...........................................................
Αύγουστος ήταν που έπεσε ο Γράμμος… της Ανδρονίκης Π. Χρυσάφη
Αποσπάσματα επιστολής της αγωνίστριας Κατίνας προς τη συναγωνίστρια Φανή,
στις 18 Ιουνίου 1949, από τον «Ελεύθερο Γράμμο»:
…διαβάσαμε τα άρθρα του αρχηγού μας σηντροφο ζαχαριάδη ότη ο μονορχοφασισμός θελει να κάνη επηχήριση στο βήτσι. αλλά εμείς ξέρομε πολύ καλά γιατή ο εχθρός δεν θα πατήση στο βήτσι… ο σήντροφος ζαχαριάδης έτσι δηλόνη του βήτσι ηπόθεσι είναι ήκοση μέχρη 30 μέρες αρκή να ήμαστε εμείς παν προετημασμένη λαός και στρατός… γρήγορα θα φέρουμε τη λευθεριά μας και την λαηκή διμοκρατία και θα ζήσομε όπος θέλουμε εμείς ελεύθερη… θα μπορέσομε να κάνομε το 1949 από φασηστικό, χρόνο της νίκης, και να γηρίσομε όλοι στα σπίτια μας να ζήσομε ελεύθερη και ήσηχη [ζωή] δήχως σκλαβιά όπος θέλομε αιμείς…
Κρυσταλλοπηγή, φθινόπωρο του 1949
Αύγουστος ήταν που έπεσε ο Γράμμος. Εμείς τουλάχιστον τις μεγάλες μάχες δεν τις είδαμε, ήμασταν επικουρική ομάδα στον εθνικό στρατό, στα ορεινά χειρουργεία. Δίπλα μας, πάνω στο βουνό, τη Βάρμπα, ήταν η ταξιαρχία. Εκεί, μετά τις 20 Αυγούστου του 1949, λίγο πριν την τελική επίθεση, είδα κοντά στις Μηλιές κάτι που στα μάτια μου φάντασε εξωπραγματικό: σε μια κοιλάδα μέσα είχαν τοποθετηθεί 100 κανόνια στην αράδα, το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Στον εθνικό στρατό επιστρατεύτηκα στα τέλη του 1947, όταν φούντωσε ο Εμφύλιος. Είχαν διακόψει τις αναβολές των φοιτητών και ξεκίνησαν να μας μαζεύουν όλους από τα πανεπιστήμια. Το 1949, βέβαια, είχαμε συγκεντρωθεί στη συνοριογραμμή, στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1949, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, αποσπάσθηκα από το ορεινό χειρουργείο εκστρατείας της 10ης Μεραρχίας στον Γράμμο και πήγα στην Κρυσταλλοπηγή. Ως τελειόφοιτος της ιατρικής με είχαν εκπαιδεύσει για νοσοκόμο και μου ανέθεσαν κάποια «ελαφριά» καθήκοντα, ενδοφλέβιες ενέσεις, εμβόλια, πυρετούς, κρυώματα, άδειες… Είχα μαζί μου τρεις ακόμη φαντάρους και ένα καλό αμερικανικό υγειονομικό αυτοκίνητο, για τις διακομιδές ζώντων και πεθαμένων… Η Κρυσταλλοπηγή ήταν έρημη, οι κάτοικοι είχαν φύγει όλοι και τρεις γριές μόνο αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους. Έτσι τουλάχιστον αντιληφθήκαμε τις επόμενες ημέρες, γιατί ποτέ δεν τις είδαμε και καθαρά. Κάποια ημέρα διέκρινα μια σκυφτή σκούρα φιγούρα από μακριά, γρήγορα όμως έτρεξε να εξαφανιστεί. Τα πάντα ήταν έρημα, δεν υπήρχε καμία κίνηση, καμία ζωή, το χωριό έστεκε ακίνητο και αμίλητο πάνω στα σύνορα.
«Ατομικό Δελτίο Εμβολιασμών» αγωνιστή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, 1949
Μόλις φθάσαμε στην Κρυσταλλοπηγή εγκατασταθήκαμε σε ένα παραδοσιακό δίπατο σπίτι. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε κάτι στέρεο να μείνουμε, αντάρτικο βλέπεις το χωριό, είχε χτυπηθεί από την αεροπορία. Όλα τα χωριά, μέχρι κάτω τις Πρέσπες, ήταν χτυπημένα από τα αεροπλάνα, ο τόπος είχε εκκενωθεί. Η επιμελητεία μας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Τι θα φάμε, τι θα πιούμε, μάλλον δεν απασχολούσε κανέναν στον επίσημο στρατό της χώρας τη στιγμή εκείνη, είχαμε έλλειψη στοιχειωδών πραγμάτων. Συχνά πεινούσαμε. Αναγκασθήκαμε να καταφύγουμε στο χωριό. Οι γριές εξαφανισμένες, μόνο κάτι σκυλιά τριγυρνούσαν. Ανακαλύψαμε όμως λίγες κότες που τσιμπολογούσαν ανάμεσα στα χαλάσματα.
Ο στρατιώτης Γιάγκος Κ. ήταν αυτός που κυρίως ανέλαβε την τροφοδοσία μας. Κάθε μέρα γυρνούσε, έψαχνε όλο το χωριό και όταν σουρούπωνε επέστρεφε με μια πνιγμένη κότα κάτω από το αμπέχονο. Την κότα δεν τη μαδάγαμε, τη γδέρναμε, για συντομία και γιατί δεν υπήρχαν τα μέσα. Πού να βρεις ζεστό νερό και χρόνο; Το σπίτι που είχαμε καταλάβει είχε ένα ωραίο τζάκι, το ανάβαμε κάθε βράδυ και τηγανίζαμε το κοτόπουλο. Ο Γιάγκος, στα ψαξίματα που έκανε στο χωριό, είχε ανακαλύψει και φρέσκο βούτυρο στα κατώγια των σπιτιών, για ενάμιση μήνα τρώγαμε τηγανητό κοτόπουλο με βούτυρο. Χωριατόπαιδο επιτήδειο ο Γιάγκος, πήρε το μάτι του και κάτι κουβέλια στην άκρη του χωριού. Κατόρθωσε και έβγαλε το μέλι που περιείχαν, για ένα διάστημα παριστάναμε τους αριστοκράτες κάθε πρωί. Τρώγαμε μπομπότα, μέλι και βούτυρο.
Ο Γιάγκος, αν και ήταν ουσιαστικά αμόρφωτος ―λίγες τάξεις του δημοτικού είχε τελειώσει― είχε κάποιες αρετές. Ήταν έξυπνος και ευχάριστος, κάτι που το χρειαζόσουνα το φθινόπωρο του 1949 στον Γράμμο. Εγώ ένιωθα ότι βίωνα μια οδυνηρή περιπέτεια, αισθανόμουν ανασφαλής και διαρκώς φοβισμένος. Μια μέρα πήγα μαζί του στη γύρα που έκανε στο χωριό. Και τότε έμαθα το μυστικό του. Είχε ανακαλύψει ότι στα κατώγια των σπιτιών οι κάτοικοι φεύγοντας έθαψαν τα πολύτιμά τους, αυτά που θεωρούσαν ότι έπρεπε να προφυλαχτούν για να τα βρουν στην επιστροφή τους ακέραια. Ο Γιάγκος πήρε ένα ραβδί, μια βαριά ξύλινη βέργα και χτυπούσε το πατημένο χώμα που είχαν για δάπεδο τα κατώγια κοντά κοντά, με σύστημα. Όπου άλλαζε ο ήχος του χτυπήματος, όπου έβγαινε ένας κούφιος θόρυβος, καταλάβαινε ότι υπήρχε κενό από κάτω. Άρχιζε να σκάβει και να προβάλλουν μέσα από τη γη γυαλικά, πιάτα, κουβέρτες, πηρούνια, κουτάλια, υφαντά, ακόμα και τενεκεδάκια με τυρί ή βούτυρο. Οι άνθρωποι ήταν άφαντοι, τα όνειρα κατεστραμμένα, οι πραγματικότητες πλέον ρευστές και αβέβαιες, τα σπίτια μισογκρεμισμένα, ο τόπος ερειπωμένος, το χωριό αλλού, χωριό στην ουσία δεν υπήρχε, αλλά από τα σπλάχνα του άρχισαν να προβάλουν κουταλοπήρουνα, εικόνες της Παναγίας και προίκες ανύπανδρων κοριτσιών.
Τρεις μήνες περίπου μείναμε στην Κρυσταλλοπηγή. Ο Γιάγκος απελευθερώθηκε όταν τον ανακαλύψαμε και επιδόθηκε πλέον σε συστηματικό ψάξιμο. Χτυπούσε με το ραβδί και μες την ερημιά ξέθαβε. Μάζευε, συσκεύαζε τα πράγματα που ήθελε και έψαχνε τρόπο να τα διώξει από την Κρυσταλλοπηγή. Με το υγειονομικό αυτοκίνητο που είχαμε μεταφέραμε προμήθειες των ορεινών χειρουργείων, τραυματίες, πού και πού κανέναν νεκρό. Ο Γιάγκος οργανώθηκε. Συνόδευε το αυτοκίνητο, προκειμένου να βρει τρόπο να στείλει τα πράγματα στο χωριό του. Μαζί με τους «επίσημους» νεκρούς του ελληνικού κράτους που όδευαν για τα νεκροταφεία της Καστοριάς ή της Φλώρινας ταξίδευαν και τα λάφυρα του Γιάγκου. Οι προίκες ήταν πλέον άχρηστες για αυτές που τις είχαν μαζέψει. Τα κορίτσια των χωριών της περιοχής μαζί με τα κορίτσια που είχαν ονειρευτεί το 1949 ως «χρόνο της νίκης», χρονιά που θα γύριζαν στα σπίτια τους για μια «ελεύθερη και ήσυχη ζωή χωρίς σκλαβιά», ταξίδευαν πλέον φοβισμένα για άγνωστους προορισμούς, όπου οι υφαντές κουβέρτες και τα μαχαιροπήρουνα δεν ήταν στις προτεραιότητες.
«Ημερεσία Διαταγή» του ΔΣΕ, 8-4-1949, με την οποία απονέμονται βαθμοί υπαξιωματικών σε μαχητές που στις επιχειρήσεις Νάουσας και Φλώρινας έδειξαν «παλληκαριά, τόλμη και αποφασιστικότητα, ικανότητες διοικητικές και επιμονή στην εκτέλεση των διαταγών». Ανάμεσα στα ονόματα αναφέρονται και δύο μουσουλμάνοι, που προάγονται σε δεκανείς.
Ο Γιάγκος, όμως, το φτωχόπαιδο από τα ορεινά της Κορινθίας, δεν είχε ενδοιασμούς. Έφτιαξε τη δική του προίκα, μέχρι και μια ντουλάπα ολόκληρη, κομμάτι κομμάτι κατάφερε να τη στείλει στη μάνα του. Με την προίκα αυτή μπόρεσε να κάνει μια αρχή. Όχι μόνο παντρεύτηκε, αλλά, από τα διάφορα «δώρα» που έκανε στους τοπάρχες, βολεύτηκε, μπήκε τελικά κλητήρας σε μια δημόσια υπηρεσία, τακτοποιήθηκε.
Εμείς, οι υπόλοιποι, πήραμε κάτι ψευτοπράγματα. Εγώ μόνο κάτι εικονίσματα έστειλα στη μάνα μου, τα είχα βρει σε ένα παραγώνι, σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι.
Τι τα θες; Άγριοι καιροί, η παράνοια βασίλευε. Τώρα που τα ξανασκέφτομαι δείχνουν όλα τόσο αφύσικα και εξωπραγματικά. Και όμως τα ζήσαμε, επιζήσαμε του 1949…
Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, 1948
Η παραπάνω διήγηση περιέχει στοιχεία από τις αναμνήσεις του ψυχιάτρου Κ.Δ.Ηλ. και δημοσιεύεται με αφορμή την θεωρούμενη επέτειο της λήξης του εμφυλίου πολέμου (29/8/1949).