.............................................................
"Διώξτε τους καταστροφείς του πολιτισμού"
του Matthias Langhoff
Ανοιχτή επιστολή στον Νικολά Ρουαγιέ, διευθυντή της κρατικής σκηνής / Χώρου Τεχνών του Σαλόν-σιρ-Σον.
«Αλλάξτε τον κόσμο, το χρειάζεται.» (Μπρεχτ)
«Έλα στ’ ανοιχτά!» (Χέλντερλιν)
Αγαπητέ Νικό,
Όταν τον Φεβρουάριο μου έδειξες την καινούρια σου «εστία», τον Χώρο Τεχνών στο Σαλόν-σιρ-Σον, ένα από τα τελευταία «Σπίτια του Πολιτισμού» που ανεγέρθηκαν ακολουθώντας τον σχεδιασμό του Μαλρώ –ήσουν περήφανος για την επιτυχία των ανακαινίσεων, τις πολλές σκηνές, τους άλλους χώρους υποδοχής του κοινού, τις αίθουσες εκθέσεων– σε ρώτησα αν είχες εξίσου αρκετά χρήματα για να ζωντανέψεις αυτό το σπίτι. «Φυσικά και όχι», μου απάντησες μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο. Ένιωσα τον θυμό να φουντώνει μέσα μου. Το πτώμα του Μαλρώ θάφτηκε στο Πάνθεον, και μαζί του θάφτηκε, απ’ ό,τι φαίνεται, η μεγάλη του ιδέα: μια πολιτιστική ζωή για όλους. Ο Μαλρώ δε φοβόταν την ιδέα μιας "πολιτιστικής πολιτικής" και την έβλεπε μάλιστα, με τη στήριξη του ντε Γκωλ, ως ένα από τα κεντρικά καθήκοντα μιας γαλλικής κυβέρνησης. Το "Σπίτι του Πολιτισμού" του Σαλόν-Σιρ-Σον –το οποίο στην πραγματικότητα είχε σχεδιαστεί για την Ντιζόν, αλλά δεν έλαβε ποτέ την έγκριση του δημάρχου της Ντιζόν, εκκλησιαστικού επιτρόπου και εφευρέτη απεριτίφ Φελίξ Κιρ, ο οποίος το είδε ως "κομμουνιστική ιδέα"– είναι ένα καλό παράδειγμα για να κρίνουμε την τρέχουσα πολιτιστική πολιτική που δεν έχει τίποτα κοινό με την κληρονομιά του Mαλρώ. Γιατί όσοι έχουν επιφορτιστεί σήμερα να διαχειριστούν τη συνέχεια αυτής της κληρονομιάς, την περιφρονούν. Η πολιτική που εφαρμόζουμε σήμερα, χωρίς συνείδηση και βασισμένοι μόνο σε οικονομικές επιταγές, οδηγεί και σε μια αντι-πολιτισμική πολιτική. Η γενναιόδωρη ανακαίνιση του κτηρίου είναι, εν προκειμένω, επιτυχημένη, κάτι που δεν συμβαίνει τόσο συχνά. Αυτό αυξάνει την αξία του ακινήτου για τον ιδιοκτήτη του, ανεξάρτητα από τα έσοδα που συνδέονται με τη χρήση του. Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης προσδοκά τα έσοδα αυτά να είναι όσο το δυνατόν υψηλότερα για να μειωθεί το κόστος παραγωγής. Αυτός είναι ο κανόνας του παιχνιδιού που ονομάζεται "καλλιτεχνική ελευθερία": βασίζεται στο δεδομένο ότι η κάνουλα μπορεί και να κλείσει οριστικά. Για το σημερινό γαλλικό κράτος, η πολιτιστική πολιτική είναι θέμα sponsoring, όχι ζωτική αρτηρία για το Έθνος και τον πληθυσμό του.
[…]
Και να που ο τόσο ασυλλόγιστος τρόπος που παράγουμε και καταναλώνουμε, καθώς και αυτή η δημοκρατία που δεν είναι παρά μόνο υποχρέωση υλικού πλουτισμού, μας έκαναν δώρο τον ΚΟΡΩΝΟΪΟ COVID-19, τις συνέπειες του οποίου δεν μπορούμε ακόμη να αξιολογήσουμε, αλλά θα είναι τεράστιες. Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι, μετά την κρίση, θα έρθει μια μεγάλη ανασυγκρότηση, με μάσκες στο πρόσωπο –η μπούρκα μπορεί να καυχηθεί ότι υπήρξε πρωτοπόρος– που θα τακτοποιήσει τα πάντα και μάλιστα καλύτερα από πριν. Είμαι από αυτούς που είναι πεπεισμένοι ότι ένας ριζικός μετασχηματισμός της ζωής μας είναι απαραίτητος για να βγούμε από αυτήν την άθλια κατάσταση μακροπρόθεσμα. Ο καπιταλισμός στη φιλελεύθερη μορφή του έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Δεν θα συμβεί το ίδιο με την εξαφάνιση του καπιταλισμού· αυτός δεν πεθαίνει παρά από μόνος του, θα λέγαμε από φυσικό θάνατο. Δικαιοσύνη, κέρδος, ηθική, πρόοδος, πολιτισμός: έννοιες που θα πρέπει να αξιολογήσουμε και να χειριστούμε με νέο τρόπο.
Όσον αφορά το θέατρο, πιστεύω πως δεν είμαι υπερβολικά απαισιόδοξος λέγοντας ότι οι σκηνές δεν θα είναι προσβάσιμες στο ευρύ κοινό πριν το τέλος αυτή της χρονιάς. Εάν γίνονταν προσβάσιμες (άραγε για πόσους θεατές και σε ποια απόσταση μεταξύ τους), αυτό το άνοιγμα θα έπρεπε να δικαιολογείται και οικονομικά. Τίθεται επίσης το ερώτημα ποιος θα πηγαίνει ακόμα θέατρο, αν αυτό ενέχει κινδύνους για την υγεία. Η εξαφάνιση αυτού που το κράτος αποκαλούσε κάποτε «χώρο του ζωντανού θεάματος» σημαίνει οικονομική καταστροφή για έναν τερατώδη αριθμό ανθρώπων και για πολύν καιρό. Δε μιλάω μόνο για τους καλλιτέχνες, αλλά και για τους τεχνικούς, τους κατασκευαστές σκηνικών, τις μοδίστρες, το προσωπικό καθαρισμού και πολλούς άλλους. Επειδή, εδώ, όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι είναι, κατά συντριπτική πλειοψηφία, αυτοαπασχολούμενοι ή εποχιακοί εργαζόμενοι, δεν είναι συνδικαλισμένοι και δεν έχουν δίχτυ ασφαλείας.
Ωστόσο, υπάρχει σ’ αυτήν την κρίση –που ακόμα αποκαλούμε «κρίση του κορωνοϊού» αντί να την ονομάζουμε κρίση του συστήματος– μια ευκαιρία. Το ότι δεν μπορούν να υπάρξουν δημόσιες παραστάσεις δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε στους χώρους των παραστάσεων – το μόνο πράγμα που αντιτίθεται σε αυτό, για την πολιτιστική βιομηχανία, είναι ο ιός AΠΚ (Αγορά-Πώληση-Κέρδος).
Λέγεται ότι όλα τα μέτρα που λαμβάνονται σήμερα αφορούν κυρίως την προστασία των ηλικιωμένων, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, επειδή απειλούνται περισσότερο από τον ιό. Είναι γελοίο, αλλά συμβαίνει το αντίθετο: εμείς οι ηλικιωμένοι θα επηρεαστούμε λιγότερο από τις συνέπειες της κρίσης. Εμείς, εγώ για παράδειγμα, ζούμε με μικρές συντάξεις και έχουμε αποκλειστεί από την παραγωγική διαδικασία εδώ και καιρό. Γι' αυτό αισθάνομαι ότι είναι καθήκον μου να δίνω συμβουλές. Σήμερα οι καλλιτέχνες που διευθύνουν τα θέατρα δεν είναι πλέον πολιτικοί, αλλά ιδιοκτήτες ορισμένου χρόνου, οπότε οι συνταξιούχοι μπορούν, νομίζω, να συμπεριφέρονται ξανά ως πολιτικοί. Το να εκνευρίζουν όλον τον κόσμο με τα λόγια τους είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να κάνουν. Αλλά φτάνουν οι δικαιολογίες. Γράφω για να ζητήσω από το κράτος ένα πρόγραμμα στήριξης εκτάκτου ανάγκης έως το τέλος της σεζόν 2020-21, με άμεση εφαρμογή και συγκεκριμένους όρους. Δηλαδή ένα πρόγραμμα που να βασίζεται στην επιδοτούμενη, ή ακόμα και στην ολοκληρωτικά πληρωμένη από το κράτος, πολιτιστική εργασία, και όχι στην πώληση της.
Όταν, πιο κάτω, μιλώ για θέατρο, γνωρίζω καλά ότι αυτές οι σκέψεις αφορούν όλες τις τέχνες που συμπεριλαμβάνονται στον όρο "ζωντανό θέαμα", αλλά επίσης και τους συγγραφείς, τους ποιητές κτλ. Λέω θέατρο γιατί αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι ο χώρος εργασίας μου. Αυτό το πρόγραμμα στήριξης εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να χρηματοδοτήσει «δοκιμές» (Versuche), δηλαδή πειραματισμούς, για να ενθαρρύνει τη θεατρική τέχνη να αναπτύξει μια άλλη σχέση με το κοινό και το περιβάλλον της. Αναφέρομαι σε απόπειρες χρήσης του θεάτρου για την επιστημονική έρευνα, ή για την κοινωνική δράση. Για παράδειγμα, να παίζουμε αρχαία τραγωδία ενώ μαγειρεύουμε ένα γεύμα για άπορους, μαζί με το συνεπακόλουθο μοίρασμα του φαγητού. Όλο αυτό θα μπορούσε να κινηματογραφηθεί ως συμβολή στη μαγειρική τέχνη. Ίσως ακόμα, δεν θα μπορούσαν και οι εγκληματολόγοι να χρησιμοποιήσουν το θέατρο για να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη;
[…]
Μια άλλη πιθανή κατεύθυνση είναι οι «δοκιμές» που, με αφετηρία το θέατρο, αποσκοπούν σε μια στροφή προς την κάμερα. Δεν μιλάω για τις μαγνητοσκοπήσεις παραστάσεων και το πώς ισοπεδώνουν τα πάντα ή καταστρέφουν τη δουλειά των καλλιτεχνών, αλλά για μια καινούρια γλώσσα, για ένα κινηματο-θέατρο. Ικανό να απελευθερώσει τις εικόνες από τον ζυγό της πιστής αναπαράστασης και να τους δώσει περισσότερο πνευματικό βάθος. Υπάρχουν εντυπωσιακά παραδείγματα αυτού που εννοώ στον «Καζανόβα» του Φελίνι. Αυτή η ταινία είναι καθαρό θέατρο, του οποίου ο χώρος γίνεται κινηματογραφική εικόνα. Ο Φελίνι έχτισε τη σκηνή του στα στούντιο της Τσινετσιτά στη Ρώμη. Η ανεμοδαρμένη θάλασσα από πλαστικό που διασχίζει ο Ντόναλντ Σάδερλαντ με όλες του τις δυνάμεις είναι μια αξέχαστη σεκάνς που αξιοποιεί την παράδοση και τις τεχνικές του θεατρικού σκηνικού. Ο Φελίνι δείχνει σε αυτήν την ταινία, περισσότερο απ’ όλα τα φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένης της Αβινιόν, την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το θέατρο.
Το Υπουργείο Πολιτισμού θα μπορούσε, μέσω των διαφόρων δικτύων, να παρουσιάζει όλες τις δραστηριότητες που θα επιδοτεί και θα ζητάει από τους καλλιτέχνες, αρκεί να φιλμαριστούν. Έτσι, το κοινό θα ενημερώνεται συνεχώς για το πού ξοδεύονται τα χρήματά του.
Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης του κορωνοϊού, αναγκαζόμαστε να ζούμε μπροστά από οθόνες τηλεόρασης ή υπολογιστών. Συνειδητοποιώ με έκπληξη πόσο λίγος εξοπλισμός χρειάζεται (η κάμερα ενός προσωπικού υπολογιστή φαίνεται να είναι αρκετή) για να ξανασμίξουν άνθρωποι μπροστά από μια οθόνη. Είτε αποτελούν ένα κοινό είτε έναν κύκλο συζήτησης.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’20 του περασμένου αιώνα, ξεκίνησε η βασιλεία του ραδιοφώνου. Στην αρχή, η συσκευή μόνη της δεν έφτανε, χρειαζόταν επίσης να είσαι συνδρομητής στον σταθμό μετάδοσης. Ο νεαρός Μπρεχτ έκανε «δοκιμές», πειραματισμούς με αυτήν τη νέα τεχνική. Έγραψε μια σειρά έργων με χορικά, τα περίφημα «διδακτικά έργα» (Lehrstücke), μέσω των οποίων οι επαγγελματίες του θεάτρου και το κοινό, παίζοντας μαζί, θα κέρδιζαν μια αμοιβαία μαθητεία, μια κοινή εμπειρία. Αυτά τα έργα φτιάχνονταν πάνω στη φόρμα της αρχαίας τραγωδίας, η παρακολούθηση της οποίας ήταν στην αρχαία Ελλάδα καθήκον του πολίτη. Σύμφωνα με την πρόταση του Μπρεχτ στο ραδιόφωνο, οι επαγγελματίες ηθοποιοί έπρεπε να δουλέψουν το κείμενο χωρίς τα χορικά, σαν να ήταν ένα ραδιοφωνικό έργο, και τα λόγια του χορού, χωρίς το υπόλοιπο κείμενο, έπρεπε να σταλούν σε συνδρομητές του σταθμού, έτσι ώστε το βράδυ της απ’ ευθείας μετάδοσης, οι ηθοποιοί θα έλεγαν τα λόγια τους στο μικρόφωνο, και οι ακροατές από το σπίτι θα μπορούσαν να πουν τα χορικά την κατάλληλη στιγμή, όταν οι ηθοποιοί θα έκαναν παύση. Ήταν μια ιδέα για να πάψει ο ακροατής να είναι ένας απλός καταναλωτής. Καθώς ραδιόφωνο δεν είχαν ακόμη πολλοί άνθρωποι, καλούσαν φίλους και γνωστούς στο σπίτι τους την ώρα της εκπομπής. Έτσι δημιουργούνταν νέες αίθουσες, που ήταν πραγματικοί χώροι επικοινωνίας, αντί να είναι οι θεατές παρκαρισμένοι στο σκοτάδι σαν βόδια πριν την αρένα. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν είχε κανένα μέλλον για ένα θέατρο που ήθελε να πουλήσει θέσεις. Εγώ θεωρώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα η δυνατότητα συνδυασμού θεάτρου, κοινωνικών δικτύων και τηλεόρασης.
Αυτές είναι απλώς βιαστικές προτάσεις για να δείξω ότι μπορούμε να βρούμε σε αυτήν την κρίση μια ευκαιρία να ανανεώσουμε τη θεατρική τέχνη.
Μπορούμε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς που έχουμε τα «Σπίτια του Πολιτισμού» του Mαλρώ, όπως τον δικό σου Χώρο Τεχνών. Πρόκειται για κτίρια που διαθέτουν πολλαπλούς χώρους καλλιτεχνικής δουλειάς, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όλους καλά εξοπλισμένους τεχνικά και οι οποίοι μπορούν να φιλοξενήσουν τις πιο ετερόκλητες ομάδες, τα πιο ποικίλα στρώματα του πληθυσμού. Και ακόμη και για τις εποχές που έρχονται, όταν θα υπάρξει ξανά θέατρο με κοινό, αλλά ασφαλώς με διαφορετικό τρόπο, με αναπόφευκτα άλλα νούμερα προσέλευσης, χώροι όπως ο δικός σου θα είναι πιο εύκολο να μετασχηματιστούν για νέες φόρμες και νέες ανάγκες. Οι μεγάλοι οργανισμοί που διαθέτουν πρωτίστως μία τεράστια αίθουσα και λίγους άλλους χώρους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να χρησιμοποιηθούν και να μετασχηματιστούν. Κάποιος που, όπως εγώ, γνωρίζει το αμφιθέατρο της Επιδαύρου, ξέρει πόσο ωραίο θα ήταν να αφαιρέσετε τα καθίσματα από τη μεγάλη αίθουσα του Xώρου Τεχνών και, με προϋπόθεση ένα καλό μαξιλάρι, οι θεατές να κάθονται στις κερκίδες. Θα μπορούσαν να μπαίνουν εύκολα σ’ αυτό και αναπηρικά αμαξίδια. 50 έως 100 θεατές για μια θεατρική βραδιά, μου φαίνεται καλός αριθμός για να δημιουργηθεί μια πραγματική καλλιτεχνική εμπειρία.
Η νέα Φιλαρμονική του Παρισιού με τις 2400 ή 3600 θέσεις της δεν είναι μόνο ένα επιβλητικό κτίριο σπάνιας ασχήμιας που έχει κοστίσει μια εξωφρενική τιμή, αλλά απαιτεί και από το σώμα του φιλόμουσου θεατή περισσότερα απ’ όσα μπορεί να αντέξει. Αυτή η φριχτή, ψευδο-μοντέρνα αρχιτεκτονική καθόλου δεν σχετίζεται με έναν νέο τρόπο βιώματος της μουσικής, αλλά μόνο με τον τεράστιο αριθμό θέσεων που πρέπει να πουληθούν. Ο πόνος στα γόνατα που νιώθει κανείς σ’ αυτές τις στριμωγμένες σειρές με τα καθίσματα, καταστρέφει μια συμφωνία του Μπραμς περισσότερο κι από την ίδια την Ορχήστρα των Παρισίων. Ακόμα και μετά τον κορωνοϊό, ελπίζω να διώξουμε τέτοιους καταστροφείς του πολιτισμού.
Αυτή ακριβώς την εποχή, εγώ, ένας ηλικιωμένος που ζω μόνος μου και βασανίζομαι πικρά, όπως όλος ο κόσμος, από τη φυλάκιση που έχουν επιβάλει για να με προστατεύσουν, είμαι αισιόδοξος ότι αυτό το βάσανο θα οδηγήσει σε μια μεγάλη ανατροπή σε όλους τομείς της ζωής. Ότι ο πολιτισμός, και οι τέχνες που αποτελούν μέρος του, δεν θα αφεθούν πλέον να υπαγορεύεται η πορεία τους "από αυτούς τους γρήγορους κυρίους των καρτέλ", αλλά θα ξαναπάρουν το δρόμο προς το ιδεώδες που ονειρεύονταν άνθρωποι όπως ο Μαλρώ. Ένας πολιτισμός για όλους, άρα και για τους εργαζόμενους σε αυτόν. Μια αίθουσα συναυλιών για πάνω από 3000 θεατές είναι εχθρός του πολιτισμού, με όλες τις σημασίες που μπορεί να έχει μια τέτοια διατύπωση. Ο πολιτισμός δεν εξαρτάται από events για να υπάρξει, γεννιέται από τη δουλειά και από τη συμμετοχή όλων. Για την πολιτιστική ζωή ενός τόπου, η διάρκεια μιας πολιτιστικής προσφοράς παίζει σημαντικό ρόλο. 3000 θεατές σε μια συναυλία που πραγματοποιείται σε ένα μόνο βράδυ δεν είναι το ίδιο με 3000 θεατές σε δέκα βράδια. Για τους θεατές, αυτό είναι προφανές: δεν είναι τυχαίο που οι αριστοκράτες, για να ευχαριστηθούν τη μουσική, την αναζητούσαν μέσα στην άνεση των πύργων τους. Τι σημαίνει όμως για τους μουσικούς να δουλεύουν ένα μουσικό κομμάτι για μία και μόνο παράσταση; Πρόκειται για καψόνι, και όχι μόνο από οικονομική άποψη· εξαπατώνται επίσης στην εντύπωση που έχουν ότι ζουν από τη δουλειά τους.
Ξέρω ότι μιλάω για χρήματα· ότι οι προτάσεις μου για τη θεατρική παραγωγή, με την επένδυση και τον χρόνο εργασίας που απαιτούν, προκαλούν υψηλότερο κόστος από αυτό που παραχωρείται σήμερα στη θεατρική τέχνη, και μάλιστα μιλώ ελπίζοντας η τιμή των εισιηρίων να μειωθεί στο ελάχιστο. Κάτι που, ανεξάρτητα από όσα προτείνω εδώ, θα ήταν και δίκαιο. Το κράτος δεν έχει άλλα χρήματα πέρα από τα χρήματα που κερδίζει από τη δουλειά μας μέσω φόρων. Με αυτά τα χρήματα επιδοτεί τον πολιτισμό που έχουμε στη διάθεσή μας. Είναι σχεδόν αδιανόητο να πρέπει να το ξαναπληρώσουμε για αυτήν του την υπηρεσία: να κάνουμε επίδειξη του ατομικού μας πλούτου αγοράζοντας πολιτιστικά αγαθά. Kαλό θα ήταν οι πολιτικοί να καταλάβαιναν ότι μια εικόνα ή μια θεατρική παράσταση μπορούν να γίνουν εμπόρευμα, όχι όμως και ο πολιτισμός. Ας διαβάσουν Μαλρώ ή ας συμμετάσχουν στην πολιτιστική ζωή, αυτό θα μπορούσε να τους βοηθήσει να καταλάβουν.
Φυσικά, το σύστημα διανομής χρημάτων στον επιδοτούμενο καλλιτεχνικό χώρο πρέπει να αναμορφωθεί εκ βάθρων. Χωρίς να είμαι ισοπεδωτικός: ο μισθός που κερδίζει κάποιος δεν μπορεί να καθορίζεται από την αγορά. Η θεατρική εργασία θα έπρεπε, όπως και σε άλλα επαγγέλματα, να έχει σταθερές τιμές, ίδιες σε όλους τους επιδοτούμενους χώρους. Αυτό θα πρέπει να ισχύει για τον διευθυντή αλλά και για τον υπάλληλο καθαρισμού, για τους σκηνοθέτες αλλά και για τους ηθοποιούς, για τους τεχνικούς αλλά και για όσους δουλεύουν στα γραφεία, άντρες και γυναίκες. Για τους μόνιμους αλλά και για τους εποχιακούς. Ο ελάχιστος μισθός και οι υψηλότερες αμοιβές δεν θα πρέπει να έχουν καμία σχέση με τα τωρινά ποσά. Ο πολιτισμός μπορεί να κερδίσει μια θέση στη γενική ζωή της κοινωνίας μόνο εάν, με τον τρόπο που πληρώνει τους ανθρώπους, λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της ζωής. Ένα θέατρο που απαιτεί περισσότερη δουλειά και περισσότερο χρόνο στη δουλειά, θα πρέπει να μπορεί να εξασφαλίζει το εισόδημα όλων καλύτερα απ’ ό,τι η προσωπική ικανότητα του καθενός στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις, ή οι καλές διασυνδέσεις με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Είναι σημαντικό να σταματήσει η νοοτροπία της ιδιοκτησίας στο θέατρο. Απ’ αυτή την άποψη, καλό θα ήταν να έχουμε έναν κανονισμό για την διεύθυνση των θεάτρων που θα μοιάζει με αυτόν της Κομεντί Φρανσέζ: οι καλλιτέχνες που θα καλούνται να διευθύνουν ένα θέατρο δεν θα επιτρέπεται να εργάζονται ούτε ως ηθοποιοί ούτε ως σκηνοθέτες στο δικό τους «σπίτι». Και η θέση του διευθυντή θα πρέπει να αλλάζει αρκετά συχνά έτσι ώστε το κάθε θέατρο, μαζί με το προσωπικό του, να είναι διαρκώς σε κίνηση. Τόσο το καλύτερο αν οι καλλιτέχνες είναι έτοιμοι να διευθύνουν ένα θέατρο, αλλά όσον αφορά τη σκέψη και την οργάνωση, θα πρέπει πάντα να βρίσκονται από την πλευρά εκείνου που τους αναθέτει αυτήν τη δουλειά: του κοινού. Οι δε σκηνοθέτες κάνουν πραγματικά καλή δουλειά μόνο όταν εξερεθίζουν ή εναντιώνονται στον θεατρικό επιχειρηματία. Όταν κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς εμπόδια, κερδίζουν μόνο δάφνες μετριότητας ή γίνονται ακριβώς πωλητές πολιτισμού και νεκροθάφτες της τέχνης.
Όλα όμως καταλήγουν σ’ αυτό το ερώτημα: σε ποιο βαθμό ο πολιτισμός και η τέχνη είναι στοιχεία του πλούτου μιας κοινωνίας; Και το κράτος τι είναι διατεθειμένο να κάνει και να πληρώσει για αυτόν τον πλούτο;
Χρειάζεται να μιλήσω για το παρελθόν μου, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι οι αναμνήσεις μου θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν τις επόμενες γενιές. Παιδί μιας εξαθλιωμένης οικογένειας που είχε καταφύγει σε μια Ελβετία όχι και τόσο ειδυλλιακή εκείνη την εποχή, επέστρεψα, μετά από μια φοβερή πανδημία που είχε σκοτώσει 55 εκατομμύρια ανθρώπους και που λεγόταν Παγκόσμιος Πόλεμος, επέστρεψα σε μια Γερμανία κατεστραμμένη και κατεχόμενη. Στη χώρα αυτή, μας έλειπαν τα πάντα εκτός από τους δημιουργούς πολιτισμού. Και δεν μας έλειπε ούτε η δίψα για πολιτισμό. Ο πόλεμος είχε συνενώσει στον αγώνα κατά της βαρβαρότητας την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής τέχνης και του πολιτισμού, παρόλο που αυτή ήταν διασκορπισμένη σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά τον πόλεμο, όλοι αυτοί συνενώθηκαν μ’ εκείνους που είχαν μείνει στη χώρα και δεν είχαν πουληθεί. Και, δυστυχώς, παραήταν επιεικείς με τους φιλοναζιστές καλλιτέχνες που είχαν πιέσει για πόλεμο και ακόμα νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν προνομιακές θέσεις. Η φτώχεια και η δίψα για δικαιοσύνη απαιτούσαν μια τροφή που μόνο η τέχνη και ο πολιτισμός μπορούσαν να προσφέρουν. Βεβαίως, οι νικητές του πολέμου, που ήδη πολεμούσαν μεταξύ τους, προσπαθούσαν, με άρτον και μετάλλια, να πείσουν τους δημιουργούς του πολιτισμού να μπουν στην υπηρεσία τους ή να περάσουν στο στρατόπεδο τους. Το θέμα ήταν, λοιπόν, πώς θα χρησιμοποιηθεί η δύναμη της τέχνης και του πολιτισμού. Ο Ψυχρός Πόλεμος διεξήχθη και στο πολιτιστικό μέτωπο. Εκεί όπου ζούσα, όλα τα αναγκαία μέσα ήταν στη διάθεση της τέχνης, και τα προϊόντα της ήταν όλα προσβάσιμα σε όλους, αλλά υπήρχαν όροι, και, όλο και πιο έντονα, κανονισμοί και απαγορεύσεις. Όμως, αυτή η ομάδα που επέστρεφε από την μάχη κατά της βαρβαρότητας, και στην οποία ανήκαν εκείνοι που ήταν πρότυπα και δάσκαλοί μου, όπως ο Μπρεχτ, ο Άισλερ, η Άννα Ζέγκερς, ο Βόλφγκανγκ Λάνγκχοφ ο πατέρας μου, ο Ερνστ Μπλοχ και πολλοί άλλοι, ήταν δύσκολο να λυγίσει. Παρέμεναν ισχυροί επειδή θέλαμε να τους ακούμε, και, εξαιτίας της ιστορίας τους, ήταν απαραίτητο να το κάνουμε: ήταν άνθρωποι που είχαμε ανάγκη να μας χρησιμεύσουν ως οδηγοί. Και αυτό που ήθελαν ή αυτό για το οποίο αγωνίζονταν, τους συνέδεε με άλλους κορυφαίους διανοητές σε όλο τον κόσμο, που είχαν συμμετάσχει στα τρία διεθνή συνέδρια συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού, τα οποία είχαν οργανώσει ο Ιλιά Έρενμπουργκ και ο Αντρέ Μαλρώ τη δεκαετία του ’30.
Παρ’ όλες τις απαγορεύσεις, η κληρονομιά τους έγινε συλλογικός πλούτος, ο οποίος σίγουρα δεν αντικατέστησε τις μπανάνες που δεν είχαμε, αλλά ήταν το είδος του θησαυρού που μπορεί να μας κάνει ισόβια ευτυχισμένους. Και τελικά, η ευτυχία είναι που μετράει. Υπό την επιρροή αυτών των δασκάλων έμαθα τη δουλειά μου ως καλλιτέχνης, έμαθα απ’ αυτούς ότι μπορείς να είσαι ευτυχισμένος όταν λες την αδικία με τ’ όνομά της κι όταν δίνεις στους ταπεινωμένους φωνή. Σε κάθε απαγόρευση, εκτός από τον πόνο, ένιωθα επίσης μέσα μου περισσότερη δύναμη, επειδή φαινόταν ότι και οι αρχές με φοβούνταν. Κι έπειτα είδα με τρόμο πώς η δίψα για πολιτισμό υποχώρησε λόγω της μεγαλύτερης προσφοράς εμπορευμάτων. Είδα πώς η κληρονομιά των Μπρεχτ, Άισλερ, Ζέγκερς, Τσβάιχ, και επίσης του πατέρα μου, κατέληξε να είναι μόνο ένα διακοσμητικό αντικείμενο, ένα μπιμπελό πάνω στην τηλεόραση.
Όταν ήρθα στο Παρίσι για πρώτη φορά το 1971, δεν με εντυπωσίασαν οι λαμπερές βιτρίνες που ξεχείλιζαν, αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που αγόραζαν βιβλία των αγαπημένων τους συγγραφέων, σε εκδόσεις τσέπης, φθηνά, κάθε Παρασκευή στις όχθες του Σηκουάνα. Οι γεμάτοι συρμοί του μετρό, όπου υπήρχαν ακόμη πρώτη και δεύτερη θέση, μου φαίνονταν σαν κυλιόμενες αίθουσες βιβλιοθήκης. Δεν με ενδιέφεραν οι όμορφες συνοικίες, που τις ήξερα από τα μυθιστορήματα του Αραγκόν, αλλά μου άρεσε η ζωή και οι διαμάχες που έβλεπα να ξεσπάνε στη Σορβόννη όταν επισκεπτόμουν τον φίλο μου Μπερνάρ Ντορτ. Η Γαλλία αγαπούσε τον πολιτισμό της, ο γαλλικός πετεινός ήταν το πουλί της ομορφιάς· ο πολιτισμός που μοιραζόταν ο λαός της ήταν ο μεγάλος της πλούτος. […] Αυτός ο χρόνος που πέρασα στο Παρίσι με απομάκρυνε από τη Γερμανία, τόσο την Ανατολική όσο και τη Δυτική, και με τράβηξε στη Γαλλία, κι έτσι λοιπόν, μπόρεσα να ζήσω στη συνέχεια την παρακμή του γαλλικού πολιτισμού που ακολούθησε τον κοινό ευρωπαϊκό δρόμο μέχρι στην τωρινή πανδημία.
Οι συνέπειες αυτής της πανδημίας, όπως και οι συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος, θα βλάψουν σημαντικά τις πολιτιστικές αξίες των λαών. Θα απαιτήσουν έναν νέο πολιτιστικό προσανατολισμό και την επανοικειοποίηση ξεχασμένων τρόπων ζωής. Χωρίς αμφιβολία θα πρέπει σύντομα να φοράμε μάσκα για να βγούμε στο δρόμο. Τι σημαίνει αυτό για τη ζωή μας, και επομένως για τον πολιτισμό μας, δεν θέλω καν να φανταστώ. Δεν μου έρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή παρά μόνο μία απάντηση, η χειρότερη: θα το συνηθίσουμε. Καθώς και η φράση του Χάινερ Μύλερ: «Ο θάνατος είναι η μάσκα της επανάστασης. Η επανάσταση είναι η μάσκα του θανάτου.»
Η σκέψη ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση αυτής της πανδημίας αποτελούν άσκηση για το μέλλον, είναι εφιαλτική. Η μεταφορά της εργασίας στον οικιακό χώρο μέσω δικτύωσης, οι προμήθειες στα χέρια της Amazon, ο συγχρωτισμός και η επικοινωνία μέσω WhatsApp, o πολιτισμός και η πληροφόρηση ξαναζεσταμένα στις οθόνες της τηλεόρασης. Η ομορφιά τού να βλέπεις τους δρόμους χωρίς αυτοκίνητα και να αναπνέεις καθαρό αέρα στις πόλεις πάει χέρι-χέρι με την απαγόρευση να εκφράζουμε την κακή μας διάθεση στο δρόμο. Αυτό που ήταν Πόλις ή κοινότητα, γίνεται δίκτυο.
Αγαπητέ Νικό, επίτρεψέ μου να επανέλθω άλλη μια φορά σ’ αυτήν την ιδέα: θέατρο για 50, ή το πολύ 100 θεατές, διασκορπισμένους στη μεγάλη αίθουσα σου, καθισμένους βολικά, με την άνεσή τους. Για εσένα σίγουρα μια πηγή φόβου, για μένα μια ελπίδα.
Εδώ και τέσσερις εβδομάδες, μόνος μου στο σπίτι, σκέφτομαι τι μου λείπει και γιατί. Περιέργως, παρόλο που δεν πάω εκεί σχεδόν ποτέ, σκέφτομαι το Πάρκο Μπυτ-Σωμόν που βρίσκεται στη γειτονιά μου και τώρα είναι κλειστό για το κοινό. Γιατί μου λείπει αφού δεν πάω εκεί σχεδόν ποτέ; Μου λείπει γιατί νιώθω ότι είναι μέρος της ζωής μου και ότι δεν μπορώ να διανοηθώ να μένω εδώ στο 19ο διαμέρισμα του Παρισιού χωρίς αυτό το πάρκο. Το περιβάλλον μου χωρίς αυτό θα ήταν κάτι σαν υπαίθρια φυλακή. Ένα πάρκο είναι ιδεώδης τόπος συνάντησης με τη φύση, με άλλους ανθρώπους και με σκύλους. Στο πάρκο δεν είσαι μόνος, αλλά ούτε είναι και τόπος μεγάλων συναθροίσεων. Πηγαίνεις για βόλτα, διαβάζεις ένα βιβλίο, σε βλέπει ο ήλιος, κάνεις τζόγκινγκ ή ανασαίνεις το άρωμα των λουλουδιών. Ή το διασχίζεις βιαστικά γιατί κόβεις δρόμο. Έχει παιδικές χαρές, μπορείς να κοιτάς τα παιδιά να παίζουν – μπορείς επίσης να απομακρυνθείς απ’ αυτά γιατί θέλεις ησυχία. Θυμώνεις μόλις κάποιος κάνει θόρυβο. Κάνεις σκέψεις φωτεινές και σκέψεις σκοτεινές. Δεν χρειάζεσαι πλήθη ανθρώπων να βιώνουν με τον ίδιο τρόπο το πάρκο όπως εσύ. Μπορείς να ζήσεις εκεί τις πιο διαφορετικές σχέσεις με τη φύση, με τη ζωή και με τον εαυτό σου. Αναρωτιέσαι γιατί δώσαμε στη φύση τέτοια μορφή, γιατί δεν μεγαλώνει όπως θέλει. Αν είσαι τυχερός, το πάρκο μπορεί να σου ξυπνήσει τη λαχτάρα για το δάσος, για τους μεγάλους ανοιχτούς χώρους, για τη θάλασσα. Η επίσκεψη στο πάρκο είναι δωρεάν, αλλά για να το συντηρείς σε καλή κατάσταση θέλει πολλή δουλειά και χρήμα. Και κανείς δεν ενοχλείται, γιατί ένα πάρκο –είναι προφανές, δεν χρειάζεται καν να υπολογίζεις τι κοστίζει και τι αποφέρει– είναι μέρος της ζωής μας, του πλούτου μας, και δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι θα το στερηθούμε. Και δεν είναι αλήθεια ότι κανείς δεν ενοχλείται. Οι πρόσφυγες που έρχονται σ’ εμάς για να ξεφύγουν από τη δυστυχία και τη λάσπη, και τους απαγορεύεται να χτίσουν ένα καταφύγιο μέσα στο πάρκο, ενοχλούνται. Γιατί ασφαλώς αυτό είναι το πάρκο μας, και ντρέπομαι να λέω αυτό το «μας». Αλλά παρ’ όλα αυτά, ονειρεύομαι ένα θέατρο που θα ανήκει στη ζωή σαν ένα πάρκο. Ένα θέατρο από το οποίο όσοι αναζητούν καταφύγιο θα έχουν επίσης το δικαίωμα να με διώξουν αν δεν τους προσφέρεται τίποτα καλύτερο.
Νομίζω ότι μπορούμε να ζητήσουμε πολλά, αλλά πρέπει να αποδείξουμε μέσω του ταλέντου μας ότι τα αξίζουμε. Και ίσως θα μπορέσουμε να έρθουμε με τους ανωτέρους μας σε ένα διάλογο, στον οποίο δεν θα μιλάμε απλώς για νούμερα και χρήματα.
Αγαπητέ Νικό, σε αποχαιρετώ με έναν στίχο από ένα ποίημα του Χέλντερλιν, που ξεκινά με το: «Έλα! Στ’ ανοιχτά, φίλε!» Και πιο κάτω λέει: «Γιατί δεν ανήκει στον Παντοδύναμο, αλλά στη Ζωή / αυτό που θέλουμε, αυτό που φαίνεται συγχρόνως ταιριαστό και γεμάτο χαρά.»
Ματίας
ΥΓ: Αυτό το γράμμα θα ήθελα να το στείλω και σ’ άλλους φίλους και εχθρούς: ίσως πολλοί άνθρωποι μαζί μπορέσουν να κάνουν κάτι να συμβεί σ’ αυτήν τη μολυβένια εποχή. Το πρώτο ανοιξιάτικο σημάδι μιας αλλαγής στη σκέψη, το είδα στη διαβεβαίωση ότι όλα γίνονται για να μας προστατεύσουν, εμάς τους ηλικιωμένους. Και ότι αυτή η αλληλεγγύη προς εμάς είναι δεδομένη. Είναι ήδη κάτι. Στο κάτω-κάτω, θα μπορούσαν κάλλιστα να μας ξεφορτωθούν για οικονομικούς λόγους. Το σύνθημα όλων των δικτατοριών, "τα πάντα για τη νεολαία μας", φαίνεται ότι δεν είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη. Ίσως στο μέλλον, εμείς οι γέροι να βρούμε ξανά μια θέση στο θέατρο. Η συμβολή μας θα μπορούσε να είναι η εμπειρία και η γενναιοδωρία, χωρίς την οποία δεν υπάρχει τέχνη.
ΣΧΟΛΙΟ, ΜΕΤΑ ΤΟ ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΜΟΥ.
[…] Όταν αναγκάζομαι να παρακολουθήσω στην τηλεόραση τα νέα του κόσμου που κυριαρχείται από τον ιό, το πρώτο πράγμα που ακούω είναι η σύντομα εφικτή επιστροφή στην προηγούμενη ζωή μας. Αυτή η ρητορική είναι κωφή και τυφλή. Αφού αρνιόμασταν τόσο πολύ καιρό να δούμε και ν’ αντιμετωπίσουμε τις προαναγγελθείσες συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος, θεωρούμε τώρα ότι θα νικήσουμε αυτήν την πανδημία, ώστε όλα να συνεχίσουν όπως πριν. Είχαμε όλο και περισσότερες ιογενείς επιδημίες τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που οδήγησε στην πανδημία του κορωνοϊού. Εκ πείρας, μπορούμε να προβλέψουμε ότι ο αγώνας ενάντια στον Covid-19 προετοιμάζει το έδαφος για την εμφάνιση ενός επόμενου, ακόμη πιο τρομερού ιού. Η καταστροφή του περιβάλλοντος, η πανδημία, η πείνα και η δυστυχία, οι πόλεμοι και η υποδούλωση στο δόγμα του πλουτισμού, είναι ένα σύνολο που αλληλοτροφοδοτείται μέχρι να φτάσει σε μια τελική καταστροφή. Αυτή η καταστροφή, που ήδη πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα, είναι ορατή στο τρομακτικό θέαμα ενός ηλίθιου, άσχημου και διαπιστωμένα παθολογικού ανθρώπου, ο οποίος, εν μέσω πανδημίας, ακρωτηριάζει τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας κατά 400 εκατομμύρια δολάρια αμερικανικής συνεισφοράς, και κάθεται και κοιτάζει έναν άρρωστο κόσμο χωρίς να κάνει τίποτα, με ύφος αηδιασμένο αλλά αδρανές.
Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο μια ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής μας μπορεί να μας σώσει. Σ’ αυτό το περιβάλλον θανάτου, η τέχνη πρέπει να διατηρήσει ζωντανό το όνειρο ενός κόσμου δικαιοσύνης. Γι’ αυτό θέλω να μιλήσω στην επιστολή μου, και γι’ αυτό το όνειρο, φίλοι μου, ελπίζω στη βοήθειά σας. Είναι καθήκον μας να μην επιτρέψουμε ένα "πολύ αργά πια". Είναι επίσης καιρός να ξαναδιαβάσουμε το «Το θέατρο και η πανούκλα» του Αρτώ.
Ματίας Λάνγκχοφ, 12 Απριλίου 2020.
Μετάφραση: Δημήτρης Ντάσκας