............................................................
Πάνος Σταθόγιαννης
(γ. 1959)
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δεν θα φύγω ποτέ. Θα μείνω εδώ, στη χθαμαλή ποίηση
της ζωής μου, στη χώρα μου. Σαν βασιλιάς που έζησε υπήκοος, σαν βασιλιάς
που σύντομα θα ξεχαστεί. Πού να τραβιέμαι νιόπαντρος στο Σκάμανδρο, μ’
ένα κουτσούβελο κιόλας στην πλάτη…
Εκεί, θα μου ζητήσει ο Ποιητής πράγματα ξύλινα και κούφια να μηχανευτώ, θα με κρεμάσει από κοιλιές κριαριών, θα γίνω Κανένας.
Κι όλο με μάγισσες θα σμίγω έξω από χοιροστάσια, αθανασία θα μου δίνουνε να πιω από τη χούφτα τους, δεν θα ’χω ίσκιο. Όμως ο έρωτας δεν θέλει ανταλλάγματα. Εκτός κι αν είσαι επισμαλτωμένος μέσα κι έξω. Κι εγώ δεν είμαι. Οι προσφορές μου πρώτα εμένα εξαπατούν.
Ούτε τη δόξα τη λιμπίστηκα. Μπαίνεις στον Άδη ζωντανός, σφάζεις αρνιά να σε ζυγώσουν οι ψυχές – ίδια ταλαιπωρία κι εκεί κάτω. Μα, πιο πολύ, η δόξα είναι θάλασσα. Σου τρώει τα μάτια η αρμύρα. Είναι σαν να κλαις ασταμάτητα. Ας την επωμισθεί ολόκληρη ο Πηλείδης Αχιλλεύς, χάρισμά του. Αυτός έχει μια φτέρνα, θα γλιτώσει. Ενώ εγώ θα κλαίω ασταμάτητα, μέχρι να μεταποιηθεί ο βίος μου σε έπος.
Εκεί, θα μου ζητήσει ο Ποιητής πράγματα ξύλινα και κούφια να μηχανευτώ, θα με κρεμάσει από κοιλιές κριαριών, θα γίνω Κανένας.
Κι όλο με μάγισσες θα σμίγω έξω από χοιροστάσια, αθανασία θα μου δίνουνε να πιω από τη χούφτα τους, δεν θα ’χω ίσκιο. Όμως ο έρωτας δεν θέλει ανταλλάγματα. Εκτός κι αν είσαι επισμαλτωμένος μέσα κι έξω. Κι εγώ δεν είμαι. Οι προσφορές μου πρώτα εμένα εξαπατούν.
Ούτε τη δόξα τη λιμπίστηκα. Μπαίνεις στον Άδη ζωντανός, σφάζεις αρνιά να σε ζυγώσουν οι ψυχές – ίδια ταλαιπωρία κι εκεί κάτω. Μα, πιο πολύ, η δόξα είναι θάλασσα. Σου τρώει τα μάτια η αρμύρα. Είναι σαν να κλαις ασταμάτητα. Ας την επωμισθεί ολόκληρη ο Πηλείδης Αχιλλεύς, χάρισμά του. Αυτός έχει μια φτέρνα, θα γλιτώσει. Ενώ εγώ θα κλαίω ασταμάτητα, μέχρι να μεταποιηθεί ο βίος μου σε έπος.
***
Θα τους ξεγελάσω σαν έρθουν να με πάρουν για την Τροία.
Θα φορέσω σκούφο μυτερό, θα ζέψω τα βόδια, θα σπείρω στα χωράφια μου αλάτι.
“Τρελός”, θα πουν. “Τρελός”.
Θα φύγουν όπως ήρθαν.
Θα τους ξεγελάσω σαν έρθουν να με πάρουν για την Τροία.
Θα φορέσω σκούφο μυτερό, θα ζέψω τα βόδια, θα σπείρω στα χωράφια μου αλάτι.
“Τρελός”, θα πουν. “Τρελός”.
Θα φύγουν όπως ήρθαν.