..............................................................
«Το Διπλανό Δωμάτιο» του Πέδρο Αλμοδόβαρ: Ζακέτα να πάρεις
Η Τζούλιαν Μουρ υπογράφει σε βιβλιοπαρουσίαση το καινούργιο της βιβλίο. Χαμός, ουρά μεγάλη, η προβλεπόμενη ώρα για το ιβέντ έχει τελειώσει, αλλά εκείνη, σε μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που προσφέρει η ζωή να είσαι ταυτόχρονα στωικός και ναρκισσιστής, λέει, όχι, θα περιμένω να υπογράψω σε όλους. Το βιβλίο της έχει τίτλο «Για τους ξαφνικούς θανάτους». Εξηγεί σε μια αναγνώστρια πως δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι κάτι ζωντανό μπορεί να πεθάνει. Μια άλλη βγαίνει απ΄την ουρά (δεν διαμαρτύρεται κανείς, ούτε οι μπροστά της ούτε οι πίσω της, πολιτισμένα πράγματα) και πάει και τη χαιρετάει. Είναι παλιές φίλες. «Τα ‘μαθες τα νέα, ε;». «Ποια νέα εννοείς;». «Η Τίλντα η Σουίντον». «Τι η Τίλντα; Η Τίλντα τι;». «Έχει καρκίνο σε τερματικό στάδιο». «Πω, τι λες ρε παιδί μου, είχαμε χαθεί τα τελευταία χρόνια. Θα πάω να τη δω στο νοσοκομείο σίγουρα».
Πάει, τη βλέπει, κάνουν κατς απ, ένα κατς απ γεμάτο από πληροφορίες για την ως τώρα ζωή τους, όχι μόνο για τα χρόνια που χάθηκαν, αλλά και για τα χρόνια που έκαναν παλιά παρέα. Βέβαια λογικά οι ίδιες θα έπρεπε αυτά να τα ξέρουν, δεν τα ξέρουμε όμως εμείς, οπότε με κάποιο τρόπο πρέπει να περαστούν και σε μας οι συγκεκριμένες πληροφορίες, σωστά; Η Τίλντα λέει στη Τζούλιαν αναλυτικά και για την ταραγμένη σχέση που είχε πάντα με την κόρη της, που επίσης είναι σαν να της τα λέει για πρώτη φορά. Ας μην κολλήσουμε εκεί όμως. Προχωράμε.
Προχωρώντας αρχίζουν και κάνουν παρέα, η Τίλντα βλέπει ότι η όλη φάση δεν λειτουργεί και παίρνει την απόφαση να την τερματίσει. Να αυτοκτονήσει δηλαδή, αλλά όχι με κάποιον παραδοσιακό τρόπο, όχι ας πούμε παίρνοντας πάρα πολλά χάπια μαζί, αλλά με ειδικό χάπι ευθανασίας, έτσι για να είμαστε πολύ πιο κοντά στο πνεύμα της εποχής και να ενώσουμε δύο προβληματισμούς σε έναν. Και αν συνυπολογίσουμε ότι το χάπι το προμηθεύτηκε απ’ το σκοτεινό διαδίκτυο, τότε ακόμα καλύτερα, αφού μπαίνει κι η συγκεκριμένη κοινωνιολογική διάσταση.
Τι ζητάει απ’ τη παλιά και εκ νέου φίλη της; Όχι να την οδηγήσει στην ευθανασία, όχι να της το δώσει εκείνη το χάπι, της ζητάει απλά να περάσουν τις τελευταίες μέρες οι δυο τους μαζί στο ίδιο σπίτι. Έτσι ώστε φεύγοντας να ξέρει ότι εκείνη θα βρίσκεται κάπου στο διπλανό δωμάτιο. Δεν θα της το ανακοινώσει εκ των προτέρων, να είναι προετοιμασμένη όμως πως δεν θα κρατήσει πολύ αυτό, άντε βαριά να περάσουν δυο – τρεις εβδομάδες, όχι παραπάνω.
Η Τίλντα πολεμική ανταποκρίτρια, μια ζωή κοιτούσε τον θάνατο κατάματα και δεν την τρόμαζε, η Τζούλιαν είπαμε, είχε διαμετρικά αντίθετη οπτική, έχοντας μόλις γράψει σχετικό βιβλίο με το οποίο τα βάζει με τον θάνατο. Αλλά ο Πέδρο Αλμοδόβαρ δεν πρόκειται να αξιοποιήσει ιδιαίτερα αυτό το ούτως ή άλλως αμφισβητήσιμης λεπτότητας εύρημα στην αντιδιαστολή των δύο χαρακτήρων. Oι δυο τους -όπως υποθέτω και η πλειοψηφία των θεατών και των ανθρώπων πια- συμπλέουν στην πεποίθηση πως η με κάθε τίμημα παράταση της ζωής δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτερη αξία και σκοπό, πως αν και εφόσον η κατάσταση υπερβεί ένα όριο, τότε μπορεί να είναι προτιμότερο ο άνθρωπος να πεθαίνει με όρους της επιλογής του.
Στην πλούσια και ξεχωριστή καριέρα του ο Αλμοδόβαρ μπορεί να έχει δημιουργήσει το εντελώς προσωπικό του οπτικό (ή ακριβέστερα οπτικοακουστικό) ιδίωμα, μπορεί όταν σκεφτόμαστε τον Αλμοδόβαρ στο μυαλό μας να έρχονται απευθείας εικόνες και χρώματα, είναι όμως εικόνες και χρώματα παντρεμένα με ήχους, καταστάσεις και συναισθήματα: όλο του το σύμπαν στερεωνόταν και αναπτυσσόταν πάνω στα σενάριά του, τα σενάριά του δεν υπήρξαν ποτέ το πρόσχημα για να μας μιλήσει κυρίως με εικόνες, οι ιστορίες που έγραφε στο χαρτί και ο κόσμος που δημιουργούσε μετά στη μεγάλη οθόνη ήταν αναπόσπαστα τμήματα του ίδιου οράματος, ένα όραμα που κατοικούσε πρώτα στο χαρτί πριν αποκτήσει όψη και ήχο.
«Το Διπλανό Δωμάτιο» είναι λοιπόν κατά τη γνώμη μου μια κακή ταινία, ακριβώς επειδή πατά σε ένα εντυπωσιακά κακογραμμένο και κακοδομημένο για Αλμοδόβαρ σενάριο. Κακογραμμένο, κακοδομημένο και με πλήρη έλλειψη κάποιας σπίθας που θα μπορούσε να εξαπλωθεί μετά. Είναι τόσο άδειο σε περιεχόμενο, ώστε προσπαθεί να το παραγεμίσει με διάφορα επεισόδια, που είτε συμβαίνουν τώρα είτε συνέβησαν στο παρελθόν, είναι το ένα πιο παράταιρο απ’ το άλλο. Δεν ξέρω πώς μπορεί να λειτουργούν όλα αυτά στο βιβλίο το οποίο διασκεύασε, πάντως σίγουρα δεν λειτουργούν στην ταινία.
Υπάρχει μια σκηνή, με μια κλειστή πόρτα, που ενώ -δείγμα της γενικότερης δημιουργικής κόπωσης- δύσκολα πολύ θα σε παραπλανήσει για το τι έχει συμβεί και δύσκολα πολύ θα σε ξαφνιάσει, σε κάνει τουλάχιστον να προσδοκάς μια εύθυμη νότα, κάτι πρόσκαιρα κωμικό, κάτι λίγο αστείο, να ελαφρώσει μια στιγμή η ατμόσφαιρα, να σπάσει για λίγο αυτή η καλαίσθητη θανατίλα. Βασικά την προσδοκάς και σου έρχονται συνειρμικά σκηνές από παλιές του ταινίες και ανυπομονείς να δεις κάτι σε αυτή την κατεύθυνση. Αντ’ αυτού έχουμε επίταση του ίδιου τόνου, της ίδιας θανατίλας, μιας θανατίλας όμως τόσο προδιαγεγραμμένης, που προξενεί όχι τόσο συγκίνηση όσο βαρεμάρα.
Το κωμικό, ή κωμικοτραγικό, ή σκέτα κρίντζι, θα έρθει φευ, κάποια άλλη στιγμή. Και θα είναι αθέλητο. Και θα έχει το πρόσωπο της Τίλντα Σουίντον, χωρίς να φταίει η ίδια σε κάτι. Και η ίδια και η Τζούλιαν Μουρ κάνουν ό,τι μπορούν, σώζουν ό,τι επιδέχεται διάσωσης. Κι ο Τορτούρο όσο μπορεί. Αλλά τον βάζει κι αυτόν να βγάλει ένα λογύδριο για το τέλος του κόσμου, την κλιματική κρίση και το αν πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι παιδιά. Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας, Νίκο Τσιαμτσίκα, σε τι κόσμο θα φέρετε τα παιδιά σας, παιδιά του Τζον Τορτούρο, παιδιά των παιδιών του Τορτούρο παιδιά; Τι μέλλον μπορεί να έχει ένας πλανήτης και ποια ελπίδα όταν επελαύνουν χέρι χέρι η ακροδεξιά και ο νεοφιλελευθερισμός, τα λέει τα πράγματα με το όνομά τους ο Τζον, κι ακόμα κι αν προσωπικά μπορεί να συμφωνώ πολιτικά μαζί του, χρόνια έχω να ακούσω λέξεις να ακούγονται τόσο ξύλινες σε ταινία.
«Το Διπλανό Δωμάτιο» ξεκινά σαν ταινία του Γούντι Άλεν, η γλώσσα, τα βιβλία, η ηρωίδα να περπατά στη Νέα Υόρκη, μετά σταματάει να είναι Γούντι Άλεν (αν εξαιρέσεις βέβαια το εξαντλητικό name-dropping καλλιτεχνών), χωρίς να γίνεται ούτε Αλμοδόβαρ, ούτε μια καλή ταινία από μόνη της. Βγάζοντας στην άκρη ζακέτες και άλλα σχετικά πολύχρωμα, άντε να βρήκα λίγο Αλμοδόβαρ σε μια σκηνή που έψαχναν τα πράγματα της Τίλντα στα συρτάρια, σε μια σκηνή που κάνει κοντινό σε ένα κόκκινο κραγιόν που φοριέται στα χείλη, άντε να συγκινεί κάπως όταν δείχνει σκηνές από άλλες ταινίες. Αλλά είναι άραγε υπέρ μιας ταινίας το να καταφέρνει κάτι να σου κάνει μόνο όταν δείχνει σκηνές από άλλες;
Στο σινεμά ένας φυσούσε διαρκώς τη μύτη του. Αλλά επειδή ήταν κρυωμένος, όχι επειδή έκλαιγε. Ο Αλμοδόβαρ, παρά τη φύση του ζητήματος που πραγματεύεται και παρά τη δική του φύση ως δημιουργός, κρατά αποστάσεις απ’ το μελόδραμα και από καταστάσεις που με ένα απλό του σκούντημα θα έκανε τους θεατές στις αίθουσες να πλαντάζουν απ’ το κλάμα. Εντελώς θεμιτή και σεβαστή επιλογή, δεν είναι αυτό το πρόβλημα της ταινίας. Το πρόβλημα της είναι ότι θεώρησε πως η κεντρική της συνθήκη (μια γυναίκα που ζητά από μια φίλη της να της κάνει παρέα πριν αυτοκτονήσει επειδή θέλει να πεθάνει με τους όρους της και να γλιτώσει τα τελευταία στάδια της σωματικής έκπτωσης), οι σπουδαίες ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τις ηρωίδες και η υπογραφή Πέδρο Αλμοδόβαρ είναι υπεραρκετές. Κάθε άλλο.
Ή μήπως όχι; Θέλω να πω ότι τελικά ο βασικός λόγος για τον οποίο η ταινία μου δημιουργεί τόσο αρνητικά συναισθήματα, δεν είναι η ίδια η ταινία. ΟΚ, δεν μου άρεσε, δεν έγινε κάτι, μπορεί να μην είχε τη συγκεκριμένη φορά έμπνευση ή μπορεί να του τελείωσε πια, ό,τι απ’ τα δύο κι αν συμβαίνει όμως, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ έχει κάθε μα κάθε δικαίωμα να προσπαθήσει κάτι και να μην του βγει. Ο λόγος που θυμώνω έχει να κάνει με τη βράβευση της ταινίας στη Βενετία με τον Χρυσό Λέοντα. Αν «Το Διπλανό Δωμάτιο» ερχόταν απλά ως η καινούργια ταινία του Αλμοδόβαρ, όλα καλά. Όταν έρχεται όμως κουβαλώντας αυτό το βραβείο και συνοδεύεται γενικά κι από κριτικές που δεν θεωρούν άτοπο αυτό το βραβείο, τότε πας προετοιμασμένος να δεις κάτι άλλο από μια αδούλευτη κι ανόρεχτη τεμπελιά. Η αποτυχία μέσα στο παιχνίδι είναι. Η αποτυχία που βαφτίζεται θρίαμβος όχι ακριβώς.