Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

"Σκηνικό ημιτελούς παράστασης" γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.10.2017)

..............................................................
 

Σκηνικό ημιτελούς παράστασης


 
 EUROKINISSI/ΕΛΕΝΗ ΡΟΚΟΥ
Φωτογραφίζω καμιά φορά στην Αθήνα προσόψεις σπιτιών που από μέσα δεν έχουν τίποτε, χάσκουν τα παράθυρα, φαίνεται ο ουρανός πίσω από τις ξεχαρβαλωμένες περσίδες. Αλλά τα σπίτια δεν γκρεμίζονται, θα είναι φαίνεται χαρακτηρισμένα νεοκλασικά από το υπουργείο ΠΠΟ και άρα διατηρητέα, και άρα οφείλουν να διατηρηθούν, αλλά τα άτιμα δεν διατηρούνται, καταρρέουν από μέσα προς τα έξω.
Πόσο θ’ αντέξουν να μένουν έτσι, πότε θα πέσουν πάνω στα στηρίγματα που περιμένουν από κάτω υπομονετικά, να κουραστούν οι τοίχοι, να νικήσουν αυτόν τον παράξενο νόμο για τα διατηρητέα; Ηρεμη πάλη σοβεί στα ερείπια, κι όπως τα βλέπω απομονωμένα στο κάδρο, σαν να σαρκάζουν κι αυτούς που τα έφτιαξαν κάποτε για να στεγαστούν σε φιλόδοξο πλαίσιο, κι αυτούς που τα παράτησαν και περιμένουν τώρα την πτώση τους.
Μοιάζουν με σκηνικό, έτσι όπως στέκονται μπροστά στο κενό, έτσι όπως επικίνδυνα ισορροπούν, σκηνικό ενός έργου που δεν ανέβηκε ποτέ, ή που όταν παιζόταν κανένας δεν πρόλαβε να το θαυμάσει, κανένας που να θυμάται.
Κάποιοι αποφάσισαν να χτίσουν μια χώρα φιλόδοξη, ένα καινούργιο κράτος με σπουδαίες αρχαίες περγαμηνές, οραματίστηκαν αγνότητα, αναβίωση, γύψινες καρυάτιδες σε ιδιωτικές κατοικίες, γλάστρες υπό τύπον υδρίας και δεν ξέρω τι άλλη παραξενιά, τι άλλη μεταφορά σβησμένων σχεδίων, πολύ οργανωμένο πάντως, μόνο κάτι λεπτομέρειες τεχνικές είχαν ξεχαστεί, αποχέτευση ξέρω γω, ή πεζοδρόμια, τέτοια άχαρα πράγματα που κανένας δεν γουστάρει ν’ ασχολείται. Και στηνόταν το σκηνικό από τη μια και ξηλωνόταν ήδη από την άλλη, πριν προλάβει να ολοκληρωθεί.
Το ξεφορτώνονταν οι απόγονοι, ακόμα κι οι ίδιοι που το είχαν πρωτοστήσει το ξεφορτώνονταν, μέχρι που τρόμαξε το κοινό, ο θιασάρχης είπε στοπ, διατηρητέο ό,τι ξέμεινε. Να μας κοιτάει όσο αντέχει, να θυμόμαστε τα μεγαλεία.
Θέλουμε να ζήσουμε αλλιώς, λαϊκά, τσαμπουκαλίδικα, με σκληρότητα και περιφρόνηση προς το τι βλέπει ο περαστικός, αδιάφορα, μάγκικα, κι έχουμε αυτό το σκηνικό να μας ξεβολεύει, να θυμίζει εκλεπτυσμένα όνειρα παραστρατημένων προγόνων.

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

"Ο δεκάλογος της τηλεοπτικής αναξιοπιστίας" γράφει ο Παντελής Μπουκάλας (tvxs.gr & "Καθημερινή", 30 Οκτ. 2017)

.............................................................



Ο δεκάλογος της τηλεοπτικής αναξιοπιστίας


 













Κάθε φορά που η δημοσιογραφία γίνεται η ίδια είδηση, είμαστε σίγουροι ότι κάτι κακό έχει πράξει ή της έχει συμβεί, ίσως επειδή και αυτή προτιμά να διακινεί κακές ειδήσεις, αρνητικές, δυσάρεστες. Κι όταν η ζωή δεν παρέχει σε επάρκεια νέα αυτού του περιεχομένου, ένα τμήμα της δημοσιογραφίας, γυάλινο και χάρτινο, δεν διστάζει να τα κατασκευάσει μόνη της, και να τα πλασάρει σαν αυθεντικά και διαπιστωμένα. Οταν λοιπόν η δημοσιογραφία γίνεται είδηση επειδή κάποιος τρίτος –ένας θεσμός ή μια ομάδα ανθρώπων– την επιτιμά για την ποικίλη κακότητά της (ηθική, αισθητική, πολιτική) και εύχεται ή απαιτεί τον αναπροσανατολισμό της, ο νους πάει σε έναν όρο στον οποίο επέμενε ο Αριστόβουλος Μάνεσης: «αυτορρύθμιση». Αυτή ήταν η συμβουλή του σε όσους τον ρωτούσαν, εμπιστευόμενοι τη βαθιά πείρα του, πώς θα μπορούσε το δημοσιογραφικό σώμα να λειτουργεί τηρώντας ορισμένες αρχές.
Ημασταν ακόμα στον 20ό αιώνα, προς τα τέλη του, και τα δημοσιογραφικά σωματεία αναζητούσαν τρόπους να τακτοποιήσουν αυτήν τουλάχιστον τη μορφή χάους, μια από τις πολλές που ταλανίζουν τον χώρο. Τελικά, τον Μάιο του 1998 η γενική συνέλευση της ΕΣΗΕΑ ενέκρινε τον Κώδικα επαγγελματικής ηθικής και κοινωνικής ευθύνης των μελών της με ποσοστό 80,4%. Οπως κάθε Κώδικας, κάθε κανόνας, έχει κι αυτός όσους τον σέβονται και όσους τον χλευάζουν και τον καταφρονούν, μεθυσμένοι από τη μικροϊσχύ τους ή βέβαιοι ότι τα «μέσα» που απέκτησαν ενόσω δουλεύουν στα Μέσα θα τους συντρέξουν αν βρεθούν αντιμέτωποι με οποιαδήποτε κατηγορία. Αυτοϋπνωμένοι, αδυνατούν να κατανοήσουν πως η εξουσία τους είναι δοτή, μια εργοδοτική προσφορά που γίνεται υπό αυστηρούς όρους· αδυνατούν να κατανοήσουν ότι την περιβόητη τέταρτη εξουσία δεν τη νέμονται οι δημοσιογράφοι, ή μάλλον λίγοι ανάμεσά τους, οι πλέον πρόθυμοι, αλλά αποτελεί αντιθεσμικό προνόμιο όσων κατέχουν τα Μέσα· αδυνατούν, τέλος, να δουν πως η αφεντικογραφία συνιστά μορφή υποταγής, όσο κι αν τους βαυκαλίζουν οι ψευδαισθήσεις τους πως η δύναμη και η ελευθερία είναι καταδικές τους.
Απλουστεύοντας βάναυσα τον στοχαστικό προσδιορισμό της «αυτορρύθμισης» από τον Μάνεση, ας πω απλώς ότι με τον όρο αυτό περιγράφεται μια στάση αποφασισμένη χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση: Για παράδειγμα, δεν λοιδορώ με τα γραφτά μου ή από την εκπομπή μου στον τηλεοπτικό ή τον ραδιοφωνικό σταθμό τους αλλόπιστους και τους αλλόχρωμους, όχι επειδή φοβάμαι τις κυρώσεις που προβλέπει κάποιος Κώδικας, αλλά επειδή αυτό μού φαίνεται το πιο τίμιο, το πιο ανθρώπινο· και επειδή αυτό θα ήθελα να γίνεται και απέναντί μου, αν εγώ ήμουν ο διαφορετικός. Ή, δεν αναμεταδίδω σε τηλεοπτική ή διαδικτυακή μεγακλίμακα ρατσιστικά ή σεξιστικά ανέκδοτα, «για την πλάκα», επειδή αυτό μού παραγγέλνει το εσωτερικό μου δαιμόνιο, και όχι επειδή τρέμω τα πρόστιμα.
Τίποτε πιο επιθυμητό από τη λειτουργία της αυτορρύθμισης, η οποία θα απέβαινε δεσμευτικότερη από οποιονδήποτε εξωτερικό, πειθαναγκαστικό κανόνα, αλλά και τίποτε πιο δύσκολο, όπως πρώτος ο Μάνεσης ήξερε και τόνιζε. Η εκούσια και ελεύθερη συμμόρφωση σε ένα άγραφο πλαίσιο ευθύνης προϋποθέτει μια κοινωνία εναρέτων. Ή μια κοινωνία όπου όσοι δηλώνουν χριστιανοί, είναι όντως αγαθοί χριστιανοί σε κάθε τους πράξη, και όσοι δηλώνουν ουμανιστές, φέρονται πάντοτε ουμανιστικά. Τέτοιες ουτοπικές, παραδεισένιες κοινωνίες δεν έχουν συγκροτηθεί ακόμα επί γης. Αν όμως δεν θέλουμε να παραδοθούμε στην απαισιοδοξία, προβάλλει ως υποχρεωτική η φοίτηση στη σχολή της βελτιοδοξίας, της θεωρίας που κρίνει ότι ο κόσμος δεν είναι ούτε ο άριστος ούτε ο χείριστος των δυνατών κόσμων, μπορεί όμως να βελτιωθεί, και μάλιστα διατελεί βελτιούμενος.
Μεγάλο τμήμα της ελληνικής δημοσιογραφίας πάντως φαίνεται να ασκείται σαν κάποιας μορφής μελανογραφία: όλα, μα όλα, σε κάθε τομέα, είναι μαύρα κι άραχλα, όλα πάνε κατά διαβόλου, και μόνο το χειρότερο υπάρχει μπροστά μας. Οτι η χώρα είναι αγρίως στριμωγμένη, υπό μειωτική επιτροπεία· ότι κάποιοι οικονομικοί δείκτες εμφανίζονται «βελτιωμένοι» όχι επειδή βελτιώθηκαν όντως τα πράγματα, αλλά μόνο και μόνο επειδή χειροτέρεψε η ζωή της μεγάλης πλειονότητας λόγω της εξουθενωτικής φορολόγησης· ότι το κράτος παραμένει κακοπληρωτής, ώστε να βολεύει τη δημιουργική λογιστική του· όλα αυτά και πολλά άλλα δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει ούτε ο φανατικότερος υποστηρικτής της κυβέρνησης, ας πούμε ένας που θα υποστήριζε ότι ο λόγος του Ελληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο δεν ήταν ο κατάφορτος κολακεία λόγος ενός περιφερειακού τοπάρχη προς τον αυτοκράτορα. Μολαταύτα, δεν θερίζει η χολέρα στα νοσοκομεία μας ούτε βρέθηκε νεκρή από τη ρύπανση στον Σαρωνικό, όπως γράφτηκε και ξαναγράφτηκε, για ν’ ακουστεί στο τέλος ακόμα και στη Βουλή, από βουλευτές που υιοθετούν τα fake news ευλαβικότερα απ’ ό,τι ενστερνίζονται τις εντολές του Ευαγγελίου.
Τι είναι άραγε το χειρότερο: πολιτικοί που λειτουργούν σαν κάκιστης ποιότητας δημοσιογράφοι, έχοντας πια μονιμοποιηθεί σε σταθμούς και κανάλια, ή δημοσιογράφοι που δρουν σαν κάκιστης ποιότητας προπαγανδιστές-πολιτικάντες; Σε όποιον κι αν ανήκουν τα «αριστεία», το βέβαιο είναι ότι, έτσι από κοινού όπως δρουν στη διακίνηση κατάφωρα αναληθών «ειδήσεων», έχουν συμβάλει στον καταποντισμό της αξιοπιστίας τόσο της δημοσιογραφίας όσο και του πολιτικού συστήματος. Το εμπόριο της αναλήθειας, ή μάλλον η θυσία της αλήθειας στον βωμό της προπαγάνδας, είναι ο ένας από τους δέκα λόγους για τους οποίους το ΕΣΡ, διά του προέδρου του, εγκαλεί τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Και επειδή προφανώς δεν διαβλέπει καμία πρόθεση αυτορρύθμισης, απειλεί ότι «θα κινηθεί κατά των παραβατών η νόμιμη διαδικασία» και θα επιβληθούν οι δέουσες κυρώσεις. Δηλαδή, πρόστιμο, που μπορεί να φτάσει και το μισό εκατομμύριο ευρώ, ή και ανάκληση της άδειας λειτουργίας – αλλά πώς ανακαλείται κάτι που δεν υπάρχει;
Ο δεκάλογος των κατηγοριών εν συντομία: Αναληθείς ειδήσεις ή ρεπορτάζ αποδιδόμενα σε μη κατονομαζόμενους κύκλους. Χυδαία προσβολή προσώπων. Σκόπιμη σύγχυση της είδησης με τον σχολιασμό.
Παραβιάσεις της νομοθεσίας για την προστασία ανηλίκων. Παραβίαση της υποχρέωσης για αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών. Ρητορική μίσους, ρατσιστικού λόγου και ξενοφοβίας. Εσφαλμένη χρήση της ελληνικής και κατάχρηση ξενόγλωσσων τίτλων. Προώθηση σκευασμάτων. Παραπλανητική διαφήμιση, υπέρβαση διαφημιστικού χρόνου, σύγχυση μεταξύ διαφήμισης και ενημέρωσης. Ωροσκόπιο, αριθμολογίες και λοιπές δεισιδαιμονίες.
Υπάρχει γιατρειά ή ο δεκάλογος θα αποβεί εξίσου αποτελεσματικός με τον μωσαϊκό; Φοβάμαι πως εδώ δεν μπορεί να μας βοηθήσει ούτε η σχολή της βελτιοδοξίας.

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Ο άντρας και η γυναίκα στην "Ανθρώπινη Κωμωδία" του Ονορέ ντε Μπαλζάκ - δ' μέρος

 ..............................................................







Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799 - 1850)














· Ο άντρας και η γυναίκα στην "Ανθρώπινη Κωμωδία" του Ονορέ ντε Μπαλζάκ - δ' μέρος



·         Από τις σκηνές της παρισινής ζωής, ΙΙ

   -Τη γυναίκα μου πρέπει να τη θαυμάζει ολόκληρο το Παρίσι. Ολόκληρο το Παρίσι θέλω να φθονεί την ευτυχία μου!
   - Κάθε μέρα προσθέτει και ένα νέο νήμα σε αυτό το ισχυρό, ανθεχτικό, λεπτό υφάδι που τυλίγει τις πιο λεπτές επιφυλάξεις, παγιδεύει τα πιο φευγαλέα πάθη, τα δεσμεύει και κρατάει έναν άνθρωπο δεμένο χειροπόδαρα, ψυχή τε και σώματι. Η Τούλια γνώριζε καλά τον Κυρσί, ήξερε πού να τον πληγώσει, ήξερε πώς να τον γιατρέψει.
(Ένας πρίγκηπας της Βοημίας, 1839-1845)

   -Σε καμιά γυναίκα δεν αρέσει να εγκωμιάζουν ενώπιόν της μιαν άλλη γυναίκα· όλες σε αυτή την περίπτωση επιφυλάσσονται, για να δηλητηριάσουν το εγκώμιο.
   - Έχοντας παντρευτεί έναν ηλίθιο, σκεφτόταν βέβαια ότι η ζωή θα μπορούσε να είναι διαφορετική, μολονότι όμως υποψιαζόταν το καλύτερο, δεν ήθελε να το γνωρίσει.
   - Πλησίαζε στην ηλικία που οι άνδρες έχουν υπέρογκες απαιτήσεις από τις γυναίκες. Οι πρώτες άσπρες τρίχες φέρνουν τα τελευταία πάθη, τα πιο βίαια, επειδή συνδέονται με μια δύναμη που λήγει και μιαν αδυναμία που άρχεται. Τα σαράντα είναι η εποχή της τρέλας, η ηλικία που ο άνδρας θέλει να αγαπηθεί μόνο για λογαριασμό του, γιατί τότε ο έρωτάς του δεν αυτοϋποστηρίζεται, όπως στα πρώτα βήματα που μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι, αγαπώντας αδιακρίτως με τον τρόπο των Χερουβείμ. Στα σαράντα ζητάμε τα πάντα, τόσο μεγάλος είναι ο φόβος μας ότι δεν θα πάρουμε τίποτα, ενώ στα είκοσι πέντε έχουμε τόσα πολλά ώστε δεν ξέρουμε να ζητήσουμε. Στα είκοσι πέντε πορευόμαστε με τόση δύναμη ώστε την ξοδεύουμε ατιμώρητα· αλλά στα σαράντα θεωρούμε την κατάχρηση δύναμη.
   - Ω, όταν είμαστε στα σαράντα οι γυναίκες πάντα μας εξαπατούν, δεν μπορούμε πια να εμπνεύσουμε έρωτα.
   (Οι υπάλληλοι, 1836)

   -Ο Βιτάλ είναι ένας άνδρας μεταξύ των τριάντα και σαράντα ετών, με μια πηγαία ευδιαθεσία η οποία ενθαρρύνεται από την πίεση των φιλόδοξων σκέψεών του. Έχει το χάρισμα του μέσου αναστήματος, προνόμιο των δυνατών οργανισμών. Αρκετά παχύς, φροντίζει πολύ τον εαυτό του, και το μέτωπό του αποψιλώνεται· αλλά ενισχύει αυτή τη φαλάκρα, για να αποχτήσει την έκφραση ανθρώπου βυθισμένου σε στοχασμούς. Από τον τρόπο που τον κοιτάζει και τον ακούει η γυναίκα του βλέπουμε ότι πιστεύει στην ευφυΐα και στη δόξα του συζύγου της.
   (Οι ακούσιοι κωμωδοί, 1845)

·         Από τις σκηνές της παρισινής ζωής, ΙΙΙ

   -Οι μεγάλες προίκες σήμερα ωθούν σε μεγάλες βλακείες χωρίς καμιά ντροπή.
   - Μονάχα ο φόβος της κόλασης μάς προστατεύει από την οικογενειακή κλοπή, που διαπράττεται κάθε στιγμή μέσα στους κόλπους των νοικοκυριών και κατατρώγει τις καλύτερες περιουσίες. Όλοι έχετε έναν πόλεμο μέσα στα σπίτια σας.
   - Σύμφωνα με έναν ποιητή μας, ο έρωτας είναι το προνόμιο που έχουν δύο πρόσωπα να προκαλούν μεγάλη λύπη μεταξύ τους για το τίποτα.
   (Οι μικροαστοί)


Η αντίθετη όψη της ιστορίας του σήμερα.
-Είχε κατακυριευθεί από μια βαθιά περιέργεια, αλλά η περιέργειά του ωχριούσε μπροστά σε μιαν ανεξήγητη επιθυμία, τον μαγνήτιζε η κυρία ντε Λα Σαντερί, ένιωθε μια σφοδρή λαχτάρα να συνδεθεί μαζί της, να της αφοσιωθεί, να της αρέσει, να καταστεί άξιος των εγκωμίων της· επιτέλους είχε καταληφθεί από πλατωνικό έρωτα, προαισθανόταν ανήκουστες αρετές μέσα σε αυτή την ψυχή, ήθελε να τη γνωρίσει ολοκληρωτικά. Ανυπομονούσε να διεισδύσει στα μυστικά της ύπαρξης αυτών των αγαθών καθολικών. Τέλος, σε αυτή τη μικρή σύνοδο πιστών, το μεγαλείο της θρησκείας συνδεόταν τόσο καλά με ό,τι το μεγαλειώδες διαθέτει η γαλλίδα γυναίκα, ώστε αποφάσισε να κάνει τα πάντα να ενταχθεί κι αυτός. Αυτά τα αισθήματα ήταν πολύ βεβιασμένα στον πολυάσχολο Παριζιάνο· αλλά ο Γκοντφρουά, όπως είδαμε, βρισκόταν στην κατάσταση του πνιγμένου που αρπάζεται από τα πιο αδύναμα κλαδιά, πιστεύοντας πως είναι στέρεα, και είχε μια οργωμένη καρδιά, έτοιμη να δεχθεί κάθε σπορά.
   - Όλες οι γυναίκες, ακόμα και οι θρησκόληπτες, έχουν τις ίδιες πονηριές.
   -Αυτή η γυναίκα έδειχνε να μην είχε υπάρξει ποτέ νέα, το βλέμμα της δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν.
   (Πρώτο επεισόδιο: Η κυρία ντε Λα Σαντερί)



       Από τις σκηνές της στρατιωτικής ζωής

   -Ντροπιασμένοι που είπαν τόσα πράγματα με μια ματιά, δεν τόλμησαν να ξανακοιταχτούν.
   - Το υπέροχο με τις γυναίκες που δεν σκέφτονται ποτέ, ακόμα και την πιο επιζήμια πράξη, είναι ότι τις παρασέρνει το συναίσθημα· είναι φυσικές ακόμα και στην απόκρυψή τους, και μόνο σ’ αυτές το έγκλημα διαπράττεται χωρίς χυδαιότητα, τις περισσότερες φορές δεν ξέρουν πώς έγινε.
   (Οι Σουάνοι ή η Βρετάνη το 1799, 1827)


       Από τις σκηνές της αγροτικής ζωής

-Επιδιδόμουνα σε κάθε λογής ευτέλειες. Είχα αυτά τα εφήμερα πάθη που αποτελούν ντροπή για τα σαλόνια του Παρισιού, όπου ο καθένας πηγαίνει γυρεύοντας έναν αληθινό έρωτα, κουράζεται από το κυνηγητό, πέφτει σε μιαν ελευθεροφροσύνη ανεχτή και τελικά ξαφνιάζεται με το αληθινό πάθος, όπως ο κόσμος ξαφνιάζεται με μια καλή πράξη. Αντέγραφα τους άλλους, πλήγωνα συχνά αρχάριες ψυχές με τα ίδια πλήγματα που με πέθαιναν κρυφά. Παρά τα ψευδοπροσχήματα που με έφερναν σε δύσκολη θέση, υπήρχε μέσα μου μια ασίγαστη λεπτότητα στην οποία πάντα υπάκουα.
   -Από την ημέρα που οι καρδιές μας συνεννοήθηκαν, τα πράγματα ένα γύρο είχαν πάρει μια νέα όψη· τίποτα δεν μας ήταν αδιάφορο. Παρότι ο αληθινός έρωτας είναι πάντα ο ίδιος, οφείλει να πάρει μορφές από τις ιδέες μας και να είναι έτσι διαρκώς όμοιος και διαφορετικός από τον εαυτό του σε ον για το οποίο το πάθος γίνεται έργο μοναδικό, όπου εκφράζονται οι συμπάθειές του. Εξάλλου ο φιλόσοφος, ο ποιητής, γνωρίζουν μόνοι αυτοί τη βαθύτητα αυτού του ορισμού για τον έρωτα, που απέβη κοινόχρηστος: έρως είναι ο εγωισμός εις διπλούν. Αγαπάμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου.
- Ερωτεύθηκα από τα νύχια ως την κορφή.
   (Ο αγροτικός γιατρός, 1832-1833)

   -Όταν σε μια ζωή μαζεμένη και μοναχική όπως της Βερονίκης εμφανίζεται ένα πρόσωπο καθημερινά, αυτό το πρόσωπο δεν μπορεί να είναι αδιάφορο: ή τη μισεί, και η αποστροφή που επιβεβαιώνεται από την εμβάθυνση στο χαρακτήρα της την καθιστά ανυπόφορη, ή την συνήθεια να την βλέπει αποστρέφει, θα λέγαμε, τα μάτια από τα σωματικά κουσούρια. Το πνεύμα αναζητεί αντισταθμίσματα. Αυτή η φυσιογνωμία απασχολεί την περιέργεια, άλλωστε τα χαρακτηριστικά εμψυχώνονται, εκδηλώνονται κάποιες φευγαλέες ομορφιές. Επιτέλους, άπαξ και οι πρώτες εντυπώσεις παρέλθουν, η προσήλωση γίνεται τόσο πιο έντονη όσο η ψυχή εμμένει, σάμπως να πρόκειται για ένα δικό της δημιούργημα. Αγαπάμε. Αυτή είναι η αιτία που όμορφα πλάσματα παθιάζονται για πλάσματα άσχημα σε πρώτη ματιά. Η εξωτερική μορφή, λησμονημένη από στοργή, δεν φαίνεται πλέον σε ένα πλάσμα που αντιμετωπίζεται μόνο σαν ψυχή. Άλλωστε η ομορφιά, τόσο απαραίτητη σε μια γυναίκα, προσλαμβάνει στον άνδρα έναν τόσο αλλόκοτο χαρακτήρα, ώστε υπάρχουν τόσες διαφωνίες ανάμεσα στις γυναίκες αναφορικά με την ομορφιά όσο ανάμεσα στους άνδρες αναφορικά με την ομορφιά των γυναικών.
   - Οι γυναίκες αναγνωρίζουν τα ίχνη του έρωτα σε έναν άνδρα, όπως και οι άνδρες βλέπουν σε μια γυναίκα αν, όπως λέμε, πέρασε από κει ο έρωτας.
   - Η κυρία Γκραλέν, στην οποία αυτό το όνομα δεν έλεγε τίποτα, κοίταξε τον άνδρα και παρατήρησε στη μορφή του, που ήταν εξαιρετικά γλυκιά, ενδείξεις μιας κρυφής εμπάθειας. Τα άταχτα δόντια αποτύπωναν στο στόμα, τα χείλη του οποίου είχαν ένα αιματώδες κόκκινο, μια έκφραση γεμάτη ειρωνεία και θρασύτητα· τα σκούρα και προεξέχοντα μήλα έδειχναν κι εγώ δεν ξέρω τι το ζωώδες.
(Ο παπάς του χωριού, 1837 – 1845)

   -Υποχωρώ στην επιθυμία σου. Το προνόμιο της γυναίκας που αγαπούμε περισσότερο απ’ ό,τι μας αγαπά είναι να μας κάνει να ξεχνάμε τους κανόνες της ορθοφροσύνης. Για να μη δούμε στα μέτωπά σας να σχηματίζεται μια ρυτίδα, για να διασκεδάσουμε τη θιγμένη έκφραση των χειλιών σας που η παραμικρή άρνηση τα θλίβει, διατρέχουμε ως εκ θαύματος τις αποστάσεις, δίνουμε το αίμα μας, ξοδεύουμε το μέλλον μας. Σήμερα ζητάς το παρελθόν μου, ορίστε πάρ’ το.
   - Ο έρωτας, όπως και η ζωή, έχει μια εφηβεία στη διάρκεια της οποίας νιώθει αυτάρκεια.
   - Ο έρωτας φρίττει με ό,τι διαφέρει από αυτόν.
   - Τα μάτια της μιλούσαν· αλλά το στόμα της, που μισάνοιγε σαν ένα ρόδο στον αέρα, θα ήταν κλειστό στην επιθυμία.
   - Άραγε ο έρωτας δεν είναι μέσα στα άπειρα πεδία της ψυχής ό,τι είναι μέσα σε μια όμορφη πεδιάδα ένας μεγάλος ποταμός στην κοίτη του οποίου ρέουν οι βροχές, τα ρυάκια και οι χείμαρροι, όπου πέφτουν τα δέντρα και τα άνθη, η άμμος της όχθης και οι κορυφές των βράχων; Το ποτάμι πλαταίνει τόσο από τις μπόρες όσο και από το σιγανό νερό των καθαρών πηγών. Μάλιστα, όταν αγαπάμε, όλα καταλήγουν στον έρωτα.
   - Ανάμεσά μας ένα ψέμα θα ήταν τερατωδία.
   - Γιατί ο Θεός θα δημιουργούσε πλάσματα πιο όμορφα από τα άλλα, αν δεν ήθελε να υποδείξει ότι πρέπει να τα αγαπάμε;
   - Θέλω να επιστρέψω στη ζωή, θα αναγεννηθώ κάτω από το βλέμμα σας.
(Το κρίνο στην κοιλάδα, 1835)






*Σημείωση: Από το "Σημειωματάριο της Ανθρώπινης Κωμωδίας / Ο Κωστής Παπαγιώργης ανθολογεί Ονορέ ντε Μπαλζάκ" Εκδόσεις Μπάστας Πλέσσας, 1995)

Στον πρόλογο της έκδοσης ο Κωστής Παπαγιώργης γράφει μεταξύ άλλων: "...Δεν καλείται ο αναγνώστης να γνωρίσει τον Μπαλζάκ διαβάζοντας έναν τόμο που παραθέτει σπαράγματα από την Ανθρώπινη Κωμωδία ούτε είναι νόστιμο να διεξέρχεσαι έναν χαώδη κατάλογο από "χαρακτηριστικά" αποσπάσματα. Μονάχα η επιείκεια των έμπειρων αναγνωστών - που θυμούνται πάντα λιγότερα απ' όσα διαβάζουν - είναι σε θέση να συγκατανεύσει σε αυτό το ανθολόγιο το οποίο, αυθαιρέτω δικαιώματι, καταγράφει μπαλζακικές σκέψεις σαν κι εκείνες που σημειώνουμε βιαστικά σε ένα τετράδιο, όταν διαβάζουμε το μεγάλο έργο. Κάθε επίπονη ανάγνωση δεν διαθέτει άραγε το ιδιωτικό της σημειωματάριο, μια αποσπασματική μνήμη που διασώζει από το έργο όχι κατ' ανάγκη ό,τι αξίζει, αλλά απλά και μόνο ό,τι της πάει;..." Έτσι κι εγώ προτείνω και ξεχωρίζω εδώ ένα "ανθολόγιο ανθολογίου" με θέμα "Ο άνδρας και η γυναίκα στην "Ανθρώπινη Κωμωδία". Ένα κομμάτι δηλαδή από τον καθρέφτη μιας κοινωνίας των κλονισμών της Γαλλικής Επανάστασης, των Ναπολεόντειων πολέμων και της Παλινόρθωσης. Αν καθρεφτίζεται και η δική μας ζωή στο σήμερα μένει σε σας να το κρίνετε...

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

2012 - Anouar Brahem - The Astounding Eyes Of Rita - Live at Bucharest (youtube, 26/6/2014)

..............................................................
 

2012 - Anouar Brahem - The Astounding Eyes Of Rita - Live at Bucharest

 " The Astounding Eyes Of Rita " - Composed by Anouar Brahem From the album "the Astounding Eyes f Rita" Anouar Brahem - ECM records - 2009 Anouar Brahem oud, Klaus Gesing bass clarinet, Björn Meyer bass, Khaled Yassine percussions

youtube, 26/6/2014



Mitsuko Uchida plays Mozart Sonatas 545, 570, 576, 533/494 (youtube, 13 Μαΐ 2017)

.............................................................

Mitsuko Uchida plays Mozart Sonatas 545, 570, 576, 533/494

 youtube, 13 Μαΐ 2017

- Piano Sonata No.16 in C, K.545 ('Sonata semplice') 1.Allegro 0:00 2.Andante 4:37 3.Rondo: Allegretto 11:38 
- Piano Sonata No.17 in Bb, K.570 1.Allegro 13:48 2.Adagio 19:31 3.Allegretto 28:34 
- Piano Sonata No.18 in D, K.576 ('Hunt') 1.Allegro 32:13 2.Adagio 37:19 3.Allegretto assai 42:37 
- Piano Sonata No.15 in F, K.533/494  1.Allegro 47:00 2.Andante 54:36 3.Rondo: Allegretto 1:04:08



Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

"...Πρέπει να έχει κανείς μέσα του το χάος, για να γεννήσει ένα αστέρι πού χορεύει..."(http://www.koutipandoras.gr, 24/8/2015)

.............................................................

 "...Πρέπει να έχει κανείς μέσα του το χάος, για να γεννήσει ένα αστέρι πού χορεύει..."  








Φρειδερίκος Νίτσε (1844 - 1900)











(απόσπασμα από το "Τάδε έφη Ζαρατούστρα")




 
“Μου αρέσουν εκείνοι που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο για να χαθούν
Γιατί είναι αυτοί που περνάνε αντίπερα.
Μου αρέσουν οι μεγάλοι καταφρονητές
Γιατί είναι τα βέλη της επιθυμίας για την απέναντι όχθη…
Μου αρέσει αυτός που σπαταλάει την ψυχή του,
που δεν θέλει να του λένε ευχαριστώ,
που πάντα χαρίζει και δεν θέλει να συντηρηθεί.
Μου αρέσει εκείνος που ντρέπεται όταν τον ευνοούν τα ζάρια
και που όλο ρωτάει “είμαι ένας χαρτοκλέφτης λοιπόν;”
γιατί θέλει να καταστραφεί.
Μου αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι βαθιά ακόμα
και μέσα στην πληγή του
και που μπορεί να καταστραφεί
από ένα παραμικρό βίωμα
Έτσι διασχίζει πρόθυμα το ποτάμι.
Δείτε τους αγαθούς και τους δίκαιους ποιον μισούν περισσότερο.
Αυτόν που συντρίβει τις πλάκες των αξιών τους
Τον καταστροφέα
Τον εγκληματία.
Αυτός όμως είναι εκείνος που δημιουργεί.
Σας το λέω
Πρέπει να έχει κανείς μέσα του το χάος, για να γεννήσει ένα αστέρι πού χορεύει.
Η σοφία των δασκάλων και των σοφών της αρετής λέει,
να αγρυπνάτε, για να κοιμάστε καλά
Αυτή είναι η σοφία του δίχως όνειρα ύπνου.

Μακάριοι οι νυσταγμένοι γιατί γρήγορα θα τους πάρει ο ύπνος.”


Σύντομο βιογραφικό:
Ο Φρίντριχ Νίτσε γεννήθηκε το 1844 στο Ρέκεν, κοντά στη Λειψία. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, προτεστάντη πάστορα. Έπειτα από λαμπρές σπουδές κλασικής φιλολογίας στη Βόννη και στη Λειψία, έγινε, σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εκείνη την εποχή γνώρισε το έργο του φιλόσοφου Σοπενάουερ και συνδέθηκε φιλικά με τον μουσικοσυνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Πολύ σύντομα ο Νίτσε θα χαράξει το δικό του δρόμο. Παραιτείται από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, απομακρύνεται από τις θεωρίες του Σοπενάουερ και διακόπτει τη σχέση του με τον Βάγκνερ. Ζώντας περιπλανώμενη ζωή, σε μικρές πανσιόν της Ελβετίας, της Ιταλίας και της νότιας Γαλλίας, αφοσιώνεται στην κριτική της μεταφυσικής, της ηθικής, της θρησκείας και των άλλων πλευρών του δυτικού πολιτισμού γράφοντας ασταμάτητα. Έργα του η "Γέννηση της τραγωδίας" (1872), οι "Παράκαιροι στοχασμοί" (1873-1876), το "Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο" (1878-1879), η "Χαραυγή" (1881), η "Χαρούμενη γνώση" (1882), το "Πέρα από το καλό και το κακό" (1886), η "Γενεαλογία της ηθικής" (1887), το "Λυκόφως των ειδώλων" (1888), ο "Αντίχριστος" (1888), το "Ίδε ο άνθρωπος" (1888) και η ανολοκλήρωτη "Θέληση για δύναμη" (1883-1888). Ανάμεσά τους το κορυφαίο του, το "Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα" (1883-1885).
Ο Νίτσε πέθανε το 1900, στις 25 Αυγούστου, σε ηλικία πενήντα έξι ετών.


"Ο Δημοφών κι ο θάνατος" διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944) (http://www.sarantakos.com)

.............................................................


  •        Ο Δημοφών κι ο θάνατος




















       διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944)

            Σαν έφθασε στα τριάντα του χρόνια, ο Δημοφών, ο ενάρετος, αν και νεαρός φιλόσοφος, με την ωραία κορμοστασιά και τα γαλάζια τα ονειρώδη μάτια, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, αποφάσισε να κλείσει ξάφνου δια μιας τη νεότητά του, και ν΄ αποτραβηχθή σαν ασκητής· πολύ πριν να φανούν οι Χριστιανοί ασκητές κι οι διάφοροι στηλίτες, ο Δημοφών το είχε κάνει πρώτος αυθόρμητα κι εν πλήρει συνειδήσει, με τη διαφορά πως δεν τον έσπρωχνε, καθώς αυτούς αργότερα, η πίστη κι ο φανατισμός, αλλά – κι αυτό είναι το σπουδαίο – εξ εναντίας η πλήρης κι η απόλυτη απιστία…
            Αποτραβήχθηκε λοιπόν σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, κι έζησε εκεί για κάμποσο διάστημα, μόνος εντελώς, με μια προμήθεια μοναχά τροφής, μια χωματένια υδρία, κι ένα σκληρό στρώμα, για ν΄ αναπαύεται τη νύχτα· ο λόγος που τον έφερε ως εκεί, δεν ήταν η συνηθισμένη απογοήτευση της καθημερινής χυδαίας ζωής, μήτε καμιάν αγάπη θλιβερή (δεν είχε ίσως ποτέ αγαπήσει, αυτό που λέμε αγάπη), αλλά το ίδιο πρόβλημα της ζωής, το κεντρικό το μέγα κι ακαθόριστο, που είναι γραφτό αιωνίως να διαφεύγει και που καμιά προσφερομένη του ερμηνεία δεν ικανοποιεί! Είχε πολύ εμβαθύνει, και συστηματικά, μέσ΄ στο πολύπλοκο κι ασύλληπτο αυτό ζήτημα, και του είχε δώσει λύσεις διάφορες εδώ κ΄ εκεί κατά καιρούς ως που απότομα, αφού είχε με χίλιους κόπους κι αγωνίες θεμελιώσει κάποιο σύστημα βάσιμο κάπως και τελειωτικό, σύμφωνα με τις τότε κρατούσες αντιλήψεις, έχανε ξαφνικά το στήριγμά του ένα καλό πρωί και ξαναβρισκόταν μόνος και αμαθής, απέναντι του αγνώστου.
            Ήταν στιγμές που το πολιορκούσε η σκέψη του, απ΄ όλες τις μεριές, τόσο στενά που ’λεγε λίγο ακόμα ίσως και θα ’φθανε στον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος κι ίσως αυτές οι λιγοστές στιγμές να ήταν το πλέον απώτατο σημείον, που φθάνει η ανθρώπινη διανόηση, ιδίως όμως ήταν πεισμένος, πως δε μπορεί παρά να ΄ρθει μια μέρα που η ανθρωπότης θα το λύσει οριστικά (πού να ’ξερε πως ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια θα ’μαστε πάντοτε κι εμείς στην ίδιαν απορία!)… Είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από την έμμονην αυτήν ιδέα και είχε καταναλώσει όλα τα πνευματικά του εφόδια σε τέτοιο απεριόριστο σημείο, ώστε δυο αυλάκια πρώιμα είχαν χαραχθεί στο μέτωπό του, το θαυμαστό του εφηβικό εκείνο μέτωπο, το στεφανωμένο με σγουρά μαλλιά, που ο Κέβης, ο επιγραμματοποιός, το είχε υμνήσει κάποτε, σ΄ έν’  από τα ξακουστά επιγράμματά του!
            Μια νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση, να προσφύγει σε μιαν υπεκφυγήν και να περιμείνει έτσι το τέλος της ζωής του, μπορούσε ακόμα κι η ζωή η πρωτογενής, η κατά φύση, η κανονική, να του αποκαθιστούσε τη σαλευθείσα τη γαλήνη της ψυχής του, και να τον επανέφερε, ασυναίσθητα, στον αρχικό μοιραίον προορισμό του, που είχεν ίσως απαρνηθεί – ποιος ξέρει…
            Ένα βράδι, καθώς ήταν μόνος και κοιτούσε τ΄ άστρα – θα ήταν κατά τα μέσα του Μεταγειτνιώνος – του εφάνη μες στη συλλογή του, σαν κάποιος να ήρθε και να εστάθη δίπλα του· γύρισε το κεφάλι, απορημένος και είδε μια σκιά, κάτι σαν τυλιγμένο σ΄ ένα πέπλο, και που δεν είχεν ακριβώς το σχήμα ανθρώπου· στεκόταν εκεί δίπλα του και δεν μιλούσε διόλου, μήτε φαινόταν να έχει ζωή πραγματική. Του ’κανε μοναχά ένα νεύμα, να πλησιάσει. Ο Δημοφών έσφιξε τη χλαμύδα γύρω στο κορμί του και πλησίασε. Ήταν ορθή στην άκρη ενός βράχου, κι έμοιαζε σαν κομμένη μέσ΄ στο βράχο.
            Του είπε τότε με μυστηριώδη φωνή :
            — Ξέρω ποιος είσαι, και τι θέλεις. Έλα μαζί μου να τα μάθεις όλα…
            Κι ο Δημοφών την πήρε το κατόπι, δίχως να διστάσει, τόσο ήταν αποτραβηγμένος απ΄ τα εγκόσμια κι η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα μέσ΄ στα σκοτεινά, έφθασαν εμπρός σε μια σπηλιάۤ· εκεί στο βράχο ήταν μια θύρα, ερμητικά κλεισμένη· η θύρα αμέσως άνοιξε μονάχη, και τότε εκείνοι μπήκαν σε μια σήραγγα που οδηγούσε σε μια υπόγεια κρύπτη αχανή, με στοές και με διαδρόμους. Στην αρχή ο Δημοφών δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε· σιγά-σιγά όμως ένα φως, άγνωστο πώς ερχόμενο, απροσδιόριστο καθώς το φως της πρώτης χαραυγής, φώτισε αμυδρά όλα τα πράγματα, σα να ‘βγαινε ακριβώς μέσ΄ απ΄ τα πράγματα, και να είχε μια πηγή υπερφυσική· κι όταν πάλι γύρισε τα μάτια του στη σκιά, που τώρα ήταν σταματισμένη μέσ΄ στη μέση, είδε μιαν εξαίσιαν ομορφιά στο πρόσωπό της, κάτι υπερκόσμιο χυμένο στη μορφή της σα να ήταν κάποια εμφάνιση ενός λαμπρού υπερπέραν. Και τότε ο Δημοφών αισθάνθηκε μέσ’ στην ψυχή του, κάτι επίσημο και κατανυκτικό, που δεν ήταν ο τρόμος του αγνώστου αλλά το δέος του υπερφυσικού!
           Κι η προσοχή του πάλι σταμάτησε στη σκιά, και πρόσμενε να δη τι θα του πει.
            Κι η σκιά τον κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και του είπε :
            — Έχεις στο νου σου πάντα την ίδιαν απορία;
            — Ναι, πάντα.
            Και τότε διημείφθη αναμεταξύ των ο επόμενος διάλογος· για μια στιγμή ο Δημοφών μπορούσε να πιστέψει πως ήταν μια απ΄ τις καθημερινές συνομιλίες που ήταν συνηθισμένες τότε στα γυμνάσια και στα σπουδαστήρια που φοιτούσε.
            — Ελπίζεις η απορία σου αυτή να ικανοποιηθεί κάπως μια μέρα;
            — Δεν ξέρω· έχω καθήκον να το ελπίζω.
            — Πού βασίζεσαι τάχα ως προς αυτό;
            — Στο Άγνωστο· εφόσον είναι το άγνωστο κανένας δε μπορεί να προδικάσει κείνο που μπορεί να κάμει αύριο… 
            — Έχεις κανένα δεδομένον, πως η απορία σου αυτή έχει λυθεί ποτέ, και από κανένα, ή πως το άγνωστο έχει δείξει ίσαμε τώρα την εύνοιά του σε άνθρωπο θνητόν;
            — Και πώς μπορώ να ξέρω, αν αύριο δεν το κάμει στην παντοδυναμία του, πώς μπορώ να ξέρω καν αυτό, εφόσον τίποτε ακριβώς δεν ξέρω!…
            — Ώστε βαδίζεις έτσι, χωρίς καμιά πεποίθηση ορισμένη.
            — Πολλές φορές σχεδόν θαρρώ πως φθάνω πολύ κοντά στην τελικήν αλήθεια.
            — Δε σου ήρθε κάποτε ίσως η υποψία, πως οσοδήποτε κοντά κι αν είσαι στην αλήθεια, πάντα είσαι το ίδιο μακριά απ΄ αυτήν, όσο δεν την κατέχεις ακριβώς;
            — Σχεδόν νομίζω πως κι αυτό το ξέρω.
            — Και τότε;…
            — Δεν ξέρω· περιμένω.
            — Τι λοιπόν μπορείς να περιμένεις, αφού διαθέτεις πάντα τα ίδια μέσα; 
            — Δε μου μένουν άλλα να διαθέσω.
            — Συμπέρασμα;
            — Κανένα! Δεν έχω άλλη διέξοδο να εκλέξω.
            — Αν είχες θα την ακολουθούσες;
            — Μόνο γι΄ αυτό κινούμαι και αναπνέω! Αυτό είναι ακριβώς που πάντα ελπίζω.
            Τότε η σκιά του ’κανε νεύμα να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά και του ’δειξε δυο θύρες σκαμμένες μέσ΄ στο βράχο που είχαν τώρα λες φανερωθεί στις δυο αντίθετες μεριές του μαγικού σπηλαίου.
            — Να, κοίταξε καλά τις δυο αυτές θύρες· η μια οδηγεί προς την κανονική ζωή· όποιος περάσει από τη θύρα αυτή θα λυτρωθεί απ΄ το βάρος της σκέψης του και θα επιστρέψει πάλι μέσ΄ στον κόσμο, να ζήση καθώς ζουν μυριάδες όντα χωρίς καμιάν ερώτηση στα χείλη, ακολουθώντας τη μοιραία γραμμή τους, να υπάρχουν μόνο για να συντηρούνται, μην ψάχνοντας για το γιατί ποτέ!
            Η άλλη οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους. Διάλεξε ποια θες ν΄ ακολουθήσεις.
            Η σκιά είχε γείρει τώρα ολόκληρη σχεδόν στο πρόσωπό του· και τότε είδε διαμιάς σε μιαν αιφνίδιαν έκλαμψη του νου πως τόσην ώρα ήταν μόνος εντελώς και μιλούσε με τον ίδιο τον εαυτόν του!
            Τότε ο Δημοφών σηκώθηκε έξαλλος, και κραύγασε με διάτορη φωνή :
            — Τη θύρα που οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους!…
            Κι ο Δημοφών προχώρησε στη θύρα με το κεφάλι αγέρωχα υψωμένο, μ΄ ένα βαθύ χαμόγελο θριάμβου, σαν ημίθεος!
            Ένας κρότος ξερός μονάχα ακούστηκε και κάτι κύλησε βαριά στα σκοτεινά.
            Έτσι ανηρπάγη ένα βράδυ ο Δημοφών, μέσ΄ από τον ορατό τον κόσμο, επειδή θέλησε να μάθει, ό,τι δεν πρόκειται ποτέ να μάθει ο άνθρωπος όσο διανύει τον κύκλο της ζωής του.
            Και βγήκε κι η παράδοση ότι ο Δημοφών, ο ενάρετος φιλόσοφος, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, την εποχή που ασκήτευε σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, ένα βράδυ περί μέσα του Μεταγειτνιώνος, ενώ έψαχνε να βρει λίγο νερό για να γιομίσει την υδρία του, μη βλέποντας καλά στα σκοτεινά, έπεσε σ΄ ένα βάραθρο, κι εχάθη.-

 




Το σχέδιο εφιλοτέχνισε ίσως ο Μίνως Αργυράκης (Εφημερίδα «Ελευθερία», 26-4-1953)