ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
γράφει ο ποιητής, συγγραφέας και φίλος στο fb Πάνος Σταθόγιαννης (facebook, 24.6.2021)
Πείτε εσείς τα πιο βαθιά, αυτά που θα χωθούν στη λεπτομέρεια, θα αρδεύσουν από εκεί νερό για το μεγάλο τραύμα, και στο μικρόκοσμο θα ξαναδούν την άτεγκτη αισθητική των νόμων,
εγώ θα πω για τα αρσενικά παιδιά που έξαφνα μεγάλωσαν, όμως εκείνα στον καθρέφτη δεν βλέπουν πρόσωπο ολόκληρο, βλέπουνε γένια που ζητάνε ξύρισμα, μια γλώσσα υπόλευκη και μουδιασμένη, κι ούτε τα νοιάζει ο φθαρμένος ο γιακάς, φτάνει να είναι με το σίδερο πατικωμένος, στρώνουν με επιμέλεια τα όσα μαλλιά, βγαίνουνε έξω ξεροβήχοντας, σενιαρισμένοι,
τα Σάββατα, πρωί, στο καφενείο της γωνίας, Κηπούπολη, Άγιοι Ανάργυροι, Κολοκυνθού, Κόκκινος Μύλος, οδός Λιοσίων με τα καυσαέρια του Α10, και τι σαπίλα ο Κηφισός, κάποτε εκεί, μικρότεροι, είχανε πνίξει ένα νεογέννητο γατί, τους είχε κλέψει δύο τόπια η ροή, είχαν στηθεί πέντε-έξι στη σειρά να κατουρήσουνε από ψηλά,
όπως παλιότερα, φαντάροι, στις Καστανιές, στη Μόρια, στο Δεμίρ Ισάρ, πέντε δεκαοχτώ μηχανοποιημένο τάγμα πεζικού, εξοδούχοι για την κοντινή ταβέρνα με τα κοντοσούβλια, ψύχρα βαλκανική και καλαμιές, κάποιος θα στρίψει ένα τσιγαριλίκι να το πιούνε καθ’ οδόν, βιάζονται να ακούσουν πάλι τις “Αμπάρες”, να κάνουνε ζημιές, να πούνε στον χοντρό πίσω απ’ τον πάγκο “πιάσε ακόμα έναν γύρο από μπιρόνια”, κι ο πιο παλιός να σηκωθεί και να χορέψει οχτώ χιλιάδες εφτακόσιες είκοσι φορές καλύτερα απ’ όσο ο λοχίας στην “Ευδοκία”, όμως εκεί τους λείπουνε οι γκόμενες, άντρες μονάχα στο χακί, δυο σκούρες στάμπες στις μασχάλες, κάθεται ύστερα λαχανιασμένος, με τα πόδια ανοιχτά, “δεν σηκώνει το τηλέφωνο δύο μέρες, η καριόλα”, γελάει, αλλά εντός του ένας μαύρος αχινός, θα πλακωθεί με τον ψάρακλα απέναντι που θα πετάξει “ποιος ξέρει σε ποιόνε παίρνει πίπες τώρα”, μπαίνουν στη μέση οι άλλοι, τους χωρίζουν, νάτοι που επιστρέφουνε αγκαλιασμένοι στην πύλη με τα καρακόλια,
μα πώς χαθήκανε έτσι, αφού είχαν πάρει όρκο σιωπηρό, τότε, με το απολυτήριο στο χέρι, αφού είχαν γίνει αδελφοί για μια αιωνιότητα, “άλλος για Χίο τράβηξε”, που λέει κι ο Μητροπάνος, “άλλος για Μυτιλήνη”, τυχαία θα συναντηθούν ξανά, Ομόνοια συνήθως, δεν πάνε Σύνταγμα, εκτός από εκείνους που δουλεύουνε ταξί, το Μέγαρο το ξέρουν μόνο απ’ έξω, ποτέ δεν έχουν μπει σε κάποιο σπίτι εκεί, Ιλίσια, Κολωνάκι, Νέο Ψυχικό, “μα, πώς τα φτιάξανε αυτά, οι πούσ τηδες, πού τα βρήκανε τόσα λεφτά;” λένε χωρίς να αναρωτιούνται αληθινά, από συνήθεια μόνο, γιατί ξέρουν,
όμως εκεί, στου Μπακάκου μπροστά, βλέπουν ξανά το λείο πρόσωπο της παλιοσειράς πίσω από τις ρυτίδες, “μαλάκα, καραφλιάσαμε κι οι δύο”, δεν έχουνε καιρό για μπίρα τώρα, βιάζονται, ανταλλάσσουνε τηλέφωνα για κάποια άλλη φορά, δεν θα πάρουν ποτέ, ούτε ο άλλος,
στο καφενείο πάντως είναι συνεπείς, με μια αφρισμένη φραπεδιά γι’ αρχή, ύστερα τσίπουρο, οι μεζέδες στο χαμηλό τραπεζάκι δίπλα στην πράσινη τσόχα, βρίζοντας διαρκώς την τύχη τους, πετάνε ξάφνου τα τραπουλόχαρτα, με μια κίνηση ίδια με εκείνη του παππού τους όταν έσπερνε σιτάρια στα προσχωσιγενή της Κάρλας, κάνουν μια βόλτα μέχρι το περίπτερο, παίρνουν καβάντζα ακόμα ένα πακέτο, επιστρέφουν, “φέρε να κόψω την πουτάνα”, λένε, χαμογελάει σαν νυφίτσα ο απέναντι, μοιράζει, ένα εφτάρι, ένα τέσσερα, ένας βαλές ξεκάρφωτος, δύο τριάρια,
μέχρι που κάποτε, ή ώρα δώδεκα και κάτι, περνάει έξω από το τζάμι εκείνη η θεογκόμενα, εικοσιδύο το πολύ, στη γειτονιά της τη φωνάζουν “βιζιτού” οι φαρμακόγλωσσες, τη ζαχαρώνουν όλοι τους με τα χαρτιά ανάερα στο χέρι, “δεν φοράει βρακί, το αερίζει”, λέει κάποιος ξύνοντας το γόνατό του, συμφωνούν όλοι τους, επαυξάνουν, λένε μετά διάφορα, λένε χυδαίες κοινοτοπίες, όπως ότι τώρα η θάλασσα έγινε γιαούρτι, ξεσκίσματα στην ανηφόρα, ξεπατώματα, όλα διανθισμένα με νηφάλια βία, και είναι σίγουροι ότι μπορούν, μα δεν μπορούν, φεύγει εκείνη με τα απροκάλυπτα μπούτια, στρίβει στη γωνία,
μένουν με το πουλί στο χέρι, που δεν ξέρουν πια τι να το κάνουν, πού να το βάλουν, στη γυναίκα τους αραιά και πού, την έχουν βαρεθεί, τους έχει βαρεθεί, τώρα εκείνη το πασάρει στα κρυφά όταν μπορεί παντού, και στον συμπαίκτη τους απέναντι που όλο χαμογελάει πονηρά κι ακατανόητα, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, όρθιοι μπροστά στον νεροχύτη, με τον παραπληγικό γιό στο διπλανό δωμάτιο να γρούζει σαν μισοσφαγμένο γουρούνι, οι δικές τους ανάσες πνιχτές, του δαγκώνει το χέρι για να μην ουρλιάξει. “φύγε τώρα, στάσου μια στιγμή να δω αν είναι κανείς έξω στο δρόμο”, κανείς δεν είναι, πίσω απ’ τις γρίλιες όμως κάμποσες γειτόνισσες, πάνω απ’ τα σύννεφα εφτά συντάγματα αγγέλων, κάτω απ’ το χώμα χίλιες ρίζες που ποτίστηκαν καλά κι ευλογημένα,
λίγο πιο πάνω κοντοστέκεται, ανάβει τσιγάρο, τηλεφωνεί στον εργολάβο μπας κι έσκασε καμιά δουλειά, έντεκα μέρες τώρα δίχως μεροκάματο, κι άμα φανεί καμιά οικοδομή στον ορίζοντα, τίποτα μερεμέτια, τ’ αρπάζουνε οι Αλβανοί, νοικοκύρηδες τους κάναμε, οι πιο πολλοί σπουδάζουν τα παιδιά τους στο Πολυτεχνείο, άσε που κάποιοι τολμηροί έπιασαν τώρα να ’ρχονται και στα καφενεία, ίσιοι κι όμοιοι γίναμε όλοι μας, ανωτέροι κατωτέροι, άσπροι μαύροι, αμνοί και ερίφια, “εδώ δεν έχουμε να φάμε εμείς – θα φάνε κι άλλοι;”, λέει μπροστά στη τράπουλα, μόνο εκεί,
γιατί στο κουκουέ, στην κόβα, λέει άλλα, λέει πώς όλοι είμαστε αδέρφια, λέει για κεφάλαια, αλληλεγγύες, παντιέρες ρόσες, “θα πέσουνε κεφάλια κάποτε”, γυρνάει στον τύπο που έχει ρέντα σήμερα, έχασε ακόμα και τα ψιλά που είχε για το προπατζίδικο, γιατί του αρέσει να φαντάζεται τι θα συμβεί άμα του κάτσει, κοιτάζει τότε κάπου αόριστα, σκέφτεται πράγματα που δεν πολυκαταλαβαίνει, Μαγιόρκες, ανάσκελα σε αιώρα, κάτω από φοινικιές, μαύρα γυαλιά, μαγιό βερμούδα, γύρω του γκόμενες να τόνε κανακεύουν και οπωσδήποτε δύο μαύροι να του κάνουνε αέρα, “μα, πού στο διάολο είναι η Μαγιόρκα;”, ποιος νοιάζεται, αφού από το όνομα καταλαβαίνουν όλοι, μόνο τους μαύρους να προσέχει, γιατί την έχουνε μακριά,
χαμογελάει μόνος του, χαμογελάει στον εαυτό του, κι ας δυσκολεύεται με τη ΔΕΗ και τους διακανονισμούς της, κι ας του λείπουν ένα σωρό ένσημα για τη σύνταξη, κι ας είναι έτοιμος να σκοτώσει το πατρικό του στην Ανάφη, μ’ αυτά τα λαμόγια που μπλέξαμε, καθώς βλέπει με τ’ άλλα μάτια, τα πραγματικά, την πιθανότητα της ψάθας, το χοντρό ζοριλίκι, το αγρίμι με τα χίλια νύχια, τον εξαποδώ,
όχι, όχι, δεν τα βλέπουν αυτά, δεν θέλουν να τα δουν, “μια ζωή είναι, πού θα πάει; θα περάσει”, λένε, και η ζωή τότε γίνεται βαρύς τενεκές με χαρμάνι στην πλάτη, ανηφορίζοντας την ασταθή σκαλωσιά, όχι, όχι, ούτε αυτό, έχει πεθάνει η οικοδομή, μονάχα οι Αλβανοί δουλεύουν εκεί, σπασμένα,
ευτυχώς που κάτι θα κάνει η ΑΕΚ φέτος, αυτή η μεταγραφή με τα ανάποδα ψαλίδια – τι παιχτούρα!, σύντομα θα τον κάνουν στρατηγό υπέρμαχο, αυτός θα τους σπρώχνει στο χορό των νικητών, γιατί μονάχα εκεί νικάνε, έστω από σπόντα, γι’ αυτό και τα Σάββατα, τρίβοντας τις παλάμες για να κόψουν τη βρωμοτράπουλα, “θα σας για μήσουμε αύριο”, λένε για το κυριακάτικο ντέρμπι, και το γα μήσι στο στόμα τους ηχεί σαν απειλή, σαν να κατεβαίνουν ορδές και να καίνε, να λεηλατούν τα πάντα, κι εκείνο το μπουρδέλο η Βουλή – στάχτη και μπούρμπερη, κι ας κλαίνε μετά οι φλώροι στην τιβί ότι η δημοκρατία μας, οι ταραξίες, οι φασίστες, “δεν πα’ να γα μηθούνε, μπας κι ασπρίσουνε”, τους έρχεται αυτόματα στο στόμα, “δεν πα’ να γα μηθούν, οι νούλες”,
όμως, Μούσα εσύ, άσε με να πω γι’ αυτούς, για τα δικά τους τα μηδενικά, που μπαίνουν πίσω από τη μονάδα και την κάνουν δέκα, εκατό, χίλια, δεν ξέρω πώς, ούτε από πότε, ούτε γιατί, δεν ξέρω τι είναι αυτό που τους μετατρέπει σε άλας της γης, μιας που έχουνε τη νοστιμιά που εμένα μου λείπει,
την έχασα στη σελίδα εξακόσια δώδεκα ενός βιβλίου που δεν θυμάμαι πια τον τίτλο του, κοιμάται αθώο στη βιβλιοθήκη μου, δεν μ’ αγαπάει κι ας του ανήκω, όμως κι αυτό αδυνατεί να ερμηνεύσει τι έχουν μέσα τους οι νικημένοι άντρες του Σαββάτου, που τους έχει ζέψει ο θεός να σέρνουνε την άμαξά του, ενώ ούτε άμαξα υπάρχει, ούτε ο θεός είναι επιβάτης, μονάχα τα λουριά που εκείνοι έχουν δέσει σταυρωτά στο στήθος τους και πάνε, όμορφοι όσο αρμόζει σ’ όσους πληρώνουν τα επίχειρα, δεν ξέρουν τίποτα όμως, αυτοί γεννήθηκαν με μια καμένη Σμύρνη στο βιογραφικό τους, έχουν αγιάσει εξ υπαρχής, όπως οι ρίζες...