Έχει ένα ύφος λες και μόλις τώρα κατάλαβε ότι μιλάνε σ' εκείνο. Τόσο μοιραία έκπληκτο, που δίνει την εντύπωση ότι μπορεί και να χαμογελάει. Στην πραγματικότητα όμως, το πρόσωπό του παγώνει. Απότομα. Σαν να κατέβασε κάποιος ένα μεγάλο ρελέ. Γι' αυτό, έτσι όπως παγώνει και το ελαφρό χαμόγελό του, η έκφρασή του δεν δείχνει καθόλου γελαστή. Δείχνει σαν να προέρχεται από κάποια μεγαλύτερη ηλικία του, από κάποια εποχή πιο ψυχρή. Κι ας είναι Ιούλης κοντά στα τελειώματά του, ντάλα μεσημέρι, με τα τζιτζίκια παντού να λυσσάνε. Έτος 1967.
Μόνο οι παλάμες του είναι ιδρωμένες. Και αυτές ίδρωσαν απότομα, όχι από τη ζέστη.
Ζυγώνει με διστακτικά βηματάκια. Όμως, σαν να έχει τροποποιήσει ελαφρώς την πορεία του, κατευθύνεται λίγο πιο δεξιά, σαν να πηγαίνει να καθίσει δίπλα στον Νότη, στο πεζούλι της αγια-Σωτήρας με τον φτενό ίσκιο. Δίπλα στον Νότη, αλλά και σε κάποιαν απόσταση από αυτόν, στη θέση του υποτελούς.
"Εδώ, ρε!" του δείχνει με το δάχτυλο το χώμα ακριβώς μπροστά του.
Διορθώνει την πορεία του κατά ελάχιστες μοίρες. Βαδίζει σαν να 'ναι δυο φορές υπνωτισμένο, μιας που τα παιδιά είναι έτσι κι αλλιώς υπνωτισμένα. Τα δέκα το πολύ βήματα που χρειάζεται να κάνει ως εκεί που δείχνει το δάχτυλο κρατάνε πολύ, περισσότερο απ΄ όσο στην κανονική πραγματικότητα. Νιώθει έναν βόμβο στα αυτιά του, σαν να υπάρχει μια μέλισσα μέσα στο μυαλό του.
Ο Νότης το κοιτάζει ίσια, χωρίς να παίζει τα μάτια του. Το δάχτυλό του τεντωμένο ανυπόμονα και επιτακτικά. Τι μαύρο το νύχι. Όλο μαύρο σκοτωμένο αίμα. Λιθάρι θα πρέπει να το βάρεσε. Είναι απίστευτο πόσο μεγάλο μπορεί να είναι το νύχι ενός εντεκάχρονου, όταν εσύ είσαι οχτάχρονο. Ούτε καν οχτώ - θέλει ενάμιση μήνα για να τα πατήσει. Είναι κι ο πατέρας του στη φυλακή, κοντά τρεις μήνες τώρα.
Φτάνει σχεδόν μπροστά στα γόνατα του Νότη και κοντοστέκεται. Εκείνος αποσύρει το δάχτυλο.
"Έλα πιο κοντά, ρε! Δεν είδες πού σου ΄δειξα;"
Πάει να κάνει ακόμα ένα βηματάκι, αλλά δεν προλαβαίνει να το ολοκληρώσει. Ο Νότης, χωρίς να σηκωθεί από το πεζούλι, τινάζει τα πόδια του και τον αρπάζει από τα πόδια. Τον αρπάζει με τα πόδια από τα πόδια του. Τα δένει. Τον παγιδεύει. Τον καθηλώνει.
"Άσε με...", κλαψουρίζει το σχεδόν οχτάχρονο.
Προσπαθεί να ξεφύγει, όμως τα πόδια σφίγγουν κι άλλο, τον πονάνε.
"Κάτσε ήσυχα, ρε! Κάτσε ήσυχα, ρε μαλακισμένο, γιατί θα σηκωθώ και θα σου τρίψω τη μούρη στο χώμα!"
Εγκαταλείπει τις προσπάθειες. Ορθώνει το σώμα του, αλλά δεν έχει ακόμα καλή ισορροπία, ταλαντεύεται.
"Ίσα το κορμί σου, ρε! Ίσα, μη σου...".
Τα καταφέρνει κάπως. Κατεβάζει ασυναίσθητα τα χέρια του. Ο Νότης το ταρακουνάει λίγο με τα πόδια. Κατεβάζει τελείως τα χέρια του, κάθεται σε στάση προσοχής.
"Έτσι!"
Όμως η αρπάγη δεν χαλαρώνει καθόλου.
Ούτε δυο σπιθαμές δεν χωρίζουν τα πρόσωπά τους - το ένα φύσει άγριο και προσηλωμένο, το άλλο παγωμένο και με βλέμμα ασταθές. Αλλά σε επιφυλακή το δεύτερο. Με όλες τις αισθήσεις παρούσες. Και κάτι μέσα να χτυπάει σαν καρδιά, αλλά να μην είναι καρδιά - πράγμα ξένο μοιάζει, άγνωστο, τρελό.
"Προσοχή θα κάθεσαι μπροστά μου και δεν θα κουνιέσαι καθόλου!".
Δεν κουνιέται καθόλου.
Ξαφνικά το χέρι του Νότη σκίζει την όρασή του, περνάει αστραπιαία ένα εκατοστό μπροστά από το πρόσωπο του. Εκείνο κάνει ασυναίσθητα προς τα πίσω, μαζεύεται, σηκώνει τα χέρια του να φυλαχτεί. Και τότε τρώει την πρώτη σουβλιά στην κοιλιά, με το δάχτυλο του ίδιου ταχύτατου χεριού. Σκύβει μπροστά.
"Δεν σ΄ακούμπησα, μαλακισμένο... Σ' ακούμπησα; Δεν σ' ακούμπησα. Δεν το είπαμε ότι δεν θα κουνιέσαι, ρε; Ούτε τόσο! Ούτε τόσο, ακούς; Ούτε τα μάτια σου να κλείνεις!"
Καινούργια αστραπιαία κίνηση. Τώρα όμως καταφέρνει να ενσωματώσει ήπια τον αιφνιδιασμό, η αντίδρασή του είναι ελαφρώς ελεγχόμενη. Πάντως, το κεφάλι του κάνει πίσω από μόνο του, τα χέρια του μαζεύονται στα πλευρά του από μόνα τους, έτσι όπως μαζεύει τα άκρα του το έντομο. Γι' αυτό και δεν γλιτώνει τη δεύτερη σουβλιά - πιο δυνατά ετούτη τη φορά, σχεδόν πάνω στον αφαλό.
"Προσοχή!"
Τεντώνεται. Μέσα του επαναλαμβάνει μια φράση, που δεν θα ξαναθυμηθεί ποτέ στη μετέπειτα ζωή του. Ίσως επειδή η φράση αυτή δεν έχει λόγια, αν και τη λέει και την ξαναλέει από μέσα του. Μηχανικά, με ευλάβεια, σαν ξόρκι. Του την κόβει στη μέση ο Νότης, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας και τα δυο του χέρια ταυτόχρονα, σαν να θέλει να το χτυπήσει στα νεφρά, ο πόνος να του κόψει την ανάσα
Αν δεν ήταν παγιδευμένο, θα σήκωνε ασυναίσθητα το ένα του πόδι. Όμως τώρα το σώμα του κάνει μια κίνηση σαν να μορφάζει ολόκληρο. Σαν να είναι ολόκληρο το σώμα του ένα πρόσωπο που συσπάται. Επανέρχεται γρήγορα στο κανονικό - όσο, βέβαια, μπορεί να είναι κανονικό το παράλυτο από τη φρίκη πρόσωπο ενός αχαμνού αγοριού που, εντελώς αναίτια, το σφραγίζει μια γκριμάτσα σαν χαμόγελο.
Αυτό που τώρα κινείται προς το μέρος του είναι το κεφάλι του Νότη, σαν να θέλει να του ρίξει κουτουλιά στον σταυρό. Κλείνει τα μάτια, σφίγγει τα δόντια, κάνει έναν πόντο πίσω, περιμένει να τη φάει κατακούτελα.
Ανοίγει τα μάτια του σιγά σιγά. Βλέπει το πρόσωπο του Νότη κολλημένο σχεδόν στο δικό του. Μάλλον δυο μάτια βλέπει, μαύρα, σαν ελιές, κακά. Γεννημένα κακά. Υπάρχουν και άνθρωποι που γεννιούνται κακοί.
"Παλιοκουμουνιστή!" λέει χαμηλόφωνα, συριστικά και σχεδόν εμπιστευτικά ο Νότης. "Πού είναι ο πατέρας σου, ρε; Στη φυλακή, ε; Γιατί τον χώσανε στη φυλακή, ρε; Ε, για πες μου!"
Κάτι πάει να πει, αλλά διστάζει. Ψάχνει μέσα του να βρει τη σωστή απάντηση, κάτι σαν το - "Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει", που γαληνεύει τα αγριεμένα πνεύματα, αλλά δεν του έρχεται τίποτα.
"Επειδή είναι κουμουνστής, ρε, γι' αυτό τον χώσανε μέσα. Επειδή είναι κουμουνιστής".
Πράγματι, τα κεφάλια τους τσουγκρίζουν. Όχι πολύ, αλλά πονάει αρκετά. Έτσι όπως είναι κοντά κοντά τα πρόσωπά τους, ο Νότης έχει περάσει το ένα χέρι του από πίσω και του χώνει μια σβερκιά.
"Γιατί είναι στη φυλακή ο πατέρας σου, ρε;" το κεφάλι του Νότη απομακρύνεται. "Επειδή είναι κουμουνιστής. Γι αυτό τον χώσανε μέσα", λέει και κοιτάζει κάπως λοξά.
Τώρα η σφαλιάρα στον σβέρκο, πιο τσουχτερή ετούτη τη φορά, έρχεται από την άλλη μεριά, από το άλλο χέρι.
"Προσοχή, είπα, ρε! Προσοχή ! Γιατί τον χώσανε μέσα τον πατέρα σου;"
Σκέφτεται ανόητα ότι αν δεν τον κρατούσε η αρπάγη των ποδιών του Νότη, θα σωριαζόταν στο χώμα. Σαν να το βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι. Άλλωστε, στο κεφάλι το βαράει και ο ήλιος - ο Νότης κάθεται στον λιγοστό ίσκιο της αγια-Σωτήρας κι εκείνο στον ήλιο. Παγωμένο.
Η απελπισία που αισθάνεται του δίνει δύναμη να τεντωθεί. Προσπαθεί να νιώσει τα πόδια του και την επαφή τους με το χώμα.
"Τι είπες; Δεν άκουσα;"
"Επειδή είναι κουμουνιστής"
Ετούτη τη φορά το λέει ευκρινέστερα. Το λέει σαν προς τα μέσα του, κυριευμένο από ένα δυσάρεστο συναίσθημα που ο πατέρας του είναι κουμουνιστής. Μοιάζει κάπως με ντροπή αυτό που νιώθει, αλλά δεν είναι, γι' αυτό και, ως ακατανόητο, είναι πολύ πιο βαρύ.
"Και το παιδί του κουμουνιστή τι είναι;"
Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει αμέσως τι το ρωτάει, σε ποιον ακριβώς αναφέρεται. Του φαίνεται ότι είναι κάτι σαν γρίφος, κάτι σαν το - "Τα παιδιά το Ζεβεδαίου ποιόνε είχανε πατέρα;"
Τώρα το δεξί του Νότη, το κάτω μέρος της παλάμης του ακριβέστερα, τον χτυπάει στο κούτελο. Ανάμεσα στα φρύδια και στη φούντα τού κατά τα άλλα κουρεμένου γουλί κεφαλιού του.
"Μίλα, ρε μαλακισμένο! Όταν ο πατέρας είναι κουμουνιστής, τι είναι το παιδί του".
Δειλιάζει, αλλά λέει τελικά την απάντηση που σκέφτηκε, αν και υπάρχει ένα ερωτηματικό σ' αυτήν, μια αβεβαιότητα, μια αγωνία.
"Κουμουνιστάκι...".
Το αυτί του Νότη σχεδόν χώνεται στο στόμα του.
"Τι είπες; Για ξαναπές το αυτό!"
Ο εντεκάχρονος σκάει στα γέλια, τεντώνεται προς τα πίσω γελώντας. κρατάει την κοιλιά του. Η μέγγενη στα πόδια του μικρού χαλαρώνει - πατάει κάπως καλύτερα, κερδίζει έναν δυο πόντους εδάφους, στερεοποιείται. Τα γονατά του όμως συνεχίζουν να τρέμουν.
Ο Νότης επανέρχεται στη κανονική του θέση. Ενώπιος ενωπίω. Του ξανασφίγγει τα πόδια. Το σταθεροποιεί κι άλλο.
"Τι είπες, ρε μαλακισμένο; Τι είπες; Κουμουνιστάκι; Είσαι τελείως μαλακισμένο, ρε. Τελείως...".
Είναι ποτέ δυνατόν κάποιος να γελάει και τα μάτια του να παραμένουν μοχθηρά; Ναι, είναι. Το βλέπει ακριβώς απέναντί του.
"Κουμούνι το λένε, ρε! Κουμούνι! Για πες το!"
"Κουμούνι".
"Και γιατί το λένε κουμούνι; Ε; Για πες μου - γιατί το λένε κουμούνι;"
Κάτι του θυμίζει αυτή η λέξη, αλλά δεν πάει εκεί το μυαλό του.
"Κου - μούνι...", στραβώνει το στόμα ο Νότης και σφίγγει τα δόντια, σφίγγοντας κι άλλο τα πόδια του. "Μούνι, μούνι... Μουνί, δηλαδή! Κατάλαβες; Μουνί!"
Κουνάει καταφατικά το κεφάλι του, αλλά μία φορά μόνο.
"Για πες μου, τι είσαστε εσείς τα κουμούνια;".
"Κουμούνια", ξέρει τώρα τη σωστή απάντηση.
"Μουνιά είσαστε, ρε μαλακισμένο! Μουνιά είσαστε! Πες το!"
Δεν την έχει ξαναπεί αυτή τη λέξη, αλλά ξέρει τι σημαίνει. Όχι πως έχει δει ποτέ κάτι τέτοιο, εκτός από μία φορά σε κάτι βαφτίσια μιας ξαδερφούλας του, κλεφτά, με λοξές ματιές, αλλά σαν να μην ήθελε να κοιτάξει.
"Μουνιά..." ψελλίζει.
Ο Νότης ανασαίνει βαριά. Μοιάζει σαν να μην ξέρει τι θέλει παραπάνω. Σαν να μην μπορεί να αποφασίσει αν νιώθει ικανοποιημένος ή όχι.
"Στο διάολο, παλιοκουμούνια!", λέει.
Απλώνει το δάχτυλο με το τσακισμένο νύχι, το πιέζει στο στήθος, το σπρώχνει σταθερά. Το οχτάχρονο πέφτει προς τα πίσω. Απλώνει τα χέρια του για να πιαστεί από το προτεταμένο δάχτυλο του Νότη, αλλά την τελευταία στιγμή τα αποσύρει. Περιορίζει κάπως με τους αγκώνες του τη σύγκρουση του κεφαλιού του με το έδαφος. Χτυπάει βέβαια και στο κεφάλι, αλλά όχι πολύ δυνατά.
Ο Νότης σηκώνεται.
"Παλιοκουμούνια...", μουρμουρίζει κι απομακρύνεται στη λιακάδα, κλωτσώντας ένα λιθάρι. "Παλιομουνιά...".
Το οχτάχρονο ανοίγει τα μάτια του. Τα ξανακλείνει όμως αμέσως, γιατί το στραβώνει από πάνω ο ολόλαμπρος ήλιος του Ιουλίου. Στρέφει το κεφάλι του αριστερά.
Είναι πολύ τυχερό παιδί. Πολύ.
Εκεί, ούτε μια σπιθαμή από τη μύτη του, βλέπει ένα πολύ ενδιαφέρον πολύχρωμο ζουζούνι. Και λίγο πιο κει, ένα γυαλιστερό πενηνταράκι.