.............................................................
"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;"
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)
.............................................................
"Πού κατοικεί το Βαθύ Κράτος;"
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή, 1.7.2025)
...............................................................
..............................................................
............................................................
Μαργαρίτα Παπαμίχου
..............................................................
Πέτρος Μάρκαρης (γ.1937)
·
«Η
Χειραφέτηση της Τατιάνας» διήγημα του
Πέτρου Μάρκαρη (γ.1937) από τη συλλογή
διηγημάτων «Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (εκδ. «Κείμενα» & «Καθημερινή», 2025)
1.
ΤΟ
ΞΑΝΘΟ ΚΕΦΑΛΙ ήταν σκυμμένο ακίνητο. Έτσι έμενε όλο το βράδυ ώσπου να κλείσει το
μαγαζί. Από μακριά θύμιζε προτομή, που την είχε τοποθετήσει κάποιος γλύπτης για
να δώσει λίγη χάρη κι ομορφιά σ’ αυτό το απρόσωπο φαγάδικο με τ’ όνομα
«Οντέσα». Τώρα γιατί μια οικογένεια Ρωσοπόντιων προσφύγων είχε προτιμήσει το
«Οντέσα» από την «Οδησσό» των χαμένων πατρίδων; Ίσως γιατί δεν ήξεραν ότι η
Οντέσα λεγόταν στα ελληνικά Οδησσός. Ίσως πάλι γιατί το «Οντέσα» υπογράμμιζε
ότι το εστιατόριο σέρβιρε ρωσική κουζίνα. Αυτό τουλάχιστον δεν μπορούσε να το
αμφισβητήσει κανείς. Σε μια εποχή που οι
Νεοέλληνες είχαν αντικαταστήσει τη χοιρινή μπριζόλα με φιλετάκια σε σάλτσα από
μούσμουλα και καρύδια και τον κολιό σχάρας με λαυράκι μαριναρισμένο σε ανανά
και πορτοκάλι, η «Οντέσα» σέρβιρε γνήσιο ρωσικό μπορς και κλασική ρωσική
σαλάτα, που δεν είχε καμιά σχέση με την
ελληνορωσική· αυτήν που έχουν τα σαντουιτσάδικα για να σοβατίζουν το
σάντουιτς.
Εμφανισιακά, η
«Οντέσα» ήταν διακοσμημένη σύμφωνα με το στιλ ελληνικού φαγάδικου: τραπέζια από
φορμάικα σκεπασμένα με γκοφρέ χαρτί, που πάνω του έγραφε «καλή σας όρεξη». Το
ψωμί ερχόταν σε καλαμάκι γαρνιρισμένο με
τα μαχαιροπίρουνα και τις χαρτοπετσέτες. Στον αριστερό τοίχο υπήρχε ένα
αντίγραφο από γκραβούρα της Οδησσού του δέκατου ένατου αιώνα. Οι υπόλοιπες
φωτογραφίες ήταν από ελληνικά νησιά ιδωμένα με τα μάτια του ΕΟΤ.
Και το ξανθό κεφάλι
της Τατιάνας, σκυμμένο πάνω στο ταμείο, ευθύγραμμα και καθηλωμένο. Θα έλεγε
κανείς ότι το έκανε επίτηδες, ως δέλεαρ, για να κινεί την προσοχή της ανδρικής
πελατείας. Η φανατική προσήλωσή της στους λογαριασμούς είχε αποτέλεσμα να
διπλασιαστεί η κίνηση προς την τουαλέτα των ανδρών, που ήταν δίπλα στο ταμείο.
Άντρες κάθε ηλικίας περνούσαν από μπροστά της με την ελπίδα ότι η αύρα τους θα
την έκανε να σηκώσει το βλέμμα και να τους κοιτάξει. Το μόνο που κατάφερναν
ήταν να περιμένουν χωρίς λόγο στην ουρά μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.
Ίσως να είχαν παραιτηθεί από τις απέλπιδες
προσπάθειές τους αν ήξεραν ότι η αιτία που η Τατιάνα είχε καρφωμένο το βλέμμα
της στο ταμείο ήταν το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα της. Η «Οντέσα» ήταν
οικογενειακή επιχείρηση των Σερχίδηδων ή Σερχόφ, όπως τους έλεγαν στην πρώην
Σοβιετική Ένωση. Η Μαρία, η μάνα, είχε την κουζίνα. Οι δυο γιοι, ο Βαγγέλης με
τον Ιωσήφ, δούλευαν σερβιτόροι, και η Τατιάνα, ο Βενιαμίν της οικογενείας ήταν
η ταμίας. Ο μόνος που δεν έκανε τίποτα ήταν ο πατέρας, ο Βασίλης.
Αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα και το
άγρυπνο μάτι.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το 1993, ο Βασίλης
έφερε μαζί του και τη σχέση αγάπης-μίσους που είχε με το σοβιετικό καθεστώς:
ένα κομμάτι του σοσιαλιστικού συστήματος το αποδεχόταν, ένα άλλο το απέρριπτε
μετά βδελυγμίας. «Το κόμμα και ο περιφερειακός γραμματέας με εποπτεύουν χωρίς
να κάνουν τίποτα» συνήθιζε να λέει. «Εγώ σκύβω το κεφάλι, βγάζω το σκασμό και
δουλεύω γιατί έτσι δουλεύει το σύστημα. Στο σπίτι μου όμως είμαι εγώ το κόμμα.
Εκεί εποπτεύω εγώ χωρίς να κάνω τίποτα, ενώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μου σκύβουν το κεφάλι, βγάζουν
το σκασμό και δουλεύουν.
Αυτή ήταν η αποδεκτή πλευρά του συστήματος
του Βασίλη. Η απορριπτέα αφορούσε την
κόρη του την Τατιάνα. Όταν του είπε ότι ήθελε να σπουδάσει γεωπόνος, σήκωσε το
χέρι, της άστραψε ένα χαστούκι και την έστειλε στη μοναδική παραγωγική μονάδα
που έχει ένα σπίτι: την κουζίνα.
«Αυτά τα κομμουνιστικά, ότι όλοι, αγόρια και
κορίτσια, πρέπει να σπουδάζουν, εγώ δεν τα ξέρω» της είπε. «Σ’ εμάς τα κορίτσια μένουν στο σπίτι και γίνονται
νοικοκυρές, ώσπου να τους βρουν ένα καλό παιδί και να τα παντρέψουν».
Βέβαια, ο Μαρξ υποστήριζε ότι ο σοσιαλισμός
θα έφτιαχνε τον καινούργιο άνθρωπο, αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τον Μαρξ, ήξερε
τον περιφερειακό γραμματέα του κόμματος. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, ο Βασίλης
πήρε την οικογένειά του και ήρθε στην Ελλάδα για να στήσει και εδώ την ίδια
σοσιαλιστική οικογένεια, όπως την αντιλαμβανόταν. Το σύστημα λειτουργούσε ρολόι
ως την μέρα που αποφάσισε να ανοίξει εστιατόριο. Τότε μπήκε το ερώτημα: τι θα
έκανε την Τατιάνα, ένα κορίτσι είκοσι δύο χρόνων, κατάξανθο, με γαλανά μάτια,
κορμί συλφίδας και δυο πόδια σαν κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού; Σκέφτηκε να
την κλειδώσει στο σπίτι. Και θα έμενε μόνη στο σπίτι ως τις τρεις που γύριζαν
από το μαγαζί;
Εκεί πάνω του κατέβηκε η ιδέα του ταμείου.
Και θα πρόσφερε στην επιχείρηση και θα την είχε υπό την εποπτεία του.
Η προτομή που έβλεπαν κάθε βράδυ οι πελάτες
ήταν έργο του Βασίλη. Η Τατιάνα ένιωθε αδιάκοπα το βλέμμα του πατέρα της πάνω
της, ακόμα κι όταν ήταν στην κουζίνα ή εκτός εστιατορίου. Γιατί εν τη απουσία
του την κάρφωναν τ’ αδέρφια της. Έμαθε λοιπόν να κρατάει σκυφτό το κεφάλι, να
βλέπει μόνο χέρια – τα χέρια των αδερφών της όταν έπαιρναν τους λογαριασμούς –
ν’ ακούει φωνές και να γράφει: «Μια πατατοσαλάτα στο δύο! Τρία μπορς στο
έντεκα!»
Με τον καιρό η ακοή της οξύνθηκε, όπως σε
όλους τους τυφλούς. Από τις φωνές στο μαγαζί μπορούσε να υπολογίσει πόσο κόσμο
είχαν εκείνο το βράδυ, ποιοι ήταν οι τακτικοί θαμώνες και ποιοι έρχονταν για
πρώτη φορά. Έφτανε ν’ ακούσει μια φωνή για να καταλάβει ποιος καθόταν πού και
σε ποιο τραπέζι.
2.
Η «Οντέσα» ήταν επί της Αγίων Ασωμάτων, στην
περιοχή του ύψους και του βάθους της Αθήνας, εκεί όπου η γούνα συναντά το
πλαστικό μπουφάν και η Μερσεντές το τρίκυκλο. Δεν ανήκε, βέβαια, στα ακριβά
εστιατόρια-μπαρ, που είχαν αλώσει τα νεοκλασικά της περιοχής. Στεγαζόταν σε μια
παλιά βιοτεχνία με μεγάλα γυμνά παράθυρα. Χάρη στη ρωσική κουζίνα της είχε
καταφέρει ωστόσο να κάνει γρήγορα όνομα. Βαθμιαία ξέφυγε από τα πλαστικά
μπουφάν κι άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα καμηλό και τα μάλλινα παλτά.
Το όνειρο του Βασίλη
Σερχίδη ήταν να κάνει την «Οντέσα» ένα εστιατόριο με άσπρα κολλαριστά
τραπεζομάντιλα, άσπρες κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως εκείνα όπου
έτρωγαν τα στελέχη του κόμματος στον Εύξεινο Πόντο.
«Εδώ βασιλεύουν η λαδόκολλα και το γκοφρέ
χαρτί» συνήθιζε να λέει. «Εμένα βέβαια με συμφέρει, αλλά πώς να το κάνουμε,
εκεί σ’ εμάς ήταν πιο αριστοκρατικά».
Βέβαια, στα βόρεια προάστια θα έβρισκε πολλά
εστιατόρια σαν εκείνα όπου έτρωγε η τοπική νομενκλατούρα στον Εύξεινο Πόντο,
αλλά ο Βασίλης δεν ήξερε τα βόρεια προάστια, όπως δεν ήξερε και τον Μαρξ.
Δεν αποκλείεται να τα ήξερε ο αρχηγός του
παραρτήματος Αθηνών της ρώσικης μαφίας που επισκέφτηκε την «Οντέσα» ένα Σάββατο
βράδυ γύρω στις έντεκα, όταν η δουλειά ήταν στο φουλ. Σαραντάρης, μέτριο
ανάστημα και αδρά χαρακτηριστικά. Ένας από
τους δυο μπράβους που τον συνόδευαν έκοψε το δρόμο του Ιωσήφ και τον
ρώτησε στα ρωσικά.
«Τ’ αφεντικό;»
Ο Ιωσήφ κατάλαβε αμέσως. Έδειξε την κουζίνα,
ενώ τα πιάτα άρχισαν να τρέμουν στα χέρια του. Ο μαφιόζος τον προσπέρασε
αμίλητος, και οι δυο μπράβοι του στήθηκαν μπροστά στην πόρτα.
Η Τατιάνα ένιωσε το βλέμμα του μαφιόζου πάνω
της. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ταράχτηκε. Την έπιασε πανικός και ήθελε να
εξαφανιστεί πίσω από το ταμείο. Η ταραχή ήταν στιγμιαία, γιατί ο μαφιόζος την
προσπέρασε και μπήκε στην κουζίνα. Στάθηκε μπροστά στον Βασίλη και τον κοίταξε
σιωπηλός, μετά έριξε άλλο ένα βλέμμα στο εστιατόριο.
«Ωραίο μαγαζί» είπε σαν να επιβεβαίωνε την
πρώτη του εντύπωση.
Ενστικτωδώς, ο Βασίλης κατέβασε τον πήχη:
«Μπα, φτηνομάγαζο. Μόλις και μετά βίας
τρέφει τέσσερα στόματα».
«Σηκώνει ν’ ανεβάσεις τις τιμές. Έχεις καλό
κόσμο».
«Αν τις ανεβάσουν θα φύγουν».
«Είσαι φοβητσιάρης» του είπε ο άλλος και
κούνησε του κεφάλι του. «Το φτηνό πράμα δεν πουλάει, έπρεπε να βουλιάξουμε για
να το καταλάβουμε. Θέλεις ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά να σ’ το φυλάνε, για να
μην πάθει καμιά ζημιά».
Ο Βασίλης τον κοίταξε στα μάτια. «Δε
χρειάζομαι προστασία!» του είπε κατηγορηματικά, σαν να ήθελε να του δείξει ότι
δεν ήταν φοβητσιάρης.
Ο άλλος σήκωσε τους ώμους.
«Κοίτα γύρω σου. Τράπεζες, γραφεία, μαγαζιά
– παντού βάζουν σεκιούριτι. Εμείς κάνουμε την ίδια δουλειά με τα μισά λεφτά».
«Δε χρειάζομαι προστασία» επανέλαβε ο
Βασίλης.
«Σκέψου το πάντως. Δε χάνεις τίποτα. Τα
ξαναλέμε».
Βγήκε από την κουζίνα χωρίς να περιμένει
απάντηση. Καθώς περνούσε από το ταμείο, σταμάτησε.
«Σήκωσε το κεφάλι σου να σε δω» είπε στην
Τατιάνα.
Η φωνή του δεν ήταν ούτε άγρια ούτε
επιτακτική, αλλά ένας υποβλητικός ψίθυρος.
Η Τατιάνα υπάκουσε και σήκωσε αργά το κεφάλι
της. Είδε το βλέμμα του να περιφέρεται στο πρόσωπό της ερευνητικό, σαν να
αξιολογούσε την κάθε λεπτομέρεια, αλλά αυτή τη φορά δεν τρόμαξε. Τον άφησε να
την κοιτάξει με την ησυχία του.
«Είσαι ωραία κοπέλα» της είπε με την ίδια
υποβλητική φωνή.
Η Τατιάνα χαμήλωσε πάλι το βλέμμα και ο
μαφιόζος απομακρύνθηκε. Άκουσε την πόρτα του εστιατορίου να ανοίγει και
κατάλαβε ότι έφευγε.
Ο Βασίλης παρακολούθησε τη σκηνή από την
κουζίνα. Ήθελε να ορμήξει στον μαφιόζο, αλλά τον κράτησε το αξίωμά του από τη Σοβιετική
Ένωση: «Ο γραμματέας έχει το πάνω χέρι. Βγάλε το σκασμό και κάνε τη δουλειά
σου». Έσφιξε τα δόντια του ως τις τρεις το πρωί, που γύρισαν σπίτι. Εκεί όρμησε
στην κόρη του και άρχισε να τη δέρνει αλύπητα. Η οικογένεια φρόντισε να
εξαφανιστεί. Ο Βασίλης έδειρε την Τατιάνα ώσπου του κόπηκε η ανάσα. Την
παράτησε στη μέση του καθιστικού κι έπεσε να κοιμηθεί με τα ρούχα.
Το ξύλο στην Τατιάνα δεν εμπόδισε τον
μαφιόζο να ξανάρθει το επόμενο βράδυ στο μαγαζί. Αυτή τη φορά κάθισε σε
τραπέζι, έφαγε και πλήρωσε κανονικά το λογαριασμό του. Από εκείνο το βράδυ
έγινε τακτικός πελάτης. Ο Βασίλης λύσσαγε από το κακό του, αλλά δεν τολμούσε να
τα βάλει μαζί του. Άλλωστε, δεν του έδινε και αφορμή. Έτρωγε με τους δυο
μπράβους του, πλήρωνε κι έφευγε. Μόνο μια φορά ρώτησε τον Βασίλη αν είχε σκεφτεί την πρότασή του. Ο Βασίλης
ξανάπε ότι «δεν ήθελε προστασία». Ο άλλος δεν επέμεινε και το θέμα έκλεισε.
Τα σπασμένα τα πλήρωνε η Τατιάνα. Ο Βασίλης
ξεθύμανε πάνω της κάθε βράδυ.
3.
Το τηλεφώνημα τους ξύπνησε μέσα στη νύχτα.
«Η «Οντέσα» καίγεται», είπε μια φωνή κι έκλεισε αμέσως.
Ο Βαγγέλης, ο μεγάλος γιος, που είχε σηκώσει
το τηλέφωνο μέσα στον ύπνο του, χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να καταλάβει τι του
είπαν. Όταν το συνειδητοποίησε, ξύπνησε την οικογένεια, πήδηξαν όλοι μαζί στο
βαν και έτρεξαν στο μαγαζί.
Είδαν τις φλόγες από μακριά. Στο απέναντι
πεζοδρόμιο είχε μαζευτεί κόσμος και οι ένοικοι στα γύρω μπαλκόνια απολάμβαναν
την πυρκαγιά, αντί για την ανατολή του ήλιου, που έτσι κι αλλιώς δεν φαινόταν.
Δυο οχήματα της πυροσβεστικής προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά που είχε
αγκαλιάσει ολόκληρο το κτίριο. Ο Βασίλης κατάλαβε πως δε θα έμενε τίποτε από το
εστιατόριο, παρά μόνο οι τέσσερις τοίχοι. Πλησίασε τον επικεφαλής της
πυροσβεστικής.
«Τι ήταν, τσιγάρο ή φωταέριο;»
Ο πυροσβέστης γύρισε και τον κοίταξε.
«Εμπρησμός», του απάντησε ξερά. «Κάποιος είχε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί σου».
«Εγώ δεν έχω καβγάδες με κανέναν. Στη
γειτονιά με ξέρουν όλοι». Την ίδια στιγμή σκέφτηκε τον μαφιόζο, αλλά δε μίλησε,
όπως παλιά με τον γραμματέα του κόμματος: τον σκεφτόταν, αλλά δεν τον ανέφερε
ποτέ.
«Αυτά θα τα πεις στην ανάκριση» του είπε ο
πυροσβέστης και γύρισε στη δουλειά του.
Όταν πήγε για ανάκριση, από την «Οντέσα»
είχαν μείνει μόνο τα αποκαΐδια. Τον ανέκριναν πάνω από τρεις ώρες, αλλά και
πάλι δεν είπε λέξη για τον μαφιόζο. Έξω από την πυροσβεστική τον περίμενε η
οικογένειά του με το βαν, εκτός από την Τατιάνα.
«Πού είναι η Τατιάνα;» ρώτησε.
Η οικογένεια κοιτάχτηκε αμήχανα.
«Δεν ξέρουμε» απάντησε ο Ιωσήφ, ο μικρός
γιος. «Όταν μαζευτήκαμε να φύγουμε, είχε εξαφανιστεί».
«Μπορεί να πήγε σπίτι» είπε η Μαρία.
Δεν ήταν όμως στο σπίτι. Και δεν εμφανίστηκε
ούτε τις επόμενες μέρες. Ο Βασίλης πήρε σβάρνα με τους γιους του όλα τα μαγαζιά
που έβγαζαν στο κλαρί Ρωσίδες, Ρωσοπόντιες και Ουκρανές, αλλά δεν την βρήκαν
πουθενά. Δυο χτυπήματα απανωτά το ίδιο βράδυ ήταν πολλά για τον Βασίλη. Για να
ξεμπερδεύει με το ένα τουλάχιστον, απαγόρευσε στην οικογένεια να ξαναμιλήσει
για την Τατιάνα. Οι δυο γιοι του υπερθεμάτισαν αμέσως, ως αναπληρωτές
θεματοφύλακες της οικογενειακής τιμής. Η κυρα-Μαρία δεν τόλμησε να φέρει
αντίρρηση και πενθούσε με κρυφό κλάμα.
Τα δυο απανωτά χτυπήματα, αντί να ρίξουν τον
Βασίλη, τον πείσμωσαν. Είχε μερικά λεφτά στην άκρη και αποφάσισε να ξανανοίξει
το μαγαζί. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και προσπάθησε να ξεχάσει την
εξαφάνιση της Τατιάνας. Στο κάτω κάτω δεν ήταν η πρώτη. Από τότε που είχε
καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση, χιλιάδες κοπέλες εξαφανίζονταν από τα σπίτια τους
και κατέληγαν σε κάποια πετρελαιοπαραγωγό χώρα.
Μια εβδομάδα πριν ξανανοίξει το μαγαζί,
εμφανίστηκε πάλι ο μαφιόζος με τους μπράβους του.
«Καλορίζικο!» είπε στον Βασίλη φιλικά.
«Είσαι πεισματάρης και προκομμένος. Μπράβο σου!»
Ο Βασίλης γύρισε έξαλλος και τον κοίταξε:
«Δε σου πληρώνω προστασία. Θα κοιμόμαστε όλοι στο μαγαζί με τα τουφέκια. Αν
τολμάς, κάψ’ το»
Ο μαφιόζος χαμογέλασε.
«Ποιος μίλησε για προστασία;» του είπε
φιλικά. «Για συνεταιρισμό μιλάμε».
«Δε θέλω συνεταίρο στο κεφάλι μου. Και
μάλιστα συνεταίρο που μου καίει το μαγαζί».
«Θα σου βάλω τα μισά λεφτά, για να κάνεις το
εστιατόριο λουξ, και τα κέρδη εξήντα-σαράντα».
Ο Βασίλης διχάστηκε. Από τη μια έβλεπε το
όνειρό του να εκπληρώνεται, από την άλλη του ξίνιζε να βάλει μαφιόζο συνεταίρο
στο κεφάλι του. Μετά όμως το ξανασκέφτηκε πιο ψύχραιμα. Δηλαδή, αν ο
περιφερειακός γραμματέας του ζητούσε να γίνουν συνεταίροι, θα έλεγε ποτέ όχι;
«Εντάξει, αλλά πενήντα-πενήντα».
Ο μαφιόζος χαμογέλασε και τον χτύπησε φιλικά
στην πλάτη, σημάδι ότι τα είχαν βρει. Η «Οντέσα» έγινε πράγματι μαγαζί λουξ, με
κολλαριστά τραπεζομάντιλα, κολλαριστές πετσέτες και ακριβά σερβίτσια, όπως τα
εστιατόρια όπου έτρωγαν ο γραμματέας και η νομενκλατούρα του κόμματος.
Μια ώρα πριν τα εγκαίνια, ο Βασίλης είδε μια
μαύρη Μερσεντές να σταματάει μπροστά στην «Οντέσα». Ένας από τους μπράβους του
μαφιόζου κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα που βγήκε από το αμάξι φορούσε
ακριβή γούνα και ήταν βαμμένη και χτενισμένη σαν να ερχόταν κατευθείαν από το
κομμωτήριο. Ο Βασίλης δυσκολεύτηκε ν’ αναγνωρίσει την Τατιάνα. Μαρμάρωσε από
την έκπληξη και δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει λέξη. Η κόρη του τον προσπέρασε χωρίς
να του δώσει καμιά σημασία και μπήκε στο μαγαζί. Μόλις συνήλθε ο Βασίλης,
έτρεξε πίσω της.
«Πουτάνα!» φώναξε και έκανε να της ορμήξει,
αλλά οι δυο μπράβοι τον βούτηξαν και τον κόλλησαν σε μια καρέκλα.
Η Τατιάνα γύρισε και τον κοίταξε αδιάφορη.
Έβγαλε τη γούνα της και την πέταξε σε μια καρέκλα. Από μέσα φορούσε μια μαύρη τουαλέτα.
Τ’ αυτιά, ο λαιμός και τα χέρια της δε φαίνονταν από τα κοσμήματα.
«Από σήμερα εσύ θα κόβεις τους λογαριασμούς»
είπε στον πατέρα της στα ρωσικά. «Την εποπτεία του εστιατορίου θα την αναλάβω
εγώ. Έτσι αποφάσισε ο Ιγκόρ». Μετά γύρισε στα δυο αδέρφια της που
παρακολουθούσαν με ανοιχτό το στόμα. «Έχετε μια εβδομάδα για να γίνετε από
σερβιτόροι μετρ» τους είπε στα ρωσικά πάλι. «Αλλιώς θα σας διώξω και θα πάρω
άλλους. Δε θέλω γύφτους στο μαγαζί».
«Ποια είσαι συ που θα με διατάζεις;» φώναξε
έξαλλος ο Βασίλης. «Αυτό το μαγαζί το έφτιαξα με τα χέρια μου».
«Το ξέρω» του απάντησε ψυχρά η κόρη του.
«Γι’ αυτό και σου αφήνω το μισό. Αν όμως δε μάθεις να φέρεσαι, θα αγοράσω το
μερίδιό σου και θα σε πετάξω έξω».
Από εκείνο το βράδυ η Τατιάνα δεν ξαναμίλησε
ελληνικά. Μιλούσε ρωσικά με όλους. Και ο Βασίλης άρχισε πάλι να βγάζει το
σκασμό και να δουλεύει, όπως παλιά στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, από το μαγαζί
δεν είχε παράπονο· με την Τατιάνα επικεφαλής έβγαζε πολλά λεφτά. Το μόνο
παράπονο ήταν η κόρη του. Μα να αρνηθεί έτσι την οικογένεια, την πατρίδα και τη
γλώσσα της;
Βέβαια, αν διάβαζε Μαρξ, θα ήξερε ότι το χρήμα δεν έχει πατρίδα ούτε συγγένεια. Αλλά ο Βασίλης δεν είχε διαβάσει Μαρξ, το ‘παμε.
...............................................................
Ενώ γίνεται το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων...
...............................................................
...............................................................
Ρώμος Φιλύρας (1898 - 1942)
..............................................................
(youtube, 22.2.2014)
..............................................................
...............................................................
"Τα καλοτάξιδα πουλιά"
στίχοι Νίκος Γκάτσος
μουσική Μάνος Χατζιδάκις
τραγούδι Γιώργος Ρωμανός*
Άλλη ερμηνεία Διονύσης Σαββόπουλος**
..............................................................
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
...............................................................
...............................................................
Μίλτος Σαχτούρης (2019 - 2025)