Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Αλμπέρ Καμύ (Camus, 1913 - 1960)



Γάλλος συγγραφέας (Βραβείο Νόμπελ 1957). Γεννημένος στην Αλγερία, όπου μεγάλωσε μέσα στην ένδεια: με πατέρα, που δεν τον γνώρισε, σκοτωμένο στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, και μητέρα να ξενοδουλεύει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου, αλλά η φυματίωση στα 17 χρόνια τον ταλαιπώρησε για χρόνια του στέρησε τη δυνατότητα να γίνει καθηγητής. Από το 1933 έως το 1938 εμψυχωτής αριστερού θιάσου και πρωταγωνιστής του. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το 1937, οπότε και διαγράφηκε όταν διαφώνησε με τη στάση του ΚΚ απέναντι στο αλγερινό εθνικιστικό κίνημα.
Τα πρώτα του βιβλία Απ’ την καλή και την ανάποδη (1937) και Οι γάμοι (1939) είναι δοκίμια με ποιητικούς τόνους και με αγάπη για τη Μεσόγειο και τη γενέθλια γη του. Από το 1938 ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και το 1942, εγκαταστημένος πλέον στη Γαλλία, εντάσσεται ενεργητικά στην αντίσταση ως συντάκτης και αργότερα διευθυντής της παράνομης εφημερίδας «Μάχη»(Combat). Την περίοδο της κατοχής εκδόθηκαν και τα δύο έργα που τον έκαναν διάσημο: το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» και το φιλοσοφικό δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου» (και τα δύο το 1942). Στο πρώτο ο Καμύ προβάλλει, μέσω του ήρωά του, την άρνηση υποταγής στις κίβδηλες και παράλογες κοινωνικές αξίες και την οδηγεί ως τις έσχατες συνέπειές της• στο δεύτερο, εμβαθύνοντας στο στοιχείο του παραλόγου, το βλέπει να προκύπτει από τη ρήξη του ανθρώπου με τον κόσμο στον οποίο ζει.
Από την απελευθέρωση του Παρισιού (1944) μέχρι το 1947 έγινε αρχισυντάκτης της Μάχης που πλέον νόμιμη συγκέντρωσε στις στήλες της τους σημαντικότερους διανοούμενους της Αντίστασης. Την εγκατέλειψε διαφωνώντας
με τη συντακτική ομάδα, ενώ την ίδια χρονιά (1947) εκδόθηκε το μυθιστόρημά του «Η πανούκλα» όπου ο ρόλος του παραλόγου, που το εκφράζει μια επιδημία, είναι και πάλι καίριος• όμως εδώ εμφανίζεται και η δυνατότητα υπέρβασης μέσα από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη. Συνεχίζοντας την προβληματική του πάνω στην εξέγερση, την οποία πρώτα συνδέει με τις ανθρωπιστικές αξίες («Γράμματα σ’ έναν Γερμανό φίλο», 1945), στο εκτεταμένο φιλοσοφικό δοκίμιο «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος» (1951) την αντικρίζει σαν μια ηθική και μεταφυσική στάση του ανθρώπου η οποία αντιπαρατίθεται ριζικά στο ιστορικό φαινόμενο της επανάστασης. Το έργο αυτό είχε μεγάλο αντίκτυπο και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από πολλές και διαφορετικές πλευρές: τους κομμουνιστές, τους σουρεαλιστές, τους υπαρξιστές και ορισμένους χριστιανούς. Η πολεμική μεταξύ Καμύ και Σαρτρ που ακολούθησε έθεσε τέρμα στη στενή φιλία τους.
Άλλα έργα του: «Το καλοκαίρι» (δοκίμια και πεζογραφήματα που αναφέρονται στην Ελλάδα*, 1954), «Η πτώση» (αφήγημα, 1956), «Η Εξορία και το Βασίλειο» (διηγήματα, 1957), «Επίκαιρα» (πολιτικά κείμενα, 1950,1953,1958), ενώ μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα προσωπικά του «Σημειωματάρια» (καλύπτουν την περίοδο 1935-51, έκδ. 1962-64)
Το πάθος του για το θέατρο έμεινε πάντα άσβηστο και η θεατρική του δημιουργία περιλαμβάνει τα έργα: «Η παρεξήγηση» (1944), «Καλιγούλας» (1945), «Κατάσταση Πολιορκίας» (1948), «Οι Δίκαιοι» (1949). Διασκεύασε αρκετά ξένα έργα.
Το έργο του μεταφράστηκε στις περισσότερες χώρες, ενώ υπήρξε εξάλλου ο νεότερος Γάλλος συγγραφέας που πήρε το Βραβείο Νόμπελ (1957).
Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 4 Σεπτεμβρίου του 1960.


*: Το 1949 δημοσιεύει έκκληση για τη ζωή των καταδικασμένων σε θάνατο στην Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου.


Ο Τίτος Πατρίκιος έγραψε στην Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια
Ο Μεθόδιος Αργουμέντης αντέγραψε
και ευχαριστεί…


Από τον «Ξένο»:


…Σήκωσε, ωστόσο, ξαφνικά το κεφάλι του και με κοίταξε κατάματα: «Γιατί, μου είπε αρνηθήκατε τις επισκέψεις μου;» Αποκρίθηκα πως δεν πίστευα στον Θεό. Θέλησε να μάθει αν ήμουνα σίγουρος γι’ αυτό και είπα πως δεν χρειαζόταν ν’ αναρωτηθώ: το έβρισκα ασήμαντο. Έγειρε τότε προς τα πίσω κι ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο, με τα χέρια πάνω στα μπούτια του. Είπε, χωρίς σχεδόν να φαίνεται πως μου μιλούσε, πως νομίζουμε πολλές φορές ότι είμαστε βέβαιοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαστε. Εγώ δεν έλεγα τίποτα. Με κοίταξε και με ρώτησε: «Τι λέτε γι’ αυτό;». Αποκρίθηκα πως ήταν πιθανό. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να μην βέβαιος για πράγματα που μ’ ενδιέφεραν πραγματικά, ήμουνα ωστόσο βέβαιος για όσα δε μ’ ενδιέφεραν. Κι ακριβώς, αυτό για το οποίο μου μιλούσε δε μ’ ενδιέφερε.
Γύρισε αλλού τα μάτια του και, πάντα χωρίς ν’ αλλάξει στάση, με ρώτησε μήπως μιλούσα από υπερβολική απελπισία. Του εξήγησα πως δεν ήμουνα απελπισμένος. Φοβόμουνα μόνο, κι ήταν κάτι πολύ φυσικό. «Τότε, ο Θεός θα σας βοηθούσε, παρατήρησε. Όλοι όσους γνώρισα στη δική σας περίπτωση ξαναγύρισαν σ’ αυτόν». Παραδέχτηκα πως ήταν δικαίωμά τους. Αυτό ήταν μια απόδειξη πως είχαν καιρό να το κάνουν. Όσο για μένα, δεν ήθελα να με βοηθήσουν και δεν είχα το χρόνο για να ενδιαφερθώ για κάτι που δε μ’ ενδιέφερε.
Εκείνη τη στιγμή τα χέρια του έκαναν μια κίνηση εκνευρισμού, αλλά ανακάθισε κι έφτιαξε τις πτυχές του ράσου του. Όταν τέλειωσε, στράφηκε σε μένα αποκαλώντας με «φίλε μου»: αν μου μιλούσε μ’ αυτό τον τρόπο δεν ήταν επειδή ήμουν καταδικασμένος σε θάνατο• κατά τη γνώμη του, όλοι είμαστε καταδικασμένοι σε θάνατο. Τον διέκοψα όμως λέγοντάς του πως δεν ήταν το ίδιο πράγμα κι ότι, άλλωστε, αυτό δεν αποτελούσε, σε καμιά περίπτωση, παρηγοριά. «Φυσικά, συμφώνησε. Θα πεθάνετε πάντως αργότερα αν δεν πεθάνετε σήμερα. Και τότε θα τεθεί το ερώτημα. Πως θα αντιμετωπίσετε αυτή τη φοβερή δοκιμασία;» Του αποκρίθηκα πως θα την αντιμετώπιζα όπως ακριβώς την αντιμετωπίζω τη στιγμή αυτή.
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια σηκώθηκε και με κοίταξε κατάματα. Ήταν ένα παιχνίδι που το γνώριζα πολύ καλά. Διασκέδαζα πολλές φορές με τον τρόπο αυτό με τον Εμμανουέλ και τον Σελέστ που, κατά κανόνα, έστρεφαν αλλού τα μάτια τους. Γνώριζε κι ο παπάς πολύ καλά αυτό το παιχνίδι, το κατάλαβα αμέσως: το βλέμμα του δεν τρεμόπαιζε. Ούτε κι η φωνή του έτρεμε όταν μου είπε: «Δεν έχετε, λοιπόν, καμιά ελπίδα και ζείτε με τη σκέψη πως θα πεθάνετε ολοκληρωτικά;». «Ναι», αποκρίθηκα.
Έσκυψε τότε το κεφάλι και ξανακάθισε. Μου είπε πως με λυπόταν. Το θεωρούσε αβάσταχτο για έναν άνθρωπο. Εγώ το μόνο που ένιωσα ήταν πως είχα αρχίσει να τον βαριέμαι…


(Μτφ. Γιάννης Αγγέλου)
Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1989




κι ένα τραγούδι...
Το τραγούδι που λένε η Μαρί κι ο Μερσώ κοίταζοντας τη Μεσόγειο από την ακτή του Αλγερίου:



Δεν υπάρχουν σχόλια: