...........................................................
Η Αριστερά στην εξουσία. Αντιφάσεις, αδιέξοδα, διέξοδοι
Η προοδευτική ουτοπία εκφράζεται μέσα από το όραμα ενός
άλλου, καλύτερου και πιο δίκαιου κόσμου που δεν υπάρχει
ακόμα |
EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ
γράφει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς
"Εφημερίδα των Συντακτών", 03.01.2016
«Πρώτη φορά Αριστερά». Είτε ως
απλή διαπίστωση, είτε ως θριαμβευτική ιαχή, είτε ως επιθετική ειρωνεία,
η φράση παραμένει αμφίσημη. Η Αριστερά αναδείχτηκε βέβαια νόμιμη
κυβέρνηση της χώρας. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο πως δεν μπόρεσε να ασκήσει
την πολιτική εξουσία υπό τους όρους που φανταζόταν. Η άμεση διαχείριση
της κρίσης, η οποία είχε οδηγήσει στο τέλος της Μεταπολίτευσης, έφερε
τον ΣΥΡΙΖΑ αντιμέτωπο με αμετάθετα διλήμματα.
Σε λίγες εβδομάδες, ίσως και μέρες, έπρεπε να αποφασίσει αν θα
συμμορφωνόταν προς τις εκβιαστικές υποδείξεις των αγορών και των εταίρων
ή αν θα απομονωνόταν από το οικείο ευρωπαϊκό της περιβάλλον, με κίνδυνο
να μετατραπεί η χώρα σε διεθνή παρία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιλογή
εμφανιζόταν ως μονόδρομος.
Στο μέτρο που κανείς δεν μπορούσε να προδικάσει, όχι μόνο τις άμεσες
αλλά και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ενός πιθανού grexit, και μια
υπεύθυνη κυβέρνηση δεν είχε το δικαίωμα να εμπλέξει τη χώρα σε μια
περιπέτεια με απρόβλεπτες, ίσως και καταλυτικές προεκτάσεις.
Το τίμημα της αυτονόητης αυτής επιλογής υπήρξε όμως βαρύτατο.
Εγκαταλείποντας το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», η Αριστερά στην εξουσία
κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια κρίση ταυτότητας. Η αναγκαία προσαρμογή
στις περιστάσεις δεν αποδείχτηκε μόνον οργανωτικά αποδιαρθρωτική. Υπήρξε
επίσης και ιδεολογικά τραυματική.
Η Αριστερά δεν έχει την ιδεολογική πολυτέλεια να
κινείται στα διάκενα της αρετής, να οχυρώνεται πίσω από τις ασάφειες της
τυπικής νομιμότητας και να εμπιστεύεται μόνον, ή έστω κατά προτίμησιν,
τους «ημετέρους».
Ακόμα και αν η αριστερή ρητορεία παρέμενε ζωντανή, ακόμα και αν τα
διάσπαρτα μέτρα ανθρωπιστικής βοήθειας συνέβαλαν στην άμβλυνση της
εξαθλίωσης, ακόμα και αν οι πιο εξωφρενικές απαιτήσεις των δανειστών δεν
υλοποιήθηκαν, οι ασφυκτικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν άφηναν πολλά
περιθώρια.
Η προϊούσα λιτότητα εκφραζόταν με τη συνέχιση της ανεργίας, την
όξυνση της ανέχειας και την περαιτέρω κατολίσθηση του επιπέδου
διαβίωσης. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα το φως που άναψε με την
πολιτική επικράτηση της ελπίδας φαίνεται να χάνει μεγάλο μέρος από τη
λάμψη του.
Οι άμεσες πολιτικές προεκτάσεις των εξελίξεων αυτών είναι βέβαια
ακόμη περιορισμένες. Στο μέτρο που, επί του παρόντος τουλάχιστον, ο
παλαιός πολιτικός κόσμος εμφανίζεται ανίκανος να προβάλει αξιόπιστες
εναλλακτικές προτάσεις, η κυβερνώσα Αριστερά φαίνεται να συγκρατεί το
μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων που την έφεραν στην εξουσία. Οι μνήμες της
«επάρατης» Δεξιάς παραμένουν άλλωστε νωπές.
Ομως, στο σημείο αυτό ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος. Ο κίνδυνος της
απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, οι αναπόφευκτες παλινωδίες
και αντιφάσεις που συνοδεύουν την υλοποίηση των «μνημονίων», η
επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού και οι ιδεολογικές
διαμάχες που διαβρώνουν τον κυβερνητικό συνασπισμό συμβάλλουν
αποφασιστικά στη διάχυτη απομάγευση της «αριστερής εναλλαγής».
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η μείζων απειλή για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι
φαντασιωσική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αξιακή φερεγγυότητα της
οποιασδήποτε Αριστεράς συναρτάται με τη διιστορική της ταύτιση με τις
ιδέες της προόδου, της αλλαγής, της ρήξης και της μεταρρύθμισης. Με
αυτήν την έννοια, η (αναγκαία έστω) «στροφή προς τον ρεαλισμό» του
τρέχοντος πολιτικού λόγου υπονομεύει το σημαντικότερο ιδεολογικό όπλο
της.
Ενάντια σε μια Δεξιά που προτάσσει την επαρκή διαχείριση του
παρόντος, η ιστορική Αριστερά αντιπαραθέτει ανέκαθεν το φωτεινό
παρεμβατικό της πρόταγμα, την ανάγκη για μια συνεχή φυγή προς τα εμπρός,
την ανάληψη ενός αδιάκοπου στοιχήματος με την Ιστορία. Η προοδευτική
ουτοπία εκφράζεται μέσα από το όραμα ενός άλλου, καλύτερου και πιο
δίκαιου κόσμου που δεν υπάρχει ακόμα.
Ακριβώς στο σημείο αυτό φαίνεται να διαδραματίζεται ένα αναπάντεχο
και αδιόρατο ιδεολογικό δράμα. Αντιμέτωπη με τις αμείλικτες Συμπληγάδες
της καθημερινότητας, η κυβερνώσα Αριστερά πιέζεται να οικειοποιηθεί την
«αμυντική» και κατ’ ανάγκην «συγκριτική» επιτευγματική ρητορική των
αντιπάλων της.
Αντίθετα, η εκτός εξουσίας Δεξιά αρχίζει να ομιλεί στο όνομα μιας
δικής της «επιθετικής» αλλαγής, μιας δικής της ριζικής ανανέωσης και
μιας δικής της ανατρεπτικής βούλησης.
Ειρωνικά, φαίνεται λοιπόν να επιχειρείται μια νόθευση, ή ακόμα και
αναστροφή, των συμβολικών τους ρόλων. Βέβαια, ούτε οι αριστεροί
μεταμορφώθηκαν σε υπηρέτες του κατεστημένου, ούτε οι εκ πεποιθήσεως
αντιμεταρρυθμιστές σε ζηλωτές της κοινωνικής ανατροπής.
Είναι όμως γεγονός ότι οι νέες συνθήκες επέτρεψαν στη Δεξιά να
ψαρεύει σε θολά νερά. Από τη στιγμή που η ριζοσπαστική Αριστερά φαίνεται
να αρκείται στο να προασπίζει τα όλο και πιο κουτσουρεμένα κεκτημένα
ενός κοινωνικού κράτους που δεν υπόσχεται πλέον τίποτε καινούργιο, οι
αντίπαλοί της αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες.
Εχοντας ήδη θέσει τα μείζονα «επιθετικά» προτάγματα της Αριστεράς υπό
καταστατικήν απαγόρευσιν, μπορούν ταυτοχρόνως να απορρίπτουν τα
ελάσσονα «αμυντικά» και εμβαλωματικά της σχέδια ως ελλιπή, αντιφατικά,
αναποτελεσματικά και παρωχημένα.
Υπό τους όρους αυτούς, η Αριστερά αναγκάζεται πλέον να παίζει εκτός
πάσης ιδεολογικής έδρας. Για πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες, η
στυγνή αγοραία ουτοπία τολμά να εμφανίζεται όχι μόνο ρεαλιστικότερη και
αποφασιστικότερη, αλλά και ριζικότερη από μιαν ανατρεπτική ουτοπία που
μοιάζει να έχει ακινητοποιηθεί.
Ετσι, το μείζον πολιτικό ερώτημα που τίθεται σήμερα αναφέρεται στους
όρους υπό τους οποίους μπορεί να ανακτηθεί η ιδεολογική πρωτοβουλία.
Πράγματι, στο μέτρο που η προτεραιότητα των ασφυκτικών οικονομικών
και δημοσιονομικών αδιεξόδων καθηλώνει την κυβερνώσα Αριστερά σε μιαν
αέναη διαπραγμάτευση όχι μόνον με τους εταίρους αλλά και με την
ανεξέλεγκτη καθημερινότητα, η «ελλιπής» αριστερή εξουσία κινδυνεύει να
αποδειχτεί καταλυτική.
Από τη στιγμή που έχει πάψει να πείθει ότι «μπορεί» και «θέλει» να
κάνει πράξη το όραμά της, η Αριστερά φαίνεται να απεμπολεί το προαιώνιο
ιστορικό της επιχείρημα. Είναι γεγονός ότι, αν -όπως λέγεται- όλες οι
εξουσίες δια-φθείρουν και όλες οι απόλυτες εξουσίες δια-φθείρουν
απόλυτα, η «ελλιπής» εξουσία φθείρει πρωτίστως εκείνους που στοχεύουν να
αλλάξουν τον κόσμο.
Περισσότερο ακόμα και από το τυχόν «λάθος» ή ακόμα και από το
«έγκλημα», η Αριστερά απειλείται να αποδυναμωθεί από την ιδεολογική
απραξία, την «πιλάτεια» αποστασιοποίηση, τη στρατηγική αναδίπλωση και
την «υπεύθυνη αδυναμία». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το όραμα της αλλαγής
είναι ασύμβατο με την πολιτική αμφιθυμία.
Ετσι, η ανάκτηση της συμβολικής αξιοπιστίας της Αριστεράς προβάλλει
σαν ανυπέρθετο μέλημα. Και δεν υπάρχει πολύς καιρός. Στο μέτρο που ο
λόγος του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει επικεντρωμένος σε αμφίβολα και αναστρέψιμα
οικονομικά επιτεύγματα που κατατείνουν απλώς στην εξασφάλιση του μη
χείρονος, η μεσοπρόθεσμη αποδυνάμωση της εμβέλειάς του είναι μοιραία.
Ακόμα και αν σταθεροποιηθούν οι μετέωροι οικονομικοί δείκτες, ακόμα
και αν καταστεί δυνατή μια κάποια προστασία των ταπεινών και των
καταφρονεμένων, ακόμα και αν ανακοπεί η διαδικασία συνεχούς ανακατανομής
πόρων και πλούτου υπέρ των προνομιούχων, η πολυεπίπεδη ιδεολογική
δυναμική που είχε φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία κινδυνεύει να χάσει την
ιστορική πνοή της.
Μια Αριστερά που φαίνεται να εξαντλείται στο να ωραιοποιεί ή να
«συντηρεί» την οποιαδήποτε υφιστάμενη κατάσταση με νύχια και με δόντια
δεν έχει πολλές προοπτικές.
Με αυτήν την έννοια λοιπόν προέχει η ολομέτωπη επίθεση προς νέες
κατευθύνσεις. Η ημερήσια διάταξη του πολιτικού θα πρέπει να εμπλουτιστεί
χωρίς καθυστέρηση με νέα ουτοπικά προτάγματα και με νέους
προβληματισμούς.
Πολλώ μάλλον που κανείς εξωτερικός παράγων δεν μπορεί να φέρει
αντιρρήσεις σε πολιτικές πρωτοβουλίες που δεν συγκρούονται με το
ευρωπαϊκό κεκτημένο και δεν συνεπιφέρουν δημοσιονομικό κόστος.
Μετά το σύμφωνο συμβίωσης, η συνταγματική αναθεώρηση, η ανάληψη
περαιτέρω ριζικών πρωτοβουλιών για το ζήτημα της ιθαγένειας, η νομική
κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, η συναινετική
αναδιαπραγμάτευση της σχέσης Εκκλησίας και κράτους, η ριζική ενίσχυση
της οικονομικής και πολιτικής αυτοτέλειας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο
εκσυγχρονισμός του Οικογενειακού Δικαίου, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η
έννομη κατοχύρωση της πλήρους αποκομματικοποίησης της διοίκησης, η
άμεση προώθηση και ενίσχυση νέων συνεταιριστικών και συμμετοχικών
μορφών, η αυτονόμηση των κοινωνικών κινημάτων, η επινόηση και θέσπιση
νέων μορφών άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών σε όλες τις
κλίμακες είναι λοιπόν μερικά μόνον από τα πεδία που θα έπρεπε να
αποτελέσουν αντικείμενα ενός ευρύτατου και οργανωμένου δημόσιου
διαλόγου.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο, ακόμα σημαντικότερο. Πράγματι, σε
αντιδιαστολή με το πάντα επίμαχο «διαχειριστικό πλεονέκτημα» της
Αριστεράς, το ιστορικά κατοχυρωμένο αλλά αμφισβητούμενο πλέον «ηθικό της
πλεονέκτημα» πρέπει να συντηρηθεί ως κόρην οφθαλμού. Στο σημείο αυτό
λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να μην αφήνει το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας για
την ανυποχώρητη ιδεολογική και πολιτική του ανιδιοτέλεια.
Αντίθετα με τη συντηρητική παράταξη που, ρητά ή σιωπηρά, είναι πάντα
σε θέση -αν βέβαια «χρειαστεί»(!)- να συγχρωτίζεται αρμονικά με τη
διάχυτη διαφθορά, τα πελατειακά πλέγματα και τις προνομιακές μορφές
εξουσιαστικής διαπλοκής, η Αριστερά δεν έχει την ιδεολογική πολυτέλεια
να κινείται στα διάκενα της αρετής, να οχυρώνεται πίσω από τις ασάφειες
της τυπικής νομιμότητας και να εμπιστεύεται μόνον, ή έστω κατά
προτίμησιν, τους «ημετέρους».
Εις πείσμα λοιπόν των οποιωνδήποτε σκοπιμοτήτων, το πρώτο μέλημά της
πρέπει να είναι η εμμονή σε μιαν απόλυτη, ανένδοτη και ανεπίληπτη
διαφάνεια. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να απαντηθεί το διιστορικό και
αναπάντητο ερώτημα αν η ιδέα της Αριστεράς είναι εν γένει συμβατή με την
άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας.
Μόνον έτσι μπορεί κανείς να ελπίζει ότι είναι δυνατόν να υπάρξει
εξουσία που ούτε διαφθείρει, ούτε φθείρει εκείνους που αναλαμβάνουν να
την ασκήσουν. Μόνον έτσι μπορεί να εξαερωθεί η πάντα υφέρπουσα υποψία
ότι «όλοι είναι ίδιοι». Μόνον έτσι θα εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι ένας
άλλος καλύτερος κόσμος είναι δυνατός.
Σε τελική ανάλυση, η έκβαση του πολιτικού ανταγωνισμού επικαθορίζεται
από άυλες αξιακές παραμέτρους. Το «φως» που βρίσκεται στην άκρη του
τούνελ θα παραμείνει κατ’ ανάγκην θαμπό, αν παραμένουμε εγκλωβισμένοι
στις αμετακίνητες νοηματικές ράγες που ελέγχονται από τον αντίπαλο.