Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Απόσπασμα από τη «Ζωή και το Έργο του ποιητή Μανούσου Φάσση». Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 – 2005) (εκδ. «στιγμή», 1996)

............................................................... 







Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 -2005)



·       Απόσπασμα  από τη «Ζωή και το Έργο του ποιητή Μανούσου Φάσση». Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 – 2005) (εκδ. «στιγμή», 1996)

 

«…Κατ’ εξοχήν λοιπόν ερωτικός ποιητής ο Μανούσος!

Θυμάμαι που μου έλεγε, σχεδόν οργίλος, σε εντελώς ανύποπτο χρόνο, τότε που και οι δύο κάναμε τα πατροπαράδοτα όνειρα της νεότητος, μού έλεγε λοιπόν σχεδόν προφητικά και με εκπλήσσουσα για την ηλικία του ωριμότητα, μια πρώιμη ωριμότητα σχεδόν σεφερικής υφής: «Άσε, ρε Μανώλη (ακόμα με ωμέγα), τις πολλές ιδέες και τα μηνύματα. Αυτά θα σε φάνε, άσε που θα φάνε κι όλο το ρωμέικο. Νομίζεις πως γράφεις για την αιωνιότητα και απλώς αντιγράφεις την επικαιρότητα του κερατά. Πότε θα καταλάβεις επιτέλους ότι μόνο δυο πραγματικά αιώνια θέματα υπάρχουν· αυτά τα πιο πληβεία: ο έρωτας και ο θάνατος. Άσε το θάνατο κατά μέρος, δεν μας αφορά ακόμη, ζήτω ο έρωτας λοιπόν. Ερωτεύομαι για να γράφω και γράφω για να ερωτεύομαι».

   Φυσικά δεν ακολούθησα τις συμβουλές του, και τολμώ να πω πως γι’ αυτό έγινα αυτός που έγινα. Απέκτησα ένα καλό όνομα στη φιλολογική αγορά, σημαντικό ή απλώς ευπρόσωπο (αυτό θα κρίνουν τα μέλη της επιτροπής συντάξεων λογοτεχνών όταν έρθει σε λίγο και η δική μου ώρα), πάντως δεν παρέμεινα τελείως άγνωστος και άσημος όπως ο Μανούσος, που το μόνο που κατάφερε να δημοσιεύσει, εν ζωή, σε ένα λαθρόβιο νεανικό έντυπο της αριστεράς, πριν από αρκετά χρόνια, τρία στιχουργήματά του υπό τον γενικό τίτλο «Η ερωτική τρίλιζα» (τα ξαναβρίσκω στην ενότητα «Πολιτική, αγάπη μου», στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως) και κατάφερε ο αθεόφοβος, ώστε και ιερά πολιτικά θέματα ακόμη να ευτελίσει στο επίπεδο φτηνών ερωτογραφημάτων, που ολίγο απέχουν από γνωστά πορνογραφικά πρότυπα, και που δικαίως προκάλεσαν τότε την μήνιν κομματικών φορέων, φεμινιστικών οργανώσεων, προοδευτικών φοιτητικών συλλόγων, εν ολίγοις αποτέλεσαν πέτρα σκανδάλου που επηρέασε, κατά μία άποψη, και τις φοιτητικές εκλογές εκείνου του χρόνου ή, τουλάχιστον, αφαίρεσε ένα ποσοστό από τη θεωρούμενη «ανανεωτική» παράταξη, η οποία χρεώθηκε το άτοπο δημοσίευμα, μολονότι και η ίδια περίπου το αποκήρυξε ως μη συμβιβαζόμενο προς τις φεμινιστικές ανανεωτικές προδιαγραφές.

   Αντιφεμινιστής λοιπόν ο Μανούσος; Ποιος; Ο Μανούσος ! Αυτός που αν είχε δύο χιτώνες θα έσπευδε να τους χαρίσει και τους δύο στην πρώτη γυναίκα, κι ας έμενε γυμνός μπροστά της. Ω, φεμινισμέ, πόσα εγκλήματα  διαπράττονται εν ονόματί σου – θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε, αλλά το θέμα θα μας πήγαινε πολύ μακριά κι εμείς έχουμε μπροστά μας ένα συγκεκριμένο θέμα να ασχοληθούμε.

   Φαίνεται ότι η «Τρίλιζα» είναι γραμμένη γύρω στα μεταπολιτευτικά χρόνια, και αυτό το εικάζω θετικά γιατί η κατονομαζόμενη φοιτητική οργάνωση ΠΠΣΠ, ιδεολογικό όχημα των μαοϊζόντων νέων της εποχής, γνώρισε άγριες πιένες τα χρόνια εκείνα, για να καταποντιστεί εν συνεχεία και να εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη στα χρόνια της σοσιαλιστικής ευδαιμονίας που ακολούθησαν.

 

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΣΠΑΣΙΑΣ

(ΣΕΜΝΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ Ρ.Φ.)

 

Αντίκρισα μια Ρήγισα

κι από τον πόθο ρίγησα.

Απάνω σε μια σκαλωσιά

την είδα και κοκάλωσα.

 

Έγραφε συνθήματα

το «Επέσατε θύματα»

κι άλλα αντιφασιστικά.

Και τότε προφασίστηκα

 

πως θέλω το πινέλον της

να πάω κι εγώ εθελοντής

να γράφουμε κοντά-κοντά.

Με σέρνει εκόντα άκοντα.

 

Ύστερα κατεβήκαμε

και πήγαμε ως το ΙΚΑ με

τα πόδια και τα είπαμε

για την ΕΔΑ και το ΠΑΜΕ.

 

Μα εγώ της λέω: Ω, Άσπα, συ

μίλα μου για τη διάσπαση

μίλα μου για το Κόμμα μας

μα να μην το μάθει η μαμά σ’.

 

Πολιτική και λίγο σεξ

μας διαχωρίζουν απ’ το ΕΞ.

(Όχι μόνο ολοκαύτωμα

χρειάζεται κι απαύτωμα).

 

Μετά πήγαμε ίσαμε

το πάρκο και χωρίσαμε

γιατί είχε διασχολικό

κι ήτανε λίγο σόλικο

 

να μας εβλέπανε μαζί

(γιατί είν’ η κοινωνία χαζή

κι έχει κατάλοιπα Ναζί).

Δίκιο έχει ο Ρίτσος κι ο Ναζίμ

σ’ αυτή τη ζήση την πεζή

να ζει κανείς ή να μη ζει (μ).

 

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΑΣΙΑΣ

(ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΟΚΝΙΤΙΣΑΣ)

 

Ήταν οι μέρες εκείνες

που λυσσάγαν οι μπασκίνες

και σου ‘ρχότανε ναυτία

όταν περνούσες τα Χαυτεία.

 

Κι εσύ!

 

Κρατώντας τον «Οδηγητή»

διάβηκες από μπρος μου

λουσμένη αρώματα Κοττύ

στην μπόχα του υποκόσμου.

 

Φώναζαν ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΧΙ

στα προποπρακτορεία

μα πέρναγες αγέρωχη

Κνιταρχοντοκυρία.

 

Κανένας δεν αγόραζε

δε δίναν σημασία

ήρθα και σ’ έπιασα αγκαζέ

και σου ‘πα: «Έλα Τασία

 

πούλησες δέκα σήμερα

νομίζω πια πως φτάνει

-αρχόντισά μου και κερά –

μάζεψτα μάνι-μάνι

 

πάμε τα δυο μας κορ-α-κορ

να κάνουμε επανάσταση

να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ

Χριστούγεννα κι Ανάσταση.

 

Κι αν είσαι του δογματικού

σκασίλα μου μεγάλη

πάμε από Ηρώδου του Αττικού

να βγούμε προς Εκάλη.

 

Κνίτισα αρχοντοκνίτισα

παλαιοημερολογήτισα

να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ

δόγμα και ανανέωση.

 

Θα το πατήσω το πεντάλ

μέχρι 90 και 100.

Διάβασε εσύ τον Ρόζενταλ

για μένα η λίρα εκατό.

 

Πάμε σ’ ένα κρυφό κουτούκι

να φάμε πίτσα ή πεϊνιρλί

να μου κάνει λούκι-λούκι

να σου δείξω ένα λιλί.

 

Θα κάνεις σού, θα κάνω μού

κι ό,τι άλλο θες ακόμα

κι απά στην ώρα του χαμού

θα σου φωνάξω: «Ένα είν’ το Κόμμα».

 

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΛΑΣ

(ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΠΣΠ)

 

Για μιαν αρχιτεκτόνισα

ένα τραγούδι ετόνισα

(να μη σ’ το πω να μη σ’ το πει

ανήκει στην Πι Πι Σι Πί)

 

Γι’ άλλην εγώ δεν είχα νου.

Ήταν κόρη βιομήχανου

και τα ‘χεν όλα μπόλικα

για προίκα δύο πολυκα-

 

τοικίες κι αυτοκίνητα.

Κι έβριζε αγρίως την «Ουνιτά»

σαν όργανο προδοτικό

κι αρχιρεβιζιονιστικό.

 

(Κι αν τόλμαγες τη λέξιν ΕΣ

τα νύχια για καυγά έξυνες).

 

Δεν είχα τίποτα κοινό

με το Βιβλίο το Κόκκινο

μα έλιωνα απ’ τον έρωτα

-τον πόνο του άλλου αχ ποιος ρωτά.

 

Μια μέρα τ’ αποφάσισα

-λέω η ντροπή μισά-μισά-

να τη ζητήσω επίσημα

απ’ τον μπαμπά και τη μαμά.

 

Όπως οι γάτες που λυσσάν

μ’ άρπαξαν και με φίλησαν.

«Πάρ’ την παιδί μας, σώσε μας

μη μείνει αυτή η ντροπή σε μας».

 

Το ‘μαθε κι έγινε έξαλλη

(αλί, αλί και τρισαλί)

μ’ έβρισε αντιλενινιστή

κι από τη λύσσα είχε πρηστεί.

 

Προδότη μ’ είπε του λαού

κι εγώ της είπα: «Τούλα, ού,

σπεύδε, κι άκουσε να δεις

κι αν έχεις προίκα πέντε δις

 

εγώ σε παίρνω ολόγυμνη.

Τον έρωτα άκου πώς υμνεί

κι ο Μάο κι ο γίγαντας ο Τσου

με τη γιγαντιαία τσουτσού».


Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Από την «Τετάρτη της Σποδού» (μέρος Ι) (1930) ποίημα του Τόμας Στερν Έλιοτ (1888 – 1965) (μτφ. Παυλίνα Παμπούδη, εκδ. «Printa», δ’ έκδοση αναθεωρημένη, 2024)

 ...............................................................




           Τόμας Στερν Έλιοτ (1888 – 1965)




·       Από την «Τετάρτη της Σποδού» (μέρος Ι) (1930) ποίημα του Τόμας Στερν Έλιοτ (1888 – 1965) (μτφ. Παυλίνα Παμπούδη, εκδ. «Printa», δ’ έκδοση αναθεωρημένη, 2024)

 

Αφού δεν ελπίζω να ξαναγυρίσω

Αφού δεν ελπίζω

Αφού δεν ελπίζω να γυρίσω

Του ενός το χάρισμα ποθώντας και τις προοπτικές του άλλου

      αποζητώντας*

Πλέον δεν προσπαθώ για τέτοια πράγματα να προσπαθώ

(Ο γερασμένος αετός γιατί ν’ απλώνει τα φτερά;)

Γιατί να πενθώ

Της συνήθους εξουσίας τη χαμένη δύναμη;

 

Αφού δεν ελπίζω να ξαναγνωρίσω

Την εύθραυστη δόξα της θετικής στιγμής

Αφού δε νομίζω

Αφού γνωρίζω πως δε θα γνωρίσω

Τη μόνη αληθινή πρόσκαιρη δύναμη

Αφού δε δύναμαι να πιω

Εκεί που ανθίζουν δέντρα και ρυάκια κελαρύζουν, εφόσον

       τίποτα δε γίνεται ξανά

Αφού γνωρίζω πως ο χρόνος είναι πάντα χρόνος

Κι ο χώρος είναι χώρος πάντοτε και μόνο χώρος

Κι ο,τι είναι παρόν είναι παρόν μόνο για μια στιγμή στο χρόνο

Και μοναχά για ένα σημείο στο χώρο

Αγάλλομαι την ευλογημένη όψη

Και απαρνούμαι τη φωνή

Αφού δεν μπορώ να ελπίζω ότι θα ξαναγυρίσω

Αγάλλομαι συνεπώς έχοντας να δημιουργήσω κάτι

Που ν’ αγάλλομαι γι’ αυτό

 

Και δέομαι στον Θεό έλεος να μας δείξει

Και δέομαι να μπορέσω να ξεχάσω

Αυτά τα θέματα που με τον εαυτό μου συζητώ τόσο πολύ

Τόσο πολύ εξηγώ

Αφού δεν ελπίζω να ξαναγυρίσω

Ας απολογηθούν τα λόγια τούτα

Για να μην ξαναγίνει πάλι ό,τι έγινε

Κι είθε η Κρίση να μην πέσει πάνω μας πολύ βαριά

 

Αφού οι φτερούγες τούτες δεν είναι πια φτερούγες να πετούν

Μα μερικά φτερά που δέρνουν τον αέρα

Τον εντελώς πλέον στεγνό και λιγοστόν αέρα

Πιο λιγοστό και πιο στεγνό κι από τη βούληση

Δίδαξέ μας να μεριμνούμε και να μη μεριμνούμε

Δίδαξέ μας γαλήνιοι να μένουμε.

 

Δεήσου για μας τους αμαρτωλούς τώρα και την ώρα του

     θανάτου μας

Δεήσου για μας τώρα και την ώρα του θανάτου μας**

 

Σημ.*: Ο Έλιοτ αντλεί τον συγκεκριμένο στίχο από το Σονέτο ΧΧΙΧ του Σαίξπηρ («desiring this mans art and that mans scope»), αντικαθιστώντας ωστόσο το «art» με το «gift».

Σημ.**: Το συγκεκριμένο δίστιχο αντλείται από την τελευταία στροφή της προσευχής των καθολικών Ave Maria: «Ora, ora pro nobis peccatoribus / Nunc et in hora mortis / Et in hora mortis nostrae»  


"ΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ" ποίημα του Γιάννη Δάλλα (1924 - 2020) (από τη συλλογή "Περίακτος" (Τυπωθήτω, 2011)

 ...............................................................




                   Γιάννης Δάλλας (1924 - 2020)




ΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ


Να γράψω για τους πεθαμένους ποιητές
με την εικόνα τους που απόψε ονειρεύτηκα
βγαίνοντας ένας-ένας μέσα απ' τα χειρόγραφα
όπως οι άγιοι απ' τις θαμπές τοιχογραφίες
παίζοντας τσέρκι με τους "ουρανούς" της κεφαλής τους
με τ' αγυιόπαιδα κι άλλους αγγέλους στις αλάνες


Να μένει ο άσαρκος σοβάς ορφανεμένος


Γιάννης Δάλλας (από τη συλλογή "Περίακτος" (Τυπωθήτω, 2011)

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Komitas (1869-1935) Armenian Miniatures with Astrig Siranossian, cello, and Levon Avagyan, piano (youtube, 13.5.2020)

 ..............................................................


Komitas Armenian Miniatures with Astrig Siranossian, cello, and Levon Avagyan, piano




KOMITAS (1869-1935)

Armenian miniatures for cello and piano

(youtube, 13.5.2020)


"Άνθρωποι" ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 - 2005)

 ............................................................




  Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 - 2005)



"Άνθρωποι"




Ένα χώρο να σταθούμε ζητήσαμε, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία
Ένα αναγκαίον υστέρημα εις όλους περιττόν (κι η ευαισθησία σε τέτοιες στιγμές τί χρησιμεύει;)
Όπως λ.χ. ο Γιώργος Τάδε φίλος λυρικός ποιητής ποζάρει επιμελώς και πείσμων στα πάνω ράφια των επαρχιακών βιβλιοπωλείων
Όπως στο θερινό κινηματογράφο που δεν πειράζεται από τη νόηση των φιλησύχων ημερομισθίων της συνοικίας.

Είμαστε συνεπώς πολύ ικανοποιημένοι πιστεύοντας —οψίμως— ασυζητητί σε σοφότατα προγονικά αποφθέγματα.
Να πούμε το «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ» ή «μηδὲν ἄγαν» και τα παρόμοια
Ενδεδυμένοι ευπρεπώς με καινουργή υποδήματα και γραβάτες ημίμαυρες παρελθούσης νεότητος
Διηγούμαστε, εν κύκλω στενώ, πως τη ζωή μας τυράννησε ένας άγονος έρωτας —πριν τόσα ή τόσα χρόνια— μια απασχόληση κι αυτό, να μην τον έχεις ακόμα ξεχάσει
Σε μια δεδομένη ηλικία δεν αρνιούμαστε πως γράψαμε και στίχους — ω νεότης, μ’ ένα χαμόγελο συγκαταβατικό
Ή διαβάσαμε την «Άννα Καρενίνα» σε μετάφραση αγνώστου κι άλλες μηδαμινότατες κοινοτοπίες.

Επιτέλους έναν χώρον απλούστατον, έστω 1 x 2, δίχως υποτιθέμενα προνόμια ή ξέχωρη αξία
Άνθρωποι χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιδεολογία, όχι αισθαντικότητα, όχι απογοητευμένοι, άνθρωποι απλώς.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

" Γ Ι Α Τ Ι " ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη (1919 - 2005) (Από τα "Ποιήματα 1945 - 1971, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, β' έκδοση 1979)

 ...............................................................



         Μίλτος Σαχτούρης (1919 - 2005)



Γ Ι Α Τ Ι


Γιατί το αίμα του χειμώνα

έβγαλε φτερά την άνοιξη

και πέταξε το καλοκαίρι;

γιατί τα λουλούδια που φύτεψα στον 

                                                 κήπο μου

φύτρωσαν άγρια στον καθρέφτη της 

                                         κάμαράς μου;

γιατί τ' ωραίο άσπρο σώμα

                                       που κρατούσα

μαύρισε

και μου έβαψε τα χέρια;

γιατί μετράνε τα πουλιά την άνοιξη με

                                             τα μαχαίρια;

γιατί οι αρρώστιες του καλοκαιριού

φάνηκαν στο φεγγάρι του χειμώνα; 

γιατί τα μαύρα μαλλιά που τύλιγα

                                      τα χέρια μου

γίναν αράχνες και δέρματα σκονισμένα;

γιατί το φλυτζάνι που έπινα καφέ

γέμισε ένα πράσινο σκοτεινό μυστήριο;


Δεν έχει κόκκινη απάντηση

το γιατί είναι μια μεγάλη έλλειψη

κάτι σαν τάφος

"Στον ΝΙΚΟ Ε...1949" ποίημα του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 - 2005) (εκδ. "Πλειάς", 1980)

 ...............................................................




Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 - 2005)




Στον ΝΙΚΟ Ε...1949 


Φίλοι 

Που φεύγουν

Που χάνονται μια μέρα

Φωνές

Τη νύχτα

Μακρινές φωνές

Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους

Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση

Ερείπια

Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες.


Εφιάλτες,

Στα σιδερένια κρεβάτια

Όταν το φως λιγοστεύει

Τα ξημερώματα.


(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)