό το αποφεύγουν
     οι πιο πολλοί
    
……………………………………………………….

     λογιώ λογιώ κουμάσια
     γύρω απ’ τα τζιου-μποξ

     άλλος μπανίζει άλλος διπλαρώνει
     κανείς δε νοιάζεται για μουσική

………………………………………………………….

     η θάλασσα ηδονίζεται με τα ναυάγια
     τα προκαλεί
     τα κουκουλώνει

     είσαι η θάλασσα
     είμαι ναυάγιο

…………………………………………………………..


     φάτσες ψυχρές
     τις σκάλες του υπουργείου κατεβαίνουν
     κανέναν γελαστό δεν είδα

     όλοι πουλήσαν το χαμόγελό τους
     για μια υπογραφή
    
…………………………………………………………..

     βύθισε τον ήλιο σου
     στην πιο σκοτεινή μου γωνιά

     μπήξε το ψέμα σου
     στην πιο θλιβερή μου αλήθεια

…………………………………………………………..

     σαν τον καφέ είναι ο έρωτας
     άλλοι τον προτιμούν βαρύγλυκο
     άλλοι τον θέλουν με ολίγη
     οι πιο πολλοί τον πίνουν μέτριο

     κι όλοι το ίδιο τον πληρώνουν

…………………………………………………………..


     τα λουλούδια θέλουν φροντίδα
     τα ζώα θέλουν περιποίηση
     οι άνθρωποι θέλουν αφοσίωση
     οι θεοί θέλουν λατρεία

     πώς να τα βγάλει πέρα ένας άνθρωπος

………………………………………………………….

·       Από   «Το Κορμί  και  το  Μεράκι»

     η νύχτα είναι παγερή
     και μ’ έχεις στήσει

     με γέλασες
     με γέρασες

………………………………………………………….

     καινούργιο χιόνι πέφτει
     επάνω στο παλιό

     κι άλλες νιφάδες βιάζονται
     να γίνουν λάσπη

………………………………………………………….

     απ’ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά
     πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;

………………………………………………………….

     σε πήρα να μ’ επισκευάσεις
     κι εσύ με ξεχαρβάλωσες

…………………………………………………………..

     κάθε φορά που νομίζω πως σ’ έχω στο χέρι
     βλέπω πόσο ο έρωτας είναι αχειροποίητος

……………………………………………………………………



·       Από τον «Μπουφέ»

     αν δεν μπορείς να χτίσεις
     μπορείς να σκάψεις

     αν δεν μπορείς να γίνεις
     μπορείς να είσαι

…………………………………………………………………


     δόξα έχει η μαύρη πέτρα σου και το ξερό χορτάρι

     μα τι να την κάνεις τη δόξα
     όταν η πέτρα εξακολουθεί να ‘ναι μαύρη
     και το χορτάρι μένει ακόμα ξερό

………………………………………………………………..

      έλαιον θέλω και ου θυσίαν

     κι εμείς που θυσιαστήκαμε;
     εμείς που δε λαδώσαμε;

………………………………………………………………...

     οι μεν της καταστάσεως
     οι δε της αντιστάσεως

     μονάχα οι προθέσεις διαφέρουν

……………………………………………………………….

     τα πρόβατα απήργησαν
     ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής

                            [αντιπαροχή]

     εκεί που μαραίνονταν κήποι
     τώρα ανθίζουν σπίτια

……………………………………………………………

     συνήθως νύχτα
     γίνονται οι συλλήψεις

    και οι μεν και οι δε

………………………………………………………………

    καημένε Μακρυγιάννη να ‘ ξερες
    γιατί το τζάκισες το χέρι σου

     το τζάκισες για να χορεύουν  σέικ
     τα κωλόπαιδα

…………………………………………………………………

     και τι δε κάνατε για να με θάψετε
     όμως ξεχάσατε πως είμαι σπόρος 

……………………………………………………………………………
     ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ : Θεσσαλονικιός ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός, επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής· γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Πραγματικό του ονοματεπώνυμο Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ (1950 – 1954), εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτ. Βιβλιοθήκη της Θεσ/νίκης (1957 – 1965) και από το 1965 ασχολείται επαγγελματικά με φιλολογικές επιμέλειες κειμένων και εκδόσεις. Ιδρυτής και υπεύθυνος του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαγώνιος» (1958) που κυκλοφορούσε με παύσεις μέχρι το 1983. Η «Διαγώνιος» ήταν το φυτώριο αρκετών συνομήλικων και νεότερων λογοτεχνών, όπως του Γ. Ιωάννου, του Ν.Α.Ασλάνογλου, του Τόλη Καζαντζή, του Σάκη Παπαδημητρίου. Το 1974 ίδρυσε την Αίθουσα Τέχνης της Διαγωνίου, που ήταν στέκι των καλλιτεχνών και των λογοτεχνών της Θεσ/νίκης. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον Διον. Σαββόπουλο, τον Στ. Κουγιουμτζή, τον Νίκο Θωμά.
     Έχει εκδώσει αρκετές φορές συγκεντρωτικά τα ποιήματά του, ενώ έχει γράψει και πεζά και δοκίμια με ενδεικτικούς τίτλους, Η κάτω βόλτα – 1963, Οι ρεμπέτες του Ντουνιά – 1986, Σειρά πρώτη – 1965, Εναντίον – 1986,1993, Τα επ’ εμοί – 1993, κ.ά. Μελέτες του: Συμπληρώνοντας κενά: Σολωμός-Καβάφης-Καββαδίας-Δούκας-Λαούρδας – 1988, Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού – 1961, Στιχάκια του στρατού – 1973 κ.ά.
     Έχει μελοποιήσει τα ποιήματά του Το αιώνιο παράπονο – 1994, και έχει κυκλοφορήσει με δική του επιμέλεια τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.


Μαρία Λαϊνά: Η ποίηση είναι απλούστατα γλώσσα

....Υπάρχουν δύο ρήματα που απασχολούν κατά καιρούς τον ποδηλάτη. Το ρήμα «είμαι» και το ρήμα «κάνω». Υπάρχουν και οι αντίστοιχοι τύποι ανθρώπων. Αυτοί που κυρίως είναι, και αυτοί που κυρίως κάνουν. Αυτοί που αν δεν κάνουν δεν είναι, κι εκείνοι που αν δεν είναι δεν μπορούν να κάνουν. Βέβαια πάντα κάνει κάτι κανείς, αλλιώς δεν είναι δυνατόν να είναι, και κατά κάποιον τρόπο πάντα είναι, αλλιώς δεν είναι δυνατόν να κάνει. Και κάνουμε λοιπόν και είμαστε. Αλλά σήμερα το είναι θεωρείται κυρίως η ελλάσων προϋπόθεση για το μέγιστο που είναι το να κάνεις. Αλλιώς, ακόμη κι αν είσαι, είναι σαν να μην είσαι ή δεν είσαι καλά. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε για ν' αποδείξουμε ότι κατ' αρχάς είμαστε, κι ύστερα ότι καλώς είμαστε, καλά είμαστε, δικαίως είμαστε. Οι άλλοι μαθαίνουν να μας αναγνωρίζουν και μας θυμούνται από αυτό που κάνουμε ή σταματήσαμε να κάνουμε. Κάνω δύο γάμους ή τρεις σχέσεις, κάνω παιδιά, θα κάνω μια δεξίωση, πέντε ταξίδια, δεκαοχτώ εκπομπές. Δεν μπορώ να κάνω σιωπή, μοναξιά, αγάπη, μπορώ όμως να κάνω φιλίες, έρωτα. Και πάλι όμως μιλάμε για πράξεις. Τα αφηρημένα ουσιαστικά, ειδικότερα όσα δηλώνουν κατάσταση, δεν... κάνονται. Πρέπει να γίνουν, και το ρήμα «γίνομαι», όταν γίνει, παραχωρεί τη θέση του στο είναι ή στο υπάρχω. Δεν μπορείς λοιπόν να κάνεις αυτά που είσαι, ενώ μπορείς να είσαι αυτά που κάνεις. Οι άνθρωποι τώρα που κυρίως κάνουν είναι σχεδόν πάντα ευτυχέστεροι, ασφαλέστεροι και καλά οργανωμένοι. Ο θεός ο ίδιος, η συνείδησή μας εν ανάγκη, μας καλεί, πριν κοιμηθούμε το βράδυ, σ' έναν απολογισμό τού τι κάναμε τη μέρα που πέρασε. Στη διάρκεια της ημέρας, ενίοτε και της νύχτας, ακούγεται η αγωνιώδης ερώτηση της μητρός προς το ανήλικο τέκνο της: «Εκανες;». Αλίμονο σε όποιον δεν έχει κάνει, δεν κάνει και δεν θα συνεχίσει να κάνει. Θα χρειαστεί χρόνια ψυχανάλυση για να μάθει ότι μπορεί και να μην έκανε άσχημα που δεν έκανε αν αυτό ήθελε να κάνει. Αλλά μπορεί να θες να κάνεις και να μην κάνεις; Γιατί ακόμη και την τρύπα στο νερό την κάνεις! - Κάθε στιγμή είναι άγνωστος τόπος....
από τη σελίδα "Πεντάλ" της Μαρίας Λαϊνά 
στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 26-3-2010

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

ΔΙΛΗΜΜΑ

Όργουελ εναντίον Χάξλεϋ

Αλμπέρ Καμύ (Camus, 1913 - 1960)



Γάλλος συγγραφέας (Βραβείο Νόμπελ 1957). Γεννημένος στην Αλγερία, όπου μεγάλωσε μέσα στην ένδεια: με πατέρα, που δεν τον γνώρισε, σκοτωμένο στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, και μητέρα να ξενοδουλεύει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου, αλλά η φυματίωση στα 17 χρόνια τον ταλαιπώρησε για χρόνια του στέρησε τη δυνατότητα να γίνει καθηγητής. Από το 1933 έως το 1938 εμψυχωτής αριστερού θιάσου και πρωταγωνιστής του. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το 1937, οπότε και διαγράφηκε όταν διαφώνησε με τη στάση του ΚΚ απέναντι στο αλγερινό εθνικιστικό κίνημα.
Τα πρώτα του βιβλία Απ’ την καλή και την ανάποδη (1937) και Οι γάμοι (1939) είναι δοκίμια με ποιητικούς τόνους και με αγάπη για τη Μεσόγειο και τη γενέθλια γη του. Από το 1938 ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και το 1942, εγκαταστημένος πλέον στη Γαλλία, εντάσσεται ενεργητικά στην αντίσταση ως συντάκτης και αργότερα διευθυντής της παράνομης εφημερίδας «Μάχη»(Combat). Την περίοδο της κατοχής εκδόθηκαν και τα δύο έργα που τον έκαναν διάσημο: το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» και το φιλοσοφικό δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου» (και τα δύο το 1942). Στο πρώτο ο Καμύ προβάλλει, μέσω του ήρωά του, την άρνηση υποταγής στις κίβδηλες και παράλογες κοινωνικές αξίες και την οδηγεί ως τις έσχατες συνέπειές της• στο δεύτερο, εμβαθύνοντας στο στοιχείο του παραλόγου, το βλέπει να προκύπτει από τη ρήξη του ανθρώπου με τον κόσμο στον οποίο ζει.
Από την απελευθέρωση του Παρισιού (1944) μέχρι το 1947 έγινε αρχισυντάκτης της Μάχης που πλέον νόμιμη συγκέντρωσε στις στήλες της τους σημαντικότερους διανοούμενους της Αντίστασης. Την εγκατέλειψε διαφωνώντας
με τη συντακτική ομάδα, ενώ την ίδια χρονιά (1947) εκδόθηκε το μυθιστόρημά του «Η πανούκλα» όπου ο ρόλος του παραλόγου, που το εκφράζει μια επιδημία, είναι και πάλι καίριος• όμως εδώ εμφανίζεται και η δυνατότητα υπέρβασης μέσα από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη. Συνεχίζοντας την προβληματική του πάνω στην εξέγερση, την οποία πρώτα συνδέει με τις ανθρωπιστικές αξίες («Γράμματα σ’ έναν Γερμανό φίλο», 1945), στο εκτεταμένο φιλοσοφικό δοκίμιο «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος» (1951) την αντικρίζει σαν μια ηθική και μεταφυσική στάση του ανθρώπου η οποία αντιπαρατίθεται ριζικά στο ιστορικό φαινόμενο της επανάστασης. Το έργο αυτό είχε μεγάλο αντίκτυπο και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από πολλές και διαφορετικές πλευρές: τους κομμουνιστές, τους σουρεαλιστές, τους υπαρξιστές και ορισμένους χριστιανούς. Η πολεμική μεταξύ Καμύ και Σαρτρ που ακολούθησε έθεσε τέρμα στη στενή φιλία τους.
Άλλα έργα του: «Το καλοκαίρι» (δοκίμια και πεζογραφήματα που αναφέρονται στην Ελλάδα*, 1954), «Η πτώση» (αφήγημα, 1956), «Η Εξορία και το Βασίλειο» (διηγήματα, 1957), «Επίκαιρα» (πολιτικά κείμενα, 1950,1953,1958), ενώ μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα προσωπικά του «Σημειωματάρια» (καλύπτουν την περίοδο 1935-51, έκδ. 1962-64)
Το πάθος του για το θέατρο έμεινε πάντα άσβηστο και η θεατρική του δημιουργία περιλαμβάνει τα έργα: «Η παρεξήγηση» (1944), «Καλιγούλας» (1945), «Κατάσταση Πολιορκίας» (1948), «Οι Δίκαιοι» (1949). Διασκεύασε αρκετά ξένα έργα.
Το έργο του μεταφράστηκε στις περισσότερες χώρες, ενώ υπήρξε εξάλλου ο νεότερος Γάλλος συγγραφέας που πήρε το Βραβείο Νόμπελ (1957).
Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 4 Σεπτεμβρίου του 1960.


*: Το 1949 δημοσιεύει έκκληση για τη ζωή των καταδικασμένων σε θάνατο στην Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου.


Ο Τίτος Πατρίκιος έγραψε στην Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια
Ο Μεθόδιος Αργουμέντης αντέγραψε
και ευχαριστεί…


Από τον «Ξένο»:


…Σήκωσε, ωστόσο, ξαφνικά το κεφάλι του και με κοίταξε κατάματα: «Γιατί, μου είπε αρνηθήκατε τις επισκέψεις μου;» Αποκρίθηκα πως δεν πίστευα στον Θεό. Θέλησε να μάθει αν ήμουνα σίγουρος γι’ αυτό και είπα πως δεν χρειαζόταν ν’ αναρωτηθώ: το έβρισκα ασήμαντο. Έγειρε τότε προς τα πίσω κι ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο, με τα χέρια πάνω στα μπούτια του. Είπε, χωρίς σχεδόν να φαίνεται πως μου μιλούσε, πως νομίζουμε πολλές φορές ότι είμαστε βέβαιοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαστε. Εγώ δεν έλεγα τίποτα. Με κοίταξε και με ρώτησε: «Τι λέτε γι’ αυτό;». Αποκρίθηκα πως ήταν πιθανό. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να μην βέβαιος για πράγματα που μ’ ενδιέφεραν πραγματικά, ήμουνα ωστόσο βέβαιος για όσα δε μ’ ενδιέφεραν. Κι ακριβώς, αυτό για το οποίο μου μιλούσε δε μ’ ενδιέφερε.
Γύρισε αλλού τα μάτια του και, πάντα χωρίς ν’ αλλάξει στάση, με ρώτησε μήπως μιλούσα από υπερβολική απελπισία. Του εξήγησα πως δεν ήμουνα απελπισμένος. Φοβόμουνα μόνο, κι ήταν κάτι πολύ φυσικό. «Τότε, ο Θεός θα σας βοηθούσε, παρατήρησε. Όλοι όσους γνώρισα στη δική σας περίπτωση ξαναγύρισαν σ’ αυτόν». Παραδέχτηκα πως ήταν δικαίωμά τους. Αυτό ήταν μια απόδειξη πως είχαν καιρό να το κάνουν. Όσο για μένα, δεν ήθελα να με βοηθήσουν και δεν είχα το χρόνο για να ενδιαφερθώ για κάτι που δε μ’ ενδιέφερε.
Εκείνη τη στιγμή τα χέρια του έκαναν μια κίνηση εκνευρισμού, αλλά ανακάθισε κι έφτιαξε τις πτυχές του ράσου του. Όταν τέλειωσε, στράφηκε σε μένα αποκαλώντας με «φίλε μου»: αν μου μιλούσε μ’ αυτό τον τρόπο δεν ήταν επειδή ήμουν καταδικασμένος σε θάνατο• κατά τη γνώμη του, όλοι είμαστε καταδικασμένοι σε θάνατο. Τον διέκοψα όμως λέγοντάς του πως δεν ήταν το ίδιο πράγμα κι ότι, άλλωστε, αυτό δεν αποτελούσε, σε καμιά περίπτωση, παρηγοριά. «Φυσικά, συμφώνησε. Θα πεθάνετε πάντως αργότερα αν δεν πεθάνετε σήμερα. Και τότε θα τεθεί το ερώτημα. Πως θα αντιμετωπίσετε αυτή τη φοβερή δοκιμασία;» Του αποκρίθηκα πως θα την αντιμετώπιζα όπως ακριβώς την αντιμετωπίζω τη στιγμή αυτή.
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια σηκώθηκε και με κοίταξε κατάματα. Ήταν ένα παιχνίδι που το γνώριζα πολύ καλά. Διασκέδαζα πολλές φορές με τον τρόπο αυτό με τον Εμμανουέλ και τον Σελέστ που, κατά κανόνα, έστρεφαν αλλού τα μάτια τους. Γνώριζε κι ο παπάς πολύ καλά αυτό το παιχνίδι, το κατάλαβα αμέσως: το βλέμμα του δεν τρεμόπαιζε. Ούτε κι η φωνή του έτρεμε όταν μου είπε: «Δεν έχετε, λοιπόν, καμιά ελπίδα και ζείτε με τη σκέψη πως θα πεθάνετε ολοκληρωτικά;». «Ναι», αποκρίθηκα.
Έσκυψε τότε το κεφάλι και ξανακάθισε. Μου είπε πως με λυπόταν. Το θεωρούσε αβάσταχτο για έναν άνθρωπο. Εγώ το μόνο που ένιωσα ήταν πως είχα αρχίσει να τον βαριέμαι…


(Μτφ. Γιάννης Αγγέλου)
Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1989




κι ένα τραγούδι...
Το τραγούδι που λένε η Μαρί κι ο Μερσώ κοίταζοντας τη Μεσόγειο από την ακτή του Αλγερίου:



Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

nick cave: the weeping song

Go son, go down to the water
And see the women weeping there
Then go up into the mountains
The men, they are weeping too

Father, why are all the women weeping?
They are weeping for their men
Then why are all the men there weeping?
They are weeping back at them

This is a weeping song
A song in which to weep
While all the men and women sleep
This is a weeping song
But I won't be weeping long

Father, why are all the children weeping?
They are merely crying son
O, are they merely crying, father?
Yes, true weeping is yet to come

This is a weeping song
A song in which to weep
While all the men and women sleep
This is a weeping song
But I won't be weeping long

O father tell me, are you weeping?
Your face seems wet to touch
O then I'm so sorry, father
I never thought I hurt you so much

This is a weeping song
A song in which to weep
While we rock ourselves to sleep
This is a weeping song
But I won't be weeping long
But I won't be weeping long
But I won't be weeping long
But I won't be weeping long 

ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ Β': ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΣΤΟ ΝΗΣΑΚΙ ΜΟΥ

Εδώ, εδώ! Πατήστε εδώ!

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Jaques Brel: La Valse À Mille Temps


La Valse À Mille Temps
Au premier temps de la valse
Toute seule tu souris dj
Au premier temps de la valse
Je suis seul mais je t'aperois
Et Paris qui bat la mesure
Paris qui mesure notre moi
Et Paris qui bat la mesure
Me murmure murmure tout bas
Une valse trois temps
Qui s'offre encore le temps
Qui s'offre encore le temps
De s'offrir des dtours
Du ct de l'amour
Comme c'est charmant
Une valse quatre temps
C'est beaucoup moins dansant
C'est beaucoup moins dansant
Mais tout aussi charmant
Qu'une valse trois temps
Une valse vingt ans
C'est beaucoup plus troublant
C'est beaucoup plus troublant
Mais beaucoup plus charmant
Qu'une valse trois temps
Une valse vingt ans
Une valse cent temps
Une valse cent ans
Une valse a s'entend
A chaque carrefour
Dans Paris que l'amour
Rafrachit au printemps
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Une valse a mis le temps
De patienter vingt ans
Pour que tu aies vingt ans
Et pour que j'aie vingt ans
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Offre seule aux amants
Trois cent trente-trois fois le temps
De btir un roman

Au deuxime temps de la valse
On est deux tu es dans mes bras
Au duexime temps de la valse
Nous comptons tous les deux une deux trois
Et Paris qui bat la mesure
Paris qui mesure notre moi
Et Paris qui bat la mesure
Nous fredonne fredonne dj

Une valse trois temps
Qui s'offre encore le temps
Qui s'offre encore le temps
De s'offrir des dtour
Du ct de l'amour
Comme c'est charmant
Une valse quatre temps
C'est beaucoup moins dansant
C'est beaucoup moins dansant
Mais tout aussi charmant
Qu'une valse trois temps
Une valse vingt ans
C'est beaucoup plus troublant
C'est beaucoup plus troublant
Mais beaucoup plus charmant
Qu'une valse trois temps
Une valse vingt ans
Une valse cent temps
Une valse cent temps
Une valse a s'entend
A chaque carrefour
Dans Paris que l'amour
Rafrachit au printemps
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Une valse a mis le temps
De patienter vingt ans
Pour que tu aies vingt ans
Et pour que j'aie vingt ans
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Offre seule aux amants
Trois cent trente-trois fois le temps
De btir un roman

Au troisime temps de la valse
Nous valsons enfin tous les trois
Au troisime temps de la valse
Il y a toi y a l'amour et y a moi
Et Paris qui bat la mesure
Paris qui mesure notre moi
Et Paris qui bat la mesure
Laisse enfin clater sa joie

Une valse trois temps
Qui s'offre encore le temps
Qui s'offre encore le temps
De s'offrir des dtour
Du ct de l'amour
Comme c'est charmant
Une valse quatre temps
C'est beaucoup moins dansant
C'est beaucoup moins dansant
Mais tout aussi charmant
Qu'une valse trois temps
Une valse vingt ans
C'est beaucoup plus troublant
C'est beaucoup plus troublant
Mais beaucoup plus charmant
Qu'une valse trois temps
Une valse vingt ans
Une valse cent ans
Une valse a s'entend
A chaque carrefour
Dans Paris que l'amour
Rafrachit au printemps
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Une valse a mis le temps
De patienter vingt ans
Pour que tu aies vingt ans
Et pour que j'aie vingt ans
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Une valse mille temps
Offre seule aux amants
Trois cent trente-trois fois le temps
De btir un roman

Julliett Greco: parlez moi d' amour

Parlez-moi d'amour
Redites-moi des choses tendres
Votre beau discours
Mon cœur n'est pas las de l'entendre
Pourvu que toujours
Vous répétiez ces mots suprêmes :
"Je vous aime"

Vous savez bien
Que dans le fond je n'en crois rien
Mais cependant je veux encore
Écouter ce mot que j'adore
Votre voix aux sons caressants
Qui le murmure en frémissant
Me berce de sa belle histoire
Et malgré moi je veux y croire

Parlez-moi d'amour
Redites-moi des choses tendres
Votre beau discours
Mon cœur n'est pas las de l'entendre
Pourvu que toujours
Vous répétiez ces mots suprêmes :
"Je vous aime

Il est si doux
Mon cher trésor, d'être un peu fou
La vie est parfois trop amère
Si l'on ne croit pas aux chimères
Le chagrin est vite apaisé
Et se console d'un baiser
Du cœur on guérit la blessure
Par un serment qui le rassure

Parlez-moi d'amour
Redites-moi des choses tendres
Votre beau discours
Mon cœur n'est pas las de l'entendre
Pourvu que toujours
Vous répétiez ces mots suprêmes :
"Je vous aime

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ: πενήντα χρόνια από το θάνατό του

Αλμπέρ Καμύ (1913-1960)
 «Κληρονόμος μιας διεστραμμένης ιστορίας, όπου ανακατεύονται προδομένες επαναστάσεις, τρελαμένες τεχνολογίες, πεθαμένοι θεοί και ξοφλημένες ιδεολογίες, όπου μέτριες ηγεσίες μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα αλλά δεν μπορούν να πείσουν κανέναν, όπου η νοημοσύνη ταπεινώνεται, αυτή η γενιά οφείλει, ξεκινώντας από τις αρνήσεις της, να αποκαταστήσει έστω κάτι από την αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου».


Απόσπασμα από το λόγο που εκφώνησε κατά την βράβευσή του με το Νόμπελ λογοτεχνίας (1957)

  • "Aκόμα και τώρα, αν είχα τον καιρό... δε θα είχα παρά να αφήνομαι στο ρεύμα της ζωής.  Ό,τι θα μου συνέβαινε, επιπλέον, ε λοιπόν, είναι σαν τη βροχή πάνω σ'  ένα χαλίκι.  Το δροσίζει και είναι όμορφα. Μιαν άλλη μέρα θα καίγεται απ'  τον ήλιο. Πάντα μου φαινόταν πως αυτό ακριβώς είναι η ευτυχία".
  • "Ναι, είπε στο τέλος, το κακό έρχεται γρήγορα, μα για να φύγει χρειάζεται καιρός".  
  • Πέρα από τον κύκλο των ημερών δε διέκρινε καμιά υπεράνθρωπη ευτυχία ούτε καμιά αιωνιότητα. Η ευτυχία είναι ανθρώπινη και η αιωνιότητα καθημερινή. Το παν είναι να ξέρεις να ταπεινώνεσαι, να συντονίζεις την καρδιά σου με το ρυθμό των ημερών, αντί να υποτάσσεις το δικό τους ρυθμό σύμφωνα με τις δικές σου επιθυμίες.


από τον Ευτυχισμένο Θάνατο





  • Το βράδυ ήρθε και με πήρε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να την παντρευτώ. Της είπα πως μου ήταν αδιάφορο και πως μπορούσε να γίνει αν αυτή το ήθελε. Θέλησε τότε να μάθει αν την αγαπούσα. Αποκρίθηκα, όπως το είχα ήδη ξανακάνει κάποτε, πως αυτό δε σήμαινε τίποτα, αλλά πως μπορεί να μην την αγαπούσα. "Και τότε γιατί να με παντρευτείς;", είπε. Της εξήγησα πως αυτό δεν είχε καμία σημασία και πως, αν το επιθυμούσε, θα μπορούσαμε να παντρευτούμε. Εξ άλλου, εκείνη το ζητούσε κι εγώ αρκέστηκα να πω ναι. Τόνισε τότε πως ο γάμος είναι κάτι σοβαρό. Αποκρίθηκα: "Όχι". Σώπασε για μια στιγμή και με κοίταξε αμίλητη. Κατόπιν άρχισε να μιλάει. Ήθελε μόνο να ξέρει αν θα δεχόμουνα την ίδια πρόταση από άλλη γυναίκα, με την οποία θα συνδεόμουνα με τον ίδιο τρόπο. Είπα: "Φυσικά'". Αναρωτήθηκε τότε αν μ'  αγαπούσε κι εκείνη κι εγώ δεν μπορούσα να ξέρω τίποτα για το ζήτημα αυτό. Έπειτα από μια μικρή παύση μουρμούρισε πως ήμουνα παράξενος, πως ίσως να μ' αγαπούσε γι' αυτό ακριβώς, αλλά πως μπορεί κάποια μέρα να την αηδίαζα για τους ίδιους λόγους. Καθώς σώπαινα, μιας και δεν είχα τίποτα να προσθέσω, μ'  έπιασε χαμογελώντας απ'  το μπράτσο και δήλωσε πως ήθελε να με παντρευτεί. Της αποκρίθηκα πως θα γινόταν μόλις θα το ήθελε.
από τον Ξένο

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Άννα Δαμιανίδη: Απονιά

    
      Μέρες τώρα τριβελίζουν το μυαλό μου σκέψεις σαν κι αυτές που καταγράφει η Άννα Δαμιανίδη στα χτεσινά "Νέα" και λέω πότε θα βρεθεί κάποιος να πει από πιο ισχυρό βήμα αυτά που από καιρό νιώθω, μπας και επηρεάσει κάπως και αλλάξει έστω στο ελάχιστο αυτή η πολύ άσχημη παράδοση που έχει για τα καλά εγκαθιδρυθεί. Και είναι άσχημη γιατί έχει να κάνει με την αισθητική της καθημερινότητάς μας και του τρόπου της ζωής μας, μιας και κατατρώει με ρυθμούς καταιγιστικούς ό,τι ελάχιστο ωραίο έχει επιβιώσει στο κατεστραμμένο από τους χρόνια ιθύνοντες περιβάλλον αυτής της καταταλαιπωρημένης πόλης. Δεν είναι όμως μόνο έλλειμμα αισθητικής κατηγορίας,   ούτε έλλειμμα ιστορικής συνείδησης για την αξία του μαρμάρου ηλικίας  δύο αιώνων,  που σίγουρα είναι και τέτοια ελλείμματα. 
     Χρόνια αντιπολιτευόμενοι πληρώνουμε τώρα το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης στις διαμαρτυρίες μας, πληρώνουμε το διαρκές και τραγικό σφάλμα να θεωρούμε τις διαμαρτυρίες μας αυτονόητα δικαιωμένες - σαν να φτάνει απλώς να τις εκστομίζουμε, αδιάφοροι για το πόσοι μας ακολουθούν, πόσοι και πόσο  ενσυνείδητα μπορούν και θέλουν να τις υπερασπιστούν. Κι αν αυτό είναι ένα αντιδημοκρατικό παρόν που ζητάει να αντικαταστήσει ένα άλλο, βεβαιωμένο από την ιστορία, αντιδημοκρατικό, το τρομακτικό είναι ότι υπόσχεται και ένα εξίσου αντιδημοκρατικό μέλλον ακόμα κι αν είναι στο όνομα των περισσοτέρων. Θα βασίζεται και θα δρα στο όνομά τους, δεν θα εκφράζει τη συνείδηση και την ψυχή τους. Θα εξυπακούει, δε θα υπακούει στην εκφρασμένη βούληση και ύπαρξή τους. Από κει και πέρα θα (ξαν-)αρχίσουν οι τερατογενέσεις. 
               

Πώς να γίνω κι εγώ όσο χρειάζεται αδιάφορη, να μην τα βλέπω τα σπασμένα σκαλιά μπροστά στο Οφθαλμιατρείο; Να μην τη βλέπω και την έρμη τη μαρμάρινη κουπαστή στις σκάλες του Μετρό στο Πανεπιστήμιο, που θέλαμε και κολονάκια τρομάρα μας. Μια άχρηστη πολυτέλεια στη μίζερη πόλη. Και τα σκαλιά στο Θέατρο Βρετάνια, και οι γωνίες στο Ιλίου Μέλαθρον, και του Διονυσίου Αρεοπαγίτου τα σκαλιά, όλα χτυπημένα με σφυρί, κομματιασμένα. Πέρασε η «επανάσταση» από εδώ Πέμπτη πρωί, με την πορεία. Πάλι Παρίσι και οδοφράγματα ονειρεύτηκαν διάφοροι νεαροί βλαστοί της θυμωμένης Αθήνας, πήραν το σφυρί και σπάσανε τα λιγοστά της όμορφα κομμάτια. Το Παρίσι έζησε τις ταραχές του το ΄68, έκτοτε αναπολεί και συνεχίζει να ομορφαίνει, εμείς δεν τις χορταίνουμε.

Πάλι τζάμια σπασμένα, και ο Ιανός γυαλιά-καρφιά, γιατί και τα βιβλία είναι το ύπουλο δηλητήριο της αστικής τάξης. Και καλά τα μαγαζιά λες θα διορθωθούν, ελπίζεις να βρουν κουράγιο οι άνθρωποι να τα ξαναφτιάξουν. Αυτά τα δημόσια κτίρια όμως ποιος θα τα νοιαστεί στον άστοργο δήμο, τον χρεωμένο, τον ανίκανο;

Αυτά τα παλιά μάρμαρα τα γυαλισμένα από τα ανθρώπινα βήματα δύο αιώνων πάνε, δεν ξαναγίνονται. Τόση άνεση να καταστρέφουν τη δημόσια ομορφιά, την κοινή περιουσία μας, την τόσο μικρή, την τόσο σπάνια, σε κάνει να μην ξέρεις τι να πρωτολυπηθείς, την πόλη ή την έρημο στις καρδιές των παιδιών της; Βία με ό,τι τους χαρίζει από το λίγο περίσσευμά της. Τα φτηνά μάρμαρα των σκαλοπατιών της πολυκατοικίας που μένουν, των μπαλκονιών και του νεροχύτη τους τα σέβονται περισσότερο, αυτά τα κοινά, τα εκτεθειμένα ζήλεψαν, που απευθύνονται στην κοινή απόλαυση. Λες και είναι η παραπάνω μπουκιά που πάει να τους μπουκώσει η μάνα τους, και της τη φτύνουν στη μούρη...
δημοσιεύθηκε στα Νέα στις 15/3//2010

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΟΛΙΤΕΥΤΗΣ

Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα,
τα είπε χθες το βράδυ μια ψυχή
κι ένας φαλάκρας, απ' έξω και από μέσα χαμογελούσε,
ναι, γιατί να σκοτιστεί.

Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία?
τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη.

Στη φοιτητριούλα που σ' έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή.
Τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω
το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό.

Εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει
και ότι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία
είναι που χρειάζεται και η γραφειοκρατία.

Ο πρώτος προβοκάτορας απ' όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει την φωνή μου.
άλλαξες το σώμα μου με έπιπλα και σκεύη
σαν τον σοσιαλισμό που σε βολεύει.

Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ' το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα.

Ε σ ε ί ς μας χαζεύετε, κι ε μ ε ί ς είμαστε εις το «εμείς» που σ α ς δουλεύουμε…

        
     Πριν κατακάτσει η σκόνη κι ο αχός από τους αγώνες του πατριωτικού και αριστερού Κινήματος (Παπουτσής, Παναγιωτακόπουλος, ο ωραίος Άκης κ.ά.) στο «πολιτιστικό» ίδρυμα της «Ιεράς Οδού» («όπου ο διαχρονικός εκφραστής του λαϊκού αισθήματος Δημήτρης Μητροπάνος συναντά την Πέγκυ Ζήνα» - «Αθηνόραμα», τ.513, σ.181), άλλοι λαϊκοί, αλλά και πνευματικοί ηγέτες του Κινήματος, εκήρυξαν την έναρξη των νέων αγώνων για την σωτηρία της πατρίδας  μ α ς  από κρατικής τηλεοράσεως στην εκπομπή του «εθνικού μ α ς ταβερνιάρη»* με τον ευφάνταστο τίτλο «Στην υγειά μας».
     Γιώργος Λιάνης και Γιάννης Καψής, Μέγας Ερωτικός και Διανοούμενος ο εις και Μέγας Ασυμβίβαστος Εθνεγέρτης ο έτερος, καμάρωναν τα μαθητούδια τους δημοσιογράφους στην νταλκαδιάρικη επίδειξη τραγουδιστικών και χορευτικών δεξιοτήτων, αλλά και στη ρίψη ανθέων, φιλοφρονήσεων,  αλληλοθαυμασμών και γλοιώδικων ερωτοτροπιών· τόσο ταλέντο να πηγαίνει χαμένο, θυσία στο ταπεινό λειτούργημα του  δημοσιογράφου και του αδέκαστου εκπροσώπου της 4ης εξουσίας ! Άλλοι παράφωνοι και θεόφαλτσοι, άλλοι απλώς επαρκείς μας υπενθύμισαν ότι ναι, είναι ολόψυχα αφοσιωμένοι στην αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση του πολίτη, αλλά έχουν και καλλιτεχνικά χαρίσματα που καλό είναι να τα γνωρίσει ο Έλλην τηλεθεατής, κοιτάξτε μας πόσο απλοί είμαστε, με λίγα και μ ε ι ς σαν κι ε σ ά ς διασκεδ ά ζ ο υ μ ε  και που ναι, έρχονται δύσκολες μέρες , αλλά «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει»  και καλό είναι να μη το βάζ ο υ μ ε  κάτω, αλλά προπάντων να μην διαμαρτυρ ό μ α σ τ ε για τα σκληρά μέτρα που ήρθαν – «σκληρά είναι, όχι άδικα και λυπού μ α σ τ ε βαθιά γι’ αυτό, συντετριμμένοι ε ί μ α σ τ ε που τα πήραμε» - γιατί, « τώρα που θα σας αποχαιρετήσουμε ο Γιώργος θέλει πολύ να σας διαβάσει κάτι που το έχει προετοιμάσει πριν έρθει εδώ, έλα Γιώργο σε ακούμε…»  και ο Γιώργος διαβάζει : «…ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί… Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να τη φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ»… Στρατηγός Μακρυγιάννης.» Χειροκροτήματα από την ομήγυρη, πέφτουν το μουσικό σήμα, οι τίτλοι και οι χορηγοί της εκπομπής «αγαπητοί τηλεθεατές καλή σας νύχτα και νάστε καλά…».         
      Κατεβάζω τον ήχο της τηλεόρασης, μένω για λίγο σιωπηλός, αναρωτιέμαι αν με γελάσανε τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου, σβήνω την τηλεόραση και πριν σβήσω και το φως και πάω για ύπνο, μου έρχονται αυτοί οι στίχοι στο μυαλό :

              …Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
                  εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
                  παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
                  απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα.
                                                        
                     (από τον «Πολιτευτή» του Δ. Σαββόπουλου)                                     
                                                           
     Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα! 
                                                          
                                                                     για την αντιγραφή                                            
                                                                  Μεθόδιος Αργουμέντης

*: χαρακτηρισμός του οικοδεσπότη της εκπομπής από το περιοδικό «ΑΝΤΙ», πριν αποσυρθεί στα ράφια της Ιστορίας. Τα αραιά γράμματα στο α’ πρόσωπο των αντωνυμιών και των ρημάτων είναι για να τονιστεί η παραπειστική χρήση της γλώσσας και της Ιστορίας από τους πολιτικάντηδες και τη συντροφιά τους.


Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

- Ποιος είναι ο παππούς που συμπλέκεται με αστυνομικούς στην πλατεία Συντάγματος, ημέρα Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010;


                  Μανώλης Γλέζος, η ζωή του

     Γεννήθηκε στην Απείρανθο της Νάξου, το 1922. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, δημοσιογράφος και πολιτικός της Αριστεράς.
     Σπούδασε στην ΑΣΟΕΕ και ως φοιτητής ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση κατά του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής στην Αθήνα (Απρ. 1941) εργάστηκε για την άμεση συγκρότηση αντιστασιακής ομάδας και τη νύκτα της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, αυτός και ο συναγωνιστής του Απόστολος Σάντας, προχώρησαν σε ένα πρωτοφανές σε τόλμη εγχείρημα: αναρριχήθηκαν στο βράχο της Ακρόπολης από μια αρχαία κρυφή είσοδο και – παρά την ισχυρή γερμανική φρουρά – κατόρθωσαν να αφαιρέσουν από τον ιστό της τη χιτλερική σημαία. Η πράξη αυτή θεωρήθηκε συμβολική έναρξη του ισχυρού κινήματος Εθνικής Αντίστασης που ακολούθησε, αλλά είχε και αντίκτυπο και στους άλλους κατεχόμενους λαούς της Ευρώπης. Προκάλεσε την οργή του κατακτητή που καταδίκασε τους – άγνωστους τότε – αγωνιστές ερήμην σε θάνατο. Για την επιχείρηση εκείνη, ο Ντε Γκολ ονόμασε το Μανώλη Γλέζο «πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης». Στην Κατοχή έδρασε στις γραμμές του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ. Πιάστηκε μάλιστα από όργανα του κατακτητή που δεν γνώριζαν όμως το δράστη του εγχειρήματος του Μαΐου 1941, και βασανίστηκε άγρια.
      Μετά την Απελευθέρωση έγινε συντάκτης και υπεύθυνος έκδοσης του «Ριζοσπάστη» (1947). Κατά τον Εμφύλιο συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο (1948 και 1949), αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε, χάρη στις συντονισμένες διεθνείς αντιδράσεις. Το 1951, κρατούμενος στις φυλακές, εκλέχτηκε βουλευτής της ΕΔΑ, αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε. Απελευθερώθηκε το 1954, έδρασε ως στέλεχος της ΕΔΑ και διευθυντής της «Αυγής» (1957-58 και 1967) και στις εκλογές του 1961 εκλέχτηκε πάλι βουλευτής, ενώ ήταν πάλι κρατούμενος στις φυλακές. Την περίοδο αυτή τιμήθηκε αρκετές διεθνείς διακρίσεις, όπως το Διεθνές Βραβείο Δημοσιογραφίας (1958), το «χρυσό μετάλλιο Ζολιό Κιουρί», του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης (1959) και το «Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη» (1963).
     Στη δικτατορία της 21ης Απριλίου, συνελήφθη και πάλι. Κρατούμενος στις φυλακές ως το 1971, διαφώνησε με την πολιτική του ΚΚΕ, με την επέμβαση της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών στην Τσεχοσλοβακία (1968) μένοντας ανένταχτος.
     Το 1974, μετά τη Μεταπολίτευση, συνέβαλε στην ανασύσταση της ΕΔΑ, ενώ εργάστηκε ως εκδότης. Το 1981 εκλέχτηκε, ως συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ, βουλευτής Αθηνών και το 1984 ευρωβουλευτής.
     Σήμερα είναι στέλεχος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ).
     Δημοσίευσε πολλές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά. Βιβλία του: Η ιστορία του βιβλίου (1974), Από τη δημοκρατία στη δικτατορία (1974) και Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα (1977)