...............................................................
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 -2005)
·
Απόσπασμα από τη
«Ζωή και το Έργο του ποιητή Μανούσου Φάσση». Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 – 2005) (εκδ. «στιγμή», 1996)
«…Κατ’
εξοχήν λοιπόν ερωτικός ποιητής ο Μανούσος!
Θυμάμαι
που μου έλεγε, σχεδόν οργίλος, σε εντελώς ανύποπτο χρόνο, τότε που και οι δύο
κάναμε τα πατροπαράδοτα όνειρα της νεότητος, μού έλεγε λοιπόν σχεδόν προφητικά
και με εκπλήσσουσα για την ηλικία του ωριμότητα, μια πρώιμη ωριμότητα σχεδόν
σεφερικής υφής: «Άσε, ρε Μανώλη (ακόμα
με ωμέγα), τις πολλές ιδέες και τα
μηνύματα. Αυτά θα σε φάνε, άσε που θα φάνε κι όλο το ρωμέικο. Νομίζεις πως
γράφεις για την αιωνιότητα και απλώς αντιγράφεις την επικαιρότητα του κερατά. Πότε
θα καταλάβεις επιτέλους ότι μόνο δυο πραγματικά αιώνια θέματα υπάρχουν· αυτά τα
πιο πληβεία: ο έρωτας και ο θάνατος. Άσε το θάνατο κατά μέρος, δεν μας αφορά
ακόμη, ζήτω ο έρωτας λοιπόν. Ερωτεύομαι για να γράφω και γράφω για να
ερωτεύομαι».
Φυσικά δεν ακολούθησα
τις συμβουλές του, και τολμώ να πω πως γι’ αυτό έγινα αυτός που έγινα. Απέκτησα
ένα καλό όνομα στη φιλολογική αγορά, σημαντικό ή απλώς ευπρόσωπο (αυτό θα
κρίνουν τα μέλη της επιτροπής συντάξεων λογοτεχνών όταν έρθει σε λίγο και η
δική μου ώρα), πάντως δεν παρέμεινα τελείως άγνωστος και άσημος όπως ο
Μανούσος, που το μόνο που κατάφερε να δημοσιεύσει, εν ζωή, σε ένα λαθρόβιο
νεανικό έντυπο της αριστεράς, πριν από αρκετά χρόνια, τρία στιχουργήματά του
υπό τον γενικό τίτλο «Η ερωτική τρίλιζα» (τα ξαναβρίσκω στην ενότητα «Πολιτική,
αγάπη μου», στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως) και κατάφερε ο αθεόφοβος, ώστε
και ιερά πολιτικά θέματα ακόμη να ευτελίσει στο επίπεδο φτηνών ερωτογραφημάτων,
που ολίγο απέχουν από γνωστά πορνογραφικά πρότυπα, και που δικαίως προκάλεσαν
τότε την μήνιν κομματικών φορέων, φεμινιστικών οργανώσεων, προοδευτικών
φοιτητικών συλλόγων, εν ολίγοις αποτέλεσαν πέτρα σκανδάλου που επηρέασε, κατά
μία άποψη, και τις φοιτητικές εκλογές εκείνου του χρόνου ή, τουλάχιστον,
αφαίρεσε ένα ποσοστό από τη θεωρούμενη «ανανεωτική» παράταξη, η οποία χρεώθηκε
το άτοπο δημοσίευμα, μολονότι και η ίδια περίπου το αποκήρυξε ως μη
συμβιβαζόμενο προς τις φεμινιστικές ανανεωτικές προδιαγραφές.
Αντιφεμινιστής λοιπόν ο Μανούσος; Ποιος; Ο
Μανούσος ! Αυτός που αν είχε δύο χιτώνες θα έσπευδε να τους χαρίσει και τους
δύο στην πρώτη γυναίκα, κι ας έμενε γυμνός μπροστά της. Ω, φεμινισμέ, πόσα
εγκλήματα διαπράττονται εν ονόματί σου –
θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε, αλλά το θέμα θα μας πήγαινε πολύ μακριά κι εμείς
έχουμε μπροστά μας ένα συγκεκριμένο θέμα να ασχοληθούμε.
Φαίνεται ότι η «Τρίλιζα» είναι γραμμένη γύρω στα μεταπολιτευτικά χρόνια, και αυτό
το εικάζω θετικά γιατί η κατονομαζόμενη φοιτητική οργάνωση ΠΠΣΠ, ιδεολογικό όχημα των μαοϊζόντων νέων της εποχής, γνώρισε
άγριες πιένες τα χρόνια εκείνα, για να καταποντιστεί εν συνεχεία και να
εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη στα χρόνια της σοσιαλιστικής ευδαιμονίας που
ακολούθησαν.
Η
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΣΠΑΣΙΑΣ
(ΣΕΜΝΗΣ
ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ Ρ.Φ.)
Αντίκρισα
μια Ρήγισα
κι
από τον πόθο ρίγησα.
Απάνω
σε μια σκαλωσιά
την
είδα και κοκάλωσα.
Έγραφε
συνθήματα
το
«Επέσατε θύματα»
κι
άλλα αντιφασιστικά.
Και
τότε προφασίστηκα
πως
θέλω το πινέλον της
να
πάω κι εγώ εθελοντής
να
γράφουμε κοντά-κοντά.
Με
σέρνει εκόντα άκοντα.
Ύστερα
κατεβήκαμε
και
πήγαμε ως το ΙΚΑ με
τα
πόδια και τα είπαμε
για
την ΕΔΑ και το ΠΑΜΕ.
Μα
εγώ της λέω: Ω, Άσπα, συ
μίλα
μου για τη διάσπαση
μίλα
μου για το Κόμμα μας
μα
να μην το μάθει η μαμά σ’.
Πολιτική
και λίγο σεξ
μας
διαχωρίζουν απ’ το ΕΞ.
(Όχι
μόνο ολοκαύτωμα
χρειάζεται
κι απαύτωμα).
Μετά
πήγαμε ίσαμε
το
πάρκο και χωρίσαμε
γιατί
είχε διασχολικό
κι
ήτανε λίγο σόλικο
να
μας εβλέπανε μαζί
(γιατί
είν’ η κοινωνία χαζή
κι
έχει κατάλοιπα Ναζί).
Δίκιο
έχει ο Ρίτσος κι ο Ναζίμ
σ’
αυτή τη ζήση την πεζή
να
ζει κανείς ή να μη ζει (μ).
Η
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΑΣΙΑΣ
(ΤΗΣ
ΑΡΧΟΝΤΟΚΝΙΤΙΣΑΣ)
Ήταν
οι μέρες εκείνες
που
λυσσάγαν οι μπασκίνες
και
σου ‘ρχότανε ναυτία
όταν
περνούσες τα Χαυτεία.
Κι
εσύ!
Κρατώντας
τον «Οδηγητή»
διάβηκες
από μπρος μου
λουσμένη
αρώματα Κοττύ
στην
μπόχα του υποκόσμου.
Φώναζαν
ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΧΙ
στα
προποπρακτορεία
μα
πέρναγες αγέρωχη
Κνιταρχοντοκυρία.
Κανένας
δεν αγόραζε
δε
δίναν σημασία
ήρθα
και σ’ έπιασα αγκαζέ
και
σου ‘πα: «Έλα Τασία
πούλησες
δέκα σήμερα
νομίζω
πια πως φτάνει
-αρχόντισά
μου και κερά –
μάζεψτα
μάνι-μάνι
πάμε
τα δυο μας κορ-α-κορ
να
κάνουμε επανάσταση
να
σπάσουμε όλα τα ρεκόρ
Χριστούγεννα
κι Ανάσταση.
Κι
αν είσαι του δογματικού
σκασίλα
μου μεγάλη
πάμε
από Ηρώδου του Αττικού
να
βγούμε προς Εκάλη.
Κνίτισα
αρχοντοκνίτισα
παλαιοημερολογήτισα
να
γίνουμε ένα εγώ κι εσύ
δόγμα
και ανανέωση.
Θα
το πατήσω το πεντάλ
μέχρι
90 και 100.
Διάβασε
εσύ τον Ρόζενταλ
για
μένα η λίρα εκατό.
Πάμε
σ’ ένα κρυφό κουτούκι
να
φάμε πίτσα ή πεϊνιρλί
να
μου κάνει λούκι-λούκι
να
σου δείξω ένα λιλί.
Θα
κάνεις σού, θα κάνω μού
κι
ό,τι άλλο θες ακόμα
κι
απά στην ώρα του χαμού
θα
σου φωνάξω: «Ένα είν’ το Κόμμα».
Η
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΛΑΣ
(ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΠΣΠ)
Για
μιαν αρχιτεκτόνισα
ένα
τραγούδι ετόνισα
(να
μη σ’ το πω να μη σ’ το πει
ανήκει
στην Πι Πι Σι Πί)
Γι’
άλλην εγώ δεν είχα νου.
Ήταν
κόρη βιομήχανου
και
τα ‘χεν όλα μπόλικα
για
προίκα δύο πολυκα-
τοικίες
κι αυτοκίνητα.
Κι
έβριζε αγρίως την «Ουνιτά»
σαν
όργανο προδοτικό
κι
αρχιρεβιζιονιστικό.
(Κι
αν τόλμαγες τη λέξιν ΕΣ
τα
νύχια για καυγά έξυνες).
Δεν
είχα τίποτα κοινό
με
το Βιβλίο το Κόκκινο
μα
έλιωνα απ’ τον έρωτα
-τον
πόνο του άλλου αχ ποιος ρωτά.
Μια
μέρα τ’ αποφάσισα
-λέω
η ντροπή μισά-μισά-
να
τη ζητήσω επίσημα
απ’
τον μπαμπά και τη μαμά.
Όπως
οι γάτες που λυσσάν
μ’
άρπαξαν και με φίλησαν.
«Πάρ’
την παιδί μας, σώσε μας
μη
μείνει αυτή η ντροπή σε μας».
Το
‘μαθε κι έγινε έξαλλη
(αλί,
αλί και τρισαλί)
μ’
έβρισε αντιλενινιστή
κι
από τη λύσσα είχε πρηστεί.
Προδότη
μ’ είπε του λαού
κι
εγώ της είπα: «Τούλα, ού,
σπεύδε,
κι άκουσε να δεις
κι
αν έχεις προίκα πέντε δις
εγώ
σε παίρνω ολόγυμνη.
Τον
έρωτα άκου πώς υμνεί
κι
ο Μάο κι ο γίγαντας ο Τσου
με
τη γιγαντιαία τσουτσού».