.....................................................
Χριστόφορος
Μηλιώνης
(1932-2017)
· Ο χαρταετός
Διήγημα
του Χριστόφορου
Μηλιώνη
Όλοι μού λένε: Τι γυρεύεις και πας κι
έρχεσαι συνέχεια στις ίδιες ερημιές; Χειμώνας μπαίνει καλοκαίρι βγαίνει, εσύ
εκεί, με τα κοτσύφια στις ρεματιές και τους λαγούς στα χέρσα. Ποια κοτσύφια και
ποιους λαγούς και ποια χέρσα; Ερημιές μονάχα και λογγώματα.
Εντάξει, ανεβαίνεις καμιά φορά και πιο ψηλά,
στα φτελιάδια του παπα-Μόσχου, όπου το χειμώνα, όταν έπεφτε χιόνι, πήγαινες με
τα ξαδέλφια σου και κόβατε κίσσαρα για τα κατσίκια που είχαν αποκλειστεί στο
κατώι. Και το καλοκαίρι βάζατε τα πρόβατα να βοσκήσουν στα θερισμένα. Ποια
κατσίκια τώρα και ποια πρόβατα; Ούτε βέλασμα ζώου ούτε σκύλου γάβγισμα, ούτε
φωνή ανθρώπου. Ψυχή ζώσα.
Τα φτελιάδια βέβαια υπάρχουν ακόμα και
θέριεψαν – φαντάζουν μαύρα φαντάσματα, όλο πρόκληση, σαν τους ανεμόμυλους του
Δον Κιχώτη, κι εσύ δεν έχεις, μήτε έναν Ροσινάντε, ένα αχαμνό ξεπεσμένο
παλιάλογο να καβαλικέψεις, μήτε τουλάχιστον το γαϊδουράκι του Σάντσο Πάντσα.
Ξεσκίζεσαι και ματώνεις – για ν’ αποδείξεις τι;
Αλλά να που τα θαύματα ενίοτε συμβαίνουν.
Σπάνια βέβαια, αλλά συμβαίνουν. Ας πούμε μια φορά στα δέκα χρόνια. Και τότε
αποζημιώνεσαι για τις αναζητήσεις σου στον ύπνο και στον ξύπνο.
Το περασμένο φθινόπωρο, λόγου χάρη, καθώς
περνούσες στον χωματόδρομο που κάποτε είχαν ανοίξει κάτω από τη βρύση του
Κράνου, αναρωτήθηκες: Μα κάπου εδώ δεν ήταν η βρύση; Πώς λόγγωσε έτσι ο τόπος;
- και στάθηκες για λίγο μες στην ερημιά, να δεις καλύτερα. Να βεβαιωθείς. Σε
γενικές γραμμές όλα ταίριαζαν, αλλά μήτε βρύση φαινόταν μήτε μονοπάτι, και
βέβαια μήτε η κρανιά, εκεί δίπλα, όπου κρεμούσαμε ένα κουρελάκι από το ρούχο
που φορούσαμε, κάθε φορά που πίναμε νερό και πλέναμε το πρόσωπό μας να
δροσιστούμε. Χρόνια και ζαμάνια πίναμε το νερό της και της αφήναμε το κουρελάκι
μας. Δε ρωτούσαμε γιατί. Επειδή αυτά τα πράγματα δεν τα ρωτάνε. Ίσως επειδή
τελικά το αποτέλεσμα μετρούσε. Και το αποτέλεσμα ήταν μια καταστόλιστη νύφη,
δίπλα στη βρυσούλα που ήταν πάντα γενναιόδωρη για μας. Κι εμείς το
ανταποδίδαμε.
Ένας μονάχα, ο Γιώργος ο Γκίνος, το
γειτονόπουλό μου, είχε σκεφτεί όχι μονάχα να της στερήσει αυτό το δικαίωμα,
αλλά και να της κόψει μερικά ίσια κλωνάρια, για να φτιάξει δεν ξέρω τι. Πες
καλύτερα, ο διάβολος ο ίδιος τον είχε βάλει. Μα τότε γίνηκε, λένε, το μεγάλο
κακό. Σηκώθηκε ένας σίφουνας, μια αντάρα, ένα κακό, που έκανε τον τόπο να
βουίξει και μια γυναίκα, καταστόλιστη, με φλουριά, φάνηκε στο ύψωμα πάνω από τη
βρύση και του φώναξε:
«Τι σου ‘φταιξε το δέντρο και θέλεις να το
κόψεις; Και δεν αντρέπεσαι;»
Κι ο Γιώργος ο Γκίνος το ‘βαλε στα πόδια και
ροβόλησε τον κατήφορο τα χέρσα, χωράφι το χωράφι, ως το χωριό, ως την αυλή του
σπιτιού του, φωνάζοντας: «Μάνα! Μάνα!», κι εκεί βγήκε η μάνα του μ’ έναν
μαστραπά κρύο νερό και του ‘ριξε στο πρόσωπο να το συνεφέρει. Κι αυτός να λέει:
«Θάμα, που το είδα εγώ, μάνα! Θάμα που το είδα εγώ!».
Ύστερα βέβαια κάποιοι είπαν τα δικά τους,
πως τάχα ήταν εκεί μια βλαχοπούλα, που έβοσκε πιο πάνω τα ζυγούρια της, αλλά
αυτά δεν πιάσανε. Αφού το θάμα το είχε δει ο Γιώργος ο Γκίνος με τα ίδια του τα
μάτια. Άσε πια που τα χειρότερα ήρθαν αργότερα. Κι ενώ έφερνα αυτά στο νου μου
κι έψαχνα ανάμεσα στα λογγώματα που είχαν θεριέψει, ανακάλυψα ξαφνικά την
κρανιά, όπως την ήξερα, φορτωμένη τα χρωματιστά της στολίδια! Και το
σπουδαιότερο: φορτωμένη κατακόκκινο καρπό! Ύστερα από τόσα χρόνια!
Όσο για τον Γιώργο τον Γκίνο, αυτά που
διηγήθηκα είχαν γίνει πριν από τον πόλεμο. Κι η μάνα του, που ως τότε
επαναλάβαινε πάντα την ίδια φράση «Να μεγαλώσει λίγο ακόμα ο Γιώλγος μου, να
τον στείλω στον πατέλα του στην Αμελική», κάποια μέρα τον ξεπροβόδισε με άλλους
μαζί «ξενίτες». Εμείς, μολονότι γειτόνοι, δεν τους είδαμε, γιατί φύγανε
χαράματα, νύχτα ακόμα. Θυμάμαι μονάχα τη μάνα του που κάθε τόσο σκούπιζε τα
μάτια της με την άκρη της άσπρης μαντίλας της κι επαναλάβαινε: «Κάμε Παναγίτσα
μου να φτάσει ο Γιώλγος μου με το καλό, να βλει τον πατέλα του».
Ακολούθησαν οι μεγάλες περιπέτειες που
ξέρουμε – να μην τα ξαναλέμε. Οι δρόμοι κλείσανε, κανένας δεν έφευγε από το
χωριό, κανείς δεν ερχόταν. Αποκλείστηκε κι ο Γιώργος με τον πατέρα του στην Αμερική. Ούτε γράμμα δεν
ερχόταν πια. Κι η μάνα του Γιώργου έλεγε τώρα τραυλίζοντας πάντα: «Ν’ ανοίξουν
οι δλόμοι, να ‘λθει ο Γιώλγος μου με τον πατέλα του από την Αμελική». Κι ως που
να γίνει αυτό, «η ζωή συνεχιζόταν», που λέει ο λόγος – αλλά τρόπος του λέγειν.
Πρώτα πρώτα, διότι για πάρα πολλούς δεν συνεχιζόταν. Πόλεμοι, βομβαρδισμοί,
επιδρομές ξένων και δικών, εκτελέσεις και πυρπολήσεις των χωριών. Κι αυτά τα
έχουμε πει πολλές φορές. Και κανείς πια δεν θέλει να τ’ ακούει, σχεδόν έχουν χάσει
το νόημά τους. Άλλο θέλω να πω. Ότι και μέσα σ’ εκείνες τις συμφορές, τα παιδιά
συνέχιζαν τις δικές τους συνήθειες και τα δικά τους παιχνίδια. Και τα σύνθημα
το έδιναν οι χαρταετοί με τη δική τους θριαμβική εμφάνιση, μόλις έμπαινε η
άνοιξη. Στους λόφους πάνω από το χωριό, στον Άη-Νικόλα και στον Άη-Θανάση οι
χαρταετοί φουρφούριζαν αισιοδοξία. Πολύχρωμοι στην αρχή, με τον καιρό
γινόντουσαν όλο και πιο μουντοί, καθώς τέλειωναν οι προπολεμικές μαρμαρόκολες
και τις αντικαθιστούσαν κατάλοιπα από εφημερίδες και περιοδικά συναρμολογημένα
με αλευρόκολλα.
Τέλειωσαν και τα δικά μου χαρτιά – ό,τι
είχαμε στο σπίτι και δεν είχαμε, από το Ελεύθερον Βήμα μέχρι Θησαυρούς και
Μπουκέτα. Με τους σπάγγους κάτι γινόταν, οι μπακάληδες είχαν αποθέματα, στην
ανάγκη χρησιμοποιούσαμε μάλλινο νήμα, αλλά χαρτί, από πού; Και αν βγαίνανε στα
Γιάννενα εφημερίδες, ποιος να ενδιαφερόταν και πώς να τις έφερνε;
Και τότες ήρθε στο νου μου ο χαρταετός του
Γιώργου του Γκίνου, που τον έβλεπα πάντα κρεμασμένο στο ίδιο σημείο του τοίχου,
στον καλό τον οντά, στο σπίτι της γειτόνισσάς μας, της Λένης της Αμερικάνας,
κάθε φορά που η μάνα μου μ’ έστελνε εκεί για μικροδουλειές. Μάλιστα ήταν τόση η
οικειότητα που της είχαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, που τη φωνάζαμε κι
εκείνη «μάνα». Ήταν ένας μεγάλος αετός, ο πιο μεγάλος στον μαχαλά μας, με
κιτρινωπό χαρτί και κόκκινα φεγγάρια, με μια μακριά ουρά, με πολύχρωμες φούντες
– και τέτοιες φούντες κρεμόντουσαν στ’ αυτιά του, εκεί που καταλήγανε οι άκρες
από τα ακτινωτά του σανίδια. Κι από πάνω του μια μεγάλη, γεμάτη καλούμπα. Με
άλλα λόγια, ήταν ένας αετός που θα χρειαζόταν δύναμη για να τον σηκώσεις και να
τον κρατήσεις ψηλά, που πριν από μερικά χρόνια μήτε που θα τολμούσα να το
σκεφτώ, αλλά τώρα – να το πω; ένιωθα τις δυνάμεις μου να φουντώνουν.
Κατέβασα το κεφάλι πριν βγω και είπα: «Ω
μάνα Λένη! Θα μου δώσεις και λίγο τον χαρταετό του Γιώργου να τον πετάξω;».
Το πρόσωπό της έμεινε για λίγο ξαφνιασμένο.
Ύστερα είπε: «Όχι, γιε μου, θα έλθει ο Γιώλγος μου από την Αμελική και θέλει να
τον βλει, να τον πετάξει!» Δεν είπα τίποτα ξανά. Μόνο που η Λένη κάθε φορά που
έβρισκε στο δρόμο της γειτονόπουλα, επανάλαβαινε, συμπληρωμένο τώρα το ίδιο
τροπάρι, που το είχαν μάθει και τα παιδιά και το λέγανε με τη γνωστή παιδική
αναλγησία: «Ν’ ανοίξουν οι δλόμοι, να ‘λθει κι ο Γιώλγος μου από την Αμελική,
ν’ αμολήσει τον χαλταετό του!».
Τα πράγματα βέβαια με τον καιρό σιάξανε,
μολονότι εκείνη η τελευταία χρονιά της Κατοχής ήταν η χειρότερη. Οι Γερμανοί
κάψανε σχεδόν όλα τα χωριά της περιοχής και μαζί και το δικό μας. Λίγα ήταν τα
σπίτια που γλυτώσανε, και μαζί και της Λένης, μολονότι μερικοί προσπάθησαν να
το δικαιολογήσουν με κάτι παροιμίες πως «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» και
άλλες τέτοιες ανοησίες. Πάντως για τη γειτονιά μας αυτή η τύχη στάθηκε σωτήρια,
αφού το σπίτι εκείνο, καλοσυντηρημένο, άλλωστε και γεμ’ατο, στάθηκε μια φιλόξενη φωλιά, για να βγει ο χειμώνας και να
μαζέψουμε μέσα από τα ερείπια του δικού μας κάποιο κοτέτσι να βάλουμε κάτω από
έναν τσίγκο το κεφάλι μας. Κι ώσπου λοιπόν να ‘ρθει η άνοιξη, εγώ κοιμόμουν με
τους άλλους, δικούς μας γειτόνους, στρωματσάδα κάτω από τον κρεμασμένο μεγάλο
χαρταετό, που νόταν καμιά φορά τις νύχτες ξυπνούσα κι άνοιγα τα μάτια, είχα την
εντύπωση πως γέμιζε τον οντά μ’ ένα φως κιτρινωπό. Κι αμέσως το συνόδευαν τα
λόγια της Λένης: «Να σιάξουν τα πλάματα, ν’ ανοίξουν οι δλόμοι…»
Ακολούθησαν τέσσερα-πέντε χρόνια αμφίβολης
«ειρήνης» και «ανασυγκρότησης», ώσπου αυτός ο κόσμος που για αιώνες είχε
αντέξει τη δυστυχία στον ίδιο του τον τόπο, ξεχύθηκε να βρει άλλους δρόμους
ζωής κι άλλους τόπους αναπαύσεως. Και βέβαια ούτε ο Γιώργος ήρθε, ούτε ο
πατέρας. Αντίθετα, έσβησε κι η Λένη μες στην αναμονή της και στον τραυλό της
καημό.
Μα εγώ πηγαινοέρχομαι, όπως είπα,
χειμώνα-καλοκαίρι. Κι όταν ανακάλυψα την κρανιά, στολισμένη σα νυφούλα με τα
πολύχρωμα κουρελάκια και τα ρούμπινα του καρπού της, θυμήθηκα όλα αυτά που είπα
για τον χαρταετό και σκέφτηκα τον οντά της Λένης του Γκίνου. Τον βρήκα ανοιχτό.
Ψυχή δεν υπήρχε ούτε στους δρόμους ούτε στο σπίτι. Τον ξεκρέμασα με προσοχή,
τον φορτώθηκα στη ράχη μου, πήρα και την καλούμπα κι άρχισα ν’ ανεβαίνω στο λόφο
του Άη-Νικόλα. Εκεί, στο πλάτωμα, τον άφησα στο γρασίδι, ξετύλιξα με προσοχή
την ουρά και την άπλωσα, δοκίμασα τα ζύγια του – ήταν όλα εντάξει, προφανώς
κανείς δεν τον είχε αγγίξει από τότε που τον είχαν κρεμάσει στον τοίχο. Φύσαγε
ανάλαφρο αεράκι. Τράβηξα με δύναμη τον σπάγγο και ο αετός υψώθηκε
φουρφουρίζοντας. Ταλαντεύτηκε για λίγο, μια δεξιά, μια αριστερά, και καθώς εγώ
ήμουν μαθημένος από τέτοια καμώματα, του άφησα καλούμπα, ώσπου η ουρά του
κόντεψε ν’ αγγίξει το έδαφος κι ύστερα τράβηξα με δύναμη τον σπάγγο και ο αετός
πήρε πάλι ύψος, μεγαλύτερο αυτή τη φορά και τράβαγε με πιο πολλή δύναμη, κι
εγώ, τη μια αμολώντας και την άλλη τραβώντας με δύναμη τον μανουβράριζα, ώσπου
ήρθε και καντηλιάστηκε με κατεύθυνση τα χέρσα.
Θα πλησίαζε τον ουρανό, πάνω από τη βρύση
του Κράνου, όταν ξαφνικά αιστάνθηκα τον σπάγγο να χάνεται από τα χέρια μου και
τον αετό να αρμενίζει ελεύθερος στα ανατολικά, εκεί που τραβούσε ο δρόμος.
Κούνησε το κεφάλι του, μια δεξιά, μια αριστερά και χάθηκε παίρνοντας κι αυτός
το δρόμο για την Αμερική.
Χριστόφορος Μηλιώνης
Περιοδικό «Η Λέξη»
απρίλιος – ιούνιος 2008, τ. 196