........................................................
Ποιοι γεμίζουν καφέ και σουβλατζίδικα;
Λοιπόν, για να τελειώνουμε με το παραμύθι ξένων
επισκεπτών, ανταποκριτών, και εγχώριων ηλιθίων που βολεύονται μ’ ένα
ωραίο άλλοθι για ν’ αρχίσουν να ξαναχαίρονται τα φράγκα τους, και που,
βλέποντας γεμάτες καφετέριες και σουβλατζίδικα, τιτιβίζουν χαιρέκακα
(του στυλ χε-χε-χε…), «καλά, έχει κρίση αυτή η χώρα;», ιδού μερικές
αλήθειες για να τους κοπεί το χάχανο:
1. Αυτοί που γέμιζαν τις καφετέριες πριν από την κρίση, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, δεν ήταν κατ’ ανάγκην εργαζόμενοι. Μπορεί να είχαν δουλειά, αλλά πήγαιναν όποτε ήθελαν. Μπορεί να μην είχαν δουλειά, αλλά είχαν λεφτά στην άκρη –εισοδηματίες, ας πούμε, μαμόθρεφτα, ή απλώς ρέμπελοι, ευχαριστημένοι με «όσα έρθουν κι όσα πάνε». Όλοι αυτοί, εξακολουθούν και γεμίζουν τις καφετέριες σήμερα. Ίσως μάλιστα περισσότερο από πριν, διότι έχει πέσει η τιμή του φρέντο και τη βγάζουν μισή μέρα αραχτοί με 2,5 ευρώ, και μιλάνε απεριόριστα με το What’s Up?
2. Σ’ αυτούς, προστέθηκαν και πολλοί που έμειναν χωρίς δουλειά, ή βρήκαν κάποια καινούργια με πολύ λιγότερα χρήματα από πριν. Κι αφού πέρασε η πρώτη μεγάλη μπόρα, που όλοι ήμασταν στα σπίτια ή στα συλλαλητήρια, ξεμυτίσαμε σαν τα σαλιγκάρια. Όχι γιατί «πέρασε η κρίση», ή επειδή «οι Έλληνες τελικά δεν έπαθαν τίποτα» όπως λένε κάποιοι ξένοι δημοσιογράφοι που έρχονται εδώ 2-3 μέρες και μαθαίνουν ό,τι αρπάξει στα γρήγορα το βλέμμα και τ’ αυτί τους, αλλά διότι ξεφύτρωσαν παντού καφετέριες, μα παντού λέμε, και χρεώνουν πολύ λιγότερα για καφέ απείρως χειρότερης ποιότητας από πριν. Όμως, ο κόσμος γεμίζει αυτά τα μαγαζιά, και γιατί το ελληνικό DNA είναι μπολιασμένο με το έξω. Ο καιρός μας, μας επιτρέπει τους περισσότερους μήνες του χρόνου, ακόμα κι όταν είμαστε μέσα, να ζούμε έξω. Τηλεόραση στο σαλόνι, καρέκλα στη βεράντα. Τραπέζι στον κήπο, να πηγαινοέρχονται τα φαγητά από την κουζίνα μέσα. Ουζάκι πάνω στη θάλασσα. Και τώρα που καλοκαιριάζει, όλο και κάποιος παππούς θα βγάλει το ράντσο στην αυλή και θα κοιμηθεί κάτω απ’ τ’ αστέρια. Τι πρόβλημα έχουν οι πούστηδες μ’ αυτό; Τους νοιάζει που ζοριζόμαστε με την κρίση έξω; Ή ότι αυτοί υποφέρουν την ευμάρειά τους μέσα; Τρελαίνομαι!
3. Τα ίδια ισχύουν και με τα σουβλατζίδικα, όπου (το έζησα κατ’ ιδίαν στην Καλλιθέα προχθές), με δύο γύρους πίτα κομπλέ, μέσα και οι πατάτες για να μην παραγγέλνεις έξτρα μερίδα, δυο Κόκα-Κόλες και μια Μύθος, περνάνε τη βραδιά τους έξω μαμά, μπαμπάς και παιδί, με λογαριασμό 15 ευρώ όλα! Value for money. Όχι, βέβαια. Απλώς ξεγελιέσαι (επιβαρύνοντας και την υγεία σου), με ελάχιστα. Αν και, μεταξύ μας, δεν ξέρω αν η υγεία επιβαρύνεται πιο πολύ με έναν «δολοφόνο» γύρο κομπλέ, ή με μία ξεγυρισμένη κατάθλιψη που δεν φεύγει με τίποτα…
4. Όλα αυτά, εν πάση περιπτώσει, συμβαίνουν ακριβώς επειδή έχουμε κρίση! Πίνουμε καφέδες άθλιας ποιότητας και τρώμε πιτόγυρα που αν σου πέσουν χάμω, ούτε αδέσποτα δεν τα αγγίζουν. Το ίδιο ισχύει και για τα χοτ-ντογκς που μπήκαν άξαφνα στη ζωή μας, λες και είμαστε στη 5th Avenue, και πωλούνται «πακετάκι» με καφέ προς 1,50 ευρώ. Χριστέ μου, τι σκατά βάζουμε στα στομάχια μας; Κι έχουμε κι από πάνω τους διάφορους κομπλεξικούς μαλάκες που, βλέποντας κόσμο και κοσμάκη όντως να είναι έξω, να συμπεραίνουν ότι και καλά στην Ελλάδα περνούν ζωή και κότα. Και ότι, επομένως, «γιατί τους δώσαμε τόσα λεφτά για bail-out, αφού αυτοί είναι out all the bloody time». Χέσε με!...
5. Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι, με την ευκαιρία που ξεπόρτισαν οι πολλοί, το ‘ριξαν έξω και εκείνοι που είχαν τα λεφτά «εξ απ' ανέκαθεν», αλλά ντρέπονταν (ή και φοβούνταν) να ξεμυτίσουν πριν διότι, ως γνωστόν, με τους πολλούς καμουφλάρεσαι, με τους λίγους ή και μόνος «καρφώνεσαι», και δεν είμαστε -λένε από μέσα τους- να μας βγάζει στο δικό του χοτ-ντοκ, χωρίς «γάμμα», ο Βαξεβάνης. Ξαναβγήκαν, λοιπόν, και αυτά τα αχαλίνωτα, της προ κρίσης κοινωνικής μας ζωής. Και, με τη μείωση των τιμών στα περισσότερα μέρη, ακόμα και τα δικά τους, τα κυριλέ, μια χαρούλα τη βγάζουν. Το σουβλάκι και το χοτ-ντογκ του άλλου, αυτοί το ισοφαρίζουν με κριθαρότο και θραψαλομακαρονάδα, και απλώς αυτοί θα πάνε αργότερα στον γιατρό από τους άλλους.
6. Όμως, για να μαζέψουμε το επιχείρημα: ο πολύς κόσμος στους δρόμους της πόλης, είναι εκεί και από μία φυσιολογική ανάγκη του ανθρώπου, ιδίως όταν ο καιρός είναι προκλητικά υπέροχος, να βρεθεί με άλλους. Να νιώσει ότι δεν είναι ολότελα καθηλωμένος στον εαυτό του και στον χώρο του. Και ναι, θα περιφερθεί στα καταστήματα, θα μπει μέσα σε μερικά από αυτά, θα δοκιμάσει ίσως ένα μπλουζάκι, ένα παπούτσι, θα μυρίσει μια κολόνια, θα περιεργαστεί ένα λάπτοπ, θα ξεφυλλίσει ένα βιβλίο. Αλλά, όποιον καταστηματάρχη κι αν ρωτήσεις, θα σου πει ότι οι 8 στους 10 απλώς κάνουν όλα αυτά που μόλις είπα. Ως εκεί, όμως. Και μη παρέκει. Δεν θ’ αγοράσει τίποτα. Απλώς θα πει «θα το σκεφτώ», και θα προχωρήσει παρακάτω να δει κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, ώσπου να χορτάσει με το μάτι του, να σκοτεινιάσει ξανά το μέσα του και να βαρύνει το βήμα του. Αυτό είναι κρίση, ανόητοι σχολιαστές!
7. Είμαι σίγουρος, ότι μια εμπεριστατωμένη μελέτη όλων αυτών που κυκλοφορούν τώρα στους δρόμους της πόλης, και που γεμίζουν καφετέριες την ημέρα, μπαράκια και σουβλατζίδικα τα βράδια, θα δείξει ότι απουσιάζει κατά εντυπωσιακό τρόπο από το δείγμα η κατηγορία των πολιτών της «άνω-μεσαίας τάξης», που στήριζε όλην αυτήν την «αγορά του έξω» πριν από την κρίση, και που τώρα, ακόμα και τώρα, είναι κλεισμένη στο σπίτι της και βγαίνει, εάν βγαίνει, λίγο και με μισή καρδιά. Σ’ αυτήν την κατηγορία συναντάμε ανθρώπους κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, που έπαιρναν μισθούς 5.000+ τον μήνα προ κρίσεως, είχαν καλές θέσεις και ακόμα καλύτερες προοπτικές, «άνοιξαν» έτσι τη ζωή τους στα μέτρα αυτού του καλού εισοδήματος, ανοίχτηκαν σε καλά σχολεία για τα παιδιά τους, σε μεγαλύτερου κυβισμού αυτοκίνητα, σε διαμερίσματα στα βόρεια ή νότια προάστια, και που τώρα ή παίρνουν πολύ λιγότερα, ή είναι άνεργοι, και απλώς ζουν για να αποπληρώνουν χρέη, ροκανίζοντας όσα έμειναν από την προηγούμενη ζωή τους. Εάν μια μέρα, έβγαιναν μόνο αυτοί σους δρόμους, τότε ναι, θα έβλεπε όλος ο κόσμος το πραγματικό μέγεθος, αλλά και κόστος, της κρίσης στην Ελλάδα. Τη νέκρωση μιας ολόκληρης τάξεως που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με άθλιο καφέ, επικίνδυνο σουβλάκι και κωλο-χοτ ντογκ, και απλώς κάνει βόλτες σε πιο απόμακρα μέρη, ή μαζεύεται μικρές-μικρές παρέες στα σπίτια ή σε κάποιο συμπαθητικό στέκι, μακριά από τις μάζες και μακριά από το μάτι το κακό. Που (το μάτι αυτό), σίγουρα θα τη δει, και θα πει πάλι ειρωνικά, «σιγά την κρίση στην Ελλάδα»!
1. Αυτοί που γέμιζαν τις καφετέριες πριν από την κρίση, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, δεν ήταν κατ’ ανάγκην εργαζόμενοι. Μπορεί να είχαν δουλειά, αλλά πήγαιναν όποτε ήθελαν. Μπορεί να μην είχαν δουλειά, αλλά είχαν λεφτά στην άκρη –εισοδηματίες, ας πούμε, μαμόθρεφτα, ή απλώς ρέμπελοι, ευχαριστημένοι με «όσα έρθουν κι όσα πάνε». Όλοι αυτοί, εξακολουθούν και γεμίζουν τις καφετέριες σήμερα. Ίσως μάλιστα περισσότερο από πριν, διότι έχει πέσει η τιμή του φρέντο και τη βγάζουν μισή μέρα αραχτοί με 2,5 ευρώ, και μιλάνε απεριόριστα με το What’s Up?
2. Σ’ αυτούς, προστέθηκαν και πολλοί που έμειναν χωρίς δουλειά, ή βρήκαν κάποια καινούργια με πολύ λιγότερα χρήματα από πριν. Κι αφού πέρασε η πρώτη μεγάλη μπόρα, που όλοι ήμασταν στα σπίτια ή στα συλλαλητήρια, ξεμυτίσαμε σαν τα σαλιγκάρια. Όχι γιατί «πέρασε η κρίση», ή επειδή «οι Έλληνες τελικά δεν έπαθαν τίποτα» όπως λένε κάποιοι ξένοι δημοσιογράφοι που έρχονται εδώ 2-3 μέρες και μαθαίνουν ό,τι αρπάξει στα γρήγορα το βλέμμα και τ’ αυτί τους, αλλά διότι ξεφύτρωσαν παντού καφετέριες, μα παντού λέμε, και χρεώνουν πολύ λιγότερα για καφέ απείρως χειρότερης ποιότητας από πριν. Όμως, ο κόσμος γεμίζει αυτά τα μαγαζιά, και γιατί το ελληνικό DNA είναι μπολιασμένο με το έξω. Ο καιρός μας, μας επιτρέπει τους περισσότερους μήνες του χρόνου, ακόμα κι όταν είμαστε μέσα, να ζούμε έξω. Τηλεόραση στο σαλόνι, καρέκλα στη βεράντα. Τραπέζι στον κήπο, να πηγαινοέρχονται τα φαγητά από την κουζίνα μέσα. Ουζάκι πάνω στη θάλασσα. Και τώρα που καλοκαιριάζει, όλο και κάποιος παππούς θα βγάλει το ράντσο στην αυλή και θα κοιμηθεί κάτω απ’ τ’ αστέρια. Τι πρόβλημα έχουν οι πούστηδες μ’ αυτό; Τους νοιάζει που ζοριζόμαστε με την κρίση έξω; Ή ότι αυτοί υποφέρουν την ευμάρειά τους μέσα; Τρελαίνομαι!
3. Τα ίδια ισχύουν και με τα σουβλατζίδικα, όπου (το έζησα κατ’ ιδίαν στην Καλλιθέα προχθές), με δύο γύρους πίτα κομπλέ, μέσα και οι πατάτες για να μην παραγγέλνεις έξτρα μερίδα, δυο Κόκα-Κόλες και μια Μύθος, περνάνε τη βραδιά τους έξω μαμά, μπαμπάς και παιδί, με λογαριασμό 15 ευρώ όλα! Value for money. Όχι, βέβαια. Απλώς ξεγελιέσαι (επιβαρύνοντας και την υγεία σου), με ελάχιστα. Αν και, μεταξύ μας, δεν ξέρω αν η υγεία επιβαρύνεται πιο πολύ με έναν «δολοφόνο» γύρο κομπλέ, ή με μία ξεγυρισμένη κατάθλιψη που δεν φεύγει με τίποτα…
4. Όλα αυτά, εν πάση περιπτώσει, συμβαίνουν ακριβώς επειδή έχουμε κρίση! Πίνουμε καφέδες άθλιας ποιότητας και τρώμε πιτόγυρα που αν σου πέσουν χάμω, ούτε αδέσποτα δεν τα αγγίζουν. Το ίδιο ισχύει και για τα χοτ-ντογκς που μπήκαν άξαφνα στη ζωή μας, λες και είμαστε στη 5th Avenue, και πωλούνται «πακετάκι» με καφέ προς 1,50 ευρώ. Χριστέ μου, τι σκατά βάζουμε στα στομάχια μας; Κι έχουμε κι από πάνω τους διάφορους κομπλεξικούς μαλάκες που, βλέποντας κόσμο και κοσμάκη όντως να είναι έξω, να συμπεραίνουν ότι και καλά στην Ελλάδα περνούν ζωή και κότα. Και ότι, επομένως, «γιατί τους δώσαμε τόσα λεφτά για bail-out, αφού αυτοί είναι out all the bloody time». Χέσε με!...
5. Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι, με την ευκαιρία που ξεπόρτισαν οι πολλοί, το ‘ριξαν έξω και εκείνοι που είχαν τα λεφτά «εξ απ' ανέκαθεν», αλλά ντρέπονταν (ή και φοβούνταν) να ξεμυτίσουν πριν διότι, ως γνωστόν, με τους πολλούς καμουφλάρεσαι, με τους λίγους ή και μόνος «καρφώνεσαι», και δεν είμαστε -λένε από μέσα τους- να μας βγάζει στο δικό του χοτ-ντοκ, χωρίς «γάμμα», ο Βαξεβάνης. Ξαναβγήκαν, λοιπόν, και αυτά τα αχαλίνωτα, της προ κρίσης κοινωνικής μας ζωής. Και, με τη μείωση των τιμών στα περισσότερα μέρη, ακόμα και τα δικά τους, τα κυριλέ, μια χαρούλα τη βγάζουν. Το σουβλάκι και το χοτ-ντογκ του άλλου, αυτοί το ισοφαρίζουν με κριθαρότο και θραψαλομακαρονάδα, και απλώς αυτοί θα πάνε αργότερα στον γιατρό από τους άλλους.
6. Όμως, για να μαζέψουμε το επιχείρημα: ο πολύς κόσμος στους δρόμους της πόλης, είναι εκεί και από μία φυσιολογική ανάγκη του ανθρώπου, ιδίως όταν ο καιρός είναι προκλητικά υπέροχος, να βρεθεί με άλλους. Να νιώσει ότι δεν είναι ολότελα καθηλωμένος στον εαυτό του και στον χώρο του. Και ναι, θα περιφερθεί στα καταστήματα, θα μπει μέσα σε μερικά από αυτά, θα δοκιμάσει ίσως ένα μπλουζάκι, ένα παπούτσι, θα μυρίσει μια κολόνια, θα περιεργαστεί ένα λάπτοπ, θα ξεφυλλίσει ένα βιβλίο. Αλλά, όποιον καταστηματάρχη κι αν ρωτήσεις, θα σου πει ότι οι 8 στους 10 απλώς κάνουν όλα αυτά που μόλις είπα. Ως εκεί, όμως. Και μη παρέκει. Δεν θ’ αγοράσει τίποτα. Απλώς θα πει «θα το σκεφτώ», και θα προχωρήσει παρακάτω να δει κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, ώσπου να χορτάσει με το μάτι του, να σκοτεινιάσει ξανά το μέσα του και να βαρύνει το βήμα του. Αυτό είναι κρίση, ανόητοι σχολιαστές!
7. Είμαι σίγουρος, ότι μια εμπεριστατωμένη μελέτη όλων αυτών που κυκλοφορούν τώρα στους δρόμους της πόλης, και που γεμίζουν καφετέριες την ημέρα, μπαράκια και σουβλατζίδικα τα βράδια, θα δείξει ότι απουσιάζει κατά εντυπωσιακό τρόπο από το δείγμα η κατηγορία των πολιτών της «άνω-μεσαίας τάξης», που στήριζε όλην αυτήν την «αγορά του έξω» πριν από την κρίση, και που τώρα, ακόμα και τώρα, είναι κλεισμένη στο σπίτι της και βγαίνει, εάν βγαίνει, λίγο και με μισή καρδιά. Σ’ αυτήν την κατηγορία συναντάμε ανθρώπους κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, που έπαιρναν μισθούς 5.000+ τον μήνα προ κρίσεως, είχαν καλές θέσεις και ακόμα καλύτερες προοπτικές, «άνοιξαν» έτσι τη ζωή τους στα μέτρα αυτού του καλού εισοδήματος, ανοίχτηκαν σε καλά σχολεία για τα παιδιά τους, σε μεγαλύτερου κυβισμού αυτοκίνητα, σε διαμερίσματα στα βόρεια ή νότια προάστια, και που τώρα ή παίρνουν πολύ λιγότερα, ή είναι άνεργοι, και απλώς ζουν για να αποπληρώνουν χρέη, ροκανίζοντας όσα έμειναν από την προηγούμενη ζωή τους. Εάν μια μέρα, έβγαιναν μόνο αυτοί σους δρόμους, τότε ναι, θα έβλεπε όλος ο κόσμος το πραγματικό μέγεθος, αλλά και κόστος, της κρίσης στην Ελλάδα. Τη νέκρωση μιας ολόκληρης τάξεως που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με άθλιο καφέ, επικίνδυνο σουβλάκι και κωλο-χοτ ντογκ, και απλώς κάνει βόλτες σε πιο απόμακρα μέρη, ή μαζεύεται μικρές-μικρές παρέες στα σπίτια ή σε κάποιο συμπαθητικό στέκι, μακριά από τις μάζες και μακριά από το μάτι το κακό. Που (το μάτι αυτό), σίγουρα θα τη δει, και θα πει πάλι ειρωνικά, «σιγά την κρίση στην Ελλάδα»!