Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)

.............................................................


"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;"


έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)




Music for Weather Elements: "Sunrise on a Clear Day" / Ezio Bosso (1971-2020) · Giacomo Agazzini · Relja Lukic (youtube, 5.4.2017)

 ...............................................................


Music for Weather Elements: "Sunrise on a Clear Day" / Ezio Bosso · Giacomo Agazzini · Relja Lukic

(youtube, 5.4.2017)


Unconditioned, Following a Bird "Out of the Room" · Ezio Bosso (1971 - 2020) (youtube, 31.10.2015)

 ..............................................................


Unconditioned, Following a Bird "Out of the Room" · Ezio Bosso (1971 - 2020)

(youtube, 31.10.2015)



"Με το σανδάλι του Ερμή" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Μαργαρίτας Παπαμίχου (facebook, 1.7.2025)

............................................................




               Μαργαρίτα Παπαμίχου


Με το σανδάλι του Ερμή



Εσύ πώς το πιάνεις το δειλινό;
Γυρνάς ανάποδα τον ουρανό να στάξουν χρώματα αναπάντητα;
Πάνω στο μουσκεμένο σου χαρτί σκοτώνεις τη μονοτονία;
Ακούς την κοφτή ανάσα του βουνού
πώς έρχεται και μας σκεπάζει;
Βαθύ το μωβ
λουλακί νικητήριο
Και το κίτρινο;
Εκλιπαρεί για λίγη αφοσίωση
Έτσι ασυλλόγιστα τρέχεις
να παραδώσεις βυθό και χνάρια
στην άμμο;
Θα προλάβεις να μετρήσεις τ' αστέρια που φτύνει ο ήλιος
την ώρα της υποχώρησης;
Πώς χάνεται το βλέμμα σου στην τελική την πινελιά;
Έχει η ανάσα σου μια στάλα ελευθερία
και πόση υπομονή νίκησες σήμερα;
Πού βρίσκεις την εικόνα σου όταν βραδιάζει
και πού φυλάς τη σκιά σου όταν χαράζει;






Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

«Η Χειραφέτηση της Τατιάνας» διήγημα του Πέτρου Μάρκαρη (γ.1937) από τη συλλογή διηγημάτων «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (εκδ. «Κείμενα» & «Καθημερινή», 2025)

 ..............................................................




              Πέτρος Μάρκαρης (γ.1937)


·       «Η Χειραφέτηση της Τατιάνας» διήγημα του Πέτρου Μάρκαρη (γ.1937) από τη συλλογή διηγημάτων «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (εκδ. «Κείμενα» & «Καθημερινή», 2025)

 

                                                                   1.

 

ΤΟ ΞΑΝΘΟ ΚΕΦΑΛΙ ήταν σκυμμένο ακίνητο. Έτσι έμενε όλο το βράδυ ώσπου να κλείσει το μαγαζί. Από μακριά θύμιζε προτομή, που την είχε τοποθετήσει κάποιος γλύπτης για να δώσει λίγη χάρη κι ομορφιά σ’ αυτό το απρόσωπο φαγάδικο με τ’ όνομα «Οντέσα». Τώρα γιατί μια οικογένεια Ρωσοπόντιων προσφύγων είχε προτιμήσει το «Οντέσα» από την «Οδησσό» των χαμένων πατρίδων; Ίσως γιατί δεν ήξεραν ότι η Οντέσα λεγόταν στα ελληνικά Οδησσός. Ίσως πάλι γιατί το «Οντέσα» υπογράμμιζε ότι το εστιατόριο σέρβιρε ρωσική κουζίνα. Αυτό τουλάχιστον δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς. Σε μια εποχή  που οι Νεοέλληνες είχαν αντικαταστήσει τη χοιρινή μπριζόλα με φιλετάκια σε σάλτσα από μούσμουλα και καρύδια και τον κολιό σχάρας με λαυράκι μαριναρισμένο σε ανανά και πορτοκάλι, η «Οντέσα» σέρβιρε γνήσιο ρωσικό μπορς και κλασική ρωσική σαλάτα, που δεν είχε καμιά σχέση με την  ελληνορωσική· αυτήν που έχουν τα σαντουιτσάδικα για να σοβατίζουν το σάντουιτς.

   Εμφανισιακά, η «Οντέσα» ήταν διακοσμημένη σύμφωνα με το στιλ ελληνικού φαγάδικου: τραπέζια από φορμάικα σκεπασμένα με γκοφρέ χαρτί, που πάνω του έγραφε «καλή σας όρεξη». Το ψωμί ερχόταν σε καλαμάκι γαρνιρισμένο  με τα μαχαιροπίρουνα και τις χαρτοπετσέτες. Στον αριστερό τοίχο υπήρχε ένα αντίγραφο από γκραβούρα της Οδησσού του δέκατου ένατου αιώνα. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες ήταν από ελληνικά νησιά ιδωμένα με τα μάτια του ΕΟΤ.

   Και το ξανθό κεφάλι της Τατιάνας, σκυμμένο πάνω στο ταμείο, ευθύγραμμα και καθηλωμένο. Θα έλεγε κανείς ότι το έκανε επίτηδες, ως δέλεαρ, για να κινεί την προσοχή της ανδρικής πελατείας. Η φανατική προσήλωσή της στους λογαριασμούς είχε αποτέλεσμα να διπλασιαστεί η κίνηση προς την τουαλέτα των ανδρών, που ήταν δίπλα στο ταμείο. Άντρες κάθε ηλικίας περνούσαν από μπροστά της με την ελπίδα ότι η αύρα τους θα την έκανε να σηκώσει το βλέμμα και να τους κοιτάξει. Το μόνο που κατάφερναν ήταν να περιμένουν χωρίς λόγο στην ουρά μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.

   Ίσως να είχαν παραιτηθεί από τις απέλπιδες προσπάθειές τους αν ήξεραν ότι η αιτία που η Τατιάνα είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο ταμείο ήταν το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα της. Η «Οντέσα» ήταν οικογενειακή επιχείρηση των Σερχίδηδων ή Σερχόφ, όπως τους έλεγαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Η Μαρία, η μάνα, είχε την κουζίνα. Οι δυο γιοι, ο Βαγγέλης με τον Ιωσήφ, δούλευαν σερβιτόροι, και η Τατιάνα, ο Βενιαμίν της οικογενείας ήταν η ταμίας. Ο μόνος που δεν έκανε τίποτα ήταν ο πατέρας, ο Βασίλης.

   Αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα και το άγρυπνο μάτι.

   Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το 1993, ο Βασίλης έφερε μαζί του και τη σχέση αγάπης-μίσους που είχε με το σοβιετικό καθεστώς: ένα κομμάτι του σοσιαλιστικού συστήματος το αποδεχόταν, ένα άλλο το απέρριπτε μετά βδελυγμίας. «Το κόμμα και ο περιφερειακός γραμματέας με εποπτεύουν χωρίς να κάνουν τίποτα» συνήθιζε να λέει. «Εγώ σκύβω το κεφάλι, βγάζω το σκασμό και δουλεύω γιατί έτσι δουλεύει το σύστημα. Στο σπίτι μου όμως είμαι εγώ το κόμμα. Εκεί εποπτεύω εγώ χωρίς να κάνω τίποτα, ενώ η γυναίκα μου  και τα παιδιά μου σκύβουν το κεφάλι, βγάζουν το σκασμό και δουλεύουν.

   Αυτή ήταν η αποδεκτή πλευρά του συστήματος του Βασίλη. Η απορριπτέα  αφορούσε την κόρη του την Τατιάνα. Όταν του είπε ότι ήθελε να σπουδάσει γεωπόνος, σήκωσε το χέρι, της άστραψε ένα χαστούκι και την έστειλε στη μοναδική παραγωγική μονάδα που έχει ένα σπίτι: την κουζίνα.

   «Αυτά τα κομμουνιστικά, ότι όλοι, αγόρια και κορίτσια, πρέπει να σπουδάζουν, εγώ δεν τα ξέρω» της είπε. «Σ’ εμάς  τα κορίτσια μένουν στο σπίτι και γίνονται νοικοκυρές, ώσπου να τους βρουν ένα καλό παιδί και να τα παντρέψουν».

   Βέβαια, ο Μαρξ υποστήριζε ότι ο σοσιαλισμός θα έφτιαχνε τον καινούργιο άνθρωπο, αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τον Μαρξ, ήξερε τον περιφερειακό γραμματέα του κόμματος. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, ο Βασίλης πήρε την οικογένειά του και ήρθε στην Ελλάδα για να στήσει και εδώ την ίδια σοσιαλιστική οικογένεια, όπως την αντιλαμβανόταν. Το σύστημα λειτουργούσε ρολόι ως την μέρα που αποφάσισε να ανοίξει εστιατόριο. Τότε μπήκε το ερώτημα: τι θα έκανε την Τατιάνα, ένα κορίτσι είκοσι δύο χρόνων, κατάξανθο, με γαλανά μάτια, κορμί συλφίδας και δυο πόδια σαν κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού; Σκέφτηκε να την κλειδώσει στο σπίτι. Και θα έμενε μόνη στο σπίτι ως τις τρεις που γύριζαν από το μαγαζί;

   Εκεί πάνω του κατέβηκε η ιδέα του ταμείου. Και θα πρόσφερε στην επιχείρηση και θα την είχε υπό την εποπτεία του.

   Η προτομή που έβλεπαν κάθε βράδυ οι πελάτες ήταν έργο του Βασίλη. Η Τατιάνα ένιωθε αδιάκοπα το βλέμμα του πατέρα της πάνω της, ακόμα κι όταν ήταν στην κουζίνα ή εκτός εστιατορίου. Γιατί εν τη απουσία του την κάρφωναν τ’ αδέρφια της. Έμαθε λοιπόν να κρατάει σκυφτό το κεφάλι, να βλέπει μόνο χέρια – τα χέρια των αδερφών της όταν έπαιρναν τους λογαριασμούς – ν’ ακούει φωνές και να γράφει: «Μια πατατοσαλάτα στο δύο! Τρία μπορς στο έντεκα!»

   Με τον καιρό η ακοή της οξύνθηκε, όπως σε όλους τους τυφλούς. Από τις φωνές στο μαγαζί μπορούσε να υπολογίσει πόσο κόσμο είχαν εκείνο το βράδυ, ποιοι ήταν οι τακτικοί θαμώνες και ποιοι έρχονταν για πρώτη φορά. Έφτανε ν’ ακούσει μια φωνή για να καταλάβει ποιος καθόταν πού και σε ποιο τραπέζι.

 

                                                                   2.

 

   Η «Οντέσα» ήταν επί της Αγίων Ασωμάτων, στην περιοχή του ύψους και του βάθους της Αθήνας, εκεί όπου η γούνα συναντά το πλαστικό μπουφάν και η Μερσεντές το τρίκυκλο. Δεν ανήκε, βέβαια, στα ακριβά εστιατόρια-μπαρ, που είχαν αλώσει τα νεοκλασικά της περιοχής. Στεγαζόταν σε μια παλιά βιοτεχνία με μεγάλα γυμνά παράθυρα. Χάρη στη ρωσική κουζίνα της είχε καταφέρει ωστόσο να κάνει γρήγορα όνομα. Βαθμιαία ξέφυγε από τα πλαστικά μπουφάν κι άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα καμηλό και τα μάλλινα παλτά.

   Το όνειρο του Βασίλη Σερχίδη ήταν να κάνει την «Οντέσα» ένα εστιατόριο με άσπρα κολλαριστά τραπεζομάντιλα, άσπρες κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως εκείνα όπου έτρωγαν τα στελέχη του κόμματος στον Εύξεινο Πόντο.

   «Εδώ βασιλεύουν η λαδόκολλα και το γκοφρέ χαρτί» συνήθιζε να λέει. «Εμένα βέβαια με συμφέρει, αλλά πώς να το κάνουμε, εκεί σ’ εμάς ήταν πιο αριστοκρατικά».

   Βέβαια, στα βόρεια προάστια θα έβρισκε πολλά εστιατόρια σαν εκείνα όπου έτρωγε η τοπική νομενκλατούρα στον Εύξεινο Πόντο, αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τα βόρεια προάστια, όπως δεν ήξερε και τον Μαρξ.

   Δεν αποκλείεται να τα ήξερε ο αρχηγός του παραρτήματος Αθηνών της ρώσικης μαφίας που επισκέφτηκε την «Οντέσα» ένα Σάββατο βράδυ γύρω στις έντεκα, όταν η δουλειά ήταν στο φουλ. Σαραντάρης, μέτριο ανάστημα και αδρά χαρακτηριστικά. Ένας από  τους δυο μπράβους που τον συνόδευαν έκοψε το δρόμο του Ιωσήφ και τον ρώτησε στα ρωσικά.

   «Τ’ αφεντικό;»

   Ο Ιωσήφ κατάλαβε αμέσως. Έδειξε την κουζίνα, ενώ τα πιάτα άρχισαν να τρέμουν στα χέρια του. Ο μαφιόζος τον προσπέρασε αμίλητος, και οι δυο μπράβοι του στήθηκαν μπροστά στην πόρτα.

   Η Τατιάνα ένιωσε το βλέμμα του μαφιόζου πάνω της. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ταράχτηκε. Την έπιασε πανικός και ήθελε να εξαφανιστεί πίσω από το ταμείο. Η ταραχή ήταν στιγμιαία, γιατί ο μαφιόζος την προσπέρασε και μπήκε στην κουζίνα. Στάθηκε μπροστά στον Βασίλη και τον κοίταξε σιωπηλός, μετά έριξε άλλο ένα βλέμμα στο εστιατόριο.

   «Ωραίο μαγαζί» είπε σαν να επιβεβαίωνε την πρώτη του εντύπωση.

   Ενστικτωδώς, ο Βασίλης κατέβασε τον πήχη:

   «Μπα, φτηνομάγαζο. Μόλις και μετά βίας τρέφει τέσσερα στόματα».

   «Σηκώνει ν’ ανεβάσεις τις τιμές. Έχεις καλό κόσμο».

   «Αν τις ανεβάσουν θα φύγουν».

   «Είσαι φοβητσιάρης» του είπε ο άλλος και κούνησε του κεφάλι του. «Το φτηνό πράμα δεν πουλάει, έπρεπε να βουλιάξουμε για να το καταλάβουμε. Θέλεις ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά να σ’ το φυλάνε, για να μην πάθει καμιά ζημιά».

   Ο Βασίλης τον κοίταξε στα μάτια. «Δε χρειάζομαι προστασία!» του είπε κατηγορηματικά, σαν να ήθελε να του δείξει ότι δεν ήταν φοβητσιάρης.

   Ο άλλος σήκωσε τους ώμους.

   «Κοίτα γύρω σου. Τράπεζες, γραφεία, μαγαζιά – παντού βάζουν σεκιούριτι. Εμείς κάνουμε την ίδια δουλειά με τα μισά λεφτά».

  «Δε χρειάζομαι προστασία» επανέλαβε ο Βασίλης.

   «Σκέψου το πάντως. Δε χάνεις τίποτα. Τα ξαναλέμε».

   Βγήκε από την κουζίνα χωρίς να περιμένει απάντηση. Καθώς περνούσε από το ταμείο, σταμάτησε.

   «Σήκωσε το κεφάλι σου να σε δω» είπε στην Τατιάνα.

   Η φωνή του δεν ήταν ούτε άγρια ούτε επιτακτική, αλλά ένας υποβλητικός ψίθυρος.

   Η Τατιάνα υπάκουσε και σήκωσε αργά το κεφάλι της. Είδε το βλέμμα του να περιφέρεται στο πρόσωπό της ερευνητικό, σαν να αξιολογούσε την κάθε λεπτομέρεια, αλλά αυτή τη φορά δεν τρόμαξε. Τον άφησε να την κοιτάξει με την ησυχία του.

   «Είσαι ωραία κοπέλα» της είπε με την ίδια υποβλητική φωνή.

   Η Τατιάνα χαμήλωσε πάλι το βλέμμα και ο μαφιόζος απομακρύνθηκε. Άκουσε την πόρτα του εστιατορίου να ανοίγει και κατάλαβε ότι έφευγε.

   Ο Βασίλης παρακολούθησε τη σκηνή από την κουζίνα. Ήθελε να ορμήξει στον μαφιόζο, αλλά τον κράτησε το αξίωμά του από τη Σοβιετική Ένωση: «Ο γραμματέας έχει το πάνω χέρι. Βγάλε το σκασμό και κάνε τη δουλειά σου». Έσφιξε τα δόντια του ως τις τρεις το πρωί, που γύρισαν σπίτι. Εκεί όρμησε στην κόρη του και άρχισε να τη δέρνει αλύπητα. Η οικογένεια φρόντισε να εξαφανιστεί. Ο Βασίλης έδειρε την Τατιάνα ώσπου του κόπηκε η ανάσα. Την παράτησε στη μέση του καθιστικού κι έπεσε να κοιμηθεί με τα ρούχα.

   Το ξύλο στην Τατιάνα δεν εμπόδισε τον μαφιόζο να ξανάρθει το επόμενο βράδυ στο μαγαζί. Αυτή τη φορά κάθισε σε τραπέζι, έφαγε και πλήρωσε κανονικά το λογαριασμό του. Από εκείνο το βράδυ έγινε τακτικός πελάτης. Ο Βασίλης λύσσαγε από το κακό του, αλλά δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Άλλωστε, δεν του έδινε και αφορμή. Έτρωγε με τους δυο μπράβους του, πλήρωνε κι έφευγε. Μόνο μια φορά ρώτησε τον Βασίλη  αν είχε σκεφτεί την πρότασή του. Ο Βασίλης ξανάπε ότι «δεν ήθελε προστασία». Ο άλλος δεν επέμεινε και το θέμα έκλεισε.

   Τα σπασμένα τα πλήρωνε η Τατιάνα. Ο Βασίλης ξεθύμανε πάνω της κάθε βράδυ.

 

 

                                                                    3.

 

   Το τηλεφώνημα τους ξύπνησε μέσα στη νύχτα. «Η «Οντέσα» καίγεται», είπε μια φωνή κι έκλεισε αμέσως.

   Ο Βαγγέλης, ο μεγάλος γιος, που είχε σηκώσει το τηλέφωνο μέσα στον ύπνο του, χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να καταλάβει τι του είπαν. Όταν το συνειδητοποίησε, ξύπνησε την οικογένεια, πήδηξαν όλοι μαζί στο βαν και έτρεξαν στο μαγαζί.

   Είδαν τις φλόγες από μακριά. Στο απέναντι πεζοδρόμιο είχε μαζευτεί κόσμος και οι ένοικοι στα γύρω μπαλκόνια απολάμβαναν την πυρκαγιά, αντί για την ανατολή του ήλιου, που έτσι κι αλλιώς δεν φαινόταν. Δυο οχήματα της πυροσβεστικής προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά που είχε αγκαλιάσει ολόκληρο το κτίριο. Ο Βασίλης κατάλαβε πως δε θα έμενε τίποτε από το εστιατόριο, παρά μόνο οι τέσσερις τοίχοι. Πλησίασε τον επικεφαλής της πυροσβεστικής.

   «Τι ήταν, τσιγάρο ή φωταέριο;»

   Ο πυροσβέστης γύρισε και τον κοίταξε. «Εμπρησμός», του απάντησε ξερά. «Κάποιος είχε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί σου».

   «Εγώ δεν έχω καβγάδες με κανέναν. Στη γειτονιά με ξέρουν όλοι». Την ίδια στιγμή σκέφτηκε τον μαφιόζο, αλλά δε μίλησε, όπως παλιά με τον γραμματέα του κόμματος: τον σκεφτόταν, αλλά δεν τον ανέφερε ποτέ.

   «Αυτά θα τα πεις στην ανάκριση» του είπε ο πυροσβέστης και γύρισε στη δουλειά του.

   Όταν πήγε για ανάκριση, από την «Οντέσα» είχαν μείνει μόνο τα αποκαΐδια. Τον ανέκριναν πάνω από τρεις ώρες, αλλά και πάλι δεν είπε λέξη για τον μαφιόζο. Έξω από την πυροσβεστική τον περίμενε η οικογένειά του με το βαν, εκτός από την Τατιάνα.

   «Πού είναι η Τατιάνα;» ρώτησε.

   Η οικογένεια κοιτάχτηκε αμήχανα.

   «Δεν ξέρουμε» απάντησε ο Ιωσήφ, ο μικρός γιος. «Όταν μαζευτήκαμε να φύγουμε, είχε εξαφανιστεί».

   «Μπορεί να πήγε σπίτι» είπε η Μαρία.

   Δεν ήταν όμως στο σπίτι. Και δεν εμφανίστηκε ούτε τις επόμενες μέρες. Ο Βασίλης πήρε σβάρνα με τους γιους του όλα τα μαγαζιά που έβγαζαν στο κλαρί Ρωσίδες, Ρωσοπόντιες και Ουκρανές, αλλά δεν την βρήκαν πουθενά. Δυο χτυπήματα απανωτά το ίδιο βράδυ ήταν πολλά για τον Βασίλη. Για να ξεμπερδεύει με το ένα τουλάχιστον, απαγόρευσε στην οικογένεια να ξαναμιλήσει για την Τατιάνα. Οι δυο γιοι του υπερθεμάτισαν αμέσως, ως αναπληρωτές θεματοφύλακες της οικογενειακής τιμής. Η κυρα-Μαρία δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση και πενθούσε με κρυφό κλάμα.

   Τα δυο απανωτά χτυπήματα, αντί να ρίξουν τον Βασίλη, τον πείσμωσαν. Είχε μερικά λεφτά στην άκρη και αποφάσισε να ξανανοίξει το μαγαζί. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και προσπάθησε να ξεχάσει την εξαφάνιση της Τατιάνας. Στο κάτω κάτω δεν ήταν η πρώτη. Από τότε που είχε καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση, χιλιάδες κοπέλες εξαφανίζονταν από τα σπίτια τους και κατέληγαν σε κάποια πετρελαιοπαραγωγό χώρα.

   Μια εβδομάδα πριν ξανανοίξει το μαγαζί, εμφανίστηκε πάλι ο μαφιόζος με τους μπράβους του.

   «Καλορίζικο!» είπε στον Βασίλη φιλικά. «Είσαι πεισματάρης και προκομμένος. Μπράβο σου!»

   Ο Βασίλης γύρισε έξαλλος και τον κοίταξε: «Δε σου πληρώνω προστασία. Θα κοιμόμαστε όλοι στο μαγαζί με τα τουφέκια. Αν τολμάς, κάψ’ το»

   Ο μαφιόζος χαμογέλασε.

   «Ποιος μίλησε για προστασία;» του είπε φιλικά. «Για συνεταιρισμό μιλάμε».

   «Δε θέλω συνεταίρο στο κεφάλι μου. Και μάλιστα συνεταίρο που μου καίει το μαγαζί».

   «Θα σου βάλω τα μισά λεφτά, για να κάνεις το εστιατόριο λουξ, και τα κέρδη εξήντα-σαράντα».

   Ο Βασίλης διχάστηκε. Από τη μια έβλεπε το όνειρό του να εκπληρώνεται, από την άλλη του ξίνιζε να βάλει μαφιόζο συνεταίρο στο κεφάλι του. Μετά όμως το ξανασκέφτηκε πιο ψύχραιμα. Δηλαδή, αν ο περιφερειακός γραμματέας του ζητούσε να γίνουν συνεταίροι, θα έλεγε ποτέ όχι; «Εντάξει, αλλά πενήντα-πενήντα».

   Ο μαφιόζος χαμογέλασε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, σημάδι ότι τα είχαν βρει. Η «Οντέσα» έγινε πράγματι μαγαζί λουξ, με κολλαριστά τραπεζομάντιλα, κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως τα εστιατόρια όπου έτρωγαν ο γραμματέας και η νομενκλατούρα του κόμματος.

   Μια ώρα πριν τα εγκαίνια, ο Βασίλης είδε μια μαύρη Μερσεντές να σταματάει μπροστά στην «Οντέσα». Ένας από τους μπράβους του μαφιόζου κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα που βγήκε από το αμάξι φορούσε ακριβή γούνα και ήταν βαμμένη και χτενισμένη σαν να ερχόταν κατευθείαν από το κομμωτήριο. Ο Βασίλης δυσκολεύτηκε ν’ αναγνωρίσει την Τατιάνα. Μαρμάρωσε από την έκπληξη και δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει λέξη. Η κόρη του τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει καμιά σημασία και μπήκε στο μαγαζί. Μόλις συνήλθε ο Βασίλης, έτρεξε πίσω της.

   «Πουτάνα!» φώναξε και έκανε να της ορμήξει, αλλά οι δυο μπράβοι τον βούτηξαν και τον κόλλησαν σε μια καρέκλα.

   Η Τατιάνα γύρισε και τον κοίταξε αδιάφορη. Έβγαλε τη γούνα της και την πέταξε σε μια καρέκλα. Από μέσα φορούσε μια μαύρη τουαλέτα. Τ’ αυτιά, ο λαιμός και τα χέρια της δε φαίνονταν από τα κοσμήματα.

   «Από σήμερα εσύ θα κόβεις τους λογαριασμούς» είπε στον πατέρα της στα ρωσικά. «Την εποπτεία του εστιατορίου θα την αναλάβω εγώ. Έτσι αποφάσισε ο Ιγκόρ». Μετά γύρισε στα δυο αδέρφια της που παρακολουθούσαν με ανοιχτό το στόμα. «Έχετε μια εβδομάδα για να γίνετε από σερβιτόροι μετρ» τους είπε στα ρωσικά πάλι. «Αλλιώς θα σας διώξω και θα πάρω άλλους. Δε θέλω γύφτους στο μαγαζί».

   «Ποια είσαι συ που θα με διατάζεις;» φώναξε έξαλλος ο Βασίλης. «Αυτό το μαγαζί το έφτιαξα με τα χέρια μου».

   «Το ξέρω» του απάντησε ψυχρά η κόρη του. «Γι’ αυτό και σου αφήνω το μισό. Αν όμως δε μάθεις να φέρεσαι, θα αγοράσω το μερίδιό σου και θα σε πετάξω έξω».

   Από εκείνο το βράδυ η Τατιάνα δεν ξαναμίλησε ελληνικά. Μιλούσε ρωσικά με όλους. Και ο Βασίλης άρχισε πάλι να βγάζει το σκασμό και να δουλεύει, όπως παλιά στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, από το μαγαζί δεν είχε παράπονο· με την Τατιάνα επικεφαλής έβγαζε πολλά λεφτά. Το μόνο παράπονο ήταν η κόρη του. Μα να αρνηθεί έτσι την οικογένεια, την πατρίδα και τη γλώσσα της;

   Βέβαια, αν διάβαζε Μαρξ, θα ήξερε ότι το χρήμα δεν έχει πατρίδα ούτε συγγένεια. Αλλά ο Βασίλης δεν είχε διαβάσει Μαρξ, το ‘παμε.

"Ενώ γίνεται το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων..." Από το προφίλ στο facebook "el sombrero" (facebook, 29.6.2025)

 ...............................................................


Ενώ γίνεται το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων...





"Το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων είναι η χειρότερη ιδέα που έχει εφαρμοστεί ποτέ στο ποδόσφαιρο. Άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ επαφή με το πώς λειτουργεί μια ομάδα κάθε μέρα, εμφανίζονται συνέχεια με νέες ιδέες. Πέρυσι είχαμε Euro και Κόπα Αμέρικα, φέτος αυτό και του χρόνου Μουντιάλ. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πραγματική αποθεραπεία για τους παίκτες, ούτε σωματικά, ούτε ψυχικά. Φοβάμαι ότι οι παίκτες θα τραυματισθούν όπως ποτέ πριν. Φυσικά, κερδίζουν πολλά χρήματα. Αλλά δεν μπορεί να συνεχισθεί έτσι. Πρέπει να φροντίσουμε να έχουν διαλείμματα γιατί αν δεν τα έχουν δεν θα μπορούν να αποδίδουν στο μέγιστο μακροπρόθεσμα. Κι αν συμβεί αυτό τότε όλο το προϊόν χάνει την αξία του."

(Γιούργκεν Κλοπ, εχθές)

---






"Οι παίκτες πρέπει να σταματήσουν να παραπονιούνται. Σε όλες τις διαπραγματεύσεις συμβολαίων που έχω βρεθεί η κατεύθυνση είναι πάντα η ίδια: όλο και ψηλότερα, όλο και περισσότερα, όλο και πιο γρήγορα. Κάπως όμως πρέπει να βρεθούν αυτά τα χρήματα. Οι παίκτες και οι μάνατζερ τους ζητούν συνέχεια περισσότερα. Τα εξτρά αυτά χρήματα πρέπει να προέλθουν από κάπου, όπως πχ. το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων. Αυτή είναι η παγίδα που έστησαν οι ίδιοι οι παίκτες στον εαυτό τους."


(Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε, πριν από λίγο καιρό)


Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

"Σαν ένας κόσμος που τελειώνει" έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης (|"Εφημερίδα των Συντακτών": "ΝΗΣΙΔΕΣ" / "ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ", 29.06.25)

 ...............................................................




       Σαν ένας κόσμος που τελειώνει







έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης (|"Εφημερίδα των Συντακτών": ΝΗΣΙΔΕΣ ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ, 29.06.25) 




Κάτι στον αέρα μυρίζει στάχτη. Είναι που ο χρόνος μας διαρκώς διαπραγματεύεται με τις πυρκαγιές. Κάτι δεν πάει καλά. Και ποιος θα μας το έλεγε, πάει ακόμη χειρότερα και από πριν. Στάχτη που γίνεται πίσσα από μια βρόμικη βροχή. Η παγκόσμια θέαση ενός γεγονότος που προκύπτει πάντα σαν ατομικό. Τα γεγονότα μας προσπερνούν. Εμείς τα κοιτάμε μουδιασμένοι. Ξεσπά όλο και μια νέα αποκαρδίωση. Μια αποκαρδίωση διαρκώς νέα. Σαν νέες μεταστάσεις σε έναν κήπο που φυτρώνουν μόνο αγκάθια. Η ιστορία του ανθρώπου μοιάζει να ταυτίζεται με την αργή αφήγηση του αφανισμού του. Οταν νιώθεις πως μπορείς να διακρίνεις το τέλος, το τέλος παύει να έχει τόση σημασία. Ο τερματισμός παγιώνεται πολύ πριν από την τελική γραμμή.

Είναι σαν ο κόσμος να έχει χάσει το ηθικό του έρεισμα. Οποιοδήποτε ηθικό παράδειγμα. Ο μόνος τρόπος να έχεις δίκιο είναι να είσαι το θύμα μιας αδικίας. Και τα θύματα γίνονται όλο και περισσότερα. Το αίμα που χύνεται από τους έξαλλους. Ανίκανοι και αφιονισμένοι στην εξουσία. Ο κυνισμός των χειροκροτητών τους. Τα γελοία επιχειρήματα υπέρ του θανάτου. Κάνουν τον θάνατο να μοιάζει μια γελοία υπόθεση. Αλλά ο θάνατος παραμένει ενιαίος. Οσο κι αν προσπαθείς να τον δικαιολογήσεις, φτάνει πάντοτε μέχρι το δικό μας σώμα. Είναι εξίσου κατανοητός με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Δεν υπάρχουν εδώ παραλλαγές. Ούτε δικαιολογίες.

Οι ιστορίες των σφαγών είναι παλιές όσο και οι κοινότητές μας. Αλλά τώρα έχουν σύμμαχο όλη την ανθρώπινη εφευρετικότητα. Είναι ένας πολιτισμός ολόκληρος που εκφράζεται σε αυτές τις σφαγές. Ψυχρός όπως το σίδερο και ζεστός όσο το μπαρούτι. Με χίλιους τρόπους να τις κρύψει σε κοινή θέα. Τώρα αναζητά μια νέα κλίμακα για αυτές. Μεγαλύτερη κλίμακα. Χωρίς πια προσχήματα, χωρίς ερείσματα. Αδιαφορώντας φανατικά. Κοροϊδεύοντας φανατικά. Οποιον αντιδρά. Κοροϊδεύοντας φανατικά. Κυρίως τα θύματα. Σαν η ύβρις να μπορεί να ξεπεραστεί όταν επιταχύνεται.

Υπάρχει μια πολλαπλή χρεοκοπία. Κάπου ανάμεσα στον φανατισμό και τη μίζερη υπαλληλική διεκπεραίωση. Μια ταυτόχρονη πτώση στα γραφεία ταυτόχρονα με τα κρεματόρια. Χωρίς αρχές. Με μόνο σχεδιασμό το παρόν. Η χυδαιότητα όσων ζουν στο παρόν. Αυτών που αδιαφορούν για το μέλλον και περιφρονούν το παρελθόν. Και το παρόν είναι πάντοτε ενικός. Το δικό μου σώμα ενάντια σε όλα τα άλλα.

Το σώμα ανθρώπινων σκουπιδιών με την εξουσία ως μόνο επιχείρημα για την κάθε τους πράξη. Από τους αναιμικούς υπαλλήλους των Βρυξελλών στη θεσμοποιημένη μαφία της ελληνικής κυβέρνησης, από την αμερικανική παγίωση μιας δικτατορίας μέχρι τη μηχανή θανάτου του Ισραήλ. Είναι η ίδια ψόφια μυρωδιά. Αυτών που ιδρώνουν θάνατο, αδιαφορία, αφανισμό. Είναι εντυπωσιακό πόσο συχνά ο άνθρωπος εφευρίσκει τη βαρβαρότητα. Ξανά από την αρχή. Σαν να κάνει κύκλους γύρω από τον ίδιο μαζικό τάφο.

Και ύστερα είναι οι υπόλοιποι. Εμείς οι πολλοί. Εμείς οι αμήχανοι της προσωπικής απόγνωσης. Οι ικανοποιημένοι από τα ηθικά μας επιχειρήματα, οι σιωπηλοί των εκκωφαντικών εκτονώσεων, εμείς που παρακολουθούμε. Εμείς που μας αρκεί που δεν βλάψαμε κανέναν. Τοποθετώντας τον πήχη μας όλο και χαμηλότερα. Σε μια συνθήκη συναίνεσης που στο τέλος μοιάζει με υπόκλιση μπροστά σε όσα μας συμβαίνουν.

Κάποια στιγμή αυτό πρέπει να τελειώσει. Και ό,τι είναι να ξεσπάσει ας ξεσπάσει.

"Δεν Ήτανε Να Γίνω" & "Υπεράνω" Δύο ποιήματα του ποιητή Ρώμου Φιλύρα (1898 - 1942)

 ...............................................................



             Ρώμος Φιλύρας (1898 - 1942)





Δεν Ήτανε Να Γίνω


Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης


και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω ‘νειρευτεί…






Υπεράνω


Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ’ οι πρώτοι,
ένθεη ορμή μάς ξεπετάει εκεί

Επάνω απ’ της Αβύσσου τ’άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα αχνάρι μας να μη σταθεί…

Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγέλασες,

Οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!..




"L'Indifference" - Cafe Accordion Orchestra (youtube, 22.2.2014)

..............................................................


"L'Indifference" - Cafe Accordion Orchestra


Cafe Accordion Orchestra performs L'Indifference from their album Le Disque Francais. Written by Tony Murena.

(youtube, 22.2.2014)

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Fauré: Dolly Suite for piano four hands - Lucas & Arthur Jussen. - Recorded on the 22st of july 2016 in Concertgebouw Amsterdam. (youtube, 31.7.2018)

 ..............................................................


Fauré: Dolly Suite for piano four hands - Lucas & Arthur Jussen

Lucas and Arthur Jussen play a selection from 'Dolly Suite' by Gabriel Fauré. 


1. Berceuse

2. Mi-a-ou

3. Le Jardin de Dolly

4. Pas Espagnole


Recorded on the 22st of july 2016 in Concertgebouw Amsterdam.

(youtube, 31.7.2018)

"Τα καλοτάξιδα πουλιά" - στίχοι Νίκος Γκάτσος / μουσική Μάνος Χατζιδάκις τραγούδι: Γιώργος Ρωμανός / Άλλη ερμηνεία Διονύσης Σαββόπουλος**

 ...............................................................



"Τα καλοτάξιδα πουλιά"

στίχοι Νίκος Γκάτσος

μουσική Μάνος Χατζιδάκις

τραγούδι Γιώργος Ρωμανός*

Άλλη ερμηνεία Διονύσης Σαββόπουλος** 


Τα καλοτάξιδα πουλιά
Χτίσαν το Μάρτη μια φωλιά
Στο περιβόλι το παλιό
Είχαν τον άνεμο σκολειό

Μα με τ’ Απρίλη τη χαρά
Καινούργια βγάλανε φτερά
Κι είδανε πέρα απ’ το βουνό
Του μισεμού τον ουρανό

Δε μου φτάνει αυτός ο κήπος
Δε μου φτάνει ετούτη η γή
Της καρδιάς μου ο κάθε χτύπος
Είναι κι άλλη μια πηγή
Που γυρεύει να 'βρει ακόμα
Το καινούργιο της το χώμα

*Σημ.: Ο Γιώργος Ρωμανός στη "Μυθολογία"
**Σημ.: Ο Διονύσης Σαββόπουλος στον "Πυρήνα" του (2007)






"Οι νικημένοι" ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005) Από τη συλλογή "Εποχές" και "Τα Ποιήματα 1941 - 1971" (εκδ. "Πλειάς", 1975)

 ..............................................................




Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)



Οι νικημένοι


Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου
Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του 
        χωρισμού.

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες 
       πλάνες μας στ’ όνειρο
Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια 
       που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει 
       το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους 
       όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από 
       τ’ άναμμα της σάρκας
Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που 
       σπαταλούσαν το γέλιο τους
Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε 
       αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, 
       ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας 
       να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας
Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί 
        ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;

Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια 
       φερσίματα.

Από τη συλλογή "Εποχές" και  "Τα Ποιήματα 1941 - 1971" (εκδ. "Πλειάς", 1975)

"Μακρόνησος, ένα εθνικό όνειδος." έγραψε ο ιστορικός και φίλος στο fb Τάσος Σακελλαρόπουλος ("Καθημερινή της Κυριακής" 22/6/25)

 ...............................................................





"Μακρόνησος, ένα εθνικό όνειδος."







έγραψε ο ιστορικός και φίλος στο fb Τάσος Σακελλαρόπουλος ("Καθημερινή της Κυριακής" 22/6/25)




Τον Ιούνιο του 1947 ξεκινά η λειτουργία του στρατοπέδου της Μακρονήσου. Στο έρημο νησί της Αττικής, σε απόσταση 2.6 ναυτικών μιλίων (4.6 χιλιομέτρων) απο το Λαύριο, συγκεντρώθηκαν αθροιστικά, εως το 1953 που μεταφέρθηκε το στρατόπεδο αλλού, τουλάχιστον 60.000 κρατούμενοι, κατά μέγιστη πλειοψηφία άνδρες σε ηλικία στράτευσης, αλλά και γυναίκες και ενήλικες και γέροντες και ανήλικα παιδιά, κρατήθηκαν και βασανίστηκαν βάρβαρα, σωματικά και ηθικά για ένα έως και τρία και πλέον χρόνια.
Στις στρατιωτικές μονάδες της Μακρονήσου στα «Ειδικά Τάγματα Οπλιτών» συγκεντρώθηκαν όσοι νεαροί άρρενες βρέθηκαν σε ηλικία στράτευσης κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) και είχαν μιά άμεση ή έστω και έμμεση συμμετοχή στην ΕΠΟΝ, στην νεολαία της εαμικής αντίστασης.
Να σημειώσουμε ότι το απολύτως καθοριστικό για την ίδρυση και λειτουργία του στρατοπέδου στην Μακρόνησο, ήταν οτι οι κρατούμενοι, δεν είχαν σε βάρος τους ουδεμία απολύτως κατηγορία. Επρόκειτο για προληπτική κράτηση, υπό τον μανδύα της στρατιωτικής θητείας.
Στόχος δεν ήταν απλώς ο αποκλεισμός της ενδεχόμενης στράτευσης όσων ίσως συμμετείχαν στον Δημοκρατικό Στρατό του ΚΚΕ, εξάλλου δεν οργανώθηκε ποτέ τέτοια κίνηση. Στόχος ήταν η ακύρωση μέσω του τρόμου και της ανείπωτης βίας, των πολιτικών και κοινωνικών ονείρων που σε όλο τον συμμαχικό κόσμο δημιουργήθηκαν μέσα από τον αντιναζιστικό αγώνα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Ένα μέρος αυτών των ονείρων, ενσάρκωσε το ΕΑΜ, (η μεγαλύτερη κατά τον Παναγιώτη Κανελλοπουλο ελληνική αντιστασιακή οργάνωση) και η νεολαία του ΕΠΟΝ.
Στην ακύρωση αυτών των ονείρων και όχι στην δίωξη όσων κομουνιστών εγκλημάτησαν, στόχευσαν τα μαζικά βασανιστήρια και ο τρόμος στην Μακρόνησο.
Ζητούμενο η πολιτική τους «ανάνηψη», να αποσπαστεί πάση θυσία, από τον βασανιζόμενο η γνωστή δήλωση μετανοίας, που αποκήρυσσε το ΕΑΜ ως προδοτική οργάνωση.
Η δήλωση στην συνέχεια, ως πολιτική ακύρωση, θα δημοσιευόταν στον τοπικό τύπο της περιοχής προέλευσης του, θα την διάβαζε ο παπάς στην εκκλησία, θα την κολλούσαν στην πόρτα του καφενείου.
Για την απόσπαση της δήλωσης το κτηνώδες ξύλο με στυλιάρια από μπαμπού, ξεκινούσε απο το καίκι που τους μετέφερε απο το Λαύριο. Μετά τους κρατούσαν άυπνους για εικοσιτετράωρα, με χρήση εικονικών εκτελέσεων, ποδοπάτηση των σκηνών κατά την νύχτα, πογκρόμ μαζικών. ξυλοδαρμών και άλλες εφευρετικές μεθόδους σαδισμού.
Βασανιστές πρώην μέλη της ΕΠΟΝ και συχνά επικεφαλής τους, διαστροφικά πρόσωπα, όπως ο μετέπειτα εθνικά καταστροφικός δικτάτορας Δ. Ιωαννίδης.
Όσοι, οι λίγες εκατοντάδες που δεν υπέγραφαν, κλείστηκαν μέρα νύχτα σε υπαίθριους κλωβούς συρματοπλεγμάτων, υπό τις ακραίες καιρικές συνθήκες κάθε εποχής, υφιστάμενοι, αυξανόμενη στα άκρα βία.
Η μαζική απόσπαση δηλώσεων «επετεύχθη» με την σκηνοθεσία εκ μέρους της διοίκησης, υποτιθέμενης στάσης των στρατιωτών στις 29/2-1/3/1948 όπου η «στάση» κατεστάλη με χρήση βαρέων πολυβόλων και με χρήση βολών απο θαλάσσης απο σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού. Επισήμως οι νεκροί της σφαγής ήταν δεκατέσσερις. Ο καπετάνιος που φουντάρισε τις σωρούς στον Κάβο Ντόρο, δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξη ότι έριξε εκατοντάδες σωρούς στην θάλασσα.
Ο στρατός, κάτι ανεξέλεγκτο στον Εμφύλιο, αλλά και μετά από αυτόν, μετέτρεψε την οικογενειακή πατριωτική προσδοκία κάθε οικογένειας για το εξόριστο αγόρι της, σε εφιάλτη.
Αθρόα η συγκέντρωση και πολιτών ήδη απο τις πρώτες ημέρες του 1949. Κατά τις μαζικές προληπτικές συλλήψεις της επιχείρησης «Περιστερά» του Ά Σώματος Στρατού σε πόλεις και χωρία στη βόρεια Πελοπόννησο. Μεταφέρθηκαν με αρματαγωγό, στο ύπαιθρο της Μακρονήσου, πέντε χιλιάδες προληπτικώς συλληφθέντες, μεταξύ αυτών και κομματάρχες του Κόμματος των Φιλελεύθερων, κατά καταγγελία του τότε υπουργού της κυβέρνησης, Κωνσταντίνου Ρέντη.
Μεταφέρθηκαν στην Μακρόνησο και οι γυναίκες εξόριστες απο το Τρίκερι, μαζί με τα παιδιά τους, όσες τα ανέθρεφαν στην εξορία.
Στον νότο της Μακρονήσου στις Στρατιωτικές Φυλακές, συγκεντρωθήκαν με ανυπόστατες κατηγορίες όσα ανήλικα αγόρια ήταν νεαρότερα άπο ηλικιες στράτευσης και δεν ήταν δυνατό να καταταγούν στον στρατό λόγω ηλικίας.
Διοικητής τους, αξιωματικός παιδεραστής και πολλά αγόρια κατάπιαν κουτάλια και σπασμένα γυαλιά. αποπειρώμενα να αυτοκτονήσουν λόγω της σεξουαλικής κακοποίησης που υφίσταντο.
Το τέλος του Εμφυλίου δεν έφερε την λήξη της λειτουργίας του στρατοπέδου αλλά έφερε πολλαπλάσια βία ως εναρκτήρια διαδικασία της κρατικής αντιμετώπισης ενός πολιτικού εχθρού που είχε πολεμικά συντριβεί.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο 1949 συγκροτήθηκε, ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου, απο τα υπουργεία Παιδείας, Προεδρείας, Δημοσίας Τάξεως, Αμύνης, Εσωτερικών και Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ήταν υπεύθυνος για την «ανάνηψη» των χιλιάδων προληπτικώς συλληφθέντων πολιτών που συγκεντρώθηκαν εκεί.
Ο στρατός μετά την συντριβή του ένοπλου κομμουνισμού ανέλαβε ελέω θρόνου (εως το 1974) με την κατασταλτική του πολιτική ισχύ και την λειτουργία της ειρήνης.
Κάθε πολίτης που «έφερνε» δέκα δηλώσεις πήγαινε σπιτι του εθνικώς καθαρμένος. Καταλαβαίνουμε πόσα κεφάλια και χέρια ηλικιωμένων έσπασαν, οι νεαροί εξόριστοι για να κερδίσουν το απολυτήριο.
Στα εννιά χρόνια της λειτουργίας του στρατοπέδου, ήταν καθημερινές οι παρελάσεις πρώην εθνικών «προδοτών» και τώρα «ανανηψάντων», στρατιωτών και πολιτών, αδόντων εθνικά άσματα ενώπιον επισήμων, ελλήνων και ξένων, βασιλέων, πολιτικών, καλλιτεχνών, επιστημόνων. Άπαντες οι καλεσμένοι πεπεισμένοι οτι η μεταστροφή επήλθε χάρις στην εθνική διδασκαλία που υφίσταντο και όχι στην ζωώδη βία που βίωναν, όπως και στο βρώμικο νερό, στο πενιχρό φαγητό και στις άθλιες συνθήκες υγιεινής.
Στις εκλογές του Μαρτίου 1950 ωστόσο, παρά την επίμονη προπαγάνδα και τις απειλές, οι στρατιώτες και οι κρατούμενοι καταψήφισαν τα κόμματα που κυβέρνησαν κατά τον Εμφυλιο, Λαϊκό και Φιλελευθέρων και υπερψηφίσαν την ΕΠΕΚ του στρατηγού Πλαστήρα που κήρυσσε λήθη και εν μέρει τον πρόγονο της ΕΔΑ, Δημοκρατική Παράταξη.
Ο ολιγόμηνη κυβέρνηση Πλαστήρα, περιόρισε με τεράστια δυσκολία το εθνικό όνειδος της Μακρονήσου.
Όσοι ήταν στρατιώτες και είχαν υπογράψει και είχε απολυθεί η κλάση τους απολύθηκαν και εκείνοι, το ίδιο και όσοι πολιτες είχαν υπογράψει.
Οσοι στρατιώτες δεν είχαν υπογράψει εμειναν στην Μακρόνησο σε μονάδες πειθαρχικής διαβίωσης.
Όσοι πολίτες δεν είχαν υπογράψει εξορίστηκαν στον Άι Στράτη. Οι βασανιστές, καταχραστές και παιδόφιλοι αξιωματικοί μετετέθησαν χωρίς κυρώσεις.
Οι «δηλωσίες» απορρίφθηκαν απολύτως απο το ΚΚΕ, λόγω της «μειωμένης» επαναστατικής συνείδησης που έδειξαν. Δεν τους αναγνωρίστηκε η ανθρώπινη διάσταση του μαρτυρίου.
Ως προοδευτικοί άνθρωποι στήριξαν την ΕΔΑ και βεβαίως το ΠΑΣΟΚ.
Η παραπάνω αναφορά στην βία επί αμάχων και αθώων ποινικά, έγινε για να γίνει αντιληπτό το διαστροφικό μένος που επέτρεψε το μετεμφυλιακό κράτος προκειμένου να καλλιεργηθεί για δεκαετίες ο απόλυτος φόβος και τρόμος ανθρώπων που πίστεψαν απλώς σε ένα καλύτερο αύριο, ασχέτως των εγκληματικών χειρισμών των ηγεσιών τους.
Οφείλουμε όλοι, την δημιουργία και στήριξη ενός επιστημονικού κέντρου μνήμης στην Μακρόνησο, μακριά από πολιτικές ιδιοκτησίες και χρήσεις.
Το οφείλουμε για να κατανοήσουμε εμείς και οι επόμενοι μας, το πως οι κοινωνίες ποδηγετούνται και αυτοαναιρούνται λόγω ενός αρχέγονου φόβου που καλλιεργείται από την ανήθικη κρατική βαρβαρότητα.

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

"Όπως τα τριαντάφυλλα" ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) - Από τη συλλογή "Τα Φάσματα ή Η Χαρά Στον Άλλο Δρόμο" (1958) εκδ. "Κέδρος", 1979)

 ...............................................................




          Μίλτος Σαχτούρης (2019 - 2025)



"Όπως τα τριαντάφυλλα"


Δύσκολα χρόνια
τρομαγμένα παιδιά
σιάχνουν με χαρτί κοκοράκια
τα βάφουν μαύρα
σα σβησμένα κεριά
τα βάφουν κόκκινα
σα ματωμένα λουλούδια
κι απορούν οι μανάδες
που ύστερα έρχεται
ο μεγάλος φίλος
ο κατάμαυρος φίλος
με τα χρυσά χέρια

και τα παίρνει


Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

Από τη συλλογή "Τα Φάσματα ή Η Χαρά Στον Άλλο Δρόμο" (1958) εκδ. "Κέδρος", 1979)